Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Γιατί είμαστε όλοι τρελοί...

Οι μέρες πλησιάζουν και η ανυπομονησία μεγαλώνει. Η ομάδα προέρχεται από μια γκέλα στην Ξάνθη και η πρόκριση με τη Μίλαν με 2 γκολ διαφορά κιόλας μοιάζει στο μυαλό μου ολόκληρο βουνό. Σε κουβέντες με άλλους για το ματς, ακούω συνέχεια τη λέξη: δύσκολο. Στα μηνύματα της ομαδικής με τους υπόλοιπους άρρωστους, ο Ν. λέει: «Ρε, είστε μαλάκες; Θα τους γαμήσουμε. 3-0 και ένα Καραϊσκάκη θάλασσα». Προσπαθώ να κάνω εικόνα το γήπεδο σε σκορ πρόκρισης. Γελάω και ανατριχιάζω ταυτόχρονα. 




  
 
Του Λέλεκα

Στα καπάκια, σκέφτομαι πόσα χρόνια έχουμε να δούμε την ομάδα να μπαίνει με πάθος και τσαμπουκά και να παίρνει ένα μεγάλο ματς στην Ευρώπη λόγω έδρας. Απογοητεύομαι. Σιγά μη γίνει τώρα. Την Τετάρτη, πηγαίνω Καραϊσκάκη να βοηθήσω για το κορεό και βλέπω το σχέδιο. Όταν το συζητάω με τους άλλους, πετάγεται ένας και λέει χαρακτηριστικά: «Ποιο κύπελλο, ρε μαλάκες, να κλέψουμε; Θα φάμε κάνα γκολ μέχρι το 10΄ και θα γελάει ο κόσμος…» Μέσα μου παίζει σαν κασέτα η φράση: «Δύσκολο, μαλάκα, πολύ δύσκολο…»

Ξημερώνει Πέμπτη. Όχι, δεν είναι αργία επειδή παίζει ο Ολυμπιακός (όπως χιουμοριστικά λέει ο κυρ-Μήτσος, ένας «ωραίος» 70άρης σε ένα παλιό μαγαζί του Πασαλιμανιού που βλέπω τους αγώνες). Θα πάμε κανονικά στις δουλειές μας, στις σχολές μας, στα σχολεία. Οι υποχρεώσεις δεν σταματούν να τρέχουν και οι λογαριασμοί δεν πληρώθηκαν ως διά μαγείας. Όμως σήμερα είναι η μέρα του ματς και η σκέψη μου είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στον Ολυμπιακό. Πετάγομαι από το κρεβάτι και σιγοτραγουδάω: «Θρύλε, μπορείς, μπορείς να προκριθείς». Μπροστά στα μάτια μου περνούν οι καθημερινές παραστάσεις που συναντάμε, αλλά το μυαλό μου ταξιδεύει εκεί, άλλωστε εκεί έχει βρει λιμάνι χρόνια τώρα. Οι ώρες περνούν. Άγχος και αγωνία. Πάντα η καρδιά, λένε, χτυπά πιο δυνατά όταν ερωτεύεσαι και ειδικά τώρα κοντεύει να σπάσει. Παίρνω τηλέφωνο έναν φίλο: «Μαλάκα, λες ;Δύσκολο, πολύ δύσκολο…» 

Το απόγευμα, ο Ολυμπιακός παίζει και στο ΣΕΦ για την Ευρωλίγκα. Γεμάτη και καθαρή ολυμπιακή ημέρα. «Εγώ, μαλάκες, μέχρι το ημίχρονο θα κάτσω και μετά θα πάω απέναντι, δεν κρατιέμαι», λέει ο Μ., ενώ πίνουμε τις πρώτες μπίρες. Ανηφορίζω για τα ορεινά του ΣΕΦ. Το ματς πάει καλά και έτσι δεν έχω ενοχές που, πριν καν λήξει, φεύγω. «Μαλάκα, ηρέμησε, παίζουμε σε 2 ώρες», μου λέει ο Μ. Δεν του απάντησα καν. Ούτως ή άλλως, ξέρει την απάντηση. Περνώντας από την υπόγα, ένας 6οαρης με ένα τυλιγμένο κασκόλ στον λαιμό του και μια τραγιάσκα λέει χαρακτηριστικά στο τηλέφωνο: «Αγάπη μου, δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Εγώ παίρνω πρόκριση σήμερα, το καταλαβαίνεις;» Τα λόγια του αντηχούν σε όλη την υπόγα. Το βήμα μου γίνεται πιο κοφτό και γρήγορο, καθώς πλησιάζω, σαν να είμαι έτοιμος να μπω στο χορτάρι και να παίξω μπάλα εγώ. Η ώρα περνάει και δώσ’ του μπίρες και ποιους θα βάλει, πώς θα παίξουν, θα περάσουμε;

Φεύγουμε από τη γνωστή μπυραρία απέναντι από το Καραϊσκάκη και πάμε να μπούμε. Βάζω το διαρκείας, το κόκκινο φωτάκι γίνεται πράσινο. Σπρώχνω τα τουρνικέ και ανηφορίζω στο γνωστό σαλιγκάρι. Μπαίνω πάντα από την 5 και σκύβω ενστικτωδώς κάτω από το πανί του Πόρτο αν και είναι αδύνατον να το ακουμπήσω. Μπαίνω στο πέταλο. Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου ποτέ να μην του προκαλεί δέος και καύλα, ανεξαρτήτως αντιπάλου και του κόσμου που θα έχει. Ύστερα από μερικά χρόνια πάνω στα τσιμέντα, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ίσως δεν υπάρχει καλύτερο αγχολυτικό και καλύτερη ψυχοθεραπεία από το γήπεδο. Το έχω δει σε αρκετές εκφάνσεις του, ακόμα και σχεδόν άδειο με τους γνωστούς γραφικούς επάνω στα καθίσματα του απέναντι σε κάποιο χωριό κάτι κρύες μέρες και πάντα έχει «κάτι» να σου δώσει. Αλλά ας μην κρυβόμαστε, στα μεγάλα ματς, όπως στο συγκεκριμένο, αποπνέει άλλον αέρα. Σήμερα έχει βάλει τα γιορτινά του και είναι ασφυχτικά γεμάτο αρκετή ώρα πριν. Τα κάθε λογής τσιγάρα και τα μπουκαλάκια γεμάτα αλκοόλ έχουν την τιμητική τους. Οι μπακέτες ακούνητες επάνω στα τύμπανα, τα σακούλοχαρτα κολλημένα στα καθίσματα και οι σημαίες κάτω για να σηκωθούν σε λίγη ώρα μέχρι τον ουρανό. Στο δικό μου τελετουργικό, ανεβαίνω επάνω στο κάθισμα και παρατηρώ τον κόσμο. Όλοι με πάθος και πίστη είναι έτοιμοι να κάνουν ένα από τα ωραιότερα ταξίδια στην ιστορία του Θρύλου, και ας μην ξέρουν τίποτα ακόμα. Το κορεό σηκώνεται και όλη η Ευρώπη μάς χαζεύει. Το ματς αρχίζει, η ομάδα μπαίνει δυνατά. Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο κάποτε είχε πει:  «Ο φανατικός είναι φίλαθλος στο άσυλο. Σε κατάσταση επιληψίας κοιτάζει το παιχνίδι, αλλά δεν το βλέπει. Δικιά του είναι η κερκίδα. Εκεί είναι το πεδίο μάχης του». Και ο κόσμος του Θρύλου το κάνει πράξη περισσότερο από ποτέ σε αυτό το παιχνίδι. Ο χρόνος κυλά και το ημίχρονο έρχεται. «Ας παίρναμε έναν βαθμό στη Σεβίλλη και στο Μιλάνο και θα είχε γίνει η δουλειά», ακούω από τα γύρω πηγαδάκια. Τελικά, ίσως είχαν δίκιο, ξανασκέφτομαι. Δύσκολο, πολύ δύσκολο. 

Το δεύτερο ημίχρονο αρχίζει και αυτό με τη σειρά του. Ο χρόνος κυλά και ο Ολυμπιακός πιέζει. Χρειάζεται ένα θαύμα και η μαγεία του γηπέδου το προκαλεί. Φτάνουμε στο 60΄. Ο Σισέ σκοράρει και στο γήπεδο επικρατεί πανζουρλισμός. Το Καραϊσκάκη παίρνει φωτιά. Λείπει ένα γκολ ακόμα και θα το βάλουμε εμείς, είμαστε πλέον σίγουροι. Ο Γκιγιέρμε σουτάρει. ΓΚΟΛΛΛ. Αυτή η μαγική στιγμή που νιώθεις ένα ταρακούνημα στον εγκέφαλο για ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου και δεν ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι. Η φάτσα σου είναι γεμάτη φλέβες και το βλέμμα σου στο κενό. Κοιτάς γύρω σου και όλοι βρίσκονται σε μια ατέλειωτη μέθη. Έχω βρεθεί δυο σειρές πιο κάτω, σηκώνομαι, ψάχνω το κασκόλ που πριν λίγο το πέταξα στον αέρα. Βρισκόμαστε όλοι σε έκσταση, αλλά για αυτό δεν ευθύνεται κανενός είδους ναρκωτικό, μονάχα αυτό που μόλις είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια. Κάποιος από πάνω φωνάζει: Λήξ’ το το γαμημένο. Έχουμε όλοι την ίδια ανυπομονησία και ας το παιχνίδι έχει δρόμο ακόμα. Είμαστε όμως όλοι ερωτευμένοι με αυτό που ζούμε και ο έρωτας δεν προσφέρεται για υπομονή. Η Μίλαν μειώνει σε 2-1 και σκέφτομαι ότι ήταν τόσο ονειρικό για να είναι αληθινό. Απογοητέυομαι, αλλά βλέπω ότι δεν το βάζει κανένας κάτω. Το σκηνικό μοιάζει σαν τη σειρά όπου βασίστηκε η χορογραφία, το La Casa de Papel. Οποία δυσκολία και να εμφανιστεί στο σχέδιο, είναι προμελετημένη από τον προφέσσορα ίσα ίσα για να υπάρχει η απαραίτητη οσμή αδρεναλίνης και μυστηρίου για να γίνει στο τέλος η πολυπόθητη ληστεία. LA CASA DEL TROFEO. Πέναλτι και 3-1. Αγκαλιές με αγνώστους, όλο το πέταλο ένα ατελείωτο μεθύσι. Δεν μιλάμε μεταξύ μας, μόνο γελάμε συνωμοτικά. Κοιταζόμαστε, γελάμε, αγκαλιάζομαστε. Αυτο είναι το αυθόρμητο μοτίβο. Ακούγεται το σφύριγμα της λήξης  και ένα ερυθρόλευκο τσουνάμι ξεχύνεται στο τερέν. Ο Περαίας απόψε θα καεί γιατί είμαστε όλοι τρελοί. Και παλαβοί. Και καυλωμένοι. Δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς έχει συμβεί. Παρατηρώ ξανά και ξανά τον κόσμο δίπλα μου. Μερικοί βγάζουν φωτογραφίες, ξηλώνουν καθίσματα, κόβουν το διχτάκι του τέρματος για να θυμούνται πάντα αυτό που έζησαν απόψε. Λες και πρόκειται ποτέ να ξεχαστεί…

Το βράδυ εκείνης της Πέμπτης ήταν μαγεία. Αλλά, διάολε, τη μαγεία μπορείς μόνο να τη ζήσεις, όχι να την εξηγήσεις…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου