Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Μια Ολυμπιακή Ιστορία (από όσες τύχει να γραφτούν) #7

 Πάντα να επιστρέφεις στις αναμνήσεις

Όποτε γυρνούσαμε από το νησί, το πρώτο βράδυ αμέσως τρέχαμε στο μαγαζί του. Ήταν η άρνηση της πραγματικότητας την οποία καλούμασταν να αντιμετωπίσουμε. Ήταν μια ιεροτελεστία για εμάς. Δεν υπάρχουν και πολλοί τρόποι να αντιμετωπίσεις το λεκανοπέδιο με το τέλος του καλοκαιριού. 





Του red1925white 

Εκείνος εμφανιζόταν πάντα με το ίδιο κουρασμένο βήμα. Κρατούσε τα σερβίτσιά μας στο χέρι, λαδωμένο μπλουζάκι γεμάτο με ιδρώτα, σκουπιζόταν πάνω του και συνέχιζε για το επόμενο τραπέζι. Όποτε χαμογελούσε, το στόμα του έμοιαζε με ένα σκοτεινό τούνελ που ανάμεσα του έβλεπες ελάχιστα και αραιά δόντια. Ερχόταν, ακουμπούσε τα πράγματα, τον χαιρετούσες και απαντούσε με εκείνο το κούνημα του κεφαλιού και το ακαταλαβίστικο βρυχηθμό του που πρέπει να ήταν κάτι ανάμεσα σε «γεια» και «μη μου ζαλίζετε τον έρωτα». Μας ήξερε και τον ξέραμε χρόνια. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως ήταν εντελώς αχρείαστη η παραγγελία που ερχόταν να μας πάρει. Κάθε φορά παίρναμε ακριβώς τα ίδια θαλασσινά. Έφευγε για την κουζίνα και εμφανιζόταν με κάτι τσίγκινες πιατέλες που επάνω τους ξεχείλιζαν τα καλούδια. Μαγαζάρα τόσων δεκαετιών που δεν είχε καταδεχθεί να καταχωρηθεί σε κανένα χιψτεροσάϊτ.

Μια βραδιά είχε καθίσει μαζί μας. Είχαμε μείνει μέχρι πολύ αργά. Τελευταία παρέα φάση. Ήρθε κουβαλώντας μερικές μπύρες. Τις ακούμπησε στο τραπέζι και μουρμούρισε «κερασμένες». Έπιασε την ξύλινη καρέκλα από το διπλανό τραπέζι, ακούμπησε το ποτήρι του, και άρχισε να πίνει μαζί μας. Δεν ξέρω αν του φανήκαμε βαρετοί ή συνηθισμένοι, μιας και νομίζω πως τις ερωτήσεις που του κάναμε τους τις έχουν κάνει κατά καιρούς όλοι οι θαμώνες του μαγαζιού. Ξέραμε πως ο τύπος ήταν η ζωντανή ιστορία της Πειραϊκής. Πετυχημένο μαγαζί στα χρόνια της χλιδομαστούρας, ωστόσο πάντα λαϊκός και ωραίος. Η φήμη που τον συνόδευε είχε να κάνει με κάτι τσαμπουκάδες των παλιών χρόνων και με μερικά μαχαιρώματα σε γνωστό πολιτιστικό κέντρο της Τζαβέλλα στο Νέο Φάληρο. Στην αρχή, τον ρωτήσαμε για το μαγαζί, πόσα χρόνια το έχει και τα ρέστα, μετά πήγε η κουβέντα στην Πειραϊκή. Το νησιωτικό μέρος της μητρόπολης. Με δυσκολία καταλαβαίναμε τι έλεγε. «Τι να σας πω, ρε μάγκες... Όταν το άνοιξα εγώ το μαγαζί πίνανε τσιγάρα από κάτω στα βράχια και όλη η σειρά είχε έξι μαγαζιά. Άλλα χρόνια τότε». Αυτό ήταν το επιμύθιο στο τέλος κάθε φράσης του. Δεν άντεξα και τον ρώτησα για τον Ολυμπιακό. Είχα δει παλιότερα τη μοναδική φωτογραφία που έχει μέσα στην κουζίνα. Ήταν ο Ολυμπιακός του 65/66: η περίφημη ομάδα του Μπούκοβι. Ο τύπος δεν είχε φωτογραφίες από τα παιδιά και τα εγγόνια του, αλλά τον Ολυμπιακό του Μπούκοβι τον είχε. Όλοι σε αυτή την πόλη βλαμμένοι είμαστε, σκέφτηκα. Κουβέντα με τη κουβέντα, η ώρα είχε πάει δυο.

Έχουν κλείσει όλα τα φώτα από τα διπλανά μαγαζιά. Δεν μας κάνεις το λογαριασμό να σας αφήνουμε κι εμείς σιγά σιγά, του λέμε. Γυναίκα, πήγαινε φέρε τον μπίλι (ο λογαριασμός στα μόρτικα), τα ποτά κερασμένα από μένα. Όσο η κυρά βαδίζει προς την κουζίνα, βγάζει ένα στριφτό από τη τσέπη του. Σαλιωμένο, κολλημένο. Ογδόντα χρονών άνθρωπος και κουβάλαγε πάνω του στριφτά. Έχουμε μείνει μαλάκες. «Τι κοιτάτε σα χάνοι, ρε. Μη μου πείτε ότι δεν έχετε ξαναδεί». Χαμογελάει στραβά και ξεπροβάλει το μοναχικό δόντι της δεξιάς πλευράς. «Εγώ το μαγαζί το έχω σαράντα χρόνια. Κάθε βράδυ, με το που κλείσουμε, βγαίνω εδώ έξω στο πεζούλι και τ' ανάβω. Κοιτάζω τη θάλασσα κάνω τρεις τζούρες και ηρεμώ. Μόνο έτσι με πιάνει ο ύπνος το βράδυ. Όσο μεγαλώνω όμως η κυρά σκιάζεται μην πάθω τίποτα και φωνάζει. Γι' αυτό την έστειλα να κάνει τον μπίλι». Κανείς δεν θέλει να του χαλάσει το χατήρι. Άσε που άμα μας τσακώσει η «κυρά», θα πρέπει κάποιος να αναλάβει την ευθύνη. Η παράξενη αίσθηση της αλληλεγγύης στην επικείμενη καταστροφή είναι ένα από τα χούγια μας.

Φέτος, εκτός από αυτή τη μικρή ιεροτελεστία, έχουμε και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό που απαλύνει την επιστροφή μας. Είναι η επιστροφή στις αναμνήσεις. Στις 20 του Σεπτέμβρη, το παρκέ του ΣΕΦ θα ζυγίζει ένα τόνο μπασκετικής ολυμπιακής ιστορίας και στον ουρανό του γηπέδου θα αιωρούνται ένα εκατομμύριο αναμνήσεις.

Μέσα από τη φυσούνα θα εμφανιστεί για μια τελευταία φορά ο μαέστρος με το μαγικό του ραβδί. Και θα πατήσουν το παρκέ ο Βαγγέλης, ο Κώστας, ο Βασίλης και ο Γιώργος. Όλοι αυτοί που πίστεψαν στο αδύνατο πριν αυτό γίνει αδιανόητο. Εκείνοι που κατέρριψαν κάθε έννοια λογικής και που τα επόμενα χρόνια θα φούσκωναν τα στήθια μας με περηφάνια ουκ ολίγες φορές.

Στις 20 του Σεπτέμβρη λοιπόν θα έχουμε την ευκαιρία για ένα ακόμη ταξίδι. Ένα ταξίδι στις αναμνήσεις. Εκεί θα βρίσκονται όλοι. Ο καθένας στο δικό του πόστο. Ο δάσκαλος με την μπαγκέτα του στον πάγκο. Οι παίχτες να ιδρώνουν στο παρκέ και εμείς να ξανασμίγουμε στην κερκίδα.

Πάντα είναι ωραίο να επιστρέφεις στις αναμνήσεις, ειδικά όταν δεν έφυγες ποτέ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου