Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Αποτίμηση της φετινής μπασκετικής χρονιάς

Έχει περάσει σχεδόν μια εβδομάδα από τη λήξη των τελικών και έφθασε η στιγμή να κάνουμε μια αποτίμηση της σεζόν 2023/24 για τον Ολυμπιακό. Αυτή η μια εβδομάδα ήταν απαραίτητη για να σκεφτούμε όσο πιο νηφάλια γίνεται, μακριά από τον θόρυβο που επικρατεί στα social media και το δημόσιο λόγο. Ο απολογισμός μιας αγωνιστικής χρονιάς είναι προαπαιτούμενος, ώστε να εξεταστούν τα όποια λάθη, να γίνουν οι κινήσεις που πρέπει και να επιστρέψει ο Θρύλος στη θέση που τον ονειρευόμαστε.



Του RedTerso

Η χρονιά που μόλις ολοκληρώθηκε έχει δυστυχώς αρνητικό πρόσημο. Και σε αυτό δεν μπορεί να μπει αστερίσκος. Υπάρχουν όμως δύο επίπεδα που μπορούμε να το προσεγγίσουμε. 

Ας ξεκινήσουμε με την Ευρωλίγκα. Ο Ολυμπιακός έφθασε σε ένα ακόμα Final-4 (το τρίτο στη σειρά) πιστοποιώντας ανεξίτηλα ότι βρίσκεται στις κορυφαίες ομάδες του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Και το πέτυχε κάνοντας την απόλυτα επική ανατροπή σε 5ο ματς στην έδρα της Μπαρτσελόνα και ενώ οι διαιτητές του έχουν αφαιρέσει το δικαίωμα να ολοκληρώσει τη σειρά μέσα στο ΣΕΦ. Τον θυμόμαστε άραγε τον διαιτητή που μας πέρασε πριονοκορδέλα; Ντιφαλά λεγόταν. Ήταν ο τύπος που πήρε από το χεράκι τον Παο, τον σφύριξε 4 σερί ματς (απίστευτη αυτή η θεά τύχη ε;) μαζί με τον Μπελόσεβιτς και τον βοήθησε να πάρει την ευρωκούπα. Και αυτό είναι το σημείο που λειτουργεί εν μέρει παραμορφωτικά. Γιατί ενώ ο Ολυμπιακός κάνει άλλη μια υπέρβαση και φθάνει στο κορυφαίο ραντεβού (όταν οι περισσότεροι μπασκετικοί δημοσιολογούντες τον είχαν εκτός οκτάδας στην αρχή της σεζόν), αυτόματα μπαίνει στη σύγκριση με τον αιώνιο αντίπαλο. Και ακόμα και αν μπαίνει σε αυτή τη σύγκριση, δεν υπoλογίζονται όλες οι παράμετροι (αναφέραμε λίγο παραπάνω μία), που οδήγησαν στο τελικό αποτέλεσμα και φθάνουμε στο απλοϊκό συμπέρασμα που κυριάρχησε το βράδυ του τελικού: Εμείς είμαστε λούζερ, ενώ οι άλλοι πήγαν και το πήραν. Παραβλέποντας βέβαια αυτά που συνέβησαν για να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα, αλλά και τις διαμαρτυρίες των προπονητών που αντιμετώπισαν τον βάζελο. Υπερβολές, θα πουν κάποιοι. Ας το κρατήσουμε όμως.

Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πιο απλά. Ο Ολυμπιακός, μετά από δύο χρόνια, παρέδωσε τα σκήπτρα στον αιώνιο, κρατώντας τα ηνία στις δύο μικρότερες διοργανώσεις (κύπελλο και σούπερ καπ). Αυτή η συνθήκη είναι αρκετή για να χαρακτηριστεί ως υπαναχώρηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Αν βάλουμε δε στην εξίσωση τον τρόπο με τον οποίο χάθηκε το πρωτάθλημα (από 0-2, σε 3-2) τότε το αποτέλεσμα βαραίνει ακόμα περισσότερο. Και εδώ πρέπει φυσικά να αναζητήσουμε τις παραμέτρους που οδήγησαν στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί ότι όταν έχουμε πάει κόντρα στα πάντα και έχουμε φτάσει σε 3 ματς-μπολ, τότε δυστυχώς το τέλος της διαδρομής αφήνει έντονη τη γεύση της πίκρας. Στις παραμέτρους δεν μπορεί να μη συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι στο 3ο ματς η διαιτησία θύμισε τις μέρες του «φάρου» και ανάγκασε τον Ολυμπιακό να έχει ένα τεράστιο «πρέπει» για το 4ο ματς του ΣΕΦ. Επίσης στο 5ο ματς, στο δεύτερο μέρος, η διαιτησία ήταν καθοριστική για το τελικό αποτέλεσμα. Ακόμα και αυτά δεν θα είχαν όμως σημασία, αν οι ερυθρόλευκοι είχαν κάνει το «καθήκον» τους και είχαν καταφέρει να επικρατήσουν στην 4η αναμέτρηση με ευνοϊκές συνθήκες (πέρα από την αφόρητη ζέστη) εντός έδρας. Αυτό είναι ίσως το μόνο φετινό παιχνίδι (μαζί με το πρώτο ημίχρονο του ημιτελικού με τη Ρεάλ) στο οποίο αξίζει σκληρή κριτική στην ομάδα (είναι αδιανόητο να χάνονται 12 βολές, έστω οι μισές να είχαν μπει θα ήμασταν πρωταθλητές και θα συζητάγαμε με διαφορετικούς όρους). Δυστυχώς όμως ήταν καθοριστικό για την υπόθεση-τίτλος.

Από το βράδυ του 5ου τελικού και μετά ξεκίνησε μια διαδικασία ισοπεδωτικής κριτικής προς την ομάδα από «ουδέτερα» ή «φίλια» ΜΜΕ, που φυσικά εξακτινώθηκε στο άπειρο στον θαυμαστό κόσμο των social media. Και σε αυτή τη διαδικασία οι πάντες ήταν στόχος: Από τον τελευταίο παίχτη της δωδεκάδας, μέχρι τον προπονητή και τους προέδρους. Θα προσπαθήσω να καταθέσω τη δική μου οπτική στην διεξαγόμενη κουβέντα.

Ο κόουτς Μπαρτζώκας αντιμετώπισε την πιο ίσως πιο δύσκολη αποστολή από πλευράς τραυματισμών και καταπόνησης (μαζί με τη θητεία του στη Μπαρτσελόνα). 8 παίχτες της ομάδας έπαιξαν στο Παγκόσμιο, γυρνώντας με κούραση (από μια ήδη άκρως απαιτητική σεζόν) και τραυματισμούς. Μέσα στη χρονιά ,είχαμε διαδοχικούς τραυματισμούς, που κορυφώθηκαν με το κάταγμα κόπωσης του Φαλ, πριν ξεκινήσουν τα play-off και αφού είχε μόλις εκπνεύσει η διορία για δήλωση της λίστας των ξένων παιχτών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Ολυμπιακός, ενώ είχε την πιο πλήρη γραμμή πενταριών, στην ουσία να αγωνίζεται με μοναδικό φορ τον Μιλουτίνοφ και κατά συνθήκη τον Πετρούσεφ. Μέσα σε ολόκληρη τη χρονιά είναι ζήτημα αν ο Θρύλος παρατάχθηκε πλήρης σε πάνω από 10 παιχνίδια. Και παρ' όλα αυτά, ο προπονητής κατάφερε να διατηρήσει την ομάδα στην ευρωπαϊκή ελίτ και να κατακτήσει δύο (έστω υποδεέστερους) εγχώριους τίτλους. Ήταν όλα θετικά για τον κόουτς μέσα στη χρονιά; Ακόμα και ο ίδιος νομίζω ότι θα διαφωνούσε με μια τέτοια εκτίμηση. Τα αγωνιστικά λάθη που θα μπορούσαν να του πιστωθούν έχουν να κάνουν με τον τρόπο που μπήκε η ομάδα σε κρίσιμους αγώνες, όπως ο ημιτελικός με τη Ρεάλ ή οι παρεμβάσεις που θα μπορούσε ενδεχομένως να κάνει στον κρίσιμο τέταρτο τελικό του ΣΕΦ. Ο κόουτς «ελέγχεται» και για κάποιες στιγμές έντασης, όπως αυτές καταγράφηκαν στην κάμερα με τον Παπανικολάου, τον Πιτερς και τον Γκος. Όμως παρά την όποια (ακόμα και ακραία, όπως στην περίπτωση Γκος) ένταση της στιγμής φάνηκε ότι αυτή ξεπεράστηκε και αυτό σίγουρα έχει να κάνει με το κλίμα που επικρατεί στην ομάδα.

Ο Μπαρτζώκας έχει δεχτεί κριτική για τον καλοκαιρινό σχεδιασμό της ομάδας. Αποτελεί, φαντάζομαι, κοινό τόπο ότι όταν μια επιτυχημένη ομάδα χάνει δύο παίχτες που, αντικειμενικά, είναι πυλώνες του παιχνιδιού (και της επιτυχίας) της, είναι μάλλον δύσκολο να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο. Ο κόουτς, σε γενικές γραμμές, κατάφερε να παρουσιάσει μια ομάδα που άνηκε στο υψηλότερο επίπεδο, προφανώς δεν έπαιζε το ίδιο θελκτικό στο μάτι μπάσκετ, αλλά σίγουρα ήταν από τις πιο σκληρές ομάδες της Ευρώπης. Ο κόουτς το καλοκαίρι είχε αναφέρει ότι η βασική αποχώρηση ήταν αυτή του Βεζένκοφ, ενδεχομένως και για να υποβαθμίσει την αποχώρηση του Σλούκα (τη στιγμή που είχε ήδη αποκτηθεί ο Γουίλιαμς-Γκος για να καλύψει το κενό, κάτι που εν μέρει έγινε). Στο άκουσμα της απόκτησης του Λουκ Σίκμα, οι περισσότεροι σάστισαν. Ακόμα και αν ο Σίκμα ήταν τα προηγούμενα χρόνια στα καλύτερα τεσσάρια της διοργάνωσης, ήταν σοκαριστική η πτώση της αθλητικότητάς του, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ακολουθήσει τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας. Και εδώ είχαμε σίγουρα ένα πρώτο σοβαρό λάθος, παρόλο που η αγορά, για όσους θυμούνται την περίοδο, δεν είχε πολύ ποιοτικότερες λύσεις. Όταν η ευκαιρία παρουσιάστηκε, το λάθος διορθώθηκε με τον Πετρούσεφ.

Το δεύτερο σοβαρό λάθος ήταν η προσθήκη ενός παίχτη που θα αναλάμβανε πρωταγωνιστικό ρόλο στο επιθετικό πλάνο της ομάδας. Μέσα στο καλοκαίρι ήταν αρκετά τα ονόματα που κυκλοφόρησαν. Μπορούμε να θυμηθούμε ότι ο Ναν βρέθηκε στο ραντάρ του κόουτς. Και πολλοί ασκούν κριτική ότι ο Ολυμπιακός θα έπρεπε να περιμένει μέχρι τον Νοέμβρη (ή όποτε) τον Ναν ή τον κάθε Ναν, με αμφίβολα αποτελέσματα. Εγώ πιστεύω ότι αφετηριακά ο κόουτς είχε δίκιο που δεν περίμενε μέχρι το βαθύ φθινόπωρο. Προέκυψε η ευκαιρία να αποκτηθεί ο Μπραζντέικις (με ένα διόλου ευκαταφρόνητο buy-out, αντίστοιχο του «μυθικού» όπως παρουσιάζεται το πρόσφατο buy-out των απέναντι για τον Λορένζο Μπάουν) και η περίπτωσή του προκρίθηκε. Κανείς εκ των προτέρων δεν μπορεί να διαβεβαιώσει αν μια μεταγραφή θα πετύχει ή όχι. Καθρέφτης είναι πάντα το παρκέ. Εκ του αποτελέσματος, η μεταγραφή του Μπραζντέικις μπορεί να χαρακτηριστεί πλήρως αποτυχημένη, όμως εκείνες τις ημέρες του τέλους Σεπτέμβρη οι περισσότεροι φαντάζομαι ότι συμφωνούσαν με την απόκτηση ενός παίχτη που είχε κάνει αισθητή την παρουσία του στην Ευρωλίγκα και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και είχε χαρακτηριστικά που φαινόταν ότι θα έλυναν προβλήματα. Η κατάληξη της χρονιάς σίγουρα δεν δικαιώνει τον κόουτς και ο Λιθουανός πιθανότατα θα αποτελέσει παρελθόν. Αυτό όμως που του χρεώνεται ότι δεν έψαξε για παίχτη που θα μπορούσε να οδηγήσει την ομάδα από την περιφέρεια δεν ίσχυσε ούτε πέρυσι (με την αναζήτηση τέτοιου παίχτη και την απόκτηση του Λιθουανού ακόμα και αν δεν «βγήκε»), πόσω μάλλον φέτος που ο Θρύλος, πιάνοντας στον ύπνο τον ανταγωνισμό, είχε συμφωνήσει με τον πιο ανερχόμενο Αμερικάνο περιφερειακό τον Κίναν Έβανς. Δυστυχώς, η θεά τύχη είχε πάλι διαφορετική γνώμη...

Αν θεωρήσουμε αυτά ως τα πιο κομβικά λάθη του σχεδιασμού, θα πρέπει να προβληματιστούμε γύρω από τη σφοδρότητα της κριτικής μας, στη βάση του ότι ο Μπαρτζώκας εν πολλοίς αναγνώρισε ο ίδιος τα λάθη του και προχώρησε σε διορθωτικές κινήσεις. Αυτό δείχνουν οι προσθήκες του Πετρούσεφ και του Μήτρου-Λονγκ (ακόμα και αν ο δεύτερος δεν έδειξε πολλά πράγματα). Ενώ τα αντανακλαστικά και η γνώση της αγοράς αποδείχθηκαν άριστα, όταν μέσα σε μια ημέρα σχεδόν (μετά το κάταγμα στο πόδι του Μιλουτίνοφ), σε συνεργασία με τη διοίκηση, αποκτήθηκε και ο Μόουζες Ράιτ, δυναμώνοντας πολύ τη γραμμή των ψηλών μας. Αν κάτι ακόμα μπορεί να χρεωθεί ως λάθος για τον κόουτς, αυτό είναι η μη μέριμνα για ενίσχυση του κορμού των γηγενών παιχτών (με δεδομένη όμως και την έλλειψη ποιότητας και ποσότητας Ελλήνων παιχτών), κάτι που δυστυχώς αποτυπώθηκε στους τελικούς με το εξαιρετικά περιορισμένο rotation της ομάδας.

Ο κόουτς, τα δύο προηγούμενα χρόνια, παρουσίασε εξαιρετικές ομάδες, που έπαιξαν πανέμορφο μπάσκετ και δίκαια κέρδισε τον τίτλο του «προπονητή της χρονιάς» διαδοχικά. Η φετινή εκδοχή της ομάδας είχε τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αν ήταν λίγο πιο τυχερή η ομάδα (ή είχε πιο ποιοτικές λύσεις για τους αμφισβητίες), σίγουρα το αποτύπωμα της προπονητικής δουλειάς θα ήταν άκρως αναγνωρίσιμο. Και όλα αυτά μέσα σε μια χρονιά, όπου η «επανάκμψη» των απέναντι συνοδεύτηκε με τον πιο ανηλεή πόλεμο στο πρόσωπο του κόουτς Μπαρτζώκα, σε μια αδιανόητη προσπάθεια να πλήξουν όλο τον οργανισμό, μέσα από τη συνεχή στόχευση του προπονητή μας. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τέτοιας έντασης πολεμική πιθανόν να μην έχει δεχτεί άλλος προπονητής της ομάδας μας, ειδικά αν κάνουμε τη σύγκριση με τα (μη) γραφόμενα για (τα καραγκιοζιλίκια) την εκδηλωτικότητα του προπονητή του βάζελου. Ο κόουτς με προσωπικό κόστος απορρόφησε σημαντικό κομμάτι των επιθέσεων προς την ομάδα και πρόσφερε μάλιστα και στιγμές γαύρικου χιούμορ (βλ. δηλώσεις προς τον Κουβόπουλο...).

Ο έτερος στόχος κριτικής είναι φυσικά οι αδελφοί Αγγελόπουλοι. Η κριτική ξεκινάει από το γεγονός ότι δεν βάζουν λεφτά και φτάνει μέχρι το ότι τους κάνει ό,τι θέλει ο εθισμένος πρόεδρος του βάζελου. Έχει κάτι από αυτά υπόσταση; Στο κομμάτι των χρημάτων και των μεταγραφών, ας σκεφτεί κάποιος αν έχουν δοθεί ή όχι αρκετά χρήματα, ακόμα και για να διορθωθούν αναγνωρισμένες αστοχίες. Ο Ολυμπιακός είχε φέτος ένα μεγάλο για τα δεδομένα του ρόστερ, στην προσπάθεια να καλυφθούν τα όποια κενά. Το λάθος του Σίκμα διορθώθηκε με έναν από τους πιο ανερχόμενους ευρωπαίους ψηλούς, τον Πετρούσεφ. Με αστραπιαίες κινήσεις καλύφθηκε το κενό του Μιλουτίνοφ (με τον Ράιτ), ενώ αποκτήθηκε και ένας ευρωλιγκάτος παίχτης (Ναζ Μήτρου-Λονγκ) για να τονωθεί ο ελληνικός κορμός της ομάδας. Αν κάποιος θεωρεί ότι δεν έχουν δαπανηθεί αρκετά χρήματα, μάλλον δεν γνωρίζει ικανοποιητικά τον τρόπο που λειτουργεί η ομάδα. Δεν δαπανήθηκαν 2 εκατομμύρια για να αποκτηθεί κάποιος παίχτης (που πιθανόν να μην υπήρχε ως δυνατότητα όταν αναζητούσε προσθήκες η ομάδα), αλλά τα ποσά που δόθηκαν δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητα.

Από εκεί και πέρα η διοίκηση του Ολυμπιακού έχει πετύχει κάμποσα πράγματα που βασίζονται στην επιλογή του «μέχρι τέλους». Και τέτοια είναι οι τιμωρίες του πρόεδρου των απέναντι ή το γεγονός ότι δεν πηγαίνουμε ως πρόβατα προς διαιτητική σφαγή όπως προηγούμενα χρόνια. Ακόμα και οι ανακοινώσεις της ομάδας είναι στοχευμένες και καυστικές. Δεν μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κάποιος ότι έχουμε κυριαρχήσει απέναντι στους αντιπάλους μας. Αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι έχουμε απέναντι μας το χειρότερο αντιολυμπιακό υποκείμενο, που μετέρχεται κάθε μέσου για να επικρατήσει. Αν κάποιος συμφωνεί με τον τρόπο που «πολιτεύεται» ο εθισμένος (αλλά δυσκολεύεται να το παραδεχτεί), τότε καλά κάνει και ασκεί κριτική στους Αγγελόπουλους. Για εμένα, συνεχίζουν να είναι παράγοντες-κόσμημα για τον Θρύλο, που τον κρατούν στο υψηλότερο επίπεδο.

Αν έπρεπε οπωσδήποτε να εντοπίσω λάθη στους χειρισμούς τους, αυτό θα ήταν ότι δεν έχουν ασκήσει την απαιτούμενη πίεση για να μας παραχωρηθεί το ΣΕΦ. Και αν υπάρχουν υπεύθυνοι που αυτό δεν γίνεται, να δημοσιοποιήσουν τη συνθήκη, κάνοντας τον κόσμο του Ολυμπιακού συμμέτοχο στην αποκατάσταση της ισονομίας. Όπως ακριβώς το έκαναν και με το «μέχρι τέλους». Αυτή τη στιγμή, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, το κρατικοδίαιτο σωματείο του Παο, έχει τεράστιο πλεονέκτημα μέσω της παραχώρησης του ΟΑΚΑ. Γι' αυτό, πρέπει να παλέψουν με κάθε τρόπο οι πρόεδροι. Το άλλο σημείο που θα ήθελα είναι να υπάρχει κάποια πιο επιθετική επικοινωνιακή πολιτική σε διάφορες στιγμές. Θεωρώ ότι θα έπρεπε σίγουρα να έχει απαντηθεί η δήλωση που έκανε το κωλόπαιδο μετά τους τελικούς ή γενικά η χυδαία προπαγάνδα στην οποία είναι όντως «μάστορες» (όπως είπε και ο κόουτς) αυτοί του πράσινου στρατόπεδου. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό που ο εθισμένος, ευχαρίστησε που «αφήσαμε ελεύθερο» τον σλούκα και το αναπαρήγαγαν όλοι χωρίς έναν έστω αστερίσκο. Ο αστερίσκος έχει να κάνει με το γεγονός ότι το συμβόλαιο του παίχτη είχε εκπνεύσει, μιας και ήταν τριετές και υπογράφηκε το καλοκαίρι του 2020. Οπότε απλά τον αποχωρήσαμε. Δεν δεσμευόταν. Είναι ένα ελάχιστο παράδειγμα της προπαγάνδας, το οποίο όμως αναδείχθηκε από τα ΜΜΕ. Προφανώς και δεν υπάρχει κανείς νοήμων Ολυμπιακός που να ζητάει οι πρόεδροι να «καίγονται» στο Tik-Tok όπως κάνει ο θλιβερός πρόεδρος του βάζελου. Όμως σε στιγμές και σε κρίσιμα ζητήματα πρέπει να δίνονται οι αρμόζουσες απαντήσεις. Το γεγονός ότι η εκπορευμόμενη από το πράσινο στρατόπεδο τοξικότητα χτύπησε ιστορικά υψηλά επίπεδα πρέπει να προβληματίσει και για τη συνέχεια, μιας και η αντίπαλη πλευρά φρόντισε να μας αποκαλύψει τον τρόπο που θα κινηθεί και στη συνέχεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζονται «συμπαίχτες» ή διοιητικοί ηγέτες άλλων τμημάτων. Χρειάζεται επαγρύπνηση, ετοιμότητα και απαντήσεις στις στιγμές, που πραγματικά απαιτείται.

Αυτά σε γενικές γραμμές αποτελούν την προσωπική μου αποτίμηση σε σχέση με τη χρονιά που μόλις ολοκληρώθηκε. Από εκεί και πέρα μπορεί να γίνει αρκετά μεγάλη κουβέντα σε σχέση με το ρόστερ και τον σχεδιασμό ενόψει της νέας αγωνιστικής περιόδου. Ο Ολυμπιακός βρίσκεται σε καλό δρόμο, μιας και σε μεγάλο βαθμό το ρόστερ είναι ήδη έτοιμο. Απαιτούνται βέβαια οι τελευταίες και πιο κρίσιμες πινελιές. Αν κάτι πρέπει να έχει γίνει σαφές, είναι ότι χρειάζεται ποιοτική αναβάθμιση στις θέσεις των γκαρντ, με παράλληλη ενίσχυση του κορμού των γηγενών αθλητών. Η γραμμή των ψηλών είναι κλεισμένη και θα υπάρχει μόνο μια περίπτωση προσθήκης και αυτή αφορά τον «επαναπατρισμό» του Σάσα Βεζένκοφ, αν αυτό καταστεί εφικτό από την πλευρά του. Στα γκαρντ τώρα, που είναι και το πιο δύσκολο σημείο. Η φημολογούμενη απόκτηση του Ντόρσεϊ στη θέση του Κάνααν λύνει συνδυαστικά αρκετά από τα ζητήματα που αναφέραμε παραπάνω. Και θα απομένει μια ακόμα κίνηση, που θα ορίσει και το επίπεδο που θα μπορεί να φτάσει η ομάδα. Ας δείξουμε την απαραίτητη εμπιστοσύνη προς τους υπεύθυνους για να λάβουν την πιο σωστή απόφαση. Ο κόσμος είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί και φέτος δίπλα στην ομάδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου