Είχε δίκιο. Μελαγχολούσα. Τους μιλούσα συνέχεια για τα παλιά. Μου κακοφαινόταν. Νοσταλγούσα. Νοσταλγούσα γιατί, λόγω επαρχίας, εμείς εκεί είχαμε αγαπήσει τον Ολυμπιακό, στα παλιά καφενεία. Εκεί που πηγαίναμε με τους πατεράδες μας χέρι-χέρι να δούμε όσα παιχνίδια έπαιζαν στην τότε συνδρομητική. Εκεί που ένα μωσαϊκό πρωτόγνωρων εικόνων φτιαχνόταν στο κεφάλι μας.
Του Λέλεκα
Οι εφημερίδες στα τραπέζια. Πάντα οι ίδιες. Δύο πολιτικές και δύο αθλητικές. Μια αντικειμενική, η SportDay, και μια καθαρά ολυμπιακή, το Φώς των Σπορ. Η πρώτη επαφή με την οσμή του τσιγάρου, ο ελληνικός καφές σε γυάλινο ψηλό ποτήρι, τα σκέτα ουίσκι με πάγο όταν τα παιχνίδια στράβωναν, το χτύπημα του ποτηριού στο τραπέζι για να πιάσει τόπο η ευχή για τη νίκη της ομάδας, το έντονο πράσινο χρώμα της τσόχας στην γωνία του μαγαζιού, οι ξεθωριασμένοι τοίχοι, τα κατακόκκινα κομπολόγια με το σήμα του δαφνοστεφανομένου που χτυπούσαν ρυθμικά στα χέρια, για να φύγει το άγχος στα ματς ζωής και θανάτου. Τα αναθέματα και οι κατάρες για το διπλό στην Ευρώπη που δεν ερχόταν με τίποτα. Η αντιπάθεια του κυρ Γιάννη στον Ανατολάκη. Τα πειράγματα για τις ομάδες μεταξύ ανθρώπων που, με αιτία τον έντονο δικομματισμό της εποχής, δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους. Η ίδια μαγική ιεροτελεστία κάθε φορά. Όλο το χωριό χωρισμένο σε δύο καφενεία, σε αυτό των Ολυμπιακών και στο άλλο, των Παναθηναϊκών.
Και κάπως έτσι, εμείς, πιτσιρικάδες, με τις πορτοκαλάδες μας, την ερυθρόλευκη, την αθωότητά μας, τις αισθήσεις μας ενεργοποιημένες για να ρουφήξουμε στιγμές σε αυτό τον νέο, μαγικό κόσμο των παλιών καφενείων, τα κασκόλ μας περασμένα σφιχτά στο χέρι, την αγωνία του αποτελέσματος για την αυριανή καζούρα στο σχολείο, ασυναίσθητα, χωρίς εκείνη τη στιγμή να το αντιλαμβανόμαστε, ζούσαμε τις πρώτες στιγμές κοντά στον Ολυμπιακό. Χιλιόμετρα μακριά από το γήπεδο αλλά, ταυτόχρονα, πολύ κοντά του.
Τα τελευταία δύο χρόνια που είμαι στο χωριό, κάθε φορά που βγαίνω στο ίδιο καφενείο, για να δω τα παιχνίδια, έφερνα στο μυαλό μου αυτές τις εικόνες. Το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό πριν δύο εβδομάδες ήταν το αποκορύφωμα. Το παρατήρησα για ακόμα μια φορά. Δεν υπήρχε τίποτα από εκείνη την αίγλη, την ιεροτελεστία, το πάθος των παιδικών μας χρόνων στα μαγαζιά του χωριού όταν είχε σημαντικούς αγώνες. Τα καφενεία άδεια, το χωριό με εμφανώς λιγότερο κόσμο, και ακόμα λιγότερη νεολαία. Οι πιτσιρικάδες δεν αγαπάνε τις ομάδες, πλέον, με τον ίδιο, φανατικό τρόπο. Με αυτά που βλέπουν άλλωστε, δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει. Οι απώλειες των τελευταίων χρόνων και το άγχος της καθημερινής επιβίωσης για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, έπαιξαν τον ρόλο τους. Το σπίτι είναι πλέον η πρώτη επιλογή για τα ματς και η καύλα για τις ομάδες απούσα.
Σκεπτόμενος τα παραπάνω, φέρνω το κασκόλ από το αμάξι. Το τοποθετώ ευλαβικά γύρω από την λάμπα επάνω στην μπάρα του μαγαζιού, συμμετρικά με τα άλλα δύο.
Είναι Κυριακή 18 Φεβρουαρίου και ο Ολυμπιακός παίζει τελικό Κυπέλλου με τον βάζελο στο μπάσκετ και, στο ποδόσφαιρο, με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Κοιτάζω γύρω μου. Το μαγαζί είναι ασφυκτικά γεμάτο. Όπως τότε, όπως παλιά. Το πάθος που επικρατεί εκεί μέσα έρχεται σε ισχυρή αντίφαση με το ανιαρό κλίμα σε προηγούμενα παιχνίδια του ποδοσφαίρου και της Ευρωλίγκας. Διάολε, τι έχει γίνει σήμερα; Εδώ είναι ένα μικρό πέταλο. Τρεις γενιές Ολυμπιακών μέσα στο καφενείο. Άτομα όλων των ηλικιών. Πέρα από τα κασκόλ, μια ερυθρόλευκη της χρονιάς 2008/09 απλώνεται σε ένα τραπέζι από τους φοιτητές που βρίσκονται στο χωριό αυτή την περίοδο, λόγω καταλήψεων. Βλέποντας όλα αυτά, χαμογελάω βαθιά μέσα μου, πριν καν αρχίσουν τα δυο παιχνίδια.
Ο τελικός Κυπέλλου ξεκινάει. Στα πρώτα ακόμα καλάθια, αρχίζουν οι φωνές. Έτσι φεύγει το άγχος και η ένταση για το Κύπελλο, που πρέπει να πάρουμε, οπωσδήποτε, απέναντι στις αλαζονικές Βαζέλες.
Ο σκακιστής δίνει τις οδηγίες, τα μάτια των παιχτών γυαλίζουν, ο Ολυμπιακός παίζει καλύτερα και παίρνει την κούπα. Πανηγυρίζουμε και πριν καν προλάβουμε να γυρίσουμε το κανάλι στην Τούμπα, βλέποντας τα κινητά μας για τα στοιχήματα, φωνάζουμε «γκολ». Απίστευτα πράγματα, ντελίριο. Κατάκτηση Κυπέλλου και 0-1 ταυτόχρονα. Έπειτα, ένας Ολυμπιακός –επιτέλους-- ψυχωμένος μάς απογειώνει με 4 γκολ μέσα στην Τούμπα. Κάθε γκολ και ένα ξέσπασμα, λες και το περιμέναμε μήνες.
Ένα πεντάωρο μέθεξης γεμάτο πειράγματα, καυλάντα, χαρά, Ολυμπιακό. Αγκαλιαζόμαστε στα γκολ, πανηγυρίζουμε τα τρίποντα και τα καρφώματα. Προσθέτουμε τσιγάρα στα τασάκια. Σφίγγουμε τις γροθιές μας σε κάθε φάση και σε κάθε άμυνα. Φωνάζουμε συνθήματα. Οι άνω των 60 μάς λένε να ησυχάσουμε, αλλά το λένε χαμογελαστά. Το απολαμβάνουν και αυτοί μέσα τους, παρά τη σοβαροφάνειά τους. Κανονίζουμε πως τα επόμενα παιχνίδια του Μαρτίου θα μας βρουν στο γήπεδο, και όταν ο ένας λέει ότι δεν βγαίνει οικονομικά, ένας άλλος δεν δέχεται κουβέντα και του υπενθυμίζει ότι θα του τα καλύψει. Παραγγέλνουμε μπίρες και ποτά με σταθερό, επαναλαμβανόμενο ρυθμό. Είναι από τις μέρες που η μεγάλη ποσότητα αλκοόλ δικαιολογείται μέσα μας λόγω της χαράς. Εάν χάναμε, θα δικαιολογούνταν και πάλι, για να εκτοπίσουμε τη στενοχώρια.
Ειλικρινά, δεν ξέρω εάν εκείνη την Κυριακή χάρηκα περισσότερο για το Κύπελλο και τα τέσσερα γκολ ή επειδή ήταν σαν να ξαναζούσα ένα κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Εάν είναι οι νίκες του Ολυμπιακού ή επειδή απλώς πλάι του ξαναγινόμαστε παιδιά μέσα από τα συναισθήματα που βιώνουμε. Δεν ξέρω και ούτε θέλω να βρω την απάντηση. Άλλωστε, τα παιδικά μας χρόνια είναι η μόνη μας πατρίδα, αλλά και πάντα συνυφασμένα με τον Ολυμπιακό…
* * *
ΥΓ Στον εκτός έδρας αγώνα με την Φερεντσβάρος, τα κασκόλ ήταν και πάλι στη θέση τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου