Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

1970/71: Από το ναδίρ στο ζενίθ: η μεγαλύτερη μεταμόρφωση του Ολυμπιακού μέσα σε μια σεζόν

υ
Η σεζόν 1970/71 ήταν μια εντελώς ξεχωριστή σεζόν για τον ποδοσφαιρικό Ολυμπιακό, αφού για πρώτη φορά στη μέχρι τότε ιστορία του βρέθηκε κάποια στιγμή κοντά ή και δίπλα στην --αδιανόητη για Ολυμπιακό- επικίνδυνη ζώνη του υποβιβασμού. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς αυτής, η ομάδα είχε τη μεγαλύτερη μεταμόρφωση, που συνέβη ποτέ μέσα σε μια σεζόν σε όλη την ιστορία της. Από εκεί που φαινόταν ανίκανη να κερδίσει οποιονδήποτε αντίπαλο, στο τέλος όχι μόνο αναστήθηκε, καταπλήσσοντας με την απόδοσή της, αλλά πήρε και τίτλο (το Κύπελλο). Την πλήρη απογοήτευση διαδέχθηκε ένας τεράστιος ενθουσιασμός. Ήταν μια χρονιά γεμάτη συγκινήσεις, μοναδική και αξέχαστη για τους οπαδούς που τη βίωσαν ζωντανά και έντονα. Ανάμεσα σε αυτούς και εγώ μαθητής του γυμνασίου.






Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

1. ΟΙ ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ 

Η ομάδα ξεκίνησε με προπονητή τον περιβόητο Νταν Γεωργιάδη, Έλληνα με θητεία σε χώρες της Νότιας Αμερικής. Ήταν ο προπονητής, με τον οποίο την περίοδο 1968/69 άρχισε την πορεία της για πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 η καλύτερη από πλευράς αξίας ποδοσφαιρικού υλικού Εθνική Ελλάδας, που υπήρξε ποτέ. Ο Γεωργιάδης δεν πρόλαβε να δώσει πολλούς αγώνες με την Εθνική, γιατί το περίφημο επεισόδιο με τον Δομάζο του στοίχισε την αποπομπή του. Ως γνωστό ο Γεωργιάδης, λάτρης της πειθαρχίας, έδιωξε τον Δομάζο από το ξενοδοχείο της Εθνικής και τον απέκλεισε από τον κρίσιμο αγώνα με τη Ρουμανία στο Φάληρο, έπειτα από ένα καυγά, που ξεκίνησε από το γεγονός ότι ο Δομάζος δεν φορούσε όλη την πλήρη αμφίεση της εθνικής μέσα στο ξενοδοχείο. Η ισοπαλία που φέραμε στον αγώνα με τη Ρουμανία αποδόθηκε στην απουσία του Δομάζου και ο Γεωργιάδης τελικά απομακρύνθηκε.

Όλοι όμως θυμόντουσαν ότι η Εθνική με τον Γεωργιάδη στον πάγκο είχε παίξει το καλύτερο παιχνίδι της ιστορίας της, νικώντας το 1968 στο Φάληρο (4-2) τη μεγάλη Εθνική Πορτογαλίας του Εουσέμπιο, του Κολούνα και των λοιπών πολλών άλλων άσων της Μπενφίκα, εκείνων που εκείνη τη δεκαετία την είχαν κάνει την ομάδα τους δύο φορές πρωταθλήτρια Ευρώπης, ενώ, παράλληλα, είχαν αναδείξει την εθνική τους στην τρίτη θέση του κόσμου στο προηγούμενο Μουντιάλ, πριν από δύο χρόνια (1966). 

Ήμουν μέσα σε εκείνο το ματς και η αλήθεια είναι ότι η Εθνική είχε παίξει εκείνη τη βροχερή μέρα φανταστική μπάλα. Το μόνο παιχνίδι της Εθνικής, που θυμάμαι να είχε παραπλήσια απόδοση ήταν ένας αγώνας με την Αυστρία 4-1 το 1967 για το Κύπελλο Εθνών Ευρώπης (με χατ-τρικ του Σιδέρη), στον οποίο πάλι ήμουν μέσα στο Φάληρο. Η Εθνική μπορεί να έχει παίξει ή να έχει σταθεί και άλλες φορές καλά ή να έχει φέρει σπουδαία αποτελέσματα, αλλά τέτοια απόλυτη ποδοσφαιρική κυριαρχία και ομορφιά στο γήπεδο, όσο στα δύο αυτά παιχνίδια, δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε. 

Αυτά τα γεγονότα φαίνεται ότι θυμόντουσαν τότε και στον Ολυμπιακό. Ενδεχομένως μάλιστα η κόντρα του Νταν με τον Δομάζο να συνηγόρησε υπέρ της πρόσληψης του ακόμη πιο πολύ και από τη θητεία του στην Εθνική, από την οποία όταν έφυγε είχε μια μόνο ήττα σε 8 αγώνες. Ήταν άλλωστε η αρχή της δεκαετίας του 1970, δηλαδή εποχή που η έχθρα μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ θα γιγαντωνόταν, θα γινόταν τεράστια και θα κρατούσε για πολλές δεκαετίες. 

Ο Γεωργιάδης όμως αποδείχθηκε ακατάλληλος για τον Ολυμπιακό. Είχε ένα δύσκολο χαρακτήρα: Εγωιστής, απρόσιτος, ιδιόρρυθμος έως παράξενος, με πρωτόγνωρες και αρκετά περίεργες προπονητικές μεθόδους. Δεν φρόντισε να αναπτύξει επαφή με τους παίκτες, τηρώντας πάντα αποστάσεις. Επιπλέον είχε τότε και τον Δομάζο, ο οποίος, μη μπορώντας να χωνέψει το χουνέρι, που του έκανε ο Γεωργιάδης συνεχώς τον στόλιζε κανονικά, αποκαλώντας τον, μεταξύ άλλων, «παλιοαδελφή»! 

Παρά την υποστήριξη την οποία είχε σε κάποια κλιμάκια της χούντας, το δικτατορικό καθεστώς άλλαξε στάση απέναντι του όταν ο Γεωργιάδης αρνήθηκε να συμμορφωθεί στον κανόνα, που είχε επιβάλλει η χούντα, σύμφωνα με τον οποίο θα έπρεπε να είναι καθήμενοι όλοι οι άνθρωποι του πάγκου, συμπεριλαμβανομένου και του προπονητή. Συνηθισμένος διαφορετικά, ο Γεωργιάδης δεν υπάκουε και παρακολουθούσε τα παιχνίδια όρθιος όλο τον Οκτώβριο του 1970. Το γεγονός αυτό οδηγούσε επανειλημμένα σε επεισοδιακή επέμβαση της αστυνομίας, που δεν ανεχόταν απείθεια και τον υποχρέωνε διά της βίας είτε να καθίσει είτε να αποχωρήσει από το γήπεδο. 

Εκείνη την εποχή και με αφορμή αυτή τη στάση του Γεωργιάδη άρχισε να γίνεται ακόμη πιο γνωστός ο Αττίλιο. Ο Αττίλιο και η μικρή σχετικά τότε παρέα του διαμαρτύρονταν και φώναζαν να αφήσουν τον Γεωργιάδη ήσυχο. 

Οι συνεχείς αποτυχίες του Ολυμπιακού και η κατρακύλα του στον βαθμολογικό πίνακα έφεραν την πρόωρη (πολύ πριν από τα Χριστούγεννα) αντικατάστασή του από τον Λάκη Πετρόπουλο. Όμως ο Πετρόπουλος ήταν σιγουράντζας και δεν θέλησε να ρισκάρει. Καταρχάς δεν πίστευε ιδιαίτερα στο υλικό της ομάδας. Ήθελε μεγάλες μεταγραφές. Είδε και τις αποτυχίες να συνεχίζονται. Επιπροσθέτως δεν είχε αναλάβει το πλήρες κουμάντο ο φίλος του Γουλανδρής. Εκείνοι που είχαν τον πρώτο και τελευταίο λόγο στα διοικητικά ήταν χουντικοί στρατιωτικοί. Έτσι ο Λάκης δεν κάθισε πολύ κι αυτός. Μετά από μια ήττα στο Καραϊσκάκη, εγκατέλειψε το καράβι. 

Τότε ο Ολυμπιακός στράφηκε στους δικούς του ανθρώπους, χρίζοντας υπηρεσιακό προπονητή μέχρι τέλους της περιόδου τον Δαρίβα. Έγινε λοιπόν το παράδοξο η χούντα να εγκρίνει προπονητή του Ολυμπιακού έναν αριστερό, που είχε εξοριστεί στη Μακρόνησο. Ωστόσο ο Δαρίβας είχε θεωρηθεί επίσημα «ανανήψας» στον αποκληθέντα από τον Κανελλόπουλο «Νέο Παρθενώνα» και ως εκ τούτου πρόβλημα δεν υπήρξε ή και αν υπήρξε ξεπεράστηκε. Ως βοηθό του ο Δαρίβας πήρε τον επίσης αριστερό Μουράτη, περισσότερο ως ολυμπιακό σύμβολο και λιγότερο ως τεχνικό συνεργάτη. Και εδώ δεν υπήρξε πρόβλημα με τη χούντα, αφού προκειμένου να του «κάψουν» τον φάκελο φρονημάτων, ο Μουράτης είχε υποσχεθεί να μην ασχοληθεί ούτε να μιλήσει ποτέ στη ζωή του για πολιτικά. Με άλλα λόγια ένας Μακρονησιώτης και ένας Επονίτης ανέλαβαν να σώσουν τον Ολυμπιακό επί χούντας και με τις ευλογίες της.

2. Η ΑΝΕΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Τι έγινε όμως στην συγκεκριμένη περίοδο; Θα τα γράψω αναλυτικά για να γίνει κατανοητή τόσο η τραγική πορεία, όσο και το μέγεθος της μεταμόρφωσης. Και για να το καταλάβουν καλύτερα όσοι διαβάσουν τι σήμαινε για μένα ένα μικροτηνέιτζερ της εποχής να ξέρει ότι είναι οπαδός της μεγαλύτερης ομάδας της Ελλάδας και όμως να βλέπει και να ζει αυτά που τότε εγώ έβλεπα και ζούσα. 

Στο πρωτάθλημα, το κακό φάνηκε από την αρχή. Από την πρώτη αγωνιστική που ξεκινήσαμε με ήττα, κάτι πολύ σπάνιο, για Ολυμπιακό. Χάσαμε στο Αιγάλεω 1-0 με γκολ, που σημείωσε ο μετέπειτα δικός μας Μπάμπης Σταυρόπουλος. Ακολούθησαν 4 σερί νίκες, που ξεγέλασαν πολύ κόσμο, καθώς όλες σημειώθηκαν μέσα στο Καραϊσκάκη, αφού τότε οι κληρώσεις δεν γινόντουσαν με κλειδαρίθμους και όρους.

Η κατάσταση άρχισε να χαλάει από την ήττα 1-0 στη Ριζούπολη από τον Απόλλωνα στην 6η αγωνιστική όταν ξεκίνησε ο εφιαλτικός μήνας Νοέμβριος. Το κακό συνεχίσθηκε στο επόμενο ματς, που έγινε μεσοβδόμαδα, στο οποίο ξαναχάσαμε από τον Φωστήρα 1-0 και μάλιστα όχι στο ξερό κλουβί του Ταύρου, αλλά μέσα στη Λεωφόρο, που ο «φονιάς των γιγάντων» χρησιμοποιούσε τότε ως έδρα. Επόμενος αγώνας και νέα τρίτη στη σειρά ήττα στο Καραϊσκάκη από τον ΠΑΟ 0-1. Ακολούθησε αγώνας στη Καβάλα που έληξε ισόπαλος 0-0. Στο επόμενο ματς, ξαναγυρίσαμε στις ήττες, αφού χάσαμε το πειραϊκό ντέρμπι από τον Εθνικό, με γκολ που μας έβαλε στο προτελευταίο λεπτό ο παλιός παίκτης μας Νίκος Σιδέρης, ανεψιός του Γιώργου. 

Ήμουν μέσα σε όλα αυτά τα άτυχα παιχνίδια. Ήπια κι εγώ πάνω στον νεανικό ενθουσιασμό, όπως και τόσοι άλλοι μαζί μου, το πικρό ποτήρι των 4 ηττών μέσα σε ένα μήνα. Η ομάδα ήταν σφικτή στην άμυνα, αλλά δεν μπορούσε να σκοράρει με τίποτε. Σε 5 αγώνες που έδωσε μέσα στον Νοέμβρη του 1970 δεν είχε καταφέρει να βάλει ούτε ένα γκολ (!) Ο απολογισμός του μήνα ήταν θλιβερός: Σε 5 αγώνες, 4 ήττες και μια ισοπαλία. Ο Γεωργιάδης απομακρύνθηκε.

Αλλά και ο Δεκέμβριος δεν ήταν καλύτερος. Πήγαμε στη Ν. Φιλαδέλφεια και χάσαμε από την ΑΕΚ 2-0. Την επόμενη αγωνιστική παίζαμε με την «κορούλα» μας Προοδευτική. Ε, όλοι είπαμε ότι ήρθε η ώρα να κερδίσουμε και εμείς κάποια φορά. Αμ δε! Τζίφος ! Χάσαμε και από την Προοδευτική 1-2. 

Με άλλα λόγια, στα τελευταία 7 συνεχόμενα ματς μετράγαμε 6 ήττες. Και στη συνέχεια, είχαμε δύο διαδοχικά δύσκολα παιχνίδια εκτός έδρας, στη Θεσσαλονίκη με Άρη και ΠΑΟΚ. Καταφέραμε τουλάχιστον να μη χάσουμε, παίρνοντας δύο ισοπαλίες χωρίς σκορ 0-0 σε αμφότερα.

Επόμενο ματς στο Φάληρο με τον τρίτο της Θεσσαλονίκης τον Ηρακλή, ο οποίος όμως εκείνη τη χρονιά ήταν η καλύτερη ομάδα της πόλης. Ούτε σε αυτό το ματς κερδίσαμε. Αποτέλεσμα ισόπαλο 1-1. Το ματς που ακολουθούσε ήταν εκτός έδρας με την Βέροια, που μας δυσκόλευε πάντα. Η ισοπαλία που πήραμε λοιπόν 0-0 δεν μας κακοφάνηκε και πολύ. 

Με τούτα και με εκείνα, λοιπόν, είχαν περάσει δύο+ μήνες και 11 σερί αγώνες χωρίς νίκη (!). Απίστευτο για Ολυμπιακό.

Έπρεπε να έρθει το τέλος του Γενάρη για να δούμε νίκη στην τελευταία αγωνιστική του πρώτου γύρου. Κερδίσαμε 3-1 στο Καραισκάκη την ουραγό κυπριακή ΕΠΑ Λάρνακας, που τότε έπαιζε στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Ωστόσο η νίκη αυτή δεν αποτέλεσε αφετηρία ανάκαμψης. Στην έναρξη του δεύτερου γύρου στο Καραϊσκάκη ερχόμαστε ισόπαλοι 2-2 με το πολύ ισχυρό Αιγάλεω, που εκείνη τη σεζόν είχε την καλύτερη ομάδα της ιστορίας του και τερμάτισε τελικά στην 4η θέση. Ακολούθησε το ματς στις Σέρρες, που χάσαμε για ακόμη μια φορά 2-1. Στη συνέχεια ήταν ο εκτός έδρας αγώνας με τον κάκιστο εκείνη τη σεζόν ΟΦΗ, που τελικά υποβιβάστηκε. Όμως και πάλι δεν κερδίσαμε στο Ηράκλειο. Μια ακόμη ισοπαλία με το γνωστό σκορ 0-0. 

Όταν την επόμενη αγωνιστική νικήσαμε 4-0 τον Φωστήρα στο Φάληρο, πιστέψαμε σε μια καινούρια αρχή, αλλά γρήγορα προσγειωθήκαμε, αφού χάσαμε αμέσως μετά στη Κατερίνη από τον Πιερικό 1-0. Η ισοπαλία 1-1 που ακολούθησε με τον Πανιώνιο στη Νέα Σμύρνη θεωρήθηκε επιτυχία, διότι ο Πανιώνιος ήταν πανίσχυρος εκείνη την περίοδο. Άλλωστε διεκδίκησε το πρωτάθλημα μέχρι τέλους, τερματίζοντας τελικά στη δεύτερη θέση του βαθμολογικού πίνακα.

Την επόμενη αγωνιστική με τον Απόλλωνα Αθηνών, ελπίζαμε ότι θα παίρναμε την ρεβάνς της ήττας του πρώτο γύρου, από την οποία είχε ξεκινήσει το πρωτοφανές σερί των αποτυχιών. Μάταια. Χάσαμε πάλι, αυτή τη φορά μέσα στο Καραϊσκάκη 0-1, με γκολ του ίδιου παίκτη, που είχε σκοράρει και στον αγώνα της Ριζούπολης, του Σιμιγδαλά. Τέτοιο πράγμα, να μας κερδίσει δύο φορές σε πρωτάθλημα ο Απόλλωνας μέσα-έξω, δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Έφυγε οριστικά και ο Πετρόπουλος. 

3. Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η 28/3/1971 ήταν η ημερομηνία σταθμός, που όλα άλλαξαν Την ημέρα εκείνη επρόκειτο να γίνει το επόμενο ματς, το οποίο δεν ήταν όποιο-όποιο, αλλά πολύ ξεχωριστό. Ήταν στην Λεωφόρο με τον φουλ φορμαρισμένο ΠΑΟ της Ευρώπης, της πορείας Γουέμπλεϊ, που είχε φτάσει ήδη στα ημιτελικά του Πρωταθλητριών. Όλη την εβδομάδα οι πράσινοι απειλούσαν ότι θα μας ρίξουν 4-5 γκολ. 

Στον Ολυμπιακό μόλις είχε αναλάβει ο Δαρίβας. Μίλησε στους παίκτες όπως πρέπει να μιλάει ο προπονητής σε παίκτες του Ολυμπιακού και προετοίμασε την ομάδα ανάλογα τόσο ψυχολογικά όσο και τακτικά. Θυμάμαι ότι είχα πάει στο ματς αισιόδοξος. Κάτι μέσα μου έλεγε ότι θα τα καταφέρναμε μια χαρά. Τέτοια αισιοδοξία κανονικά ήταν αδικαιολόγητη όταν ο αντίπαλος εμφανιζόταν τόσο ισχυρότερος από σένα. Μόλις άκουσα από τα μεγάφωνα την ενδεκάδα η αισιοδοξία μου μεγάλωσε. Έπαιζαν οι πιο αξιόπιστοι, με εξαίρεση τη θέση του τερματοφύλακα, όπου το πρόβλημα ήταν διαρκές και χρόνιο. Αυτή η ενδεκάδα ήταν που θα γινόταν στη συνέχεια μόνιμη και θα έφερνε την ανάσταση εκείνη τη χρονιά.

Έγινε ένα φοβερό ματς στη Λεωφόρο, το οποίο πάντα θα θυμάμαι. Στο πρώτο ημίχρονο, αλλά και μέχρι το 60΄ περίπου κυριαρχήσαμε, παίζοντας εξαιρετικό ποδόσφαιρο. Προηγηθήκαμε 0-2 μέσα στη Λεωφόρο με γκολ των Καραβίτη και Γιούτσου, ενώ μάς ακυρώθηκε κανονικό γκολ του Δεληκάρη, που είχε μπει στο τέρμα της Θύρας 13. Στο τελευταίο μισάωρο ο ΠΑΟ τα έδωσε όλα, μας πίεσε πολύ και κατάφερε να ισοφαρίσει. Τελικό αποτέλεσμα: ισοπαλία 2-2. 


Ενώ θα περίμενε κανείς ότι οι βάζελοι θα ήταν απογοητευμένοι, μια που θεωρούνταν το φαβορί, αφού, ως ομάδα, ήταν πολύ ανώτεροι από μας, έγινε το αντίθετο. Εμείς ήμασταν οι απογοητευμένοι και οι διαμαρτυρόμενοι για ατυχία και διαιτησία. Δεν μπορούσαμε να χωνέψουμε ότι δεν μπορέσαμε να κερδίσουμε στην έδρα του τον ΠΑΟ της χρονιάς του Γουέμπλεϊ, εμείς που δεν είχαμε κερδίσει σχεδόν κανένα αντίπαλο μέχρι τότε. 

Από το ματς αυτό και πέρα, τα πάντα άλλαξαν τόσο ριζικά και τόσο απότομα όπως γίνεται στα παραμύθια με το ραβδί της μάγισσας. 

Η ομάδα δεν είχε πρόβλημα φυσικής κατάστασης. Είχε πρόβλημα καλής και μόνιμης σύνθεσης ενδεκάδας, τακτικής και πάνω από όλα ψυχολογικής προετοιμασίας, ανάτασης και αυτοπεποίθησης. Αυτό φάνηκε αμέσως στη συνέχεια και μάλιστα με πολύ θεαματικό τρόπο. 

Όσο για το έμψυχο υλικό της κάθε άλλο παρά για πέταμα ήταν. Υπήρχαν καλοί παίκτες, αλλά σχετικά λίγοι στον αριθμό. Ωστόσο ήταν ικανοί να συνθέσουν μια πολύ αξιόλογη ενδεκάδα, με μοναδική εμφανή αδυναμία την θέση του τερματοφύλακα. Τα διεθνή πλάγια μπακ Γκαϊτατζής και Αγγελής ήταν όχι μόνο καλοί παίκτες, αλλά και πολυδιάστατοι, με πολλές προωθήσεις. Στην άμυνα δέσποζε ο Σιώκος, τον οποίο συμπλήρωνε ο πανύψηλος Κύπριος Κουρέας. Στο κέντρο έτρεχαν γρήγορα και ασταμάτητα ο πληθωρικός Συνετόπουλος και το μηχανάκι Παππάς, ενώ οργίαζε ο 19χρονος τότε Δεληκάρης. 

Η επίθεση από το χρονικό σημείο της ανάστασης και έπειτα αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματική. Στα τελευταία 10 ματς του πρωταθλήματος ο Παμπουλής σημείωσε 11 γκολ, ο Γιούτσος 6 και ο Καραβίτης 4. Η ικανότητα του «καμικάζι» Παμπουλή στο σκοράρισμα ήταν εντυπωσιακή και αυξανόταν από το γεγονός ότι οι αντίπαλοι επιτηρούσαν κυρίως τον Γιούτσο, ο οποίος εκείνη την εποχή αγωνιζόταν σέντερ-φορ και ήταν το μεγάλο όνομα της ομάδας μας, με διαφορά από όλους (και από τον Δεληκάρη). Όσο για τον Καραβίτη, σε ηλικία τότε μόλις 18 ετών και προερχόμενος κατευθείαν από την εφηβική ομάδα, έπαιζε δαιμονισμένα ως αριστερό εξτρέμ. Μάλιστα ήταν πολύ δύσκολο να ανακοπεί από οποιονδήποτε αντίπαλο και θεωρείτο από πολλούς το μεγαλύτερο ανερχόμενο ποδοσφαιρικό ταλέντο της εποχής του.

Ήταν μια νεανική ενδεκάδα, με μικρό μέσο όρο ηλικίας μόλις 22-23 ετών, στην οποία ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης ήταν τότε ο Γιούτσος, ο οποίος ήταν 28-29 ετών.

Μετά τον αγώνα ορόσημο με τον ΠΑΟ ακολούθησαν άλλα 9 ματς πρωταθλήματος, από τα οποία ο Ολυμπιακός δεν έχασε κανένα. Έκανε 7 νίκες και έφερε 2 ισοπαλίες. Μεταξύ των αντιπάλων που νικήσαμε ήταν η πρωταθλήτρια της σεζόν ΑΕΚ, την οποία, αφού την γελοιοποιήσαμε αγωνιστικά, την κερδίσαμε άνετα 2-0 (με δύο γκολ του Παμπουλή) αντί για 4-0, που κανονικά θα έπρεπε να είναι το σκορ. Ήταν μόλις η δεύτερη ήττα της ΑΕΚ στο πρωτάθλημα. Επόμενα θύματα ήταν ο Άρης (4-1), ο ΠΑΟΚ (1-0), ενώ κάναμε και μεγάλα σκορ (π.χ. με Βέροια 5-0) κάτι εντελώς ασυνήθιστο για τον Ολυμπιακό εκείνης της περιόδου. 


Βέβαια η ομάδα, παρά τη φοβερή πορεία της, είχε μείνει πολύ πίσω στη βαθμολογία και δεν μπορούσε να καλύψει όλο τα χαμένο έδαφος. Έτσι τελικά τερματίσαμε ισόβαθμοι του Απόλλωνα στην 7η θέση (με κριτήριο τα γκολ), αν και με το σημερινό κριτήριο δηλαδή τα αποτελέσματα των μεταξύ μας αγώνων (όπερ και το δικαιότερο) θα έπρεπε να πάρουμε την 8η θέση.

Το μεγάλο κατόρθωμα όμως της αναστημένης πλέον ομάδας μας εκείνη τη σεζόν ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας στη συνέχεια. Στα ημιτελικά αποκλείσαμε σε μονό ματς στη Θεσσαλονίκη τον πανίσχυρο Ηρακλή 1-2 και στον τελικό νικήσαμε τον ΠΑΟΚ 3-1. Το Κύπελλο απονεμήθηκε στον αρχηγό Γιάννη Γκαϊτατζή μέσα σε ένα ντελίριο ενθουσιασμού και αποθέωσης στο Φάληρο. Ο Γκαϊτατζής μετά το ματς έπλεξε το εγκώμιο του Δαρίβα. 


Παρεμπιπτόντως η ειρωνεία της υπόθεσης ήταν ότι ο ίδιος ο Γκαϊτατζής πέντε χρόνια αργότερα (1976) μετά από έναν άλλο τελικό του Ολυμπιακού, με προπονητή πάλι τον Δαρίβα, αυτόν με τον Ηρακλή στη Φιλαδέλφεια, που χάθηκε στα πέναλτι, θα δήλωνε μετά το ματς πως: «ο Δαρίβας είναι αστείος προπονητής, που δεν κάνει για τον Ολυμπιακό και αυτός ήταν ο αποκλειστικός υπεύθυνος της απώλειας του Κυπέλλου». Ο λόγος: Ο Δαρίβας τον είχε αφήσει αιφνιδιαστικά εκτός ενδεκάδας λίγο πριν από τον τελικό, μαζί με τον Συνετόπουλο. 

Η μόνιμη ενδεκάδα που τα κατάφερε όλα αυτά το 1971 ήταν: Μυλωνάς (τέρμα), Γκαϊτατζής, Αγγελής (ακραία μπακ), Σιώκος, Κουρέας (σέντερ μπακ), Συνετόπουλος, Παππάς, Δεληκάρης (χαφ), Παμπουλής, Γιούτσος, Καραβίτης (επίθεση). Όλοι τους, ανεξαιρέτως, διατηρήθηκαν και την επόμενη χρονιά της εποχής Γουλανδρή, παρά τη μεγάλη ενίσχυση-αναμόρφωσή της με τόσες πολλές και σπουδαίες μεταγραφές που έγιναν. Απόδειξη ότι κρίθηκαν άξιοι. 

Χαρακτηριστικά της αναστημένης εκείνης νέας ομάδας ήταν η φρεσκάδα, η κινητικότητα, το τρέξιμο, η αλληλοκάλυψη και η ταχύτητα, στοιχεία που προσέδιδαν μεγάλη ομορφιά, στο παιχνίδι της, που έβγαζε υγεία και πρόσφερε θέαμα. Αυτά αγάπησε ο κόσμος, ο οποίος σημειωτέον, ποτέ δεν εγκατέλειψε την ομάδα εκείνη την περίοδο, ακόμη και όταν έχανε συνέχεια. Ο Ολυμπιακός είχε εκείνη τη σεζόν μέσο όρο εισιτηρίων 27.500 ανά αγώνα στο Φάληρο. 

Μάλιστα επειδή την επόμενη χρονιά (1971/72) ήρθαμε δεύτεροι και δεν κατακτήσαμε το πρωτάθλημα, παρά τις πρώτες μεγάλες μεταγραφές του Γουλανδρή, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έλεγαν ότι έπρεπε να είχαμε αφήσει ατόφια τη νεανική ομάδα, που είχε κλείσει τη σεζόν 1970/71 ή να στηριχτούμε κατά βάση σε αυτήν και να την πλαισιώσουμε με ένα-δύο το πολύ προσθήκες στις μεταγραφές.

Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός του κόσμου με την εξέλιξη και την απόδοση εκείνης της ομάδας της περιόδου 1970/71, ώστε τότε και αμέσως μετά την αποτυχία του ΠΑΟ στον τελικό του Γουέμπλεϊ του 1971 βγήκε από τον Αττίλιο (ο οποίος τότε ήταν εγκατεστημένος κάτω από το ρολόι της Θύρας 13!) και το χαρακτηριστικό «απαιτητικό» σύνθημα, που ακουγόταν συνέχεια στις εξέδρες μας: 

«Φέρτε μας τον Άγιαξ»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου