Ας ξεκινήσω με το βασικότερο: ένας αγώνας που διεξάγεται σε τέτοιες συνθήκες δεν σηκώνει και πολλή κριτική όοσν αφορά στην απόδοση των παικτών.
Και στη συνέχεια, ας ακυρώσω το παραπάνω δόγμα, ασκώντας κριτική στους παίκτες και, αναπόφευκτα, στον προπονητή.
Του Dr. Jekyll
Ο Μπέντο επέλεξε τους εξής ποδοσφαιριστές για τη μάχη της Τρίπολης: τον Λεάλι στο τέρμα, αριστερό μπακ τον Ντε Λα Μπέγια, δεξί μπακ τον Φιγκέιρας, κεντρικούς αμυντικούς Ρέτσο και Βιάνα, αριστερό μέσο τον Σεμπά, δεξιό τον Μανθάτη, αμυντικούς μέσους Ανδρούτσο και Μίλι, τον Φορτούνη ως επιθετικό μέσο και τον Ιντέγιε ως μοναδικό προωθημένο επιθετικό.
Παρατήρηση πρώτη: ο Μπέντο επέλεξε τέσσερις παίκτες με μικρή εμπειρία πρωταθλητισμού, και μια ενδεκάδα, που αν πιστέψουμε τη Νόβα, είχε μέσο όρο μικρότερο των 25 ετών. Δεύτερη: η περιγραφή του πρώτου ημιχρόνου θα μπορούσε να είναι πλιτς, πλατς, κόλλησε η μπάλα, ο αμυντικός διώχνει σε πλάγιο, πλιτς, πλατς κ.λπ. Τρίτη: ο Φορτούνης προσπάθησε να κατεβάσει κάμποσες φορές την μπάλα, αλλά ο αγωνιστικός χώρος δεν προσφερόταν για τέτοια πειράματα. Σύντομα, και οι 22 ποδοσφαιριστές είχαν παραιτηθεί από τη προσπάθεια να παίξουν ποδόσφαιρο και προσπαθούσαν να σηκώσουν την μπάλα, μπας και, σε συνδυασμό με καμιά γλίστρα του αντίπαλου ή κάνα μακρινό σουτ ή αμυντικής αναμπουμπούλας, δουν την μπάλα να καταλήγει στα δίχτυα.
Τόσο απλά; Όχι. Υπάρχουν και κάποια ακόμα δεδομένα: από τη στιγμή που ο Αστέρας έμεινε με δέκα παίκτες, εξακολουθούσε να είναι πιο επικίνδυνος και αυτό όχι λόγω αντεπιθέσεων -- πώς, άλλωστε, να κάνεις οργανωμένες αντεπιθέσεις στη πισίνα της Τρίπολης; Επίσης, το αμυντικό μας δίδυμο --και ειδικά ο Βιάνα-- εξακολουθεί να είναι προβληματικό, να αποτελεί πηγή μονίμων κινδύνων. Ακόμα: ο Μπέντο, όταν ο Αστέρας έμεινε με δέκα παίκτες, επέλεξε να ρίξει στη μάχη τον Καρντόσο, επιλογή αποτυχημένη εκ του αποτελέσματος, αφού, όχι μόνο δεν έδωσε επιθετική ώθηση στον Ολυμπιακό, αλλά έκοψε και την ομάδα στα δύο (όσο, τέλος πάντων, είχαμε εικόνα ομάδας στον βαλτότοπο). Όμως, για να είμαστε δίκαιοι με τον Πορτογάλο, η αλλαγή είχε νόημα: σε έναν αγώνα παρωδία, στο πλημμυρισμένο βοσκοτόπι, ο ικανός στο ψηλό παιχνίδι Καρντόσο, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί μια στημένη μπάλα ή ένα γέμισμα (άλλωστε, άλλος τρόπος ανάπτυξης δεν υπήρχε). Με λίγα λόγια, μπορώ να αντιληφθώ κριτική που ο Καρίμ δεν ήταν στην αποστολή --προσωπική εντύπωση ότι σε σύστημα με δύο επιθετικούς ο ένας ΠΡΕΠΕΙ να είναι ο Ιρανός--, αλλά βρίσκω άδικο να προσάπτουμε στον Μπέντο αστοχία με την αλλαγή του Καρντόσο.
Ένα ακόμα υπερασπιστικό σχόλιο για τον Πορτογάλο τεχνικό: το πρωτάθλημα έχει σχεδόν τελειώσει (αν το χάσουμε θα μιλάμε για το κάζο του αιώνα) και επιλέγει να προχωρήσει με αμούστακα παιδιά. Προσωπικά θεωρώ ότι οι Έλληνες παίκτες κατανοούν καλύτερα από το 99% των ξένων το μέγεθος του Ολυμπιακού και πως οι νίκες, όταν αγωνίζεσαι με τον δαφνοστεφανωμένο στο στήθος, είναι μονόδρομος. Θεωρώ, επίσης, ότι το πάθος μπορεί να καλύψει σε έναν αγώνα ή δύο την έλλειψη ποιότητας, αλλά δεν αρκεί για να τρέξεις το μαραθώνιο των υποχρεώσεων σε πρωτάθλημα και Ευρώπη.
Μένοντας στο θέμα των νεαρών, και φεύγοντας λίγο από την Τρίπολη και όσα διαδραματίστηκαν στη λιμνοθάλασσα του Κολοκοτρώνης: με το χέρι στη καρδιά, και αντίθετα με το ρεύμα, δεν βρίσκω κάτι το ξεχωριστό στον Ρέτσο (και, σίγουρα, στον Βιάνα). Θυμάμαι ακόμα τον δεκαεξάχρονο (και κάτι ψιλά) Καστίγιο στο ντεμπούτο του στον Ολυμπιακό: ναι, ήταν μικρός και με τρομερή έλλειψη δύναμης, αλλά φαινόταν ότι το κατέχει το τόπι. Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για τον Παπασταθόπουλο, από την μακρινή εποχή που δεν μου προκαλούσε απέχθεια το να δω αγώνα ελληνικής ομάδας, αν δεν έπαιζε με τον Ολυμπιακό. Ακόμα και ο Μανωλάς όταν κατηφόρισε στο Λιμάνι: ήταν επιρρεπής στο λάθος, αλλά διέθετε ταχύτητα, δηλαδή κάτι να ξεχωρίζει.
Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε πως η περίφημη γενιά της Παιανίας, οι Γκουμομπασινάδες με λίγα λόγια, έφτασαν κάποια στιγμή να γίνουν, λιγότερο ή περισσότερο, αξιοπρεπείς ποδοσφαιριστές (decent players, που έλεγαν και στο χωριό μου). Μέχρι να φτάσουν, όμως, σε εκείνο το σημείο, είχαν κόκκινο σβέρκο από τις φάπες, και όταν έφτασαν, αποχώρησαν για κάτι μεγαλύτερο (όπως, για να βλέπουμε και τα δικά μας και να μη θεωρούμε δεδομένο πως οι νεαροί Έλληνες, θα μείνουν για χρόνια στον Ολυμπιακό, ο Μανωλάς, ο Σάμαρης και ο Μήτρογλου).
Από τους πιτσιρικάδες, είχα δει καλά στοιχεία στον Τσιμίκα (διέθετε αξιόλογη σέντρα), τον Μανθάτη, ενώ τώρα μου κάνει λίγο κλικ και ο Ανδρούτσος. Ο οπαδός ψοφά για πιτσιρίκια από τις ακαδημίες, αλλά πρέπει να έχει υπόψιν του πως ελάχιστοι από αυτούς διαθέτουν το ταλέντο για να κάνουν τη διαφορά, και πως μέχρι να φτάσουν (αν φτάσουν) σε ένα πραγματικά αξιόλογο επίπεδο, θα πρέπει να έχουμε, ως οπαδοί, υπομονή (και γερό στομάχι).
Σε ένα τελειωμένο (δεν μπορώ να σκεφτώ διαφορετικά) πρωτάθλημα, ο Ανδρούτσος δικαιούται ευκαιρίες, περισσότερες από τον Τσόρι, όπως και ο Μανθάτης περισσότερες από τον Πάρντο. Το περιθώριο για γκέλες, σε ένα πλαίσιο ανάδειξης νέων ταλέντων, υπάρχει ακόμα. Όπως, και εδώ είναι οι ενστάσεις προς Μπέντο και διοίκηση, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος.
Ο νεαρός παίκτης για να βελτιωθεί, και μάλιστα με το μικρότερο βαθμολογικό ή αισθητικό κόστος, πρέπει να αγωνίζεται δίπλα σε σπουδαίους ποδοσφαιριστές. Για να επιστρέψουμε στον χθεσινό αγώνα, στην αλυκή της Τρίπολης, το αμυντικό δίδυμο Βιάνα-Ρέτσος είναι ανέκδοτο, και αυτό πρέπει ένας προπονητής να το αντιλαμβάνεται (οι αντίπαλοι προπονητές, ας πούμε, το αντιλαμβάνονται).
Επίσης: ο νεαρός παίκτης είναι πιο ευάλωτος, συνήθως, στα ζητήματα ψυχολογίας (ένας τριαντάχρονος Ελευθερόπουλος είναι αμφίβολο αν θα είχε επηρεαστεί τόσο όσο επηρεάστηκε, σε μεγαλύτερη ηλικία από Βιάνα, Ρέτσο κ.λπ., από τους αγώνες με τη Γιουβέντους --κυρίως-- και τη Λίβερπουλ). Ιδανικά, ο σπουδαίος παίκτης, ανεξαρτήτως ηλικίας, πρέπει να μη μασά. Πρακτικά, όμως, ο νεαρός παίκτης που αισθάνεται ότι δεν έχει τη στήριξη της εξέδρας και αντιλαμβάνεται την μέτρια απόδοσή του, έχει περισσότερες πιθανότητες να χάσει όποια εμπιστοσύνη έχει στα πόδια του, παρά να πεισμώσει και να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα.
Και για να μείνουμε στα χθεσινά: δεν μπορώ να προσάψω πως στο κολυμβητήριο της Τρίπολης οι παίκτες μας δεν είχαν πάθος. Είδα, όμως, περισσότερο πάθος από την πλευρά του Αστέρα. Αντίθετα στο ρεύμα, εξακολουθώ να βρίσκω προβληματικό πως ο καλύτερος πλάγιος που διαθέτει ο Ολυμπιακός είναι ο Σεμπά (και φάνηκε και χθες), ενώ, με λύπη, θα προστεθώ και εγώ σε αυτούς που θεωρούν πως ο Καρντόσο δεν μπορεί πια (το παλικάρι). Ακόμα: περίμενα περισσότερα από τον Καμπιάσο (ο οποίος έχει όλες τις δικαιολογίες του κόσμου).
Ένα τελευταίο σχόλιο --αρνητικό-- για τον Μπέντο: έκανε κατανοητό σε όλους, με άκομψο τρόπο, πως ο Καρίμ τού φορτώθηκε. Είναι αχρείαστο τη στιγμή που παίρνεις στην αποστολή παίκτη που μόλις ήρθε από τας Ευρώπας, να δηλώνεις πως ο αποτελεσματικός Καρίμ του ελληνικού πρωταθλήματος χρειάζεται χρόνο προσαρμογής (πόσο μάλλον, όταν δεν αναφέρεις καν το όνομά του και γίνεται ο «τρίτος παίκτης των επιθετικών»)
Και στη συνέχεια, ας ακυρώσω το παραπάνω δόγμα, ασκώντας κριτική στους παίκτες και, αναπόφευκτα, στον προπονητή.
Του Dr. Jekyll
Ο Μπέντο επέλεξε τους εξής ποδοσφαιριστές για τη μάχη της Τρίπολης: τον Λεάλι στο τέρμα, αριστερό μπακ τον Ντε Λα Μπέγια, δεξί μπακ τον Φιγκέιρας, κεντρικούς αμυντικούς Ρέτσο και Βιάνα, αριστερό μέσο τον Σεμπά, δεξιό τον Μανθάτη, αμυντικούς μέσους Ανδρούτσο και Μίλι, τον Φορτούνη ως επιθετικό μέσο και τον Ιντέγιε ως μοναδικό προωθημένο επιθετικό.
Παρατήρηση πρώτη: ο Μπέντο επέλεξε τέσσερις παίκτες με μικρή εμπειρία πρωταθλητισμού, και μια ενδεκάδα, που αν πιστέψουμε τη Νόβα, είχε μέσο όρο μικρότερο των 25 ετών. Δεύτερη: η περιγραφή του πρώτου ημιχρόνου θα μπορούσε να είναι πλιτς, πλατς, κόλλησε η μπάλα, ο αμυντικός διώχνει σε πλάγιο, πλιτς, πλατς κ.λπ. Τρίτη: ο Φορτούνης προσπάθησε να κατεβάσει κάμποσες φορές την μπάλα, αλλά ο αγωνιστικός χώρος δεν προσφερόταν για τέτοια πειράματα. Σύντομα, και οι 22 ποδοσφαιριστές είχαν παραιτηθεί από τη προσπάθεια να παίξουν ποδόσφαιρο και προσπαθούσαν να σηκώσουν την μπάλα, μπας και, σε συνδυασμό με καμιά γλίστρα του αντίπαλου ή κάνα μακρινό σουτ ή αμυντικής αναμπουμπούλας, δουν την μπάλα να καταλήγει στα δίχτυα.
Τόσο απλά; Όχι. Υπάρχουν και κάποια ακόμα δεδομένα: από τη στιγμή που ο Αστέρας έμεινε με δέκα παίκτες, εξακολουθούσε να είναι πιο επικίνδυνος και αυτό όχι λόγω αντεπιθέσεων -- πώς, άλλωστε, να κάνεις οργανωμένες αντεπιθέσεις στη πισίνα της Τρίπολης; Επίσης, το αμυντικό μας δίδυμο --και ειδικά ο Βιάνα-- εξακολουθεί να είναι προβληματικό, να αποτελεί πηγή μονίμων κινδύνων. Ακόμα: ο Μπέντο, όταν ο Αστέρας έμεινε με δέκα παίκτες, επέλεξε να ρίξει στη μάχη τον Καρντόσο, επιλογή αποτυχημένη εκ του αποτελέσματος, αφού, όχι μόνο δεν έδωσε επιθετική ώθηση στον Ολυμπιακό, αλλά έκοψε και την ομάδα στα δύο (όσο, τέλος πάντων, είχαμε εικόνα ομάδας στον βαλτότοπο). Όμως, για να είμαστε δίκαιοι με τον Πορτογάλο, η αλλαγή είχε νόημα: σε έναν αγώνα παρωδία, στο πλημμυρισμένο βοσκοτόπι, ο ικανός στο ψηλό παιχνίδι Καρντόσο, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί μια στημένη μπάλα ή ένα γέμισμα (άλλωστε, άλλος τρόπος ανάπτυξης δεν υπήρχε). Με λίγα λόγια, μπορώ να αντιληφθώ κριτική που ο Καρίμ δεν ήταν στην αποστολή --προσωπική εντύπωση ότι σε σύστημα με δύο επιθετικούς ο ένας ΠΡΕΠΕΙ να είναι ο Ιρανός--, αλλά βρίσκω άδικο να προσάπτουμε στον Μπέντο αστοχία με την αλλαγή του Καρντόσο.
Ένα ακόμα υπερασπιστικό σχόλιο για τον Πορτογάλο τεχνικό: το πρωτάθλημα έχει σχεδόν τελειώσει (αν το χάσουμε θα μιλάμε για το κάζο του αιώνα) και επιλέγει να προχωρήσει με αμούστακα παιδιά. Προσωπικά θεωρώ ότι οι Έλληνες παίκτες κατανοούν καλύτερα από το 99% των ξένων το μέγεθος του Ολυμπιακού και πως οι νίκες, όταν αγωνίζεσαι με τον δαφνοστεφανωμένο στο στήθος, είναι μονόδρομος. Θεωρώ, επίσης, ότι το πάθος μπορεί να καλύψει σε έναν αγώνα ή δύο την έλλειψη ποιότητας, αλλά δεν αρκεί για να τρέξεις το μαραθώνιο των υποχρεώσεων σε πρωτάθλημα και Ευρώπη.
Μένοντας στο θέμα των νεαρών, και φεύγοντας λίγο από την Τρίπολη και όσα διαδραματίστηκαν στη λιμνοθάλασσα του Κολοκοτρώνης: με το χέρι στη καρδιά, και αντίθετα με το ρεύμα, δεν βρίσκω κάτι το ξεχωριστό στον Ρέτσο (και, σίγουρα, στον Βιάνα). Θυμάμαι ακόμα τον δεκαεξάχρονο (και κάτι ψιλά) Καστίγιο στο ντεμπούτο του στον Ολυμπιακό: ναι, ήταν μικρός και με τρομερή έλλειψη δύναμης, αλλά φαινόταν ότι το κατέχει το τόπι. Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για τον Παπασταθόπουλο, από την μακρινή εποχή που δεν μου προκαλούσε απέχθεια το να δω αγώνα ελληνικής ομάδας, αν δεν έπαιζε με τον Ολυμπιακό. Ακόμα και ο Μανωλάς όταν κατηφόρισε στο Λιμάνι: ήταν επιρρεπής στο λάθος, αλλά διέθετε ταχύτητα, δηλαδή κάτι να ξεχωρίζει.
Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε πως η περίφημη γενιά της Παιανίας, οι Γκουμομπασινάδες με λίγα λόγια, έφτασαν κάποια στιγμή να γίνουν, λιγότερο ή περισσότερο, αξιοπρεπείς ποδοσφαιριστές (decent players, που έλεγαν και στο χωριό μου). Μέχρι να φτάσουν, όμως, σε εκείνο το σημείο, είχαν κόκκινο σβέρκο από τις φάπες, και όταν έφτασαν, αποχώρησαν για κάτι μεγαλύτερο (όπως, για να βλέπουμε και τα δικά μας και να μη θεωρούμε δεδομένο πως οι νεαροί Έλληνες, θα μείνουν για χρόνια στον Ολυμπιακό, ο Μανωλάς, ο Σάμαρης και ο Μήτρογλου).
Από τους πιτσιρικάδες, είχα δει καλά στοιχεία στον Τσιμίκα (διέθετε αξιόλογη σέντρα), τον Μανθάτη, ενώ τώρα μου κάνει λίγο κλικ και ο Ανδρούτσος. Ο οπαδός ψοφά για πιτσιρίκια από τις ακαδημίες, αλλά πρέπει να έχει υπόψιν του πως ελάχιστοι από αυτούς διαθέτουν το ταλέντο για να κάνουν τη διαφορά, και πως μέχρι να φτάσουν (αν φτάσουν) σε ένα πραγματικά αξιόλογο επίπεδο, θα πρέπει να έχουμε, ως οπαδοί, υπομονή (και γερό στομάχι).
Σε ένα τελειωμένο (δεν μπορώ να σκεφτώ διαφορετικά) πρωτάθλημα, ο Ανδρούτσος δικαιούται ευκαιρίες, περισσότερες από τον Τσόρι, όπως και ο Μανθάτης περισσότερες από τον Πάρντο. Το περιθώριο για γκέλες, σε ένα πλαίσιο ανάδειξης νέων ταλέντων, υπάρχει ακόμα. Όπως, και εδώ είναι οι ενστάσεις προς Μπέντο και διοίκηση, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος.
Ο νεαρός παίκτης για να βελτιωθεί, και μάλιστα με το μικρότερο βαθμολογικό ή αισθητικό κόστος, πρέπει να αγωνίζεται δίπλα σε σπουδαίους ποδοσφαιριστές. Για να επιστρέψουμε στον χθεσινό αγώνα, στην αλυκή της Τρίπολης, το αμυντικό δίδυμο Βιάνα-Ρέτσος είναι ανέκδοτο, και αυτό πρέπει ένας προπονητής να το αντιλαμβάνεται (οι αντίπαλοι προπονητές, ας πούμε, το αντιλαμβάνονται).
Επίσης: ο νεαρός παίκτης είναι πιο ευάλωτος, συνήθως, στα ζητήματα ψυχολογίας (ένας τριαντάχρονος Ελευθερόπουλος είναι αμφίβολο αν θα είχε επηρεαστεί τόσο όσο επηρεάστηκε, σε μεγαλύτερη ηλικία από Βιάνα, Ρέτσο κ.λπ., από τους αγώνες με τη Γιουβέντους --κυρίως-- και τη Λίβερπουλ). Ιδανικά, ο σπουδαίος παίκτης, ανεξαρτήτως ηλικίας, πρέπει να μη μασά. Πρακτικά, όμως, ο νεαρός παίκτης που αισθάνεται ότι δεν έχει τη στήριξη της εξέδρας και αντιλαμβάνεται την μέτρια απόδοσή του, έχει περισσότερες πιθανότητες να χάσει όποια εμπιστοσύνη έχει στα πόδια του, παρά να πεισμώσει και να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα.
Και για να μείνουμε στα χθεσινά: δεν μπορώ να προσάψω πως στο κολυμβητήριο της Τρίπολης οι παίκτες μας δεν είχαν πάθος. Είδα, όμως, περισσότερο πάθος από την πλευρά του Αστέρα. Αντίθετα στο ρεύμα, εξακολουθώ να βρίσκω προβληματικό πως ο καλύτερος πλάγιος που διαθέτει ο Ολυμπιακός είναι ο Σεμπά (και φάνηκε και χθες), ενώ, με λύπη, θα προστεθώ και εγώ σε αυτούς που θεωρούν πως ο Καρντόσο δεν μπορεί πια (το παλικάρι). Ακόμα: περίμενα περισσότερα από τον Καμπιάσο (ο οποίος έχει όλες τις δικαιολογίες του κόσμου).
Ένα τελευταίο σχόλιο --αρνητικό-- για τον Μπέντο: έκανε κατανοητό σε όλους, με άκομψο τρόπο, πως ο Καρίμ τού φορτώθηκε. Είναι αχρείαστο τη στιγμή που παίρνεις στην αποστολή παίκτη που μόλις ήρθε από τας Ευρώπας, να δηλώνεις πως ο αποτελεσματικός Καρίμ του ελληνικού πρωταθλήματος χρειάζεται χρόνο προσαρμογής (πόσο μάλλον, όταν δεν αναφέρεις καν το όνομά του και γίνεται ο «τρίτος παίκτης των επιθετικών»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου