Ωστόσο, επειδή ήταν ακόμη παιδί, συμφωνήθηκε να μείνει δύο χρόνια στον σύλλογο των Πατησίων και έπειτα να πάει να παίξει στον Ολυμπιακό. Η συμφωνία γνωστοποιήθηκε αμέσως σε όλο το φίλαθλο μπασκετικό κοινό, το οποίο εντυπωσιάστηκε, λόγω της ασυνήθιστα μικρής ηλικίας το παίκτη. Ο παίκτης έγινε γνωστός στο πανελλήνιο. Ο Παπανικολάου, όσο έπαιζε στον Σπόρτινγκ, εισέπραττε δύο μισθούς. Έναν από τον Σπόρτινγκ και έναν από τον Ολυμπιακό. Ο ίδιος έπαιρνε και ξόδευε μόνο τα λεφτά που έπαιρνε από τον Σπόρτινγκ, ενώ τα λεφτά που έπαιρνε από τον Ολυμπιακό δεν τα πείραζε, αλλά τα κρατούσε στην τράπεζα, δοξάζοντας τον δημοφιλή τότε θεσμό της αποταμίευσης. Θα μπορούσε να θεωρηθεί προνομιούχος, αφού δεν υπήρχε στην χώρα παιδί στην ηλικία του, που να έπαιρνε τόσο καλά χρήματα. Αυτό πίστευε και ο ίδιος, αφού είχε συνειδητοποιήσει πως δεν είχε κάνει τίποτε σπουδαίο μέχρι τότε στη πολύ σύντομη καριέρα του.
Στον Σπόρτινγκ είχε προπονητή τον Κώστα Διαμαντόπουλο (γνωστό ως «Κίτσο»), πατέρα του πολύ καλού παίκτη και μεγάλου σκόρερ Γιώργου Διαμαντόπουλου (γνωστού ως «Κιτσάκι»), που έπαιξε και στον Ολυμπιακό. Με την ευκαιρία αυτή, έστω και παρεμπιπτόντως (αφού δεν θα έχω άλλη ευκαιρία), οφείλω εδώ να πω, έχοντας την τύχη να δω και τους δύο παίκτες, πως ο πατέρας ήταν ακόμη καλύτερος παίκτης και ακόμη χαρισματικότερος σκόρερ από τον γιό. Πολύ υψηλό μέτρο σύγκρισης, που αποτελεί ταυτόχρονα φόρο τιμής σε ένα παίκτη που ελάχιστοι σήμερα γνωρίζουν. Ο Κώστας Διαμαντόπουλος, ο οποίος, ως αθλητής, ταυτίσθηκε με τον Σπόρτινγκ, είχε μια σπουδαία καριέρα στο ελληνικό μπάσκετ, που θα μπορούσε να ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αν δεν είχε τόσες πολλές και σοβαρές ατυχίες. Είναι ο άνθρωπος, που έχει το ρεκόρ χειρουργικών επεμβάσεων στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ (16!) περισσότερων και από τον μεγάλο καλλιτέχνη του ελληνικού μπάσκετ Κώστα Πετρόπουλο, τον, δικαιολογημένα, επονομαζόμενο και «Νουρέγιεφ». Αργότερα ο Κ. Διαμαντόπουλος έγινε επιτυχημένος προπονητής σε Παπάγο, Σπόρτινγκ κ.λπ., ανεβάζοντας ομάδες στη μεγάλη κατηγορία. Ο Ιωαννίδης, που έπαιξε μπάσκετ την ίδια εποχή με τον πατέρα Διαμαντόπουλο, και ήταν συμπαίκτης του στην Εθνική, μίλησε μαζί του σχετικά με τη θέση και τη διάρκεια, που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο Παπανικολάου στον Σπόρτινγκ.
Ο Παπανικολάου δεν είναι ένα αμελητέο μέγεθος για το ελληνικό μπάσκετ, αν και τελικά είχε κατώτερη θέση από αυτή που του άξιζε στη συνείδηση του ελληνικού μπασκετικού μικρόκοσμου, και τούτο επειδή ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθής. Εκτός από τους πολλούς τίτλους και διακρίσεις με τις εθνικές ομάδες και τις ομάδες που αγωνίστηκε, είναι ο κάτοχος ενός μοναδικού και σημαντικού ρεκόρ. Είναι ο μόνος παίκτης που κατάφερε να πάρει δύο triple crown, με δύο διαφορετικές ομάδες, τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟ.
Πρότυπο παίκτη για τον Παπανικολάου αποτέλεσε ο μεγάλος Φάνης Χριστοδούλου, που ήταν ο μόνος Έλληνας παίκτης στον οποίο από μικρός είχε δηλώσει πως ήθελε --κάποια στιγμή-- να μοιάσει, για να συμπληρώσει με το σαρκαστικό του χιούμορ: «για την ώρα, στο μόνο που μοιάζουμε είναι ότι τρώμε πολύ και οι δύο». Υπήρχαν και άλλες ομοιότητες με τον Φάνη τόσο στο παίξιμο όσο και στον χαρακτήρα. Πολυσύνθετοι και οι δύο, μπορούσαν να παίξουν με επιτυχία σε διάφορες θέσεις, ενώ και οι δύο δεν κρατούσαν το στόμα τους κλειστό. Επιπλέον, αμφότεροι δεν μπόρεσαν να αναδείξουν την αξία τους στο έπακρο.
Από προπονητές, ενώ έχει συνεργαστεί με κορυφές όπως: Ιωαννίδης, Ίβκοβιτς, Ομπράντοβιτς και μολονότι παραδέχεται την αξία όλων, φαίνεται πως έχει εκτιμήσει κάπως περισσότερο τον Τρινκιέρι, με τον οποίο συνεργάστηκε τη διετία 2013/14 σε τεχνικό επίπεδο στην Εθνική. Πιστεύει πως ο Ιταλός στην Εθνική απέτυχε επειδή επικρατούσε σύγχυση και είχαν μπερδευτεί οι ρόλοι, λόγω του ατυχούς γεγονότος του θανάτου του Κολοκυθά, μιας μεγάλης προσωπικότητας, που ασκούσε μεγάλη επιρροή στην ομοσπονδία και είχε πολύ ισχυρό ρόλο και στις εθνικές ομάδες. Αν θελήσει κάποιος να το ψάξει παραπάνω θα καταλάβει ότι θεωρεί τον Ίβκοβιτς μάλλον ανώτερο του Ιωαννίδη και βασικό δημιουργό του triple crown του 1997. Κι όλα αυτά μολονότι ο ίδιος χάρις στον ξανθό ήρθε στον Ολυμπιακό, όπου καταξιώθηκε ως παίκτης, και μολονότι με τον Ντούντα έφτασαν «στα μαχαίρια» αργότερα, κάτι που ουδέποτε συνέβη με τον Ιωαννίδη.
Ο Σκουντής τον είχε βαφτίσει «Φον Δημητράκη» από το θεατρικό έργο του Ψαθά. Ωστόσο ακόμη πιο αντιπροσωπευτικός ήταν ο χαρακτηρισμός, που του έδωσε ένας άλλος παλιός αθλητικογράφος ο Χάρης Αλευρόπουλος, που τον είχε αποκαλέσει «αυτός ο θρασύς νεαρός». Βέβαια ο ως άνω χαρακτηρισμός του είχε δοθεί για το αγωνιστικό του θράσος. Όμως, όπως αποδείχθηκε, το θράσος του δεν ήταν μόνο αγωνιστικό. Ήταν και στοιχείο του χαρακτήρα του. Οι φίλοι του προσπαθούσαν και προσπαθούν να ωραιοποιήσουν αυτό το θράσος, ακόμη και να το εμφανίσουν ως πλεονέκτημα αντί μειονέκτημα. Το θεωρούσαν περισσότερο ως ένα είδος ασυνήθιστου θάρρους και μιας ωμής ειλικρίνειας, που χαρακτηρίζει την προσωπικότητα ενός ανθρώπου, που συνηθίζει να μη μιλά διπλωματικά, αλλά πάντα έξω από τα δόντια και αντιπαθεί τα κλισέ και τα τετριμμένα. Για άλλους, όμως, το θράσος του Δημήτρη ήταν αρνητικά φορτισμένο και μάλιστα με τρόπο πολυδιάστατο. Άλλοτε εκδηλωνόταν ως έπαρση, άλλοτε ως ασέβεια και άλλοτε ως αγνωμοσύνη.
Τελικά ήταν «θρασύς» ή όχι ο Δημήτρης Παπανικολάου; Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες και κάποια στοιχεία, που από πολύ νωρίς, από την εφηβική του ηλικία, φανερώνουν πολλά και σημαντικά πράγματα για τον χαρακτήρα του παίκτη. Πράγματα στα οποία πολλοί --και ανάμεσα τους και ο Ολυμπιακός-- δεν έδωσαν την προσοχή, που θα έπρεπε.
Προτού ακόμη ενηλικιωθεί, όταν ήταν ακόμη στον Σπόρτινγκ, είχε δείξει έναν εντελώς ασυνήθιστο για νεαρό αθλητή χαρακτήρα, ελάχιστα συναισθηματικό και ευαίσθητο, που διακρινόταν από μια ροπή στο αιρετικό, το απροσδόκητο. Ο ίδιος αποδίδει το γεγονός αυτό σε ένα είδος πρόωρης ωριμότητας που τον διέκρινε, που δεν ήταν ανάλογη της ηλικίας του, αλλά πολύ μεγαλύτερη. Ως ένδειξη ωριμότητας θεωρούσε και την προτίμηση του να μείνει στην Ελλάδα και να μην πάει σε φημισμένα αμερικανικά Πανεπιστήμια (North Carolina κ.λπ.) που τον ζητούσαν επίμονα, προσφέροντας του πλούσιες υποτροφίες. «Μόνο αν δεν μου φερθούν καλά στην Ελλάδα, υπάρχει περίπτωση να πάω στις ΗΠΑ», είχε δηλώσει τότε.
Κατά το μεταβατικό στάδιο της πορείας του από τον Σπόρτινγκ στον Ολυμπιακό, τον ενοχλούσε το γεγονός ότι οι φίλαθλοι τον κοιτούσαν περίεργα και δύσπιστα, προσπαθώντας να καταλάβουν για ποιο λόγο ο Ολυμπιακός είχε διαλέξει αυτό το παιδί. Το άγχος του μεγάλωνε, καθώς ο Ολυμπιακός ποτέ δεν του έλεγε τι ακριβώς θα γινόταν με την περίπτωση του.
Εκείνο που προξένησε αμέσως μεγάλη εντύπωση ήταν ότι ο Παπανικολάου κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένος --όπως όλοι θα περίμεναν-- έδειχνε που θα πήγαινε στον Ολυμπιακό. Άλλωστε ο ίδιος ποτέ του δεν είχε πει ότι έκανε σαν τρελός για να πάει στον Ολυμπιακό. Μάλιστα είχε δυσανασχετήσει όταν έκλεισε η μετακίνησή του, επειδή δεν είχε ερωτηθεί και ο ίδιος, γιατί όπως είχε δηλώσει λίγο πριν από το Παγκόσμιο Εφήβων του 1995, «μπορεί και να ήθελα να πήγαινα για παράδειγμα… στη Κρύα Βρύση». Αυτή η στάση του δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν οπαδός άλλης ομάδας, αλλά στη ψυχοσύνθεσή του. Τον πείραζε που όλα είχαν γίνει ερήμην του. Δεν δίστασε μάλιστα να αποκαλύψει σύντομα ότι ο ίδιος δεν έχει βάλει πουθενά την υπογραφή του σε επίσημο χαρτί του Ολυμπιακού και το μόνο που είχε υπογράψει πάνω σε έγγραφο Ολυμπιακού ήταν οι αποδείξεις για τα χρήματα που έπαιρνε όταν πληρωνόταν. By the way, ως πριμ υπογραφής, όταν κλείστηκε η συμφωνία μεταξύ Σπόρτινγκ και Ολυμπιακού, συμφωνήθηκε το ποσό των 5.000.000 δραχμών, με τα μισά περίπου να τα παίρνει όσο ήταν στο Σπόρτινγκ μετά το κλείσιμο της μετακίνησης και τα υπόλοιπα να τα παίρνει όταν πήγε στον Ολυμπιακό. Σε ερώτηση που του έγινε για την μελλοντική ομάδα του, τον Ολυμπιακό, απάντησε επί λέξει: «Κανείς δεν γεννήθηκε με ετικέτα στο κούτελο, που να γράφει Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ ή Σπόρτινγκ. Εγώ ποτέ δεν είπα και ποτέ δεν θα πω αυτό που λένε όλοι : “Ξέρετε από μικρός ήμουν Ολυμπιακός και το όνειρό μου ήταν να παίξω κάποτε στην ομαδάρα του Πειραιά”. Τέτοια πράγματα δεν θα βγουν από το δικό μου στόμα. Ξέρω ότι οι φίλαθλοι αγαπάνε τις φανέλες, που φοράνε οι αθλητές και όχι τους ίδιους τους αθλητές. Μην περιμένετε λοιπόν από μένα να σας πω ότι είμαι γαύρος».
Όταν πήγε στον Ολυμπιακό, δεν του άρεσε το αυταρχικό και πολύ πιεστικό στυλ του Ιωαννίδη, που κατ’ αυτόν «ενδιαφερόταν μόνο για τη νίκη, με οποιονδήποτε τρόπο και για τίποτε άλλο». Αντιπαθούσε τις συνεχείς και ασταμάτητες φωνές του ξανθού. Αντίθετα, περνούσε καλύτερα με τον Ίβκοβιτς, που φώναζε πιο αραιά και λιγότερο, «αλλά όταν γινόταν αυτό έτρεμε η γη», όπως ο ίδιος ο παίκτης είχε δηλώσει. Σε πιο υψηλή εκτίμηση σε σύγκριση, από πλευράς συμπεριφοράς, φαίνεται να έχει τον Ομπράντοβιτς, για τον οποίο έλεγε ότι μπορεί να γίνεται τρομακτικός όταν φωνάζει, αλλά παραδεχόταν ότι ξέρει να κερδίζει το δικαίωμα να φωνάζει, αφού όσες φορές φωνάζει άλλες τόσες είναι φιλικός με τους παίκτες. «Μια κρύο-μια ζέστη» δηλαδή.
Ειδικότερα η προετοιμασία του Ιωαννίδη στο εξωτερικό του είχε φανεί εφιαλτική. Δεν παρέλειψε λοιπόν να την περιγράψει, αργότερα, με μελανά χρώματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μίλησε για απομονωμένα ξενοδοχεία-ερημητήρια στη μέση του πουθενά, για τα ίδια πάντα άνοστα φαγητά, για την καθημερινή πρωινή έγερση και το μαραθώνιο τρέξιμο προτού καν ξημερώσει, για το προγραμματισμένο (απογευματινό) πολύωρο λεκτικό bullying προς τους παίκτες, για την απαγόρευση επικοινωνίας με τον έξω κόσμο (εκτός από μόνο μια φορά την ημέρα με την οικογένεια, από σταθερό τηλέφωνο και με κάρτα), για μίνι-μπαρ εντελώς άδεια εκτός από νερό, για ένα γιατρό που έδινε άδειες μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για ατέλειωτες ώρες βαρεμάρας στα δωμάτια, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι κ.λπ. Ο Παπανικολάου πεισμάτωσε ακόμη περισσότερο με τον Ιωαννίδη από την αρχή, όταν ο τελευταίος από νωρίς του είπε ότι πιθανό να είχε κάνει λάθος, που τον είχε βάλει στην ομάδα, γιατί περίμενε περισσότερα από αυτόν, αλλά ο παίκτης δεν φαινόταν να ανταποκρίνεται με πολύ πειστικό τρόπο.
Οι σχέσεις του Παπανικολάου με τα Μέσα και τους δημοσιογράφους ήταν πολύ περίεργη. Ενώ κατηγορούσε τους δημοσιογράφους σπάνια τους απέφευγε. Οι δηλώσεις, οι συνεντεύξεις και οι ατάκες του ουκ ολίγες. Ο ίδιος υποστήριξε ότι πάνω στο θέμα αυτό συχνά έδειχνε άγνοια κινδύνου. Το γεγονός πάντως είναι ότι είχε μια μανία με τη δημοσιότητα από μικρός. Ίσως σε αυτό να οφείλεται το γεγονός ότι έχει βάλει πλέον πλώρη για πολιτικός. Άλλωστε ανέκαθεν ήταν επικοινωνιακός τύπος. Ωστόσο κριτική ποτέ δεν δεχόταν εύκολα, «παρά μόνο από όσους ήξεραν και είχαν παίξει μπάσκετ». Δεν του άρεσε να έχουν όλοι άποψη για όλα.
Φαίνεται πάντως ότι το θέμα του σεβασμού μοιάζει να είναι κάτι, το οποίο τον έχει απασχολήσει και έχει σημαδέψει τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία του. Κατ' αρχάς πάντα πίστευε ότι ο σεβασμός μεταξύ παίκτη και προπονητή πρέπει να έχει μια αμοιβαιότητα. Επιπλέον, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει: «ο σεβασμός μπορεί να εμπνέεται, αλλά και να και επιβάλλεται. Το ιδανικό είναι να εμπνέεται, αλλά όταν δεν γίνεται αυτό τότε μπορεί να επιβάλλεται». Αυτό το θέμα ερχόταν και επανερχόταν κατά τη διάρκεια της θητείας του στον Ολυμπιακό. Οι Ιωαννίδης και Ίβκοβιτς δεν του ενέπνευσαν πάντοτε απόλυτο σεβασμό, με αποτέλεσμα ο σεβασμός να απαιτηθεί και να επιβληθεί, κάτι που δεν τον ενθουσίασε. Όσον αφορά τον σεβασμό του απέναντι στους αντιπάλους, εκεί ήταν πιο ξεκάθαρος. Όταν έπαιζε, θεωρούσε ως το υπ’ αριθμόν ένα όπλο για την καλή αντιμετώπιση κάθε αντιπάλου, την έλλειψη κάθε σεβασμού απέναντί του. «Πρέπει να αφήνεις τον όποιο σεβασμό σου για τον αντίπαλο στα αποδυτήρια», έχει πει. Έτσι αντιμετώπισε τους καλύτερους, που συνάντησε στη καριέρα του: τον Πάσπαλι, τον Πρέλιεβιτς, τον Στογιάκοβιτς, αλλά και κάποιον που δεν θα περίμεναν πολλοί: τον Κόμαζετς, τον οποίο ξεχώρισε, επειδή ο τελευταίος έβγαινε σε χρόνο μηδέν από τα σκριν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου