Το μεγαλύτερο όνομα που έχει περάσει ποτέ από τον πάγκο του Ολυμπιακού ήταν, είναι και πιθανότατα θα είναι ο Μάρτον Μπούκοβι. Όποιος έχει δει τη διεθνή βιβλιογραφία για την παγκόσμια ιστορία του ποδοσφαίρου θα έχει αναμφίβολα διαπιστώσει την τεράστια επιρροή του στην εξέλιξη του λαοφιλούς αθλήματος. O δημοσιογράφος της Guardian Jonathan Wilson έφτασε σε σημείο να αποκαλέσει τον Μπούκοβι ως «probably the greatest tactical mind that world football has ever known». Αξίζει λοιπόν να πούμε κάποια πράγματα από εκείνα που δεν είναι ευρέως γνωστά τόσο για τον ίδιο όσο και τους συνεργάτες του. Πάντως, σήμερα και εδώ, θα μιλήσουμε μόνο για πρόσωπα και πράγματα και όχι για τακτικά θέματα, για αγώνες ή για τις πρωτότυπες προπονητικές μεθόδους του, όπως π.χ. τις «τυφλόμυγες» ή τις «λαϊκές» προπονήσεις.
Μάρτον Μπούκοβι: Ας αρχίσουμε από τον ίδιο τον Μπούκοβι. Η μακρά προπολεμική προπονητική του θητεία στην πρώην Γιουγκοσλαβία και ειδικότερα στη Γκρατζιάνσκι Ζάγκρεμπ έχει δημιουργήσει κάποια ερωτήματα, αφού η συγκεκριμένη ομάδα, μετά την επικράτηση του Τίτο, είχε θεωρηθεί φασιστική. Φυσιολογικά λοιπόν αποτέλεσε στόχο και αντικείμενο ριζικής αναμόρφωσης και εκκαθάρισης. Μετονομάστηκε σε Ντινάμο Ζάγκρεμπ και μετατράπηκε σε ομάδα της κρατικής αστυνομίας. Η αλήθεια είναι ότι όντως η κροατική ακροδεξιά επιρροή στην προαναφερόμενη ομάδα ήταν αυξημένη. Ο Μπούκοβι, βέβαια, κάθε άλλο παρά συμμεριζόταν την ακροδεξιά και αντισημιτική ιδεολογία. Το είχε αποδείξει έμπρακτα, προστατεύοντας μέλη του προσωπικού της ομάδας και του γηπέδου της, που ήταν Εβραίοι. Αλλά για την ευαισθησία του απέναντι στους Εβραίους υπήρχε και ένας άλλος, ακόμη μεγαλύτερος λόγος. Είχε και ο ίδιος Εβραία μητέρα, αλλά και Εβραία γυναίκα, αν και ο πατέρας του ήταν Καθολικός. Φρόντισε όμως να μην αποκαλυφθεί η εβραϊκή του σχέση, αφού ο ίδιος παρέμεινε καθολικός χριστιανός. Τουλάχιστον έτσι ήταν ανέκαθεν δηλωμένος. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Μπούκοβι μεταπολεμικά παρέμεινε άλλα δύο χρόνια, μέχρι το 1947, στο προπονητικό τιμόνι της Ντινάμο Ζάγκρεμπ αποδεικνύει ότι απολάμβανε της εμπιστοσύνης του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Αργότερα, στην κομμουνιστική Ουγγαρία και στην ΜΤΚ, καθιερώθηκε όχι μόνο ως προπονητής της ΜΤΚ Βουδαπέστης, αλλά και ως εθνικό ποδοσφαιρικό κεφάλαιο της χώρας. Προετοίμασε τη μεγάλη Ουγγαρία της δεκαετίας του 1950, εμπνέοντας και καθοδηγώντας τον ακραιφνή κομμουνιστή Σέμπες, τον οποίο μάλιστα διαδέχθηκε στο τιμόνι της Εθνικής Ουγγαρίας το 1956, δύο χρόνια μετά την επώδυνη ήττα στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954. Το γεγονός ότι όταν ξέσπασε η εξέγερση κατά του καθεστώτος της χώρας, το μονοκομματικό κομμουνιστικό κράτος τον εμπιστεύθηκε πλήρως αποτελεί την απόδειξη ότι ο Μπούκοβι θεωρείτο πιστός κομμουνιστής.
Ο Μπούκοβι, αν και κατά βάθος καλοσυνάτος, δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Μολονότι δεν ήταν κακότροπος, δεν ήταν καθόλου διπλωμάτης και δεν μάσαγε τα λόγια του. Ήταν ιδιόρρυθμο άτομο, που δύσκολα συμβιβαζόταν. Του άρεσε πολύ η τάξη. Ήθελε τα πράγματα να γίνονται και να λειτουργούν πάντα σύμφωνα με τον τρόπο που του άρεσε. Και αυτό όχι μόνο στην ποδοσφαιρική, αλλά και στην προσωπική του ζωή. Ένα παράδειγμα: Λάτρευε το σινεμά, αλλά ήθελε να βλέπει τις ταινίες μόνος του, για να μην ενοχλείται. Ιδιαίτερα απέφευγε να βλέπει κινηματογραφικά έργα μαζί με τη σύζυγο του. Φρόντιζε μάλιστα να ενημερώνεται όταν επρόκειτο η σύζυγος του να πάει σινεμά, ώστε να μη συναντηθούν μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα.
Επίσης δεν ήταν από τους ανθρώπους που επηρεαζόταν ή πειθόταν εύκολα. Το γεγονός αυτό αποδείχθηκε στον Ολυμπιακό, ιδιαίτερα από τη στάση του απέναντι σε όσα έσπευδαν καλοθελητές και παρατρεχάμενοι της διοίκησης να του καταμαρτυρήσουν επανειλημμένα σε βάρος του Γ. Σιδέρη. Μόλις ο Μπούκοβι ήρθε στον Ολυμπιακό, το 1965, από τα πρώτα πράγματα που του είπαν όλοι αυτοί ήταν ότι έπρεπε να «πάρει το κεφάλι του Γ. Σιδέρη», επικαλούμενοι για αυτό μια σειρά από λόγους. Το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε και άλλες φορές, με διάφορες αφορμές, όπως κάποιες διενέξεις του Σιδέρη με τη διοίκηση για οικονομικές αξιώσεις του παίκτη. Πολλά μέλη της διοίκησης αντιπαθούσαν τον Γ. Σιδέρη εξαιτίας του δυναμικού και ανυπότακτου χαρακτήρα του, πλην όμως δεν τολμούσαν να τα βάλουν ευθέως μαζί του. Και τούτο όχι μόνο επειδή ήταν πολύ δημοφιλής, αφού ήταν το μεγαλύτερο όνομα και ο πρώτος σκόρερ της ομάδας, αλλά και γιατί φοβόντουσαν τις πιθανές εκρηκτικές αντιδράσεις του ίδιου του παίκτη. Για τον λόγο αυτό, λοιπόν, ήθελαν να βάλουν μπροστά και να χρησιμοποιήσουν τον επίσης εξαιρετικά δημοφιλή Μπούκοβι, προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους. Ωστόσο οι εν λόγω απόπειρες απέτυχαν παταγωδώς. Ο Μπούκοβι όχι μόνο δεν υιοθέτησε τις κατηγορίες, όχι μόνο υπήρξε σταθερά επιεικής απέναντι στον Γ. Σιδέρη, αλλά επιπλέον τον ανήγαγε σε αγαπημένο του παίκτη. Η στάση του αυτή τού κόστισε πολλούς εχθρούς στη διοίκηση. Κάποιοι από αυτούς επικαλέστηκαν τη διαφορετική μεταχείριση του Μπούκοβι απέναντι στον Σημαντήρη, στις αρχές του 1966, όταν απομάκρυνε αμέσως τον συγκεκριμένο παίκτη από την ομάδα, μετά από ένα επεισόδιο που είχε με τον Λάντος σε μια προπόνηση. Πολλά χρόνια μετά την αποχώρηση του από την Ελλάδα, σε μια συνέντευξη του στην Ουγγαρία, ο Μπούκοβι έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον Σιδέρη, ζητώντας από τους Έλληνες δημοσιογράφους να του μεταφέρουν τους χαιρετισμούς και τους ευχαριστίες του, επειδή τον είχε υποστηρίξει μέχρι τέλους.
Εκείνο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει ποτέ είναι ότι για την απομάκρυνση του Μπούκοβι από τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα η διοίκηση του Ολυμπιακού ήταν εξίσου υπεύθυνη με τη χούντα. Ο Ασλανίδης έλεγε την αλήθεια όταν δήλωνε πως κάθε τόσο του ζητούσαν άνθρωποι μέσα από τον ίδιο τον Ολυμπιακό να διώξει το γρηγορότερο τον κομμουνιστή Μπούκοβι. Από την πολυάριθμη διοίκηση του Ολυμπιακού, ο μόνος παράγοντας που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους την παραμονή του Μπούκοβι ήταν ο Λαναράς. Συνεπώς τα επιχειρήματα πως δήθεν ο Ολυμπιακός δεν ήθελε την απομάκρυνση του Μπούκοβι, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς ή πως η εκδίωξη του Μπούκοβι επιβλήθηκε απότομα και με το ζόρι, αποκλειστικά και μόνο από τη χούντα δεν στέκουν απόλυτα. Η πλειοψηφία των μελών της διοίκησης, αλλά και κάποιοι παίκτες με την απόδοσή τους, συντέλεσαν αποφασιστικά στην απομάκρυνση του Μπούκοβι. «Τον Μπούκοβι τον φάγανε», όπως χαρακτηριστικά έχει πει και ο Σιδέρης.
Κατά τα άλλα, ήταν τέτοιος και τόσος ο σεβασμός προς το πρόσωπο του Μπούκοβι, ιδίως από την πλευρά των Ούγγρων, ώστε το 1965 ο Ούγγρος τότε προπονητής του Ολυμπιακού Τσιέρνα, ο οποίος γνώριζε ότι θα τον διαδεχτεί ο Μπούκοβι, όχι μόνο δεχόταν να κάθεται κάποιες φορές ο Μπούκοβι στον πάγκο μαζί του, αλλά και ζητούσε ακόμη και οδηγίες, συμβουλές και υποδείξεις για τον αγώνα. Μάλιστα, η κατάκτηση του Κυπέλλου του 1965 με αντίπαλο τον ΠΑΟ θεωρήθηκε έργο του Μπούκοβι, που βρισκόταν στην Ελλάδα, μολονότι δεν είχε αναλάβει ακόμη επίσημα την ομάδα.
Μιχάι Λάντος:Ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό είχε πιο πολύ επιτελικό ρόλο. Ήταν μάνατζερ και κόουτς, που φρόντιζε τα συστήματα τακτικής. Ο Λάντος ήταν ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον Μπούκοβι στην προπονητική ομάδα. Ήταν ο προπονητής που γύμναζε τους παίκτες και φρόντιζε για τη φυσική τους κατάσταση. Σημειωτέον ότι ο Μπούκοβι ακολουθούσε αυτό το εργασιακό μοντέλο από νωρίς και πριν από τον Λάντος. Στη δεκαετία του 1950, συνεργαζόταν με τον συμπατριώτη του Γιένε Τσάκναντι (αυτόν, με τον οποίο η ΑΕΚ τη δεκαετία του 1960 κατέκτησε δύο πρωταθλήματα). Μάλιστα, ο Μπούκοβι και ο Τσάκναντι είχαν γράψει μαζί, το 1956, ένα βιβλίο προπονητικής, που είχε μεγάλη διεθνή απήχηση. Ο Λάντος ήταν παίκτης της ΜΤΚ όταν την προπονούσε ο Μπούκοβι και μάλλον ο πιο αγαπημένος του. Υπήρξε πολύ καλός αμυντικός, μέλος της μεγάλης Εθνικής Ουγγαρίας, που φιλοδώρησε με 13 συνολικά γκολ σε δύο ματς τη θεωρούμενη τότε ως μεγαλύτερη δύναμη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου Αγγλία. Ο Μπούκοβι τον έφερε μαζί του στον Ολυμπιακό. Μάλιστα επειδή ο Λάντος δεν είχε καμία αξιόλογη προπονητική εμπειρία ο Ολυμπιακός ήταν πολύ διστακτικός στο να τον προσλάβει. Χρειάστηκε να το απαιτήσει ανυπερθέτως ο Μπούκοβι για μπορέσει να έρθει ο Λάντος στον Ολυμπιακό. Για τον λόγο αυτό, καθυστέρησε η ολοκλήρωση της συμφωνίας και συνέβη το περίεργο να έρθει στην Ελλάδα πρώτα ο Μπούκοβι και μετά από ένα διήμερο ο Λάντος. Ο Λάντος πέθανε το 1989 σε ηλικία 61 ετών. Ένα από τα παιδιά του γεννήθηκε στην Ελλάδα, όταν ήταν στον Ολυμπιακό, γεγονός που τον έκανε υπερήφανο όπως έλεγε.
Μπάμπης Δρόσος:Ήταν ο τρίτος στην προπονητική ιεραρχία της ομάδας και βοηθός των δύο Ούγγρων. Μέχρι να τον εγκρίνει ο Μπούκοβι, δεν είχε κάποια εντυπωσιακή προπονητική θητεία. Όπως είχε πει και ο ίδιος αργότερα: «Μπορεί να σπούδασα προπονητική στην Ουγγαρία, αλλά προπονητής έγινα δίπλα στον Μπούκοβι». Ο Μπούκοβι, όταν τον γνώρισε, τον συμπάθησε, επειδή ήταν καλός άνθρωπος, αλλά και παλιός άσος της ομάδας επί σειρά ετών. Ίσως να έπαιξε ρόλο στην πρόσληψή του, που δεν ήταν και αναμενόμενη, ο Μουράτης, ο οποίος τον είχε συστήσει για το πόστο αυτό. Ο Δρόσος γεννήθηκε στο Θησείο, μεγάλωσε στο Περιστέρι και πέθανε στη Λευκάδα, τόπο καταγωγής της γυναίκας του το 2015, σε ηλικία 87 ετών. Μετά από τη θητεία του στον Ολυμπιακό, δεν είχε άλλες σημαντικές προπονητικές διακρίσεις. Στο γεγονός αυτό μπορεί να έπαιξε ρόλο η μεγάλη φιλία, που ανέπτυξε με τους δυο Ούγγρους, την οποία έβαζε πάνω από οποιοδήποτε άλλο πράγμα. Για αυτό άλλωστε και ήταν ένας από τους δύο ανθρώπους της ομάδας, που παραβρέθηκαν στον Σταθμό Λαρίσης κατά την αναχώρηση του Μπούκοβι για να τον αποχαιρετήσουν, αγνοώντας τις συστάσεις να μην το κάνει, διότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί σε βάρος του, αφού θα γινόταν οπωσδήποτε γνωστό. Μετά την απομάκρυνσή του από τον Ολυμπιακό (που έγινε άμεσα έπειτα από την αποχώρηση του Μπούκοβι) η πορεία του αντί να γίνει ανοδική, μια που είχε θητεύσει στον Ολυμπιακό, πήρε την κατιούσα. Όσον αφορά τα άλλα ταλέντα του Δρόσου, αξίζει να πούμε ήταν καλλίφωνος και λάτρης της όπερας. Για τον λόγο αυτό, ήταν πάντα ο πρώτος που τη δεκαετία του 1950 ξεκινούσε να τραγουδάει πριν από τους αγώνες, με λυρικό τόνο, τον τότε ύμνο του Ολυμπιακού: «Φευγάτε από μπρος».
Απόστολος Ντούμας:Ήταν ο φυσικοθεραπευτής-μασέρ του Ολυμπιακού. Ξεκίνησε περισσότερο εμπειρικά ως μασέρ του Ολυμπιακού στη θρυλική δεκαετία του 1950 και έμεινε στον Ολυμπιακό για πάρα πολλά χρόνια. Στη συνέχεια, εξελίχθηκε πολύ και επιστημονικά και έγινε καθηγητής στην πρώτη σχολή που ιδρύθηκε στην Ελλάδα. Ο Μπούκοβι τον βρήκε στον Ολυμπιακό, του άρεσε και τον κράτησε. Αλλά δεν περιορίσθηκε μόνο σε αυτό. Τον αναβάθμισε. Κατ’ αρχάς ο Μπούκοβι υπήρξε ο πρώτος στην Ελλάδα που θεωρούσε τον συγκεκριμένο ρόλο στην ομάδα πολύ σημαντικό, κάτι που ουδείς άλλος προπονητής είχε κάνει μέχρι τότε. Επιπλέον, ο Μπούκοβι έδωσε στον Ντούμα και αυξημένο «παιδαγωγικό» ρόλο μέσα στα αποδυτήρια. Πέθανε πρόσφατα, τον περασμένο Φεβρουάριο, σε ηλικία 90 ετών. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός, με το οποίο συνέδεσε το όνομά του, είναι μια δωρεά υψηλού χρηματικού ποσού στο πνευματικό κέντρο Καρυών Τρικάλων, που ήταν ο τόπος καταγωγής του. Για τη δωρεά αυτή, είχε θέσει ως όρους να τοποθετηθούν στην πρόσοψη του κτιρίου δύο πράγματα: το σήμα του Ολυμπιακού και το σφυροδρέπανο του ΚΚΕ. Η προσφορά του προκάλεσε μεγάλη συζήτηση λόγω των όρων της και σε πρώτη φάση είχε απορριφθεί. Δεν γνωρίζουμε αν έγινε τίποτε άλλο αργότερα, αλλά αμφιβάλλουμε πολύ.
Νίκος Σακκούλης: Ο Σακκούλης (ή, κατ’ άλλους, Σάκκουλης) ήταν ο διερμηνέας του Μπούκοβι. Δεν ήταν κανένας ιδιαίτερος φίλος του ποδοσφαίρου. Ήταν από τους ελάχιστους που γνώριζαν την ουγγρική γλώσσα εκείνη την εποχή και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι από πολύ νεανική ηλικία, μετά τον εμφύλιο, είχε βρεθεί στην Ουγγαρία, ως αποτέλεσμα εκείνου του φαινομένου, που οι μεν εθνικόφρονες αποκαλούσαν «παιδομάζωμα», οι δε κομμουνιστές «παιδοσώσιμο». Ηπειρώτης στην καταγωγή, δεν είχε σχέση με το ποδόσφαιρο. Όταν κατάφερε να επαναπατριστεί, αντιμετώπισε έντονα το φάσμα της ανεργίας και τον κίνδυνο της επιβίωσης, λόγω οικογενειακών φρονημάτων. Διαβάζοντας τυχαία ένα δημοσίευμα στο ΦΩΣ έψαξε μόνος του να βρει προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 τον τότε προπονητή του Ολυμπιακού Ούγγρο Τίμπορ, ο οποίος τον δέχτηκε ως διερμηνέα του. Διετέλεσε διερμηνέας όχι μόνο του Μπούκοβι, αλλά και άλλων Ούγγρων προπονητών άλλων ομάδων στην Ελλάδα, όπως π.χ. του Τσάκναντι στην ΑΕΚ, του Πούσκας στον ΠΑΟ. Πάντως συνδέθηκε πολύ με τον Μπούκοβι και δεν παρέλειψε να πάει, μαζί με τη γυναίκα του, στον αποχαιρετισμό του Σταθμού Λαρίσης. Ο Σακκούλης, που ήξερε τον Μποτίνο από τη θητεία του στον Ολυμπιακό του Μπούκοβι, ήταν αυτός που μίλησε στον Πούσκας, ώστε ο τελευταίος να στείλει τον Μποτίνο στον γνωστό του γιατρό της Ρεάλ για να σώσει το πόδι του. Πρέπει να είναι ακόμη εν ζωή.
Σταύρος Τσώχος:Ο Τσώχος, παλιός παίκτης του Ολυμπιακού, ήταν ο αγαπημένος και εξ απορρήτων δημοσιογράφος του Μπούκοβι. Υποστήριξε τον Μπούκοβι μέχρι τέλους. Σε αυτόν είχε εξομολογηθεί τα πάντα. Άλλα από αυτά είχαν δημοσιευτεί, με άδεια του Μπούκοβι, και άλλα όχι, καθώς ο Μπούκοβι είχε ζητήσει να μη δημοσιευτούν ή να δημοσιευτούν μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και υπό όρους. Ουδείς τόλμησε να αμφισβητήσει τα όσα έγραφε ο Τσώχος, ιδίως μετά το κάζο που είχαν πάθει κάποιοι παράγοντες του Ολυμπιακού, που επιχείρησαν να διαψεύσουν ή να αμφισβητήσουν δημοσιευθείσα συνέντευξη του Μπούκοβι στον Τσώχο, με αποτέλεσμα ο Μπούκοβι, με δημόσια παρέμβασή του, να υπερασπιστεί τον δημοσιογράφο και να διαψεύσει όσους επιχείρησαν να διαψεύσουν. Μολονότι και άλλοι ερυθρόλευκων φρονημάτων δημοσιογράφοι υποστήριζαν πολύ τον Μπούκοβι, όπως π.χ. ο Άγγελος Βουτσέλης, κανένας δεν ήταν για τον Μάρτον τόσο έμπιστος όσο ο Τσώχος. Ο Τσώχος είναι σήμερα 85 ετών και τα τελευταία χρόνια κατοικούσε στη Σκόπελο.
Για το τέλος κράτησα ένα περίεργο κουίζ σχετικά με την εποχή Μπούκοβι.
Γνωρίζετε άραγε ποια ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση νίκη του Ολυμπιακού σε οποιουδήποτε είδους αγώνα, επίσημο ή μη, που έγινε επί θητείας Μπούκοβι; Και δεν έγιναν και λίγοι αγώνες στο εν λόγω διάστημα. Περίπου 180 συνολικά.
Ήταν την 16/8/1967 σε φιλικό εναντίον του Αργοναύτη, που τότε ίσως είχε την καλύτερη ομάδα της ιστορίας του. Σκορ; 15-0 (!!) παρουσία 8.000 θεατών. Με άλλα λόγια, κατά μέσο όρο έμπαινε ένα γκολ κάθε έξι λεπτά αγώνα. Το πιο περίεργο όμως του αγώνα δεν ήταν το τόσο το σκορ όσο ότι ο διαιτητής Λέκκας αποφάσισε ξαφνικά να διακόψει το ματς με την επίτευξη του 15ου γκολ και ενώ απέμεναν ακόμη 8 ολόκληρα λεπτά παιχνιδιού. Το έκανε άραγε για να μην μπουν και άλλα γκολ;
Το σκορ προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, αν και το ματς ήταν φιλικό. Ήταν εντελώς απροσδόκητο ακόμη και για μια ομαδάρα όπως ο Ολυμπιακός του Μπούκοβι.
Αρκεί να παραθέσουμε τι έγραφε την μέρα του αγώνα η εφημερίδα Έθνος (το γράφουμε σε προσαρμοσμένη σημερινή γλώσσα): «Ο πρώτος επίσημος… φιλικός αγώνας της νέας ποδοσφαιρικής περιόδου θα γίνει σήμερα το απόγευμα στο στάδιο Καραϊσκάκη (5.30 μ.μ.). Ο Ολυμπιακός συναντά τον Αργοναύτη. Η αναμέτρηση του πρωταθλητή Ελλάδας με την ομάδα του Χατζηκυριάκειου παρουσιάζει σημαντικό αγωνιστικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι ο Αργοναύτης είναι από τα πλέον ισχυρά συγκροτήματα της Β΄ Εθνικής κατηγορίας και θεωρείται ικανός να φέρει σε δύσκολη θέση τον Ολυμπιακό. Το ματς θα διεξαχθεί με επίσημο διαιτητή. Τιμή εισιτηρίου 20 δραχμές». Πού να ήξερε αυτός που τα έγραφε τι θα γινόταν σε λίγες ώρες!
Στον συγκεκριμένο φιλικό, ο Ολυμπιακός χρησιμοποίησε τη βασική του ομάδα και συνολικά 14 μόνο παίκτες. Κατά τα λοιπά, έγινε ένας άτυπος ανταγωνισμός για το ποιος παίκτης της ομάδας θα σκοράρει περισσότερες φορές. Νικητής ο Σιδέρης, με 4 γκολ, έναντι 3 του Μποτίνου, 3 του Αγγελή και 2 του Γιούτσου. Με τον Αργοναύτη αγωνίστηκε και το μεγάλο αστέρι της ομάδας του, ο νεαρός Δεληκάρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου