Η δεκαετία του 1960, η οποία συνέπεσε χρονικά με την πρώτη δεκαετία του πρωταθλήματος Α΄ Εθνικής, ήταν αναμφίβολα η δεκαετία της ποδοσφαιρικής κυριαρχίας του ΠΑΟ στη χώρα μας. Ειδικότερα, από την αρχή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο ΠΑΟ ήταν η καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα, άσχετα από τις κατηγορίες για διάφορα αμαρτήματα. Πήρε 6 στα 10 πρωταθλήματα, ενώ οι βασικοί ανταγωνιστές του, Ολυμπιακός και ΑΕΚ, μοιράστηκαν μεταξύ τους εξίσου τα υπόλοιπα 4 (από 2). Έχω ξαναγράψει για αυτά τα πράγματα, εξηγώντας και τους λόγους. Για πολλούς βάζελους, κυρίως μεγαλύτερους σε ηλικία, η ομάδα εκείνης της δεκαετίας θεωρείται ίσως η καλύτερη ομάδα στα ιστορικά χρονικά της ομάδας τους.
Η αποτίμηση της συγκεκριμένης δεκαετίας, αλλά και γενικότερα της πράσινης ιστορίας του ΠΑΟ, που κυρίως προέρχεται από πράσινες πηγές, πέρα από τους αναμφισβήτητα πολλούς και καλούς παίκτες εκείνης της εποχής, στέκεται σε δύο πρόσωπα. Αφενός μεν στον προπονητή της ομάδας Στέφαν Μπόμπεκ, που γνώρισε τεράστια προβολή και αποθέωση από πράσινους οπαδούς, και αφετέρου στον «αόρατο» δαιμόνιο παράγοντα, τον Αντώνη Μαντζεβελάκη, που προτιμούσε να δρα στο παρασκήνιο και δεν γούσταρε καθόλου τη δημοσιότητα. Και οι δύο όμως είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Ήταν ισχυρές προσωπικότητες και ήθελαν, επίμονα, να γίνεται πάντα το δικό τους. Ήταν μοιραίο, λοιπόν, να μη συμπαθήσει κατά βάθος ο ένας τον άλλο ποτέ, ακόμη και τη χρονική περίοδο που δεν είχαν εμφανιστεί σύννεφα στις σχέσεις τους.
Η ομάδα του ΠΑΟ, επί Μπόμπεκ, αφού πήρε αήττητη το πρωτάθλημα της περιόδου 1963/64, κατέκτησε πάλι το πρωτάθλημα και της επόμενης περιόδου 1964/65, έχοντας μόνο μία ήττα, από τον Εθνικό. Με άλλα λόγια, σε δύο πρωταθλήματα είχε μόνο μια ήττα. Τα πάντα έμοιαζαν ανέφελα και ιδανικά στον ΠΑΟ. Όλη η φίλαθλη ποδοσφαιρική Ελλάδα προεξοφλούσε τη διατήρηση της παντοκρατορίας του ΠΑΟ και τα επόμενα χρόνια, αφού οι πράσινοι, εκτός από το ότι είχαν τους καλύτερους παίκτες, φρόντιζαν να κάνουν και τις καλύτερες μεταγραφές. Ο Ολυμπιακός προσπαθούσε, αλλά η μακρόχρονη ανομβρία τίτλων πρωταθλήματος είχε προκαλέσει γκρίνια, απογοήτευση, ανυπομονησία και απαισιοδοξία. Οι επιλογές, είτε καλές είτε κακές, κατά κανόνα συνεχώς αμφισβητούνταν και κριτικάρονταν. Από την άλλη, φυσιολογικά, λόγω των επιτυχιών του ΠΑΟ, η λανθάνουσα αντιπάθεια μεταξύ Μπόμπεκ και Μαντζεβελάκη δεν εύρισκε γόνιμο έδαφος για να καλλιεργηθεί, να αναδειχθεί, πολύ δε περισσότερο δεν εύρισκε αφορμή για να εκδηλωθεί.
2. Η «ΦΙΛΙΚΗ» ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΩΣ ΑΦΟΡΜΗ
Απρίλιος του 1965. Το ΠΟΚ έχει διαλυθεί επίσημα πριν από δύο χρόνια, αλλά τα κατάλοιπα των παλιών πολυετών φιλικών σχέσεων των τέως συνεταίρων παρέμεναν ισχυρά. Πλησίαζαν οι γιορτές του Πάσχα και οι δύο σύλλογοι Ολυμπιακός και ΠΑΟ σκέφτηκαν να δώσουν ένα φιλικό αγώνα μεταξύ τους, που θα ήταν οικονομικά επικερδής και για τους δύο, αφού, λόγω της διάλυσης του ΠΟΚ, είχαν λείψει στους Έλληνες φιλάθλους τα Κύπελλα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, που παραδοσιακά γινόντουσαν επί δεκαετίες και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή. Την εποχή εκείνη, τα ματς δεν είχαν και άσχημες τιμές: τα «αριθμημένα» εισιτήρια κόστιζαν 40 δραχμές και τα «κοινά» 20. Ένα ακόμη γεγονός που έλαβαν υπόψη τους και διευκόλυνε το κλείσιμο του φιλικού αγώνα ήταν ότι η αγωνιστική κίνηση είχε διακοπεί λόγω του Πάσχα και μάλιστα για δεκαπέντε μέρες.
Την 18.4.1965, στη διεθνή πολιτική επικαιρότητα υπήρχε μια σημαντική είδηση, που ωστόσο δεν είχε τύχει της προβολής που της άξιζε. Είχε βρεθεί επιτέλους η πρώτη μη κομμουνιστική χώρα στον κόσμο που καταδίκαζε-κατήγγειλε την αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ. Ήταν η Ουγκάντα. Στη διεθνή αθλητική επικαιρότητα, κυριαρχούσε η κατάκτηση του τίτλου του πρωταθλήματος ΝΒΑ από τους Μπόστον Σέλτικς, που είχαν νικήσει τους Λος Άντζελες Λέικερς με 4-1. Στην Ελλάδα, όμως, και στον δικό της αθλητικό μικρόκοσμο, ήταν Κυριακή των Βαΐων, και συνάμα η μέρα που στη Λεωφόρο θα διεξαγόταν το φιλικό ματς Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός, που έγινε παρουσία 15.000 θεατών.
Μα γιατί ο ΠΑΟ εκείνη την εποχή είχε μια τρομερή άμυνα, που είχε σπάσει όλα τα ρεκόρ στην Ελλάδα. Πριν από το συγκεκριμένο φιλικό ματς, οι πράσινοι δεν είχαν δεχτεί γκολ στους 10 τελευταίους αγώνες πρωταθλήματος (!). Ήταν η χρονιά που ο Οικονομόπουλος έκανε το ρεκόρ των 1.088 συνεχόμενων λεπτών αγώνων πρωταθλήματος, χωρίς να δεχτεί γκολ. Η άμυνα του ΠΑΟ ήταν όλοι διεθνείς. Τερματοφύλακας ο Οικονομόπουλος. Δεξιός μπακ ο Καμάρας. Αριστερό μπακ ο Ανδρέου και τα δύο κεντρικά μπακ ήταν οι Σούρπης και Παπουλίδης. Έτσι παρατάχθηκε ο Παναθηναϊκός εκείνη την ημέρα στο συγκεκριμένο φιλικό. Μολονότι ο Μπόμπεκ δεν θα καθόταν στο πάγκο, γιατί είχε φύγει λόγω της διακοπής του πρωταθλήματος, όλοι στον ΠΑΟ αισθανόντουσαν άνετοι, σχεδόν σίγουροι. Άλλωστε είχαν την ομολογουμένως καλύτερη ομάδα της Ελλάδας, που δεν έχανε σχεδόν ποτέ, που ήταν πρωτοπόρος στο πρωτάθλημα και σίγουρη πρωταθλήτρια, ενώ αντίθετα ο Ολυμπιακός δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Επιπλέον είχαν αρκετά περισσότερες νίκες από όσες ο Ολυμπιακός στα μεταξύ τους παιχνίδια τα τελευταία χρόνια. Και στο κάτω-κάτω, φιλικός ήταν ο αγώνας, όσο και αν τότε, το γόητρο ήταν πάνω από όλα. Όπως θα τον αντιμετώπιζαν οι ίδιοι, έτσι θα τον αντιμετώπιζαν οι αντίπαλοι.
Ωστόσο ο φιλικός αυτός αγώνας πήρε μια απροσδόκητη για αυτούς τροπή, καθώς ο Ολυμπιακός, αποδίδοντας πολύ καλύτερα από όσο αναμενόταν, βρέθηκε να προηγείται από πολύ νωρίς και στο ημίχρονο ήταν ήδη μπροστά με 2-0, με γκολ των Γιούτσου και Αρ. Παπάζογλου. Στο β΄ ημίχρονο, οι παίκτες του ΠΑΟ, πολύ εκνευρισμένοι, έκαναν κάποιες αγωνιστικές αλλαγές και γενικά προσπάθησαν να αντιδράσουν με κάθε τρόπο, αλλά μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο δέχτηκαν άλλα δύο γκολ από τον Γιούτσο (που σημείωσε έτσι χατ-τρικ) και το σκορ έφτασε πλέον στο 4-0, δηλαδή σε επίπεδο εξευτελιστικής συντριβής για τον ΠΑΟ.
Η απρόοπτη εξέλιξη του αγώνα, το απρόσμενο ρεζιλίκι της πανίσχυρης πράσινης άμυνας, η απροσδόκητη επιθετικότητα και αποτελεσματικότητα του Ολυμπιακού και οι έντονοι πανηγυρισμοί στις εξέδρες των ερυθρόλευκων οπαδών, που βρήκαν ευκαιρία να βγάλουν το άχτι τους, έκαναν σμπαράλια τα νεύρα των παικτών του ΠΑΟ. Από το πρώτο ημίχρονο φαινόταν ότι ο αγώνας από φιλικός θα εξελιχθεί σε εχθρικό κι αυτό κορυφώθηκε στο δεύτερο ημίχρονο. Ιδίως την τελευταία μισή ώρα, στο γήπεδο έγιναν σκηνές απείρου κάλλους υπό την πλήρη ανοχή του Έλληνα διαιτητή, που ήθελε να αποφύγει να αποβάλει κάποιους παίκτες, λόγω του φιλικού χαρακτήρα του αγώνα και της Μεγάλης Εβδομάδας. Τα μαρκαρίσματα δεν ήταν απλώς σκληρά, αλλά και επικίνδυνα. Όμως τότε δεν υπήρχαν κάρτες. Σε διάφορα σημεία του γηπέδου, γινόντουσαν αλλεπάλληλα επεισόδια και συμπλοκές μεταξύ των παικτών, με φυσικό επακόλουθο επανειλημμένες διακοπές του αγώνα. Ξύλο έπεφτε όχι μόνο μεταξύ των παικτών, αλλά και μεταξύ κάποιων θεατών στις εξέδρες, που καθόντουσαν τότε δίπλα-δίπλα. Πρωταγωνιστές των επεισοδίων ο Ανδρέου από πλευράς ΠΑΟ και οι Παυλίδης και Πολυχρονίου από τους δικούς μας.
Το σκορ τελικά δεν άλλαξε. Έμεινε 4-0. Ο πρωτοπόρος ΠΑΟ με τη γρανιτένια άμυνα, αυτός που είχε πάρει το πρωτάθλημα αήττητος την περασμένη χρονιά και είχε μόλις μία ήττα εκείνη τη σεζόν, είχε εισπράξει μια μεγαλοπρεπή τεσσάρα από τον καθολικά θεωρούμενο ως κατώτερο αιώνιο αντίπαλό του. Έστω και αν το ματς δεν ήταν επίσημο, το πλήγμα στο γόητρο του ΠΑΟ ήταν πολύ μεγάλο, ιδίως για εκείνη την εποχή και την ποδοσφαιρική κουλτούρα της. Η καζούρα τότε ήταν έθιμο, που δεν διέκρινε τα ματς σε φιλικά ή μη και το κυριότερο διαρκούσε καιρό.
3. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΦΙΛΙΚΟ
Μια επιπλέον δυσάρεστη συνέπεια για τον ΠΑΟ από εκείνο το φιλικό ήταν η αναθάρρηση του Ολυμπιακού. Μπορεί να ήταν αργά πλέον για να χάσει ο ΠΑΟ το πρωτάθλημα της περιόδου εκείνης, αλλά ο Ολυμπιακός μετά από το συγκεκριμένο ματς συνειδητοποίησε πως, ιδίως με τον ερχομό του Μπούκοβι, ήταν πολύ πιο κοντά στην ανάκτηση των πρωτείων στον ελληνικό χώρο από όσο αρχικά υπολόγιζε. Λίγο αργότερα, η νίκη επί του ΠΑΟ στον τελικό και η κατάκτηση του Κυπέλλου του 1965 αύξησε ακόμη πιο πολύ την πεποίθηση αυτή.
Την επόμενη κρίσιμη και αγωνιώδη σεζόν 1965/66, το πρωτάθλημα πήρε ο Ολυμπιακός. Το γεγονός αυτό αναζωπύρωσε στο πράσινο στρατόπεδο την αντιπαλότητα ανάμεσα σε Μαντζεβελάκη και Μπόμπεκ, η οποία, σύμφωνα με τη διατυπωθείσα (περισσότερο εκ των υστέρων) άποψη ορισμένων, υπέβοσκε και υπέσκαπτε την ομάδα κατά τη διάρκεια όλης της σεζόν. Ο Μπόμπεκ, μετά την απώλεια του πρωταθλήματος και τον αποκλεισμό από τον Ολυμπιακό στο Κύπελλο, έβγαλε εν ψυχρώ περίπου πουλημένους ή ξοφλημένους τους μισούς ποδοσφαιριστές της ομάδας, που κατά σύμπτωση ήταν όλοι όσοι θεωρούνταν προσκείμενοι στον Μαντζεβελάκη ή αποτελούσαν μεταγραφικά αποκτήματά του. Ο Μπόμπεκ ζήτησε την άμεση απομάκρυνση όλων αυτών των παικτών και την ανανέωση της ομάδας με νεανικό αίμα.
Έτσι κηρύχτηκε επίσημα ένας εκρηκτικός εμφύλιος, που όμοιος του δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ στα ελληνικά ποδοσφαιρικά χρονικά. Από τη μια πλευρά, ο Μπόμπεκ, η «ανανέωση» και μια μερίδα «άμεμπτων, ακέραιων και καθαρών» παικτών όπως οι Δομάζος, Σούρπης, Οικονομόπουλος, Πιτυχούτης κ.ά., και από την άλλη ο Μαντζεβελάκης και μια μερίδα «ύποπτων, σκοτεινών και δόλιων» παικτών όπως Λουκανίδης, Παπαεμμανουήλ, Καμάρας, Σακελλαρίδης, Παπουλίδης κ.ά. Οι μεν ούτε καν μιλούσαν στους δε. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου του ΠΑΟ τάχθηκε με το μέρος του Μπόμπεκ και η συγκυρία αυτή οδήγησε το 1966 στην ίδρυση της Θύρας 13. Η διοίκηση του ΠΑΟ τάχθηκε τελικά κι αυτή με το μέρος του Μπόμπεκ και ο Μαντζεβελάκης, όπως και όλοι οι παίκτες της επιρροής του, απομακρύνθηκαν ή τέθηκαν στο περιθώριο αναγκαστικά. Όλοι οι νέοι παίκτες που ήρθαν στον ΠΑΟ αποτέλεσαν επιλογές του Μπόμπεκ και ανθρώπων της εμπιστοσύνης του.
Το βασικό στήριγμα του Μπόμπεκ και της ανανέωσης υπήρξε ο Δομάζος, που δεν χώνευε τον Μαντζεβελάκη και είχε έλθει επανειλημμένα σε αντίθεση ή και ρήξη μαζί του για διάφορα θέματα.
Ο Δομάζος θεωρούσε ότι το στρατηγείο του ΠΑΟ ήταν το γήπεδο και αρχιστράτηγος ο ίδιος. Του ήταν αδιανόητο και αδύνατο να δεχτεί πως το στρατηγείο των επιτυχιών του ΠΑΟ ήταν το ξενοδοχείο του Μαντζεβελάκη στον Λυκαβηττό και ιθύνων νους των επιτυχιών ένας αόρατος παράγοντας, που κινείτο εκτός γηπέδων.
Μπορεί ο Μπόμπεκ να νίκησε, αλλά η νίκη του δεν ήταν αναίμακτη. Ο πόλεμος από τον Μαντζεβελάκη και η απώλεια δύο διαδοχικών πρωταθλημάτων από τον Ολυμπιακό του Μπούκοβι είχαν τραυματίσει βαριά την εικόνα του Γιουγκοσλάβου. Χάρις στο πάντα ζωογόνο και ελκυστικό πνεύμα της «ανανέωσης», εξακολουθούσε μεν να έχει την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους του κόσμου και της διοίκησης, αλλά δεν απολάμβανε πλέον της ίδιας καθολικής αποδοχής και αναγνώρισης όπως προηγουμένως. Η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του είχε μειωθεί, ενώ η κριτική και η αμφισβήτηση είχαν αυξηθεί. Ο ενθουσιασμός, η υπομονή και η πίστη του κόσμου στην ανανέωση δεν θα μπορούσαν να διαρκέσουν για πάντα. Έτσι ο Μπόμπεκ άρχισε να σκέφτεται ολοένα και περισσότερο την αποχώρησή του και προετοίμασε για διάδοχό του τον αγαπημένο του βοηθό, τον Λάκη Πετρόπουλο.
Όταν αργότερα, το 1967, ο Μπόμπεκ έφυγε από την Ελλάδα, κάποιοι από τους παίκτες που είχαν περιθωριοποιηθεί (όπως π.χ. ο Καμάρας) επανήλθαν, ενώ κάποιοι άλλοι (όπως ο Λουκανίδης) δεν επανήλθαν ποτέ και διατήρησαν για αρκετό διάστημα την ρετσινιά του κλικαδόρου ή πουλημένου.
Αργότερα, ο Μαντζεβελάκης επανήλθε στα διοικητικά του ΠΑΟ. Ποτέ του δεν είχε ξεχάσει τη στάση του Δομάζου. Με την πρώτη ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, λόγω της νέας νομοθεσίας, έφερε τον Δεληκάρη και έδιωξε τον Δομάζο από τον ΠΑΟ και τότε εκείνος πήγε στην ΑΕΚ. Όταν ο Μαντζεβελάκης λίγο αργότερα πέθανε, ο Δομάζος, η διαχρονική σημαία του τριφυλλιού, αρνήθηκε να πάει στην κηδεία του, σε αντίθεση με τον Δεληκάρη, ο οποίος, αν και νεοσσός στη πράσινη οικογένεια, ήταν ένας από αυτούς που κρατούσε το φέρετρο του, κλαίγοντας γοερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου