ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1975/76
Ο επί τρεις διαδοχικές χρονιές (1973, 1974, 1975) πρωταθλητής Ολυμπιακός δεν βρισκόταν πλέον στην μεγάλη ακμή του. Δεν ήταν πλέον η ίδια ομάδα με αυτήν των ανεπανάληπτων ρεκόρ, αυτή που, μέσα σε μια χρονιά, σε 34 αγώνες πρωταθλήματος, είχε βάλει 102 γκολ (πρώτη επίθεση στην Ευρώπη), ενώ την αμέσως προηγούμενη χρονιά, πάλι σε 34 αγώνες, είχε δεχτεί μόλις 13 γκολ στην άμυνα. Δεν ήταν η ίδια ομάδα με αυτήν που επί τρεις συναπτές περιόδους κάθε χρονιά έχανε ένα μόνο παιχνίδι, αυτό στην Τούμπα (από τον ισχυρότερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών). Δεν ήταν η ίδια ομάδα με αυτήν που έκανε το μεγαλύτερο αήττητο σερί (των 58 αγώνων) στην Ευρώπη (ρεκόρ το οποίο, μεταπολεμικά, τουλάχιστον σε άξια λόγου πρωταθλήματα της Ευρώπης, μόνο η τρομερή Στεάουα Βουκουρεστίου στη χρυσή της εποχή, έχει ξεπεράσει). Δεν ήταν πια η ίδια ομάδα με αυτήν που επί μια τετραετία και πλέον παρέμενε αήττητη στο γήπεδό της.
Ο βασικότερος λόγος που δεν ήμασταν πια στην ακμή μας ήταν η αποχώρηση του μεγάλου Προέδρου Γουλανδρή, που έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Η αποχώρηση Γουλανδρή σηματοδότησε το τέλος της εποχής των «παχέων αγελάδων». Οι οικονομικές δυσκολίες ήταν μεγάλες ,καθώς οι συμφωνημένες αμοιβές με τους παίκτες επί Γουλανδρή ήταν γενναιόδωρες, με αποτέλεσμα, μετά την αποχώρησή του, σπάνια οι παίκτες να πληρώνονται στην ώρα τους. Όπως σωστά λέγεται, χρειάζονται πολλά χρόνια για να χτίσεις, αλλά αρκούν μόνο λίγες στιγμές για να γκρεμίσεις. Επιπλέον, και στο έμψυχο υλικό είχαν μεσολαβήσει σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την αρχή της θητείας Γουλανδρή. Είχαν φύγει, για διάφορους λόγους, μεγάλοι παίχτες, με έντονη προσωπικότητα όπως οι Ρομαίν, Υβ, Περσίδης, και Γιούτσος, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν μεγαλώσει ηλικιακά. Επιπλέον, η διοίκηση του νέου προέδρου Θανόπουλου, που υπήρχε εκείνη την εποχή, ήταν πάρα πολύ λίγη. Όσον αφορά την τεχνική ηγεσία, ο Άγγλος Μπάκινχαμ (αυτός που ανακάλυψε τον Κρόιφ) απέδειξε ότι η επιτυχία του στον Εθνικό δεν ήταν ικανή να εγγυηθεί επιτυχία και στον Ολυμπιακό, ενώ και η εν συνεχεία αντικατάστασή του από τον Δαρίβα θεωρήθηκε λύση ανάγκης, μη αντάξια ενός Ολυμπιακού.
Παρ’ όλα αυτά ο Ολυμπιακός, πριν από την έναρξη της περιόδου, αποτελούσε πάλι το πρώτο φαβορί για το πρωτάθλημα, καθώς εξακολουθούσε να διαθέτει μια πλειάδα σπουδαίων παικτών. Οι προσδοκίες όμως τελικά διαψεύσθηκαν, αφού ο Ολυμπιακός ήρθε τρίτος εκείνη την περίοδο, κατά την οποία υπέστη και πολλές (5) και άσχημες ήττες.
Στο Κύπελλο Ελλάδος εκείνης της χρονιάς, ο Ολυμπιακός καλείτο λοιπόν να σώσει την παρτίδα της σεζόν. Η ομάδα κατόρθωσε να φτάσει στον τελικό, νικώντας 2-3 μέσα στη Ν. Φιλαδέλφεια την ΑΕΚ στον ένα νοκ-άουτ ημιτελικό. Στον τελικό, θα αντιμετώπιζε τον Ηρακλή, που στον άλλο ημιτελικό είχε νικήσει τον ΠΑΟ στη Θεσσαλονίκη 2-1. Στο σημείο αυτό, αξίζει, παρεμπιπτόντως, να αναφέρουμε κάτι το πρωτοφανές, που αποδεικνύει πόσο δύσκολα ο ΠΑΟ δέχεται την ήττα και πόσο προσπαθεί, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, να την ανατρέψει, ακόμη και όταν αυτή είναι γεγονός τετελεσμένο. Ο ΠΑΟ λοιπόν έκανε ένσταση κατά του κύρους του αγώνα με τον Ηρακλή, ζητώντας επανάληψη του ημιτελικού και δικαιώθηκε στην ελεγχόμενη από το πράσινο μπλοκ ΕΠΟ. Ο λόγος που η ένστασή του έγινε δεκτή ήταν πραγματικά αδιανόητος. Ο αγώνας θα έπρεπε να επαναληφθεί, επειδή δεν είχαν κρατηθεί από τον διαιτητή οι καθυστερήσεις που είχαν γίνει στην διάρκεια του ματς (!!). Τελικά όμως ο Ηρακλής προσέφυγε στο ΑΣΕΑΔ, όπου κέρδισε την υπόθεση (αφού ο διαιτητής και μόνο θεωρήθηκε απόλυτος χρονομέτρης) και ο ημιτελικός δεν επαναλήφθηκε. Ο τελικός λοιπόν οριστικοποιήθηκε: Ολυμπιακός-Ηρακλής στη Νέα Φιλαδέλφεια, την 9.6.1976.
Αντίξοοι παράγοντες που επηρέασαν (ή θα μπορούσαν να επηρεάσουν) αρνητικά τον Ολυμπιακό
1. Αγωνιστικές απουσίες-ελλείψεις: Στον τελικό δεν θα αγωνιζόταν ο Δεληκάρης. Αυτό ήταν γνωστό, αφού ο παίκτης είχε τιμωρηθεί τον προηγούμενο μήνα, μετά από μια σειρά πειθαρχικών παραπτωμάτων του, από αυτά που τόσο συχνά συνήθιζε. Επίσης δεν θα αγωνίζονταν λόγω τραυματισμών οι Λοσάντα και Αϊδινίου. Κι αυτό όμως ήταν γνωστό και αναμενόμενο. Εκείνο όμως που δεν ήταν γνωστό και αναμενόμενο ήταν η απουσία από την αρχική ενδεκάδα των Γκαϊτατζή και Συνετόπουλου. Το γεγονός μάλιστα αυτό προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις των «παραλειφθέντων» παικτών κατά του προπονητή μέσα στα αποδυτήρια πριν από τον αγώνα, κατά την ώρα ανακοίνωσης της ενδεκάδας. Υπήρξαν επιθέσεις, που μάλιστα δεν ήταν μόνο φραστικές. Άλλοι λένε ότι παίκτες και προπονητής λίγο έλλειψε να έρθουν στα χέρια, ενώ άλλοι ότι όντως ήρθαν στα χέρια. Οι ευθείες φραστικές επιθέσεις κατά του προπονητή συνεχίσθηκαν και μετά τη λήξη του αγώνα από τους ίδιους, αλλά και άλλους παίκτες. Πάντως, η απουσία βασικών παικτών από την ενδεκάδα δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί σοβαρός λόγος της αποτυχίας, αφού ο Ολυμπιακός ήταν σε θέση να παρουσιάσει μια πολύ δυνατή και αξιόμαχη ομάδα, που να κατακτήσει το Κύπελλο, έστω και αν ο Ηρακλής ήταν τότε ένας ισχυρός αντίπαλος στην οποίο, εκτός από τον Χατζηπαναγή, έπαιζε τότε, πιο νέος και φουλ φορμαρισμένος, ένας σπουδαίος μέσος, ο Κουσουλάκης, που διέπρεψε αργότερα στον Ολυμπιακό. Ο Ολυμπιακός, λοιπόν, παρά τις απουσίες του, διέθετε πολλούς μεγάλους παίκτες, που μπορούσαν να κερδίσουν τον τελικό: Κελεσίδη, Κυράστα, Αγγελή, Σιώκο, Γκλέζο, Βιέρα, Καραβίτη, Γαλάκο, Δαβουρλή, Σταυρόπουλο, Κρητικόπουλο.
2. Προπονητική ανεπάρκεια: Το δίδυμο των προπονητών ήταν ο Δαρίβας, ως πρώτος προπονητής, με βοηθό του τον Μπέμπη. Δεν θα έλεγε κανείς πως αποτελούσαν ένα ιδιαίτερα καταρτισμένο και ικανό προπονητικό δίδυμο. Βασικό τους σφάλμα: δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τον αντίπαλο, τον οποίο υποτίμησαν πλήρως. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε και στην πράξη, για τον Δαρίβα ο Χατζηπαναγής ήταν περίπου άγνωστος, το ίδιο και οι δυνατότητές του και ως εκ τούτου δεν υπήρξε κανένα πλάνο αντιμετώπισής του πριν από τον αγώνα. Χαρακτηριστική απόδειξη της απόδοσης ευθύνης για τον χαμένο τελικό στο προπονητικό δίδυμο ήταν το γεγονός ότι αμέσως μετά την ατυχή έκβαση του αγώνα, ο Θανόπουλος προσέλαβε για προπονητή του Ολυμπιακού τον Άγγλο Σάννον (δηλαδή τον προπονητή του Ηρακλή στον συγκεκριμένο τελικό!), τον οποίο τελικά μετά από λίγους μήνες πάλι ο ίδιος ο Θανόπουλος απέλυσε ως πλήρως αποτυχημένο.
Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε πως με τον Δαρίβα στον πάγκο είχαμε κατακτήσει το Κύπελλο Ελλάδας λίγα χρόνια νωρίτερα και μάλιστα με ισχυρότερο αντίπαλο (ΠΑΟΚ) ενώ με τον ίδιο προπονητή (τον Δαρίβα) στον πάγκο είχαμε τελειώσει πρωταθλητές τη προηγούμενη σεζόν (1975), μετά την αποχώρηση Πετρόπουλου, σε ένα πολύ δύσκολο πρωτάθλημα. Συνεπώς, γιατί να μη μπορούσαμε να πάρουμε με τον Δαρίβα και το Κύπελλο απέναντι στον Ηρακλή; Ο Σάββας Θεοδωρίδης, που τότε ήταν αντιπρόεδρος του ΔΣ, πίστευε ακράδαντα ότι με οποιοδήποτε προπονητή στον πάγκο, ο Ολυμπιακός, σε όποια κατάσταση και αν ήταν, θα κέρδιζε το Κύπελλο και είχε διαβεβαιώσει περί αυτού και τον Θανόπουλο. Αυτός άλλωστε ήταν και ένας από τους λόγους, που υπέβαλε την παραίτησή του μετά τη λήξη του αγώνα.
5. Ανύπαρκτη διοίκηση και γενικά μια ομάδα «μπορντέλο»: Και φτάσαμε στο επίμαχο θέμα, στο εσωτερικό πρόβλημα, το πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμο, αφού ως γνωστό τα «κάστρα πέφτουν από μέσα». Όλη την περίοδο, η ομάδα είχε μια απερίγραπτη διοίκηση, με εξαίρεση τον Σάββα (που έτρεχε και δεν έφτανε για όλα και όπως πάντα αμισθί). Στο σημείο αυτό, χάριν σύγκρισης και μόνο, θα αναφέρουμε ότι ο Λούβαρης για την ίδια θέση (του Αντιπροέδρου) επί Σωκράτη λάμβανε ετήσια αμοιβή 250.000 ευρώ εκείνη την εποχή. Από τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ του 1976, οι πιο καλοί ήταν οι «μπασκετικοί» Χατζηκώστας και Μέλιος. Ειδικά όμως εκείνη την εποχή του τελικού, ο Ολυμπιακός ήταν περίπου εν διαλύσει. Πρόεδρός του ήταν ο Θανόπουλος, ο άνθρωπος που την εποχή του Γουέμπλεϊ, όντας μέλος του ΔΣ του Ολυμπιακού, είχε φροντίσει να γυρίσει όλη την Αθήνα με το αυτοκίνητό του και συνεπιβάτες τα παιδιά του, πανηγυρίζοντας, κορνάροντας και ανεμίζοντας από τα παράθυρα σημαίες του ΠΑΟ, πιστός στα κελεύσματα της χούντας ότι επρόκειτο περί ενός συγκλονιστικού εθνικού έπους. Ο Θανόπουλος λοιπόν έκανε το εξής ασύλληπτο: συγκάλεσε έκτακτο ΔΣ (την 1.6.1976 )και προέβη σε μια πρωτοφανή για κάθε λογικό Προέδρο ενέργεια. Μόλις μια εβδομάδα πριν από τη διεξαγωγή του τελικού, απέλυσε τον προπονητή της ομάδας Δαρίβα, λόγω κάποιων δηλώσεων του τελευταίου σε απογευματινή πολιτική εφημερίδα. Μάλιστα, η απόλυση ήταν άμεση, χωρίς ο Δαρίβας να κληθεί προηγουμένως σε απολογία, την οποία θα μπορούσε να υποβάλει μόνον εκ των υστέρων. Μάλιστα, ο ίδιος ο Θανόπουλος έσπευσε να διευκρινίσει πως η όποια εκ των υστέρων απολογία του Δαρίβα θα θεωρείτο απλή τυπική υπόθεση, καθώς η απόφαση ήταν ήδη ειλημμένη. Η ομάδα έγινε ξανά άνω-κάτω. Μόνο που αυτή τη φορά, ήταν η χειρότερη και πιο απρόσμενη κρίση, αφού συνέβη πάνω στην κρισιμότερη συγκυρία.
Από το ως άνω ΔΣ, απουσίαζε λόγω ανειλημμένων σοβαρών υποχρεώσεων (αν θυμάμαι καλά, παντρευόταν εκείνη την μέρα) ο αντιπρόεδρος Σάββας Θεοδωρίδης. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ο Θεοδωρίδης αποδύθηκε σε ένα πραγματικό τιτάνιο αγώνα, για να ανατρέψει την εν λόγω απόφαση απόλυσης, μεταπείθοντας τον Θανόπουλο. Αρχικά δεν κατόρθωσε τίποτε, αφού ο Θανόπουλος επέμεινε πεισματικά και δεν δεχόταν συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό. Από τη διοίκηση μάλιστα δόθηκε εντολή στον Μπέμπη να προπονεί αυτός την ομάδα. Από το γεγονός αυτό και μόνο φαίνεται πόσο λίγο γνωρίζανε οι διοικητικοί την ίδια την ομάδα και την ιστορία του Ολυμπιακού. Ο Μπέμπης αρνήθηκε να υπακούσει και να προδώσει τον φίλο του και συνεργάτη του. Αντίθετα του συμπαραστάθηκε και δεν έκανε ούτε ο ίδιος προπόνηση. Οι συμπαίκτες της δεκαετίας του 1950, αυτοί που καθιερώσανε το προσωνύμιο «Θρύλος» στον Ολυμπιακό, δεν θα εγκατέλειπαν, ούτε θα πούλαγαν ποτέ ο ένας τον άλλο. Έτσι η προπόνηση της ομάδας για τον τελικό γινόταν κακήν-κακώς υπό τις οδηγίες και την επίβλεψη του προπονητή των μικρών Παύλου Βασιλείου (του «βαζελοκτόνου») που είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση πριν από πολύ λίγα χρόνια. Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση συνεχίσθηκε επί 4 ολόκληρες ημέρες ακόμη. Παρά το γεγονός ότι ο Δαρίβας ζήτησε συγγνώμη για τις δηλώσεις του (όπως τον συμβούλεψε ο Σάββας), ο Θανόπουλος παρέμενε ανένδοτος. Έτσι ο Ολυμπιακός δεν είχε τεχνική ηγεσία για να τον προετοιμάσει για τον τελικό. Το θέμα λύθηκε μόλις 2-3 μέρες πριν από τον τελικό όταν ο Θανόπουλος τελικά υποχώρησε μετά την φοβερή πίεση του Θεοδωρίδη και έτσι ο Δαρίβας κάθισε στον πάγκο. Σοβαρή διοίκηση, σοβαρή προετοιμασία…
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΕΝΤΑΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΤΑΣΗΣ (116΄-120΄)
Όπως φαίνεται από τα προαναφερόμενα ο Ολυμπιακός κατ’ ουσία ήταν φαβορί στον τελικό, μόνο λόγω ονόματος, και μόνο στα χαρτιά, αφού αντιμετώπιζε ένα σωρό προβλήματα, με μακράν χειρότερο από όλα το τεράστιο εσωτερικό πρόβλημα, την πλήρη έλλειψη σύμπνοιας. Οι παίκτες έπαιζαν άλλοι απλώς γιατί έπρεπε να παίξουν και άλλοι για τον εαυτό τους. Η κοινή προσπάθεια για ένα κοινό σκοπό είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Έτσι στην παράταση του τελικού, στο 113΄, ο Ηρακλής προηγήθηκε 4-2. Το σκορ έφερε φυσιολογικό εκνευρισμό, αφού γινόταν αντιληπτό ότι το ματς χανόταν πλέον οριστικά. Για τον λόγο αυτό, το επόμενο λεπτό (114΄) ο Δαβουρλής, διαμαρτυρόμενος για το 4ο γκολ του Ηρακλή και ασυνήθιστα εκνευρισμένος, στόλισε λεκτικά τον διαιτητή και πήρε την άγουσα για τα αποδυτήρια, εν μέσω μικροεπεισοδίων και αντεγκλήσεων. Έτσι, ο αγνώριστος και θολωμένος Ολυμπιακός έμεινε με 10 παίκτες, ηττώμενος με 4-2, πέντε λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα, σε ένα ματς στο οποίο σε κανένα σημείο του αγώνα δεν είχε κάνει αισθητή την πίεση, την υπεροχή του και τη θεωρητική ανωτερότητά του. Μάλιστα, η αποβολή του Δαβουρλή δεν άφησε μόνο την ομάδα με αριθμητικό μειονέκτημα, αλλά και της στέρησε τον μακράν καλύτερο και σπεσιαλίστα εκτελεστή της στα πέναλτι. Σε τι λοιπόν μπορούσε να ελπίζει ο Ολυμπιακός ιδίως όταν αν ληφθεί υπόψη ότι όλοι ή κάποιοι από τους προαναφερθέντες αντίξοους παράγοντες είχαν ήδη παίξει κι αυτοί τον ρόλο τους; Λογικά και βάσει της εικόνας του αγώνα μέχρι τότε, όλοι θα περίμεναν από τους παίκτες του Ολυμπιακού να απογοητευτούν πλήρως και να μην αντιδράσουν στο πεντάλεπτο που απέμενε και να περιμένουν παθητικά το σφύριγμα της λήξης, προκειμένου να τελειώσει το μαρτύριο της ομάδας.
Κι όμως, αντ’ αυτού, που όλοι ανέμεναν, όταν όλα φαινόντουσαν χαμένα, τότε --ακριβώς τότε-- όλοι είδαν τον Ολυμπιακό, που δεν είχαν δει σε όλο τον αγώνα. Αυτόν που αρνιόταν να χάσει. Δεν ήταν μόνο τα δύο γκολ που πέτυχε η ομάδα στο 116΄ και στο 118΄, που έφεραν το ματς στην ισοπαλία 4-4. Ήταν ότι δεν σταματήσαμε να προσπαθούμε ακόμη και μετά την ισοφάριση. Το ματς κρίθηκε τελικά στα πέναλτι, όπου ο τίτλος χάθηκε μετά από μια μονόπλευρη και επιλεκτική διαιτητική ευαισθησία. Ήταν πάνω από όλα μια συλλογική αντίδραση και άρνηση ήττας και συνθηκολόγησης, μια συλλογική έκρηξη-επίδειξη ύστατης μαχητικότητας και μια εκδήλωση –επιτέλους-- αξιοπρέπειας από μια ομάδα, που ούτε στον συγκεκριμένο τελικό αλλά ούτε και σε ολόκληρη τη σεζόν θύμιζε τον παλιό εαυτό της . Οι παίκτες άφησαν για λίγο πίσω τους αυτά που τους χώριζαν και κατά ένα μυστήριο τρόπο θυμήθηκαν ποιοι ήταν, ότι αποτελούσαν μέλη μιας πρώην ασυναγώνιστης κραταιής πρωταθλήτριας ομάδας και όχι τους τρόφιμους ενός μπορντέλου. Συνειδητοποίησαν ότι ήταν ανεπίτρεπτο να ξεφτιλίζονται αμαχητί και μοιρολατρικά.
Στο τελευταίο πεντάλεπτο της παράτασης, οι παίκτες πήγαιναν πλέον όλοι με δύναμη, ορμή και πάθος στις φάσεις και πάνω στην μπάλα, λες και το ματς είχε μόλις αρχίσει. Για τον λόγο αυτό άλλωστε οι αντίπαλοι, που πίστευαν ότι το ματς είχε ουσιαστικά τελειώσει, αιφνιδιάστηκαν και οπισθοχώρησαν μαζικά και άτακτα μπροστά στην απροσδόκητη αυτή μεταμόρφωση. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ζήτησαν φάουλ και στα δύο γκολ που έφαγαν στο τελευταίο πεντάλεπτο. Γιατί σε όλο τον αγώνα δεν είχαν δει ποτέ τους ερυθρόλευκους να πέφτουν στις φάσεις σαν καμικάζι. Δεν ήταν μόνο οι παίκτες του Ηρακλή που τα είχαν χάσει. Μαζί τους τα έχασε και έσκασε από το κακό της και η μισή (αντιολυμπιακή) Ελλάδα, που μέσα από την τηλεόραση, παρακολουθούσε με απόλυτη χαιρεκακία τη διαφαινόμενη ως βέβαια ταπεινωτική ήττα του Ολυμπιακού και περίμενε πώς και πώς την άμεσα επικείμενη τυπική ολοκλήρωση της. Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι επειδή έδρα του τελικού ήταν η Ν. Φιλαδέλφεια οι οπαδοί της ΑΕΚ θεώρησαν υποχρέωση τους να επισκεφτούν --και μάλιστα θεαματικά-- πριν από τον αγώνα, τους παίκτες του Ηρακλή στο ξενοδοχείο τους, για να τους ευχηθούν καλή επιτυχία, διαβεβαιώνοντάς τους ταυτόχρονα ότι θα ήταν και στο πλευρό τους.
Τελικά, το Κύπελλο το πήρε ο Ηρακλής και ίσως αυτό να ήταν το πιο δίκαιο, με βάση τη συνολική εικόνα του ματς. Ενώ όμως όλοι ή σχεδόν όλοι κράτησαν από τον αγώνα την απόδοση και τις ντρίμπλες του Χατζηπαναγή, εγώ κράτησα το πεντάλεπτο 116΄-120΄, αυτό που άργησε να έρθει πάρα πολύ και τελικά ήρθε την ώρα που φαινόταν ότι ποτέ δεν θα έρθει. Και ας μην πήραμε το Κύπελλο. Για μένα μαζί με την στενοχώρια υπήρχε και υπερηφάνεια.
Ο τελικός εκείνος έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένος στη μνήμη μου με αισθήματα γλυκόπικρα. Χάσαμε το κύπελλο, αλλά είχαμε καταφέρει να δώσουμε, έστω και πολύ καθυστερημένα, στις τελευταίες στιγμές, το στίγμα και το μήνυμά μας, κάνοντας αντιπάλους και εχθρούς να χάσουν το χρώμα τους. Για πολλά χρόνια αργότερα, όταν σε θερινές συναυλίες άκουγα το σύνθημα «δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη», το μυαλό μου αυτόματα και συνειρμικά ταξίδευε πάντα σε αυτόν το συγκεκριμένο τελικό. Με ένα μυστήριο και απόκρυφο τρόπο είχα συνδυάσει το εν λόγω σύνθημα με εκείνον τον αγώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου