Ο Αργύρης Καμπούρης ήταν, είναι και μάλλον θα μείνει αιωνίως στην ιστορία του μπάσκετ της χώρας ως ο πιο αγαπητός μπασκετμπολίστας του Ολυμπιακού σε όλους τους Έλληνες φιλάθλους, ανεξαρτήτως ομαδικής συμπάθειας. Αυτό οφείλεται βέβαια στις δύο βολές, που πέτυχε την 14.6.1987 και έδωσαν στην Ελλάδα το πρωτάθλημα Ευρώπης. Πολλοί λένε ότι στην κρίσιμη ευστοχία του τον βοήθησε η τύχη. Άλλοι λένε ότι τον βοήθησε η Παναγία, που είναι πάντα αρωγός των Ελλήνων όταν χρειαστεί. Και αυτά τα λένε προβάλλοντας το επιχείρημα πως ο Αργύρης δεν φημιζόταν για την ευστοχία του στις βολές. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, η οποία ίσως ήταν η πληρέστερη και πιο επιστημονική που έχει κάνει ποτέ εθνική ομάδα, ο Αργύρης σηκωνόταν νωρίτερα έκανε έντονο τζόκινγκ, ώστε να είναι πιο ευκίνητος, και μετά χτυπούσε υποχρεωτικά τουλάχιστον 100 βολές καθημερινά.
Ωστόσο ακόμη και χωρίς αυτές τις βολές, και πάλι θα ήταν καθολικά συμπαθής, λόγω χαρακτήρα, αφού ουδέποτε προκάλεσε ή ενόχλησε κανένα. Για όλους τους Έλληνες αποτελεί τον «τίμιο γίγαντα», όπως χαρακτηριστικά τον βάφτισε ο Φίλιππος Συρίγος. Η συμβολή του στην επιτυχία του 1987 ήταν τόσο μεγάλη και καθοριστική, που τον καθιέρωσε στη μνήμη και τη συνείδηση των φιλάθλων περισσότερο ως παίκτη της Εθνικής, παρά του Ολυμπιακού, αν και είχε μια μακρόχρονη καριέρα στην ομάδα μας. Στην πρωτεύουσα, στον Δήμο Αθηναίων υπάρχουν μόνο δύο γιγαντιαία γκράφιτι, αφιερωμένα σε παίκτες του έπους του 1987, το ένα στον Γκάλη και το άλλο στον Καμπούρη. Του Γκάλη την εικόνα την έχουν ήδη περιποιηθεί ασεβείς βάνδαλοι. Του Καμπούρη μένει αλώβητη και εκτιμάται ότι έτσι θα παραμείνει, αφού δεν είχε ποτέ αντιπάθειες, αν και αγωνιζόταν στον μισητό σε πολλούς Ολυμπιακό.
Στην εθνική, άλλωστε, βίωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες και χαρές στη καριέρα του μέσα στη δεκαετία του 1980. Κατά τη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας, με τον Ολυμπιακό γνώρισε μόνο απογοητεύσεις και αποτυχίες. Ωστόσο για τον Ολυμπιακό του μπάσκετ ο Καμπούρης αποτελούσε εκτός από σημείο αναφοράς και μια όαση που έδινε τιμή και παρηγοριά, αφού μπόλιαζε με μια κάποια υπόσταση στον ανυπόληπτο μπασκετικό Ολυμπιακό εκείνης της πολύ δύσκολης εποχής. Χάρις στον Καμπούρη είχαμε και εμείς έναν άξιο εκπρόσωπο στην πολύ ισχυρή εκείνη εθνική ομάδα και δείχναμε ότι υπάρχουμε μπασκετικά.
Ο Καμπούρης γεννήθηκε το 1962 στην Αστυπάλαια, αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά, όπου μετακόμισε η οικογένειά του. Μπορεί να μην έζησε πολύ στο νησί, αλλά έδωσε και σε αυτό πολλά. Θεωρήθηκε ότι συνέβαλε πολύ στην άνοδο του εσωτερικού τουρισμού. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ο εσωτερικός τουρισμός του νησιού πολλαπλασιάστηκε, με μια απότομη γεωμετρική αύξηση, από το 1987 και μετά. Ως βασικός λόγος θεωρήθηκε, ιδίως από τους ντόπιους, η αποκάλυψη ότι ο εθνικός ήρωας Καμπούρης ήταν από την Αστυπάλαια. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα πάρα πολλοί συμπατριώτες μας να θελήσουν να μάθουν για το νησί, που ήταν πατρίδα του Καμπούρη, για το οποίο μέχρι τότε τίποτε δεν γνώριζαν. Και όχι απλώς και μόνο θέλησαν να μάθουν, αλλά θέλησαν και να το επισκεφτούν για καλοκαιρινές διακοπές. Ο Αργύρης λοιπόν πρόσφερε και στην Αστυπαλιά, όπως αποκαλούν οι ίδιοι οι κάτοικοι το νησί τους.
Η πατέρας του ήταν οικοδόμος και έπρεπε να δουλεύει σκληρά για να ζήσει τη μεγάλη (οκταμελή, με
επτά παιδιά) οικογένειά του. Από αυτόν έμαθε ο Αργύρης τα μυστικά του επαγγέλματος. Και ο ίδιος δούλεψε οικοδομή από μικρός, για να βοηθήσει βιοποριστικά την οικογένεια. Παράλληλα, όμως, κυρίως λόγω ύψους, άρχισε από 8 χρονών να παίζει μπάσκετ. Γράφτηκε στο παιδικό τμήμα του Ολυμπιακού το 1978, με πρώτο του προπονητή έναν υπηρέτη του συλλόγου, τον παλαίμαχο παίκτη και μετέπειτα κόουτς Θύμιο Φιλίππου. Άρχισε να κάνει κάποιες προπονήσεις με την πρώτη ομάδα την περίοδο 1979/80, αλλά αποφασίσθηκε να δοθεί δανεικός στη Γλυφάδα, στο πλαίσιο της μεταγραφής του Παραγιού.
Την περίοδο 1981/82, επέστρεψε και άρχισε να χρησιμοποιείται στην πρώτη ομάδα. Από τους προπονητές του Ολυμπιακού της δεκαετίας του 1980, εκείνος στον οποίο είχε τη μεγαλύτερη εκτίμηση ήταν ο «φιλόσοφος» Κώστας Αναστασάτος, που πίστεψε πολύ στον Αργύρη και προσπάθησε και να τον αξιοποιήσει όσο το δυνατό περισσότερο.
Στο μεταξύ ο Καμπούρης είχε δουλέψει για να βελτιώσει την τεχνική του ως πεντάρι, καθώς δεν ήταν κάποιο φυσικό ταλέντο. Μεγάλο του ατού το ύψος του (2.07) που δεν συνοδευόταν, όμως, από μεγάλο άλμα, οι καλές τοποθετήσεις του (χάρις σε μια τέτοια τοποθέτηση πήρε και το κρίσιμο επιθετικό ριμπάουντ στον τελικό του 1987, που κατέληξε στις περίφημες δύο βολές) και τα πολύ μακριά χέρια του.
Σύντομα έγινε η κολώνα του Ολυμπιακού σε μια εποχή όμως, που ήταν από τις χειρότερες περιόδους στην ιστορία της ομάδας. Ο Καμπούρης μάταια προσπαθούσε επί μια δεκαετία περίπου να γευθεί ένα τίτλο. Στον Ολυμπιακό τα έκανε περίπου όλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αγώνας του Ολυμπιακού με τον ΠΑΟ την 31/1/1987 στο γήπεδο του Σπόρτινγκ όταν πέτυχε 40 πόντους (15/23 δίποντα και 10/10 βολές) και κατέβασε 19 ριμπάουντ.
Το καλοκαίρι του 1990 όταν ο Ολυμπιακός είχε τερματίσει για ακόμη μια φορά στην 7η θέση, η υπομονή του είχε αρχίσει να εξαντλείται. Για πρώτη φορά, μετά από 12 συνολικά χρόνια στην ομάδα, έχοντας φτάσει σε μια κρίσιμη ηλικία για μπάσκετ και μη βλέποντας πουθενά κάποιο φως, εκδήλωσε την επιθυμία να φύγει και να πάει στον ΠΑΟΚ, ο οποίος τότε είχε κόουτς τον Πολίτη, που τον εκτιμούσε και ενδιαφερόταν πολύ να τον αποκτήσει. Την ίδια εποχή υπήρχε καλύτερη πρόταση από την ΑΕΚ, η οποία εκτός από ένα σεβαστό ποσό (20.000.000 δραχμές) έδινε στον Ολυμπιακό ως ανταλλάγματα τους Αριδά και Αλέξη Γιαννόπουλο. Ωστόσο ο Αργύρης προτιμούσε τον ΠΑΟΚ, λόγω της παρουσίας του Πολίτη. Τελικά δεν έγινε τίποτε, καθώς ο Καμπούρης δεν διέθετε το κατάλληλο εκβιαστικό ή πιεστικό στιλ, που χρειάζεται και βοηθάει σε αυτές τις περιπτώσεις. Τον επόμενο χρόνο η κατάσταση ήταν ίδια και χειρότερη. Ο Ολυμπιακός τερμάτισε 8ος. Ο Καμπούρης ήταν έτοιμος να θέσει και πάλι θέμα μεταγραφής του.
Και τότε (1991) ήρθε ο Ιωαννίδης. Για ένα άνθρωπο σαν κι αυτόν, που ανάστησε ολόκληρο τον Ολυμπιακό δεν ήταν τίποτε να αναστήσει και τον Καμπούρη και να δώσει νόημα στην καριέρα του. Ο ερχομός του Ιωαννίδη έδωσε επιτέλους στον Ολυμπιακό αισιοδοξία και φιλοδοξίες. Το γεγονός αυτό έδωσε με τη σειρά του στον Καμπούρη κίνητρο, που μεγάλωσε όταν κατάλαβε ότι ο κόουτς του έδειχνε εμπιστοσύνη, παρά το ότι για όλους θεωρείτο πως βάδιζε προς τη δύση της καριέρας του. Άλλωστε ο ξανθός τρελαινόταν για παίκτες όπως ο Καμπούρης, δηλαδή φιλότιμους και χρήσιμους, που θα έπαιζαν τους ρόλους για τους οποίους τους προόριζε, που θα εκτελούσαν υπάκουα και αδιαμαρτύρητα εντολές και θα θυσιάζονταν εν ανάγκη πρόθυμα για την ομάδα, χωρίς ποτέ να επιζητούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Με τον Ιωαννίδη στον πάγκο, όλοι ήξεραν (μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο Αργύρης) ότι ο κάθε παίκτης έπαιζε με την αξία του και όχι χαριστικά, γιατί ο Ιωαννίδης ουδέποτε θα κρατούσε κάποιον στην ομάδα, που δεν θα μπορούσε να προσφέρει αυτά που ήθελε και ζητούσε, μόνο και μόνο επειδή είχε σπουδαίο παρελθόν και μεγάλο όνομα. Δεν έκανε τέτοιες συναισθηματικές παραχωρήσεις ή συμβιβασμούς ο ξανθός.
Έτσι χάρις στον Ιωαννίδη ο Καμπούρης πήρε επιτέλους στη δεκαετία του 1990 τους τίτλους που του άξιζαν: τρία πρωταθλήματα (1993,1994,1995) και ένα Κύπελλο (1994) ενώ πήγε σε δύο τελικούς Ευρωλίγκας.
Την επόμενη περίοδο (1995/96), ο ξανθός θεώρησε ότι είχε έρθει πλέον η ώρα του αποχαιρετισμού. Έτσι ο Αργύρης βρέθηκε στο Περιστέρι, όπου αγωνίστηκε για ένα χρόνο και μετά αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Η αποχώρηση του Αργύρη ήταν απόλυτα συναινετική και ομαλή, χωρίς πικρίες και παράπονα, αν και ο ίδιος ο Αργύρης ήθελε να μείνει και να αποσυρθεί από την ενεργό δράση ως παίκτης του Ολυμπιακού. Όταν κατά τον χρόνο αποχώρησης του από την ομάδα ρωτήθηκε από ένα δημοσιογράφο της πλάκας αν χαίρεται που φεύγει όμορφα από τον Ολυμπιακό όπως π.χ. και ο Τσαλουχίδης, ο Αργύρης απάντησε κοφτά, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους: «Δεν συγκρίνω τον εαυτό μου με τον Τσαλουχίδη. Εγώ πέρασα μια ολόκληρη ζωή στον Ολυμπιακό, όπου ήρθα από μικρό παιδί». Παρεμπιπτόντως και πέραν των άλλων εντύπωση προκαλεί ότι ο δημοσιογράφος, που τον ρώτησε, δεν ήξερε καν ότι ο Τσαλουχίδης δεν έφυγε απόλυτα «όμορφα», όπως εσφαλμένα νόμιζε.
Ο Αργύρης λοιπόν δεν μπόρεσε να βρεθεί στη Ρώμη με την ομάδα του Ίβκοβιτς, που πήρε το πρώτο πρωτάθλημα Ευρώπης το 1997. Παρ' όλα αυτά η διοίκηση φρόντισε να τον χρίσει ανεπίσημα επίτιμο μέλος της ομάδας και να του αναγνωρίσει το δικαίωμα να συμμετάσχει σε κάποιες εκδηλώσεις που ακολούθησαν και να πανηγυρίσει σαν να ήταν πραγματικό μέλος της ομάδας. Είχε προηγηθεί μια επιστολή υπογεγραμμένη από εκατοντάδες οπαδούς του Ολυμπιακού, που ζητούσαν ακριβώς αυτό, αλλά το γεγονός αυτό δεν έπαιξε βασικό ρόλο, αφού έτσι κι αλλιώς υπήρχε ειλημμένη σχετική διοικητική απόφαση.
Στη συνέχεια, ο Καμπούρης ασχολήθηκε με την προπονητική σε μικρές ομάδες (Άγιοι Ανάργυροι, Αιγάλεω, Ελευσίνα, Νίκη Αμαρουσίου) αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την πορεία αυτή, αφενός μεν επειδή δεν του ταίριαζε πολύ (μέχρι να αρχίσει να μιλά μπορεί να τελείωνε το τάιμ-άουτ) αφετέρου δε επειδή ήθελε να επιστρέψει ξανά στο οικείο περιβάλλον του Ολυμπιακού. Προσπάθησαν βέβαια αρχικά κάποια στιγμή να τον βολέψουν σε ένα πόστο στο ΣΕΦ, αλλά ο Καμπούρης δεν έκανε για αυτά τα πράγματα. Έτσι επέστρεψε ως σύμβουλος των τμημάτων υποδομής του Ολυμπιακού, καθώς πάντα του άρεσε να ασχολείται με τα παιδιά και τους εφήβους. Το 2015 βρέθηκε στο πλευρό του Ν. Κεραμέα (αυτού που είχε οικοδομήσει το θαύμα των «Σχολών Μαντουλίδη») συμμετέχοντας στο έργο καλλιέργειας των ακαδημιών της ομάδας. Εδώ και 3-4 χρόνια εκλέχτηκε πρόεδρος του Συνδέσμου παλαίμαχων μπασκετμπολιστών του Ολυμπιακού, ο οποίος κάτω από την ηγεσία του, δραστηριοποιείται διαρκώς όλο και περισσότερο και έχει γίνει γνωστός στο πανελλήνιο. Ο Καμπούρης λοιπόν είναι ταυτισμένος μια ζωή με τον Ολυμπιακό. Διετέλεσε από παιδί παίκτης και έγινε αρχηγός του, έπειτα μέλος του τεχνικού team των ακαδημιών του και στη συνέχεια πρόεδρος των παλαίμαχων παικτών μπάσκετ της ομάδας. Σήμερα ο γιός του Νίκος, που έχει σπουδάσει στην ΣΕΦΑΑ (πιο γνωστή ως ΤΕΦΑΑ) παίζει στην αναπτυξιακή ομάδα του Ολυμπιακού στην Α2, αφού προηγουμένως είχε διανύσει μια θητεία πέντε χρόνων στον Αμύντα. Βέβαια ο γιος δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον πατέρα του.
Το αξιοσημείωτο με τον Αργύρη είναι ότι μολονότι ο ίδιος αισθανόταν βέρος Ολυμπιακός παιδιόθεν, παρ' όλα αυτά η εικόνα του δεν έβγαζε κάποια από τα συνηθισμένα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά παίκτη του Ολυμπιακού, έτσι όπως τα ξέρουμε. Δεν ήταν εξωστρεφής, δεν έπαιζε με ιερό φανατισμό, δεν πούλαγε τσαμπουκά ή οπαδιλίκι, δεν ξεσήκωνε τις εξέδρες, δεν είχε φλογερό ταμπεραμέντο, δεν παθιαζόταν έκδηλα μέσα στο γήπεδο, δεν εκνευριζόταν, δεν αντιδρούσε έντονα, δεν τσακωνόταν, δεν θύμωνε, δεν πανηγύριζε έξαλλα, δεν έχανε την ψυχραιμία του. Ήταν γεμάτος με όλα τα «δεν», που δεν γουστάρουν οι φανατικοί οπαδοί. Ο ίδιος όταν αναφέρθηκε στις βολές του τελικού με τη Σοβιετική Ένωση στο ΣΕΦ είπε χαρακτηριστικά: «αναίσθητος πήγα, αναίσθητος τις σούταρα, αναίσθητος τις έβαλα».
Οι μόνες στιγμές που επενέβαινε δυναμικά ήταν για να χωρίσει συμπλεκομένους και να αποτρέψει επεισόδια. Και όχι μόνο ως παίκτης, αλλά και αργότερα. Το 2006 σε αγώνα Ολυμπιακού-ΠΑΟ στο ΣΕΦ κατόρθωσε να γλιτώσει ένα σωρό δημοσιογράφους από το άγριο ξύλο, που τους περίμενε μετά από ντου πλήθους οπαδών του Ολυμπιακού. Δεν μπόρεσε βέβαια να τους σώσει όλους. Ο Βετάκης τραυματίστηκε σοβαρότερα και νοσηλεύθηκε, ενώ κάποιες φάπες έφαγαν οι Σκουντής και Κογκαλίδης. Αν δεν έμπαινε όμως στη μέση ο Αργύρης τα πράγματα θα εξελισσόντουσαν πολύ χειρότερα. Το γεγονός αυτό αναγνώρισε και ο ΠΣΑΤ, που σε ανακοίνωση του ευχαρίστησε δημόσια τον Καμπούρη. Ωστόσο μέσα στον Καμπούρη περίσσευαν κάποια άλλα «ολυμπιακά» χαρακτηριστικά όπως: φιλότιμο, θέληση και αγωνιστικότητα στο 100%.
Ομολογουμένως ήταν και είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος, με ένα χαρακτήρα, που σπανιότατα συναντά κανείς σε αθλητή και ιδίως υψηλού επιπέδου. Σε ένα κόσμο που ανέκαθεν σφύζει από ανταγωνισμό, ένταση, πάθος, νεύρα και αδρεναλίνη ο Αργύρης κατάφερε να κάνει το όνομα του συνώνυμο της λέξης «ήθος». Ποτέ δεν έχει ξεστομίσει κακή κουβέντα για κανένα. Για τους μόνους, που δεν έχει καλά αισθήματα, χωρίς ωστόσο να τα εκφράζει συχνά και δημόσια, είναι οι μάνατζερ, για τους οποίους πιστεύει ότι κάνουν τα μυαλά ανήλικων να παίρνουν αέρα από πολύ νωρίς και δεν τα αφήνουν τα παιδιά να χαρούν το άθλημα, επηρεάζοντας πρόωρα την καριέρα τους.
Αν και έγινε πασίγνωστος και διάσημος, δεν έγινε ποτέ σταρ. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει, αφού δεν ήταν φτιαγμένος από το κατάλληλο υλικό, που απαιτείται. Η προσωπικότητα, η νοοτροπία και η ψυχοσύνθεση του ήταν στον αντίποδα ενός σταρ. Ήταν και είναι εξαιρετικά σεμνός και απλός, για να καλλιεργεί ή να συντηρεί την εικόνα του στο προσκήνιο και στα φώτα της δημοσιότητας. Επί πλέον ποτέ του δεν υπήρξε αυτό που λέμε επικοινωνιακό άτομο. Με το ζόρι, με το στανιό θα λέγαμε, μπορούσε κάποιος να αποσπάσει από το στόμα του δύο λέξεις κι αυτές πάντα με το σταγονόμετρο.
Για αυτό τον λόγο αξίζει να θυμηθούμε δύο ατάκες του, και οι δύο από την εποχή του Πανευρωπαικού του 1987. Η μία ήταν μετά την νίκη τον προημιτελικό αγώνα Ελλάδας-Ιταλίας όταν βγήκαν έξω με τον συμπαίκτη του Λινάρδο και τους σταμάτησε στην παραλιακή η τροχαία, γιατί πέρασαν με κόκκινο. Όταν όμως είδαν με ποιους έχουν να κάνουν όχι μόνο δεν τους έγραψαν, αλλά τους συνεχάρησαν και τους ευχήθηκαν να συνεχίσουν τις επιτυχίες. Ωστόσο ο Καμπούρης, αντί να φύγει, συνέχιζε να προσπαθεί ευγενικά να πείσει τους τροχαίους: «Δεν σας λέω ψέματα. Δεν ήταν κόκκινο. Πορτοκαλί ήταν. Βαθύ πορτοκαλί» (!) Και για να επιμένει ο Καμπούρης, μπορεί να ήταν κι έτσι. Η άλλη ατάκα ήταν μετά τον τελικό σε ερώτηση δημοσιογράφου για το πώς ένιωσε όταν έφαγε την αγκωνιά στο κεφάλι από το τέρας των 2.20 Σοβιετικό Τκατσένκο. Τότε ο Αργύρης είχε πει τη μνημειώδη ατάκα: «Εκείνη την στιγμή είδα τον Χριστό φαντάρο»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου