Πέρσι το καλοκαίρι, εξαιτίας της αγωνιστικής απραξίας, είχα ξεκινήσει μερικά αφιερώματα σε παλιούς μπασκετμπολίστες της ομάδας. Κάπως έτσι είχα υπολογίσει πως θα περάσουμε και τη φετινή χρονιά, αλλά δυστυχώς λόγω της γνωστής κατάστασης τίποτα δεν πήγε όπως είχαμε υπολογίσει. Οπότε αυτά τα αφιερώματα αρχίζουν λίγο νωρίτερα. Καλά να είμαστε, λογικά θα ακολουθήσουν κι άλλα μέχρι να δούμε ξανά τον Θρύλο στο παρκέ.
Στις 23 Ιουλίου του 2003, ο 30χρονος Μπόρις Γκόρενς (ύψους 1.95) ανακοινώθηκε από τον Ολυμπιακό μαζί με τους Παναγιώτη Λιαδέλη, Γκόραν Γιούρακ, Γιάννη Καλαμπόκη και Γιόσκο Καφετζή. Ο διεθνής γκαρντ υπέγραψε μονοετές συμβόλαιο με αποδοχές 280.000 ευρώ, αρνούμενος τότε τη σχεδόν διπλάσια προσφορά του Μακεδονικού. Στις πρώτες του δηλώσεις ως παίκτης του Ολυμπιακού, ο Σλοβένος είχε πει τα εξής: «Προτίμησα την πιο διάσημη ομάδα και ήρθα και για τον Σούμποτιτς, τον οποίο εκτιμώ απεριόριστα». Η πρώτη του εμπειρία από την Ελλάδα σίγουρα θα του έχει μείνει αξέχαστη, όταν για τα προημιτελικά του Κυπέλλου, ο Ολυμπιακός αντιμετώπιζε σε μόνο παιχνίδι την ΑΕΚ στα Άνω Λιόσια, ένα επεισοδιακό παιχνίδι που είχε οπαδούς και των 2 ομάδων, με αυτούς της ένωσης να ρίχνουν αντικείμενα στον ερυθρόλευκο πάγκο, με αποτέλεσμα ένα κομμάτι γυαλί να τραυματίσει τον Γκόρενς στο κεφάλι και να τον στείλει στο νοσοκομείο για να του γίνουν ράμματα. Τους περιποιήθηκε όμως για πάρτη του ο Χαρίσης με ένα ονειρικό buzzer beater.
Το επόμενο παιχνίδι εναντίον του Απόλλωνα Πατρών για την 1η αγωνιστική του πρωταθλήματος έγινε σε έναν γεμάτο Κορυδαλλό. Ο Γκόρενς ήταν ασταμάτητος με 15 πόντους, οδηγώντας μας στη νίκη ως πρώτος σκόρερ της ομάδας. Όσες προσδοκίες δημιουργήθηκαν με εκείνη την εμφάνιση, γκρεμίστηκαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η ομάδα δεν μπορούσε να πάρει έστω μια νίκη στην Ευρώπη και στην Ελλάδα η μία απρόσμενη γκέλα διαδεχόταν την άλλη. Τότε άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους τα προβλήματα του τραγικού σχεδιασμού που είχε πραγματοποιήσει ο Σούμποτιτς. Στο 2 είχαν μαζευτεί αρκετοί παρόμοιοι παίκτες, ήταν αδύνατο να συνυπάρξουν όλοι μαζί στο παρκέ και από τη στιγμή που δεν είχε βρεθεί η απαιτούμενη χημεία, άρχισε η γκρίνια. Ο Γκόρενς ως «παιδί» του Πίξι έπαιζε περισσότερο από Διαμαντόπουλο και Λιαδέλη χωρίς να το αξίζει με βάση την απόδοσή του.
Η εικόνα των Πειραιωτών δεν βελτιώθηκε στο ελάχιστο, ο Σούμποτιτς αποχώρησε και ο Γκορενς όπως είναι λογικό άρχισε να νιώθει μια ανασφάλεια για τη θέση του στην ομάδα. Οι εμφανίσεις του ήταν αρκετά μέτριες, δεν βοηθούσε καθόλου στο σκοράρισμα και τον Δεκέμβριο που ήρθε ο Σάκοτα, ήταν ο πρώτος υποψήφιος για αποχώρηση μαζί με τον Μπάγκαριτς. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει από το νικηφόρο παιχνίδι κόντρα στη Βιλερμπάν στις 12 Δεκεμβρίου. Αξίζει να σημειωθεί πως ήταν η πρώτη στην Ευρωλίγκα μετά από 5 σερί ήττες. Σε εκείνο το ματς ανέλαβε να περιορίσει επιθετικά τον Μπραζεκ. Τα πήγε εξαιρετικά και σιγά σιγά άρχισε να βρίσκει ρόλο στην ομάδα. Οι καλές εμφανίσεις συνεχίστηκαν, απέκτησε αυτοπεποίθηση και μας άφησε μερικές στιγμές ως αμυντικός που τις θυμόμαστε. όπως κόντρα στον Ματσιγιάουσκας ή στον Πιτ Μάικλ στον δύσκολο αλλά νικηφόρο ημιτελικό κυπέλλου με το Περιστέρι.
Ακολούθησε ο χαμένος τελικός της Λαμίας εναντίον του Άρη που ουσιαστικά στιγμάτισε τους ερυθρόλευκους. Στα πλέι-οφ του πρωταθλήματος, πλέον με κόουτς Τόμιτς, ο Γκόρενς ήταν από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας όπως στο ματς κόντρα στο Μαρούσι ή στο δεύτερο χαμένο παιχνίδι της σειράς απέναντι στον ΠΑΟ που ήταν και το τελευταίο μιας επεισοδιακής σεζόν. Το συμβόλαιο του Σλοβένου δεν ανανεώθηκε και οι δηλώσεις του πιθανότατα χαρακτηρίζουν με τον καλύτερο τρόπο τι είχε συμβεί εκείνη τη χρονιά: «Ούτε ο Πατ Ράιλι ή ο Φιλ Τζάκσον δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα στον φετινό Ολυμπιακό και είναι λογικό, αφού και εμένα αν μου δώσεις μία Μερσεντές και του Σουμάχερ ένα Φίατ, θα τον νικήσω. Αν μου έλεγε κάποιος να ξαναπαίξω με τις ίδιες συνθήκες, νομίζω ότι δεν θα το έκανα ούτε για ένα εκατομμύριο δολάρια».
Ο Σλοβένος αποχώρησε για την Ούντινε, αλλά δεν άντεξε για πολύ καιρό μακριά μας, αφού λίγους μήνες αργότερα και μετά από έναν διαπληκτισμό με τον προπονητή της ιταλικής ομάδας, έμεινε ελεύθερος, επιστρέφοντας στον Πειραιά για να πάρει τη θέση του Τζεφ Νόρντγκααρντ. Ο Καζλάουσκας έκανε μια προσπάθεια να σώσει ό,τι σωνόταν στον χειρότερο Ολυμπιακό που είδαν ποτέ τα μάτια μας και η αλήθεια είναι από το Γενάρη και μετά συμμαζεύτηκε κάπως η κατάσταση με τις προσθήκες Γκόρενς, Μέισον και Γκούλιας. Οι ερυθρόλευκοι έκαναν κάποιες νίκες γοήτρου στην Ευρώπη, κατάφεραν έστω και δύσκολα να μπουν στα πλέι οφ του πρωταθλήματος, για να γνωρίσουν μια ακόμη σφαγή από τον αιώνιο αντίπαλο και μέσα σ’ όλα αυτά ο πρωταγωνιστής του αφιερώματος έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
Ήρθε ως σκόρερ σε ένα καλοκαίρι που οι μισές και βάλε μεταγραφές έφτασαν μ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και ακόμα ο σχεδιασμός του Σούμποτιτς μοιάζει αδιανόητος. Εκείνο το καλοκαίρι, όλοι είχαμε πειστεί πως η ομάδα θα σκοράρει ασταμάτητα, αλλά τελικά ματώναμε για να βάλουμε καλάθι. Η μεταγραφή του Γκόρενς πέρασε στα ψιλά, παρότι ερχόταν με καλό βιογραφικό, είχε την τύχη να παίξει με έναν προπονητή που τον γνώριζε, αλλά δεν του είχε ρόλο στο ρόστερ. Ο κόσμος αλλά περίμενε κι άλλα είδε από εκείνον, που ζοριζόταν αρκετά στην επίθεση. Δεν το έβαλε όμως κάτω, ούτε τα παράτησε, έπαιξε αρκετά στο 3, μια θέση που δεν τον βόλευε, όμως φάνηκε αρκετά χρήσιμος με τον Σάκοτα. Εξελίχθηκε σε αμυντική μηχανή και παίκτη ειδικών αποστολών, καταφέρνοντας να εξουδετερώσει σημαντικούς σκόρερ. Όλα τα παραπάνω τα έκανε για πρώτη φορά στα 29 του, αλλά δεν γκρίνιαξε και δέχτηκε αδιαμαρτύρητα να αλλάξει το παιχνίδι του. Το ίδιο έγινε και στη 2η θητεία του, με ένα νεύμα του Καζλάουσκας επέστρεψε αμέσως και έδωσε το παρών σε μια δύσκολη σεζόν. Κούμπωσε με τους Πέρι και Μέισον που είχαν αναλάβει το σκοράρισμα και εκείνος πρόσφερε στους υπόλοιπους τομείς του παιχνιδιού.
Ήταν μέλος των 2 χειρότερων ομάδων της σύγχρονης εποχής, δεν κατέκτησε κάποιο τίτλο, δεν βοήθησε σε κάποια πορεία στην Ευρώπη, αλλά όπως έχω γράψει και στο κείμενο για τον Γιαννουζάκο, δεν παίζουν μόνο αυτά ρόλο. Έδωσε τις μάχες του και προσπάθησε ώστε να μην γραφτούν μαύρες σελίδες στην ιστορία της ομάδας που αυτό είναι εξίσου σημαντικό με έναν τίτλο. Θα έχει πάντως να λέει πως ήταν παρών σε 2 ιστορικές σφαγές με τον Παναθηναϊκό: την πρώτη στα Πατήσια, όπου έγιναν αδιανόητα πράγματα για να μην κερδίσουμε, και την επόμενη σεζόν, όταν κάναμε ένα αλησμόνητο comeback από το -17, αλλά στα τελευταία 2 λεπτά είδαμε πάλι όργια από τους γνωστούς γκρι για να προστατεύσουν την αγαπημένη τους ομάδα. Γενικά στην καριέρα του μπορεί να χαρακτηριστεί ασταθής ή ασανσέρ, υπήρχαν ματς που σκόραρε όπως ήθελε και άλλα που δεν του έβγαινε τίποτα. Ήταν ένα γκαρντ που αρεσκόταν να διεισδύει στο αντίπαλο καλάθι κι ένα μεγάλο πρόβλημα στην καριέρα του ήταν το μέτριο έως κακό σουτ που είχε από απόσταση. Παρά το ύψος του, μπορούσε να σταθεί υπό προϋποθέσεις στο 3 λόγω της δύναμής του, και της ικανότητάς του στο ριμπάουντ. Δυστυχώς, δεν μπορούσες να βασιστείς πάνω του στα κρίσιμα, όμως σε ένα ρόστερ που θα ερχόταν από τον πάγκο για να δώσει έξτρα βοήθεια με το πάθος του, θα ήταν ταμάμ.
Ο Σλοβένος ξεκίνησε την καριέρα του το 1990 από τη μεγαλύτερη ομάδα της χώρας, την Ολύμπια Λιουμπλιάνας (1990-96). Μαζί της πανηγύρισε 5 συνεχόμενα νταμπλ κι ένα κύπελλο Σαπόρτα το 1994 εναντίον της Ταού, με τον Γκόρενς να σημειώνει 10 πόντους στον τελικό. Στη συνέχεια, άρχισε να γυρίζει την Ευρώπη με πρώτη στάση του την Γαλλία όπου αγωνίστηκε με τις Στρασμπούρ (1996/97) και Ορτέζ από τον Οκτώβριο του ’97 μέχρι τον Γενάρη του ’98. Τότε ακολούθησε η περιπλάνηση του σε διάφορες ιταλικές ομάδες αφού από το 1998 μέχρι το 2000 αγωνίστηκε κατά σειρά στις Ρίμινι, Κίντερ Μπολόνια, Ρέτζιο Εμίλια και Ίμολα.
Την επόμενη διετία φόρεσε τη φανέλα της Σιένα, στην ομάδα που αγαπήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Κορυφαία του στιγμή η κατάκτηση του Σαπόρτα το 2001, έχοντας στη συγκεκριμένη διοργάνωση 15,4 πόντους μ.ό. και συμπαίκτη έναν ακόμη μετέπειτα ερυθρόλευκο, τον Βρίμπιτσα Στεφάνοφ. Πριν έρθει στο λιμάνι έπαιξε με τη Βαρέζε, με την οποία αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος έχοντας 21,6 πόντους μ.ό. Μετά τον Ολυμπιακό, πήγε στη Χίμκι για 2 σεζόν και έκλεισε την καριέρα του το 2008 στην Ολύμπια Λιουμπλιάνας. Ήταν μόνιμο μέλος της εθνικής Σλοβενίας από το 1992 έως το 2003, δίνοντας το παρών σε 5 Eurobasket κι έχοντας κάποια στιγμή προπονητή τον Σούμποτιτς και συμπαίκτες τους Γιούρακ και Γιούρκοβιτς. Την καλύτερη του στιγμή σε εθνικό επίπεδο την έζησε με την εθνική νέων στο Eurobasket U20 του ’94, στο οποίο αναδείχθηκε MVP και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 26,4 πόντους μ.ό.
Statistics: Στην 1η του χρονιά σε 26 αγώνες πρωταθλήματος 8,4 πόντους μ.ο. (64/111 δίποντα με 57,7%, 11/50 τρίποντα με 22%, 58/82 βολές με 70,7%), 2,6 ριμπάουντ, 1,5 ασίστ, 0,5 κλεψίματα σε 24:59 λεπτά συμμετοχής. Στην Euroleague σε 20 συμμετοχές είχε 8,5 πόντους μ.ό. (51/88 δίποντα με 58%, 9/32 τρίποντα με 28,1%, 41/59 βολές με 69,5%), 2,4 ριμπάουντ, 1,2 ασίστ, 0,7 κλεψίματα, 8,3 PIR σε 22:19 λεπτά συμμετοχής.
Τη 2η και τελευταία χρονιά στον Ολυμπιακό έπαιξε σε 18 αγώνες πρωταθλήματος έχοντας 10,3 πόντους μ.ό. (52/94 δίποντα με 55,3%, 16/59 τρίποντα με 27,1%, 33/58 βολές με 56.9%), 3,2 ριμπάουντ, 2 ασίστ, 0,5 κλεψίματα σε 30:49 λεπτά συμμετοχής. Ενώ στην Euroleague είχε 6 συμμετοχές με 10,3 πόντους μ.ό. (14/28 δίποντα με 50%, 8/17 τρίποντα με 47,1%, 10/19 βολές με 52,6%), 3,7 ριμπάουντ, 3,7 ασίστ, 1 κλέψιμο, 12,8 PIR σε 26:00 λεπτά συμμετοχής.
Fun Fact: Μπορούμε να πούμε πως δεν ήταν και ο πιο ήρεμος άνθρωπος μέσα στο παρκέ και κατά τη διάρκεια της καριέρας του είχε διάφορα περιστατικά, όπως ένα φραστικό επεισόδιο με τον Μιλισάβλιεβιτς, αναγκάζοντας τον Σούμποτιτς να τον αποκλείσει για παραδειγματισμό. Έτσι λοιπόν ο Γκόρενς ήταν η αιτία να διακοπεί ένας φιλικός αγώνας κόντρα στον Πανιώνιο αφού πιάστηκε στα χέρια με τον Στράτο Περπέρογλου. Για την ακρίβεια, ο Έλληνας αθλητής δέχτηκε από τον Γκόρενς μια αγκωνιά στο μάτι εκτός φάσης, εκείνος αντέδρασε, με αποτελέσματα οι 2 πρώην παίκτες του Θρύλου να αρχίζουν να ανταλλάσσουν γροθιές, αναγκάζοντας τους προπονητές των 2 ομάδων να διακόψουν το παιχνίδι.
Επίσης αξίζει να σημειωθεί πως μαζί με τους Ουόλτερ Μπέρι, Ντέιβιντ Ρίβερς, Ντούσαν Βούσκεβιτς, Σκούνι Πεν και Γκιόργκι Σερμαντίνι, είναι οι μόνοι ξένοι στην ιστορία του τμήματος με δυο διαφορετικές θητείες.
Highlight: Αν και σχετικά γνωστή ιστορία για τους μυημένους του τμήματος, δεν γίνεται να μην αναφερθεί πως ήταν παρών στον ιστορικό αγώνα του Ολυμπιακού εναντίον των Μπουλς του Τζόρνταν. Ο Γκόρενς το καλοκαίρι του 1997 επέλεξε να ζήσει το όνειρό του και να δοκιμάσει την τύχη του στο NBA. Μετά από ένα καμπ των Μπουλς, υπέγραψε συμβόλαιο, αγωνίστηκε στο ματς κόντρα στον Θρύλο όπου σημείωσε 7 πόντους αλλά λίγο πριν αρχίσει η σεζόν στις ΗΠΑ, το Σικάγο τον έκοψαε από το τελικό ρόστερ.
MVP: Σίγουρα υπάρχουν αρκετά ματς που ξεχώρισε και ήταν ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας, όμως θα επιλέξω την καλύτερή του επιθετική βραδιά με τα ερυθρόλευκα. Ήταν στις 10 Μαρτίου του 2004 για την 2η αγωνιστική του Top 16 της Euroleague εναντίον της Ταού στον Κορυδαλλό. Οι Ισπανοί τότε είχαν μια ονειρική ομάδα γεμάτη παικταράδες όπως ήταν οι Νοτσιόνι, Σπλίτερ, Σκόλα, Ματσιγιάουσκας, Καλντερόν κ.ά. Από την άλλη, οι Πειραιώτες τούς είχαν κερδίσει ήδη μια φορά μέσα στη σεζόν για την πρώτη φάση της διοργάνωσης και αναζητούσαν μια ακόμη υπέρβαση. Το παιχνίδι ήταν κανονικό ντέρμπι, με την Ταού να ξεφεύγει στο σκορ, αλλά κάθε φορά ο Θρύλος με πρωταγωνιστές τους Γκόρενς και Λιαδέλη να επιστρέφει στο ματς. Η ήττα ήρθε στις λεπτομέρειες, με τον αγώνα να λήγει με σκορ 83-85, όμως ο Γκόρενς άγγιξε την τέλεια εμφάνιση, έμεινε στο παρκέ για 34:45 λεπτά, σημειώνοντας 24 πόντους χάνοντας μονάχα μια βολή (6/6 δίποντα, 1/1 τρίποντα και 9/10 βολές). Παράλληλα είχε 4 ριμπάουντ, 1 ασίστ, 2 κλεψίματα, 3 λάθη, 8 κερδισμένα φάουλ και 30 PIR.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου