Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Ο Τσίλντρες και η προσπάθεια των Αγγελόπουλων ν' αλλάξει ο Ολυμπιακός επίπεδο (Μέρος Α΄)

Μπήκε και ο Φλεβάρης του 2020. Είναι ο μήνας, μέσα στον οποίο συμπληρώνονται ακριβώς 10 χρόνια από την ημέρα που κατακτήσαμε το Κύπελλο Ελλάδας στο μπάσκετ, νικώντας στο Ελληνικό τον ΠΑΟ με 68-64 (20.2.2010).  

Αυτό το Κύπελλο υπήρξε και ο μοναδικός ομαδικός τίτλος του Αμερικανού Τζος Τσίλντρες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην καριέρα του γενικώς. Μπορεί ο Τζος να γνώρισε αρκετές διακρίσεις, αλλά αυτό συνέβη μόνο σε ατομικό και όχι σε συλλογικό επίπεδο. Συνεπώς για τον ίδιο αποτελεί ασφαλώς κάτι το ξεχωριστό, που θυμάται πάντα με ευχαρίστηση, μολονότι η απόδοση του σε εκείνο τον νικηφόρο τελικό δεν ήταν και φοβερή, αφού είχε πετύχει μόνο 7 πόντους. Θυμίζω ότι ο καλύτερος μας παίκτης εκείνη την μέρα ήταν ο Μίλος Τεόντοσιτς, που είχε σημειώσει 22 πόντους.





1.Η ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΤΖΟΣ ή ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΙ vs. NBA

Με την ευκαιρία αυτή, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τον Τζος, η απόκτηση του οποίου τον Ιούλιο του 2008 υπήρξε ιδιαίτερα εντυπωσιακή και δαπανηρή, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τεράστια παγκόσμια αίσθηση, αφού ήταν η πρώτη φορά που ένας εγνωσμένης αξίας NBAερ, νέος σε ηλικία (25 ετών) και σε πλήρη αγωνιστική ακμή, εγκατέλειπε τον μαγικό κόσμο του NBA, προτιμώντας, αντί αυτού, μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, αν και η ομάδα του, οι Atlanta Hawks ήθελαν πολύ να τον κρατήσουν στο ρόστερ τους.

Ήταν η πρώτη φορά που το NBA κοντραριζόταν και έχανε, στον προνομιακό του χώρο, αυτόν της αγοράς του αθλήματος, από ομάδα της Ευρώπης και το γεγονός αυτό δημιούργησε για πολύ καιρό ένα κλίμα μεγάλης αναταραχής και ανησυχίας (στα όρια ακόμη και πανικού) στους Αμερικανούς, που φοβήθηκαν ότι η περίπτωση του Τζος δεν θα ήταν μεμονωμένη, αλλά ενδεχομένως θα αποτελούσε ένα παράδειγμα, που θα μπορούσε να επαναληφθεί και το οποίο θα άνοιγε νέους δρόμους στην παγκόσμια μπασκετική αγορά και στη διεθνή κοινότητα του αθλήματος.

Το περίεργο είναι ότι στην Ελλάδα ποτέ δεν κατάλαβαν καλά το μέγεθος της αναστάτωσης, που προκάλεσαν στην Αμερική, αλλά και σε διεθνές επίπεδο, οι Αγγελόπουλοι και ο Ολυμπιακός με την απόκτηση του Τσίλντρες.

Οι Hawks, όπως προαναφέραμε, ήθελαν οπωσδήποτε να κρατήσουν τον παίκτη, που αποτελούσε έναν από τους καλύτερους «έκτους παίκτες» ολοκλήρου του NBA, με μεγάλες προοπτικές για λαμπρή καριέρα. Όταν λοιπόν το καλοκαίρι του 2008 ήρθε η ώρα του νέου συμβολαίου, προσέφεραν στον Τζος το τέταρτο κατά σειρά ακριβότερο συμβόλαιο της ομάδας, που ήταν 3.300.000 δολάρια για 5 χρόνια. Ωστόσο ο Τζος περίμενε κάτι καλύτερο και δεν δέχθηκε την προσφορά της ομάδας του, ζητώντας να το ξανασυζητήσουν. Οι Hawks δεν αρνήθηκαν, αλλά προτίμησαν να κωλυσιεργήσουν, θεωρώντας ότι η καθυστέρηση θα αποτελούσε ένα διαπραγματευτικό ατού, που θα ανάγκαζε τελικά τον Τζος να μην επιμείνει ή εν γένει να ρίξει νερό στο κρασί του. Ούτε καν φανταζόντουσαν τότε αυτό που θα επακολουθούσε. Γι’ αυτούς ονόματα όπως Ολυμπιακός ή αδελφοί Αγγελόπουλοι ήταν εντελώς άγνωστα.

Ωστόσο τα δύο αδέλφια Αγγελόπουλοι ήταν τότε πάνω στις μεγάλες κάψες τους να κάνουν τα πάντα για να ενισχυθεί πολύ ο Ολυμπιακός. Έτσι το καλοκαίρι του 2008 είχαν ήδη δραστηριοποιηθεί στην Αμερική, με σκοπό να ανοίξουν και στελεχώσουν στη Νέα Υόρκη ένα γραφείο που θα παρακολουθούσε όλους τους καλούς Αμερικανούς μπασκετμπολίστες που ήταν free agents/restricted free agents, και να διαπραγματευτεί με αυτούς και τους ατζέντηδες τους. Κύριος στόχος η εύρεση των καταλληλότερων για μετακίνησή τους στον Ολυμπιακό. Στο πλαίσιο της εν λόγω κίνησης-πρωτοβουλίας τους είχαν μάλιστα έρθει σε επαφή, μεταξύ άλλων, και με τον Chris Weber. Αυτό που σας γράφω προκύπτουν από λεπτομερές ρεπορτάζ των New York Times, που είχε δημοσιευθεί λίγο πριν από τα μέσα Οκτώβρη του 2008.

Οι Αγγελόπουλοι στην προσπάθειά τους αυτή αντιμετώπιζαν ένα σοβαρό πρόβλημα. Τη δυσπιστία και επιφυλακτικότητα των συνομιλητών τους. Οι Αμερικανοί δεν πείθονταν ότι οι Αγγελόπουλοι μιλούσαν σοβαρά, ούτε ότι είχαν την αναγκαία οικονομική επιφάνεια. Έτσι όταν παρουσιάστηκε η ιδανική περίπτωση του Τσίλντρες, τα αδέλφια δεν έχασαν την ευκαιρία να αποδείξουν πόσο φερέγγυοι ήταν. Για τα αδέλφια, η επιλογή του Τζος ήταν μια θεμελιώδης και κρίσιμη επιλογή, που θα έδειχνε αν τα σχέδια και τα όνειρα, τα οποία είχαν, θα δικαιωνόντουσαν. Άλλωστε οι ίδιοι οι Αγγελόπουλοι --σε δηλώσεις τους στα αμερικανικά μέσα-- δεν έκρυψαν ότι είχαν σκοπό να συνεχίσουν να ενδιαφέρονται ακόμη και για μεγαλύτερα ονόματα από τον Τσίλντρες.

Η πρώτη «εμπιστευτική» συνάντηση των Αγγελόπουλων με τον Τζος και τον ατζέντη του έγινε στο Λας Βέγκας, ίσως για να δικαιωθεί η γνωστή φράση: «what happens in Vegas stays in Vegas». Εκεί, πέρα από τους βασικούς όρους της προσφοράς, συμφωνήθηκε να έρθει πρώτα ο Τζος στην Ελλάδα, για να δει μόνος του αν του αρέσει γενικότερα η χώρα και ειδικότερα τα μέρη στα οποία θα σύχναζε, εφόσον ερχόταν στον Ολυμπιακό.

Ο Τζος πράγματι ήρθε και, όπως ήταν αναμενόμενο, του άρεσαν σχεδόν όλα. Αμέσως κατάλαβε ότι η Ελλάδα δεν ήταν η τριτοκοσμική χώρα που κάποιοι του έλεγαν

Η προσφορά του Ολυμπιακού στον Τζος ήταν φοβερή. Οι αδελφοί του προσέφεραν 2.000.000 δολάρια για τρία χρόνια, αλλά το εν λόγω τίμημα ήταν μόνο ονομαστικό, γιατί στην πραγματικότητα, με τον συνυπολογισμό όλων των άλλων παροχών, έφτανε τα 3.330.000 δολάρια για τρία χρόνια, δηλαδή το ίδιο ποσό που έδιναν οι Χωκς, αλλά για 5 χρόνια.

Ποιες όμως ήταν αυτές οι «άλλες παροχές; Κρατηθείτε: ολόκληρη η εφορία πληρωμένη, φοβερή τριώροφη κατοικία στη Γλυφάδα με θέα τη θάλασσα + j-chill pool, ακριβό αυτοκίνητο Volvo (αν και στην αρχή συχνά «χανόταν» και έπαιρνε ταξί για να μετακινηθεί) οικιακό προσωπικό, προσωπικός σεφ, πρόσθετο μεγάλο ποσό για τις έξτρα δαπάνες του παίκτη, δώδεκα δωρεάν αεροπορικά εισιτήρια για διεθνή ταξίδια (ΗΠΑ κ.λπ.). Και φυσικά πληρωμένο το ποσοστό (10%) αμοιβής του ατζέντη του Τζος. Επιπλέον του προσφερόταν συμβόλαιο προσωπικής συνεργασίας με την ελληνική NIKE.

Δεν τελείωναν όμως εκεί οι άκρως ευνοϊκοί και δελεαστικοί για τον Τζος όροι του συμβολαίου. Η προβλεπόμενη τριετής διάρκεια του συμβολαίου ήταν κλειστή και δεσμευτική μόνο για τον Ολυμπιακό, αλλά όχι για τον παίκτη, ο οποίος διατηρούσε το δικαίωμα (option) κάθε χρόνο από τα τρία του συμβολαίου να δηλώνει αν θέλει να συνεχιστεί το συμβόλαιό του, δηλαδή αν θέλει να μείνει ή να φύγει από τον Ολυμπιακό. Ουσιαστικά λοιπόν επρόκειτο για ένα συμβόλαιο 1+1+1, με ετήσια option, χρήση της οποίας μπορούσε να κάνει αποκλειστικά και μόνο ο Τζος .

Ο Τζος δεν δίστασε καθόλου να προτιμήσει την πιο συμφέρουσα προσφορά του Ολυμπιακού, την οποία θεώρησε «opportunity of a lifetime». Όπως δήλωσε ο ίδιος «θα ήταν μεγάλη βλακεία αν απέρριπτε μια τέτοια πρόταση και όσοι πηγαίνουν στο Stanford μόνο βλάκες δεν είναι». Παραθέτω χαρακτηριστικά τι είχε πει ο ίδιος στον Αμερικανό δημοσιογράφο του ESPN M. Schwarz τον Νοέμβρη του 2008, αφότου πια είχε έρθει στην χώρα μας: «There’s tons of money here.The team is very wealthy». Εξάλλου ήταν δυσαρεστημένος και από την αναμονή, λόγω της τακτικής καθυστέρησης των Hawks. Επιπλέον ανέκαθεν αγαπούσε να ταξιδεύει και να γνωρίζει την κουλτούρα άλλων λαών και τόπων. Κάθε χρόνο έκανε τέτοια ταξίδια τουριστικής φύσης, κυρίως στην Ευρώπη.

Πρέπει πάντως να διευκρινίσουμε ότι ο Τζος είχε πραγματοποιήσει προηγουμένως ενδελεχή έρευνα για το πού ακριβώς θα πήγαινε, καθώς γνώριζε ότι πολλοί Αμερικανοί μπασκετμπολίστες είχαν μπλέξει και χάσει λεφτά στην Ελλάδα. Φρόντισε λοιπόν να ενημερωθεί, να πάρει συμβουλές και να λάβει διασφαλίσεις.

Έτσι ο Τζος, προκειμένου να εξασφαλιστεί, φρόντισε να περιληφθεί όρος στο συμβόλαιό του ότι η επίλυση των όποιων διαφορών που αφορούν το συμβόλαιο θα γίνεται στα ελβετικά δικαστήρια, σύμφωνα με δίκαιο της Ελβετίας και όχι στην Ελλάδα και στα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με το δικό μας δίκαιο. Δεν έχει αποκαλυφθεί επίσημα, αλλά εκτιμάται ως πολύ πιθανό ότι το συμβόλαιο του παίκτη υπογράφτηκε στην Ελβετία, προς ακόμη μεγαλύτερη ισχυροποίηση του εν λόγω όρου.

Φυσικά όταν οι Hawks έμαθαν την προσφορά του Ολυμπιακού ξεράθηκαν. Σοκαρισμένοι έβγαλαν ανακοίνωση όπου παραδέχτηκαν ότι επιθυμούσαν έντονα να κρατήσουν τον παίκτη, αλλά ήταν απολύτως αδύνατο να ανταγωνιστούν μια τέτοια εξωπραγματική προσφορά (την οποία χαρακτήρισαν επί λέξει «the highest contract ever awarded in Euroleague history»), γιατί ήταν υποχρεωμένοι να διατηρήσουν την οικονομική ισορροπία στην ομάδα. Έτσι περιορίστηκαν μόνο στο να διατηρήσουν τα «δικαιώματα» πάνω στον παίκτη για την Αμερική.

Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα και επιβεβαιώθηκε η μετακίνηση του Τζος στην Ευρώπη, στην Αμερική έγινε μεγάλος σάλος. Η είδηση έγινε πρώτο θέμα και απασχόλησε για πολύ την επικαιρότητα και συντάραξε όλη την κοινότητα του NBA. Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι έψαχναν να βρουν ποιοι ήταν αυτοί οι Αγγελόπουλοι και όταν άρχισαν να μαθαίνουν, τα πράγματα πήραν ακόμη μεγαλύτερη έκταση. Τα μέσα μιλάγανε για εισβολή δισεκατομμυριούχων Ευρωπαίων, που θα επηρέαζε όλο τον κόσμο του αμερικανικού επαγγελματικού μπάσκετ. Μάταια ο ψύχραιμος NBA commissioner David Stern διαβεβαίωνε τους πάντες ότι ουδείς λόγος ανησυχίας συνέτρεχε.

Χαρακτηριστικό δείγμα ήταν η ερώτηση που απευθύνθηκε στους αδελφούς από Αμερικανό δημοσιογράφο σε μια συνέντευξη των αδελφών σχετικά με το αν μπορούν να αποκτήσουν τον Kobe Bryant και πόσα χρήματα θα μπορούσαν να του προσφέρουν ως ετήσιο συμβόλαιο. Ήθελαν μάλιστα να μάθουν συγκεκριμένα ποσά, θέτοντας ως τιμή εκκίνησης τα 50.000.000 δολάρια.

Ο χαμός κορυφώθηκε όταν ο γνωστός αρθρογράφος του έγκυρου Sports Illustrated Ian Thomsen έγραψε την 1.8.2008 ότι ο Ολυμπιακός των Αγγελόπουλων είχε ξεκινήσει επαφές για την απόκτηση του Lebron James, που τότε ήταν free agent των Cleveland Cavaliers και ότι ήταν αποφασισμένος να προσφέρει στον παίκτη συμβόλαιο 51.000.000 δολαρίων για ένα χρόνο (!)

Το εν λόγω δημοσίευμα σκόρπισε πανικό και ανασφάλεια στο ΝΒΑ. Τα ονόματα των Αγγελόπουλων και του Ολυμπιακού έγιναν εφιάλτης όσων θεωρούσαν το επιβλητικό οικοδόμημα του ΝΒΑ άτρωτο, εκτός συναγωνισμού και υπεράνω κάθε αμφισβήτησης.

Η αναστάτωση όμως δεν περιορίστηκε μόνο στο ΝΒΑ. Επεκτάθηκε σε όλα τα αμερικανικά μέσα και μέσα από αυτά διαδόθηκε και επικράτησε σε όλη την αμερικανική κοινωνία, που ανέκαθεν λάτρευε το άθλημα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι Αγγελόπουλοι συντάραξαν όλη την Αμερική. Τουλάχιστον τα αμερικανικά media αυτό έλεγαν και έγραφαν.

Αυτή ακριβώς η επιτυχία των Αγγελόπουλων με τον Τσίλντρες, που ασφαλώς ήταν πολύ δαπανηρή και ακριβή, αποτέλεσε στη συνέχεια και την αιτία να επικριθεί έντονα η απόκτηση του Τζος και να θεωρηθεί αποτυχημένη επιλογή και κίνηση. Ο λόγος ήταν ότι καλλιεργήθηκε σε όλο τον χώρο και τον κόσμο του αθλήματος στη χώρα μας η εικόνα ενός ακριβοπληρωμένου απόλυτου σούπερ παίκτη του NBA, που θα ήταν σε θέση να καθαρίσει μόνος του όλα τα παιχνίδια. Περιττό να αναφέρω τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό, που επικρατούσε στις τάξεις των οπαδών του Ολυμπιακού, των οποίων οι προσδοκίες δεν είχαν ταβάνι.

Το γεγονός ότι ξοδεύτηκαν τόσα χρήματα για τον Τσίλντρες, χωρίς ο Ολυμπιακός να μπορέσει, στο διάστημα που τον είχε στην σύνθεσή του, να πάρει ένα πρωτάθλημα, ή να πάρει ένα πρωτάθλημα της Ευρωλίγκας σε δύο συνεχόμενα Final Four κόστισε πολύ σε όλους. Ακόμη πιο πολύ κόστισε το γεγονός ότι είδαν να κατακτά την Ευρωλίγκα ο αιώνιος αντίπαλος, κερδίζοντάς μας μάλιστα στον ημιτελικό. Αυτά τα τραύματα συντέλεσαν στο να αξιολογηθεί πολύ άσχημα η απόκτηση του Τσίλντρες, να θεωρηθεί μέγα λάθος, αλλά και να υποτιμηθεί τρομερά η αξία του παίκτη, που θεωρήθηκε από αγωνιστικής πλευράς από σίγουρα ακατάλληλος έως περίπου ανίκανος. Σε οποιοδήποτε συσχετισμό value for money, ο Τσίλντρες και η απόκτησή του καταδικαζόντουσαν ασυζητητί.

Σήμερα, μετά από μια δεκαετία, γυρίζοντας πίσω και βλέποντας πιο ψύχραιμα τα πράγματα, δεν μπορούμε, αλλά και δεν πρέπει να είμαστε τόσο αυστηροί όσο παλαιότερα ούτε με τους Αγγελόπουλους ούτε με τον παίκτη, έστω και αν τα αποτελέσματα της ομάδας με τον Τζος στην σύνθεση ήταν αναμφίβολα σχετικά φτωχά και οπωσδήποτε όχι τα αναμενόμενα.

2. ΕΚΑΝΑΝ ΑΡΑΓΕ ΛΑΘΟΣ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΙ ΠΟΥ ΕΦΕΡΑΝ ΤΟΝ ΤΣΙΛΝΤΡΕΣ;

Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει πρώτα να δούμε ποιος ήταν ο Τζος.

Ο Τσίλντρες ήταν παιδί της Καλιφόρνια, μεγαλωμένος στο Compton, σε ένα ευπρεπές οικογενειακό περιβάλλον. Ο πατέρας του ήταν επιθεωρητής δημόσιας υγείας, η μητέρα του ψυχολόγος, και από τα δύο αδέλφια του το ένα ήταν αστυνομικός και το άλλο δάσκαλος. Η οικογένεια του είχε θέσει δύο βασικές προτεραιότητες για τον Τζος: (α) ότι θα κάνει τις καλύτερες δυνατές σπουδές και (β) ότι δεν θα παρασυρθεί στον κόσμο της εγκληματικότητας. Και οι δύο αυτοί στόχοι ιεραρχήθηκαν πάνω από το μπάσκετ. Και οι δύο επιτεύχθηκαν.

Ο Τσίλντρες πήγε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Stanford, όπου φοίτησε από το 2001 ως το 2004.Λόγω του μεγάλου ταλέντου του, στράφηκε στο ΝΒΑ και δεν ολοκλήρωσε την απόκτηση του πτυχίου του, πράγμα που τελικά κατάφερε, με καθυστέρηση, μετά από αρκετά χρόνια, αποκτώντας πτυχίο κοινωνιολογίας και μάλιστα με καλό βαθμό. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα ότι είχε επιλέξει το μάθημα «Greek Art History», στο οποίο μάλιστα αρίστευσε, λες και ήξερε ότι μετά από μερικά χρόνια θα ερχόταν στη χώρα μας.

Ο Τζος δεν ήταν όπως η πλειοψηφία των Αμερικανών μπασκετμπολιστών, που έρχονταν και έρχονται στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι αντιπαθούσε ανέκαθεν τα τατουάζ. Το γεγονός ότι από μικρός ήταν καλό και μη εριστικό παιδί έκανε κάποια νεαρά εγκληματικά άτομα της περιοχής που ζούσε να τον απειλούν για να μην κερδίζει τους αγώνες μπάσκετ της γειτονιάς όπου έπαιζε.

Ο Τζος είχε αγωγή και διακρινόταν για την ευγένεια, το ήθος και τους καλούς τρόπους του. Για τους λόγους αυτούς ήταν και εξαιρετικά δημοφιλής από νέος. Υπήρξε πάντα ένα ανοιχτόμυαλο, συνεπές και σταθερό άτομο, στοιχεία που βοήθησαν αργότερα στο να γίνει ένας εξαιρετικός επαγγελματίας. Επιπλέον είχε πάντοτε και κοινωνικά ενδιαφέροντα και ευαισθησίες, κυρίως για τα παιδιά και τους εφήβους, όπως απέδειξε αργότερα στη ζωή του, όταν δημιούργησε και ένα ίδρυμα που βοηθά ταλαντούχους μαθητές γυμνασίου να συνεχίσουν στο πανεπιστήμιο.

Στον αθλητικό τομέα στο Stanford εκτός από το μπάσκετ ασχολήθηκε πολύ και με το βόλεϊ, όπου διακρίθηκε ιδιαίτερα, σε σημείο μάλιστα να αποσυρθεί η φανέλα του όταν αποφοίτησε από το κολλέγιο.

Στο μπάσκετ από πολύ νεαρή ηλικία γνώρισε ένα σωρό προσωπικές διακρίσεις.

Ήταν ήδη γνωστός ως επιθετικό πολυβόλο (με μέσο όρο πάνω από 25 πόντους) από το γυμνάσιο Mayfair. Έτσι δεν άργησε η πρώτη διάκρισή του σε ευρύτερο επίπεδο, που έγινε στα γυμνασιακά του χρόνια. Έγινε ένας από τους McDonalds All High School All American.

Στη συνέχεια ο Τζος πήγε στο Πανεπιστήμιο του Stanford, όπου το ταλέντο του έλαμψε. Ιδιαίτερα το 2004 ήταν μια μεγάλη χρονιά γι αυτόν, γεμάτη βραβεία και διακρίσεις σε ευρύτερο αμερικανικό πανεπιστημιακό/κολεγιακό επίπεδο. Τον ίδιο χρόνο λοιπόν, το 2004, αναδείχθηκε: (α) μέλος της πρώτης πεντάδας Associated Press All American, (β) μέλος της δεύτερης πεντάδας της NCAA Consensus All American Team, (γ) καλύτερος παίκτης της χρονιάς (player of the year) στην Pacific (PAC-10) Conference, (δ) πολυτιμότερος παίκτης (MVP) του PAC-10 Tournament και (ε) μέλος της καλύτερης πεντάδας του All PAC-10. Και για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με τις προαναφερόμενες διακρίσεις αρκεί να αναφέρουμε ενδεικτικά πώς το βραβείο του «Player of the Year of the Pacific Conference» έχουν πάρει πολύ μεγάλα ονόματα του αμερικανικού μπάσκετ, όπως π.χ. οι AC Green (1984), Jason Kidd (1994), James Harden (2005) κ.λπ.

Κουβαλώντας μια τόσο εντυπωσιακή πανεπιστημιακή μπασκετική κληρονομιά ο Τζος δηλώθηκε στo NBA draft του 2004, όπου αποτέλεσε πολύ υψηλή επιλογή, αφού βρέθηκε στην 6η θέση του πρώτου γύρου. Επιλέχτηκε από τους Atlanta Hawks. Ήταν η υψηλότερη επιλογή όλων των εποχών για απόφοιτο του Stanford.

Το συμβόλαιό του ήταν τετραετές από (2004-2008). Στους Hawks, ο Τζος έμαθε να παίζει και καλή άμυνα.

Η πρώτη του περίοδος ως NBA rookie υπήρξε πολύ επιτυχημένη, αφού άφησε σπουδαίες εντυπώσεις και έδωσε μεγάλες υποσχέσεις, με αποτέλεσμα πολλοί να πουν ότι αδικήθηκε που επιλέχτηκε μέλος της δεύτερης και όχι της πρώτης πεντάδας των all NBA rookies 2005. Τις περισσότερες φορές την περίοδο 2005/06 ήταν ο 6ος παίκτης της ομάδας, πράγμα καθόλου άσχημο για αρχή.

Ωστόσο και στις επόμενες χρονιές, μέχρι τη λήξη του συμβολαίου του, συνεχίσθηκε η ίδια κατάσταση, που δεν άλλαξε ουσιωδώς, όπως περίμενε ο Τζος. Εξακολουθούσε πάντα να αποτελεί τον 6ο παίκτη. Πεντάδα ξεκινούσε μόνο στο 1/4 περίπου του συνόλου των αγώνων μιας αγωνιστικής περιόδου.

Το 2008 ο συνολικός απολογισμός της αγωνιστικής θητείας του στους Hawks έγραφε κατά μέσο όρο, ανά αγώνα: 11,1 πόντους, 5,6 ριμπάουντ, 1,9 ασίστ, 1 κλέψιμο, δηλαδή νούμερα καθόλου ευκαταφρόνητα.

Ελάτε λοιπόν τώρα στην θέση των Αγγελόπουλων, που γνώριζαν καλά και είχαν μελετήσει όλα τα προαναφερόμενα και είχαν σχηματίσει μια άριστη εικόνα για τον παίκτη.

Είχαν μπροστά τους ένα μπασκετμπολίστα με ένα σωρό πλεονεκτήματα και χωρίς κάποιο φανερό μειονέκτημα. Ήταν άριστος χαρακτήρας, μορφωμένο παιδί και εξαιρετικός επαγγελματίας. Ήταν μόλις 25 ετών, αλλά ταυτόχρονα είχε τετραετή εμπειρία στο NBA, όπου είχε διαπρέψει, έχοντας, όπως είδαμε, άψογες στατιστικές επιδόσεις σε πολλούς τομείς. Ήταν εξαιρετικός στην επίθεση, αλλά πολύ καλός και στην άμυνα. Είχε ιδανικό ύψος (2,03μ) για τη θέση του (3άρι). Ήταν αθλητικός, εκρηκτικός και ταχύς. Είχε μεγάλη έφεση όχι μόνο στο σκοράρισμα, αλλά και στο ριμπάουντ. Διέθετε άλμα, μπάσιμο, ταχύτητα. Ήξερε να τρέχει, να πασάρει, ακόμη και να κλέβει μπάλες. Είχε τα ΠΑΝΤΑ ΟΛΑ, όπως θα έλεγε μια γνωστή ψυχή.

Οι Αγγελόπουλοι, λοιπόν, σύμφωνα με τα δεδομένα που είχαν μπροστά τους, θεωρητικά καλώς έκριναν ότι η επιλογή του παίκτη ήταν εξαιρετική και πίστεψαν ότι η επένδυσή τους θα αποδώσει όχι μόνο σε τίτλους και επιτυχίες, αλλά και θα συμβάλλει καθοριστικά στην εν γένει ποιοτική και οικονομική αναβάθμιση του μπασκετικού Ολυμπιακού.

Βέβαια εκ των υστέρων και σύμφωνα με τα αποτελέσματα, φάνηκε ότι η επιλογή Τζος δεν τους βγήκε και δεν δικαιώθηκε. Πάντως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ολυμπιακός είχε πολύ καιρό να φτάσει σε Final Four και πολύ περισσότερο σε τελικό, κάτι που το κατάφερε δυο συνεχόμενες φορές με τον Τσίλντρες στη σύνθεσή του.

Ίσως τα πραγματικά λάθη του Ολυμπιακού στην περίπτωση Τσίλντρες να είναι τα εξής τρία:
(α) Το γεγονός ότι οι Αγγελόπουλοι, ως λάτρεις του αθλήματος και φανατικοί θιασώτες του ΝΒΑ, εξακολουθούσαν τότε να υπερεκτιμούν το NBA, μην έχοντας συνειδητοποιήσει πως η αγωνιστική και ποιοτική του υπεροχή δεν ήταν πλέον τόσο χαώδης και καταλυτική όσο σε παλαιότερες εποχές. Συνεπώς πιθανό να νόμιζαν ότι η έλευση μιας παιχτούρας από το NBA αρκούσε για να εγγυηθεί τίτλους. Την ίδια πεποίθηση με τους ηγέτες του Ολυμπιακού είχαν --και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό-- οι οπαδοί της ομάδας.
(β) Το γεγονός ότι οι Αγγελόπουλοι έδωσαν υπερβολική σημασία στον υποδειγματικό επαγγελματισμό και στις ικανότητες του Τζος. Έχει όμως αποδειχθεί ότι οι αρετές αυτές δεν είναι πάντα αρκετές. Πολλές φορές χρειάζεται και έντονο πάθος. Ο Τζος όμως έπαιζε κυρίως με τα προσόντα του και το μυαλό του και λιγότερο με την καρδιά και την ψυχή του.
(γ) Το γεγονός ότι δεν αξιολογήθηκε σωστά πως ο Ολυμπιακός είχε κόουτς τον Γιαννάκη, γεγονός που αντικειμενικά καθιστούσε δύσκολη και προβληματική την κατάλληλη αξιοποίηση του Τζος. Ενδεχομένως με ένα προπονητή που θα είχε διαφορετική, λιγότερο ομαδική, νοοτροπία, ο Τσίλντρες θα μπορούσε να έχει έναν άλλο διαφορετικό ρόλο, που ίσως να βοηθούσε περισσότερο και τον ίδιο, αλλά και (κυρίως) τον Ολυμπιακό.
Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί και μια αποκαλυπτική εξομολόγηση του ίδιου του Τζος: «Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως στον Ολυμπιακό δεν με ήθελαν για σκόρερ, όπως εγώ πίστευα και περίμενα στην αρχή. Περίμενα να μου πουν ότι από μένα θέλουν 20-30 πόντους σε κάθε αγώνα. Με έκπληξή μου όμως έβλεπα τον κόουτς της ομάδας να μου ζητάει άλλα πράγματα και έπειτα να με συγχαίρει και να με επαινεί, έστω αν και δεν είχα σκοράρει πολύ». Όταν ρώτησε γι’ αυτό του απάντησαν: «Στην Ελλάδα εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να μη χάνουμε. Δεν είναι εδώ Αμερική, όπου είστε συνηθισμένοι να χάνετε και να κερδίζετε πολλές φορές».

Το 2ο μέρος, που θα είναι μικρότερο σε έκταση, είναι αφιερωμένο στη διετία του παίκτη στον Ολυμπιακό, καθώς και στην καριέρα του μετά την αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου