Χιλιάδες πράγματα έχουν γραφτεί για την αποχώρηση του Μπούκοβι και τους λόγους της. Για τη χούντα, για τη διοίκηση Ανδριανόπουλου κ.λπ. Υπάρχουν όμως και κάποια σημαντικά πράγματα, που δεν έχουν θιγεί όπως και όσο πρέπει. Ένα από αυτά --και πολύ βασικό-- είναι ο ρόλος που έπαιξαν σε αυτή την ιστορία δύο τερματοφύλακες. Ο Γιάννης Φρονιμίδης, με την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, και ο αντικαταστάτης του Κώστας Βαλλιάνος, με την απόδοση του στην ομάδα.
Μεταξύ τους υπήρχε μια θεμελιώδης διαφορά. Ο Φρονιμίδης υπήρξε παιδί του Μπούκοβι, ο οποίος είχε εισηγηθεί την πάση θυσία απόκτησή του από τον Ολυμπιακό και ως εκ τούτου λάτρευε τον Μπούκοβι. Αντίθετα, ο Βαλλιάνος ποτέ του δεν χώνεψε τον Μπούκοβι.
Υπενθυμίζουμε ότι από τότε που ο Σάββας Θεοδωρίδης εγκατέλειψε πρόωρα λόγω σπουδών, σε ηλικία μόλις 27 ετών, το ποδόσφαιρο, ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε τεράστιο πρόβλημα κάτω από τα δοκάρια, για πολλά χρόνια. Στο κενό του Θεοδωρίδη που δεν καλύφθηκε οφείλεται ένα μεγάλο μέρος των αποτυχιών της ομάδας στο πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής Κατηγορίας, από τις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Το πρόβλημα φάνηκε να λύνεται με την απόκτηση το 1965 του Φρονιμίδη από την Προοδευτική, που κόστισε πολλά σε χρήματα και σε παίκτες-ανταλλάγματα, αφού η ομάδα του Κορυδαλλού πήρε 4 παίκτες από τον Ολυμπιακό. Με τον άξιο Φρονιμίδη γκολκίπερ, ο Ολυμπιακός πήρε επιτέλους δύο σερί πρωταθλήματα στις περιόδους 1965/66 και 1966/67. Στο πρόσωπο του Φρονιμίδη, ο Ολυμπιακός βρήκε τα στοιχεία που τόσο πολύ έλειπαν: τη σιγουριά και σταθερότητα στη θέση του τερματοφύλακα.
Και ενώ όλα έδειχναν ότι εν λόγω κατάσταση θα συνεχιστεί, εντελώς αιφνιδιαστικά και πάνω στο απόγειο της ποδοσφαιρικής του καριέρας ο Φρονιμίδης ανακοίνωσε την απόφασή του να αποσυρθεί από τα γήπεδα, σε ηλικία 30 ετών, που από πολλούς θεωρείται ιδανική για τερματοφύλακα. Ήταν ένα γεγονός απροσδόκητο, αφού είχε έλθει στην ομάδα μόλις πριν από δύο χρόνια, με σκοπό να κάτσει για καλά στον σύλλογο.
Μολονότι ο Φρονιμίδης έχει επανειλημμένα ερωτηθεί για τους λόγους που τον ώθησαν να πάρει αυτή την ξαφνική απόφασή του, ποτέ δεν έχει εξηγήσει επαρκώς, καθαρά και πάνω από όλα πειστικά. Από κάποια μισόλογα, που κάποια στιγμή ξεστόμισε, και κάποια άλλα που γράφτηκαν αόριστα περί «επαγγελματικών υποχρεώσεων», δεν μπορεί να βγει όχι μόνο η αλήθεια, αλλά ούτε καν νόημα. Το θέμα αυτό λοιπόν παραμένει ακόμη μυστήριο, αν και η αποχώρηση του Φρονιμίδη αποτελεί κομβικό σημείο για όλες τις εξελίξεις που επακολούθησαν.
Ο Γιάννης δεν στερείτο ούτε στερείται επικοινωνιακών ικανοτήτων. Θα μπορούσε λοιπόν, αντί να στέλνει ανοιχτές επιστολές και να κάνει προφορικές εκκλήσεις προς τον Καρατζαφέρη του ΛΑΟΣ, να μιλήσει και να εξηγήσει αναλυτικά στους φιλάθλους του Ολυμπιακού για ποιον λόγο άφησε το ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό. Βέβαια, η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο τότε, δεν ήταν πολύ επικερδής και υπήρχαν έξω από αυτό πολλές άλλες πιο κερδοφόρες επαγγελματικές ενασχολήσεις. Από την άλλη, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη το ποδόσφαιρο δεν ήταν καθαρά επαγγελματικό. Έτσι, κατά κανόνα, όσοι ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο εργάζονταν κι αλλού ή είχαν παράλληλα κι άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν εγκατέλειπαν το ποδόσφαιρο για να κάνουν αποκλειστικά άλλες δουλειές εκτός γηπέδων, ιδίως μάλιστα όταν αγωνίζονταν σε μεγάλες ομάδες.
Φτου και από την αρχή λοιπόν. Με την αποχώρηση του Φρονιμίδη η αβεβαιότητα επανήλθε και το πρόβλημα του γκολκίπερ αναβίωσε, προς μεγάλη ανησυχία και αγωνία των οπαδών της ομάδας. Μέχρι και ο Θεοδωρίδης, που είχε σταματήσει την μπάλα πριν από πέντε χρόνια, άρχισε να προπονείται εντατικά με την ομάδα, μήπως μπορέσει και καλύψει αυτός το κενό.
Ο Μπούκοβι προτιμούσε για αντικαταστάτη του Φρονιμίδη τον Κουρκουβέλα του Πανιωνίου, τον οποίο πάντα εκθείαζε. Μάλιστα κάποιοι λένε ότι τους επαίνους του Μπούκοβι τους είχε πληροφορηθεί και ο Φρονιμίδης όταν έπαιζε και ότι το γεγονός αυτό αποτέλεσε το μοναδικό παράπονο του Φρονιμίδη από τον Μπούκοβι, τον οποίο, κατά τα άλλα, είχε σαν πατέρα του. Αλλά και ο Ούγγρος είχε τον Γιάννη σαν γιο του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια τις συνθήκες της εποχής. Είναι καλοκαίρι του 1967 και η χούντα μόλις έχει εγκαθιδρυθεί. Το πρώτο πράγμα που κάνει ο περιβόητος ΓΓΑ Ασλανίδης είναι να απαγορεύσει τις μεταγραφές μεταξύ ομάδων Α΄ Εθνικής ως γενικό κανόνα. Φυσικά κάθε κανόνας, όπως ξέρουμε, έχει τις εξαιρέσεις του. Οι εξαιρέσεις αυτές θα γίνονταν κατά το δοκούν, δηλαδή κατά την «αλάθητη» κρίση και την ανεξέλεγκτη «διακριτική ευχέρεια» της χούντας.
Μια τέτοια εξαίρεση έγινε τότε και για τον Ολυμπιακό προκειμένου να καλυφθεί το κενό του γκολκίπερ κατά ικανοποιητικό τρόπο και τούτο επειδή ο Ολυμπιακός θα εκπροσωπούσε την χώρα στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης 1967/68, με αντίπαλο την πανίσχυρη ιταλική Γιουβέντους.
Έτσι η χούντα αποφάσισε, με ειδική κατ’ εξαίρεση ρύθμιση που έκανε, να επιτρέψει (κατ’ ουσία να διατάξει) την κατ’ εξαίρεση μεταγραφή του Βαλλιάνου από τον Εθνικό στον Ολυμπιακό, που ολοκληρώθηκε και ανακοινώθηκε γύρω στα μέσα Αυγούστου του 1967. Μη νομίζετε πάντως ότι η μεταγραφή ήταν και χάρισμα. Πλήρωσε αρκετά ο Ολυμπιακός για να τον αποκτήσει. Μόνο στον Εθνικό έδωσε 300.000 δραχμές και το μισό μερίδιο από εισπράξεις φιλικού αγώνα, χώρια τα χρήματα που έδωσε στον παίκτη. Βλέπετε ακόμη και τα οικονομικά ανταλλάγματα των μεταγραφών κανόνιζε τότε η χούντα.
Όμως τον Βαλλιάνο δεν τον ήθελε ο Μπούκοβι, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Βαλλιάνος είχε τονίσει σε συνέντευξή του στον Γιάννη Αλεξίου, που δημοσιεύθηκε την 26/4/2017 στο site www.ogdoo.gr. Ο Μπούκοβι ήθελε τον Κουρκουβέλα, αλλά δεν μπορούσε να τον αποκτήσει λόγω των περιοριστικών μεταγραφικών κανόνων χούντας.
Η καριέρα του Βαλλιάνου τότε είχε αρχίσει να παίρνει την κατιούσα. Βρισκόταν μάλιστα σε διένεξη με τον σύλλογό του, τον Εθνικό, και την προηγούμενη σεζόν είχε σταματήσει να αγωνίζεται για αρκετό χρονικό διάστημα, εξαιτίας της εν λόγω διένεξης. Η κατάσταση αυτή θεωρήθηκε από τη χούντα ως ένας πρόσθετος υποβοηθητικός παράγοντας για τη διατεταγμένη μετακίνησή του στον Ολυμπιακό.
Έτσι, με χουντικό διάταγμα, αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό για να καλύψει την θέση του πρώτου γκολκίπερ ο Βαλλιάνος. Χωρίς να τον ζητήσει ή να τον θέλει ο Μπούκοβι, αλλά με την ανεπιφύλακτη συναίνεση της διοίκησης Ανδριανόπουλου, που υπάκουγε πρόθυμα στη χούντα, αφού μόνο η παρουσία στρατιωτικού επιτρόπου στον σύλλογο έκοβε τότε κάθε διάθεση για συζήτηση. Ο Μπούκοβι δυσανασχέτησε πολύ βέβαια, αλλά, καταλαβαίνοντας την ιδιαιτερότητα της κατάστασης, δεν θέλησε να χοντρύνει τα πράγματα και να επιμείνει στις αντιρρήσεις του. Δέχτηκε λοιπόν με βαριά καρδιά τον Βαλλιάνο.
Πρέπει να διευκρινίσω εδώ ότι το «με βαριά καρδιά» δεν είχε να κάνει τόσο με την αξία, το βιογραφικό και τις περγαμηνές του παίκτη, αλλά με τις αμφιβολίες για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή, τον χαρακτήρα του και πάνω από όλα με το γεγονός ότι η μεταγραφή αυτή δεν ήταν δική του επιλογή, αλλά του είχε επιβληθεί από άλλους, με το ζόρι. Στον Μπούκοβι, ως ήταν φυσικό, δεν άρεσε καθόλου να επεμβαίνουν και να κάνουν ό,τι θέλουν στο δικό του προπονητικό πεδίο άσχετοι δικτάτορες. Όταν αργότερα θα παραιτείτο, ο Μπούκοβι θα ανέφερε ανάμεσα στους λόγους παραίτησής του και τις μεταγραφές τύπου Βαλλιάνου.
Παρ’ όλα αυτά, η διοίκηση καθησύχαζε τον Μπούκοβι ότι ο Βαλλιάνος ήταν καλύτερος από τον Φρονιμίδη και αυτό θα αποδεικνυόταν σύντομα.
Και η αλήθεια ήταν ότι αν επιχειρούσε κάποιος τότε, με τα υπάρχοντα εκείνη την εποχή δεδομένα, μια σύγκριση μεταξύ Βαλλιάνου και Φρονιμίδη θα διαπίστωνε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η διοίκηση είχε δίκιο. Ο Βαλλιάνος φαινόταν πολύ καλύτερος από τον Φρονιμίδη, σύμφωνα με την παρουσία και το ιστορικό αμφότερων στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Πρώτα-πρώτα ήταν συνομήλικοι, αφού είχαν γεννηθεί και οι δύο το 1937, οπότε δεν υπήρχε κάποιο ηλικιακό προβάδισμα ή μειονέκτημα του ενός προς τον άλλο. Από εκεί και πέρα, οι ικανότητες, οι εμπειρίες και γενικά οι περγαμηνές του Βαλλιάνου αντικειμενικά ήταν πολύ περισσότερες και μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες του Φρονιμίδη.
Ο Βαλλιάνος υπήρξε ο βασικός τερματοφύλακας της Εθνικής Ελλάδας επί 4-5 χρόνια, από το 1961 μέχρι το 1965. Είχε 11 διεθνείς συμμετοχές και μάλιστα σε επίσημους προκριματικούς δύο Παγκοσμίων Κυπέλλων του 1962 και του 1966.
Αυτό ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα για κάποιον παίκτη, που έπαιζε σε μια μικρομεσαία ομάδα εκτός ΠΟΚ όπως ο Εθνικός Πειραιώς. Όταν ήταν στον Πανιώνιο και προτού πάει στον Εθνικό, είχε θεωρηθεί άξιος διάδοχος του θρυλικού διεθνούς γκολκίπερ Πεντζαρόπουλου. Όταν έγινε η μετακίνησή του στον Εθνικό κόστισε τόσα λεφτά, ώστε με αυτά άρχισε να κατασκευάζει εξέδρες στο γήπεδό του ο Πανιώνιος. Όταν πήγε στον Εθνικό, θεωρήθηκε διάδοχος και κατά πολλούς ισάξιος ενός άλλου θρυλικού διεθνούς έλληνα τερματοφύλακα, του Μανταλόζη, του αποκαλούμενου «αγριόγατου».
Επιτρέψτε μου εδώ, με την ευκαιρία, μια πολύ σύντομη παρεμπίπτουσα και άσχετη αναφορά. Ξέρετε ότι ο διεθνής Μανταλόζης ήταν για χρόνια παίκτης του Ολυμπιακού, χωρίς ποτέ να παίξει και δόθηκε χάρισμα στον Εθνικό; Με αυτό το σκάνδαλο δεν έχει ασχοληθεί ποτέ κανείς.
Τέλος παρένθεσης, και ξανά στο θέμα μας.
Ο Βαλλιάνος ήταν και πολύ πιο έμπειρος. Είχε παίξει επί πολλά χρόνια, αρχίζοντας από το τέλος της δεκαετίας του 1950 πάμπολλους αγώνες πρωταθλήματος. Μόνο στον Εθνικό είχε αγωνιστεί πάνω από 160 φορές σε ματς πρωταθλήματος Α΄ Εθνικής. Είχε λοιπόν μια μακρόχρονη και πολύ σημαντική θητεία στο ελληνικό καριέρα
Μπροστά σε αυτά τα κατορθώματα του Βαλλιάνου, ο Φρονιμίδης είχε να αντιπαρατάξει μόνο μια διεθνή συμμετοχή και μια πολύ μικρότερη καριέρα (με ασύγκριτα λιγότερους αγώνες πρωταθλήματος), η οποία ουσιαστικά είχε αρχίσει μόλις από την περίοδο 1964/65, όταν είχε διακριθεί στην Προοδευτική και είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού.
Όλοι λοιπόν οι αριθμοί, τα δεδομένα και τα στοιχεία της σύγκρισης ήταν καταλυτικά υπέρ του Βαλλιάνου.
Πέρα όμως από αυτά υπήρχαν και οι αγωνιστικές εικόνες και παραστάσεις.
Είχα δει πολύ μικρός στο γήπεδο τον Βαλλιάνο όταν έπαιζε στον Εθνικό. Τον θυμάμαι καλά, γιατί μου είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση από όλους τους τερματοφύλακες. Ήταν ο πρώτος μεγάλος γκολκίπερ, που είχα ξεχωρίσει στη ζωή μου. Ίσως ήταν ο πιο θεαματικός Έλληνας, που έχω δει να παίζει κάτω από τα γκολπόστ . Οι εκτινάξεις, οι βουτιές και τα πλονζόν του ήταν κάτι το άλλο.
Πάντα όμως θα υπάρχει ένα «αλλά» σε όλα.
Κατ’ αρχάς μου έκανε εντύπωση πως όταν, παιδί του δημοτικού ακόμη στην κερκίδα, θαύμαζα τον Βαλλιάνο για τις θεαματικές αποκρούσεις τις εξόδους του κ.λπ., οι διπλανοί και πολύ μεγαλύτεροι μου δεν έδειχναν τον ίδιο ενθουσιασμό με μένα. Αντίθετα, σε κάποια ματς άκουγα διάφορα αρνητικά σχόλια, που τότε μπορεί να μην τα καταλάβαινα καλά, αλλά τα θυμόμουν και ακόμη τα θυμάμαι καλά.
Λέγανε ότι ο Βαλλιάνος θα κάνει τα ίδια τα γνωστά, δηλαδή ότι θα πιάσει τα άπιαστα και μετά θα φάει τα γκολάκια του, που μόνο αυτός θα ξέρει πώς και πότε θα τα φάει. Λέγανε επίσης ότι άλλοθι στις φάβες που θα έτρωγε θα ήταν οι προηγούμενες εντυπωσιακές και σωτήριες αποκρούσεις του. Εκείνη την εποχή νόμιζα ότι μιλούσαν για κάποια αγωνιστική αστάθεια.
Και πάλι, όμως, οι φίλαθλοι μπορεί να λένε όποιες τερατολογίες θέλουν, σε επίπεδο συζητήσεων καφενείου. Ποιος δίνει βάση στα λόγια, που λένε για όλους; Εκείνο πάντως που μου έμεινε και δεν μου άρεσε ήταν ότι δεν εκτιμούσαν τον Βαλλιάνο ανάλογα με την αγωνιστική του αξία, η οποία για μένα ήταν πολύ μεγάλη. Αυτό το θεωρούσα τότε μεγάλη αδικία.
Φυσικά, έχω δει και τον Φρονιμίδη, που είχε πολύ πιο εντυπωσιακά σωματικά, αλλά λιγότερο θεαματικά αλλά και εν γένει αγωνιστικά προσόντα, σε σύγκριση με τον λαστιχένιο Βαλλιάνο.
Όταν ο Βαλλιάνος ήρθε στον Ολυμπιακό, εγώ θυμόμουν τον παλιό τερματοφύλακα, αυτόν που είχα δει στον Εθνικό. Έτσι δεν μου κακοφάνηκε ο ερχομός του. Στην αρχή, στα φιλικά, έδειχνε διαφορετικός από αυτόν που θυμόμουν, αλλά αυτό το απέδιδα στη σχετική απραξία και στην έλλειψη ή αλλαγή προπόνησης, η οποία τότε ασφαλώς στον Ολυμπιακό θα ήταν πιο απαιτητική από την αντίστοιχη στον Εθνικό
Αρχίζει το πρωτάθλημα της περιόδου 1966/67. Τον Οκτώβρη, στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, χάνουμε 2-0 από τη Γιουβέντους στο Τορίνο, στην ρεβάνς του 0-0 στο Καραϊσκάκη. Δεν υπήρχε τότε τηλεόραση, αλλά ο Τύπος απέδωσε ευθύνη στον Βαλλιάνο για την ήττα. Τον Νοέμβρη, στην 5η αγωνιστικ,ή τρώμε τρία γκολ από τον Πανιώνιο στο Καραϊσκάκη και κερδίζουμε με την ψυχή στο στόμα στο τελευταίο λεπτό 4-3, με κρεσέντο σκοραρίσματος του Γ. Σιδέρη. Ο Βαλλιάνος και πάλι δεν απέδωσε καλά. Ο Μπούκοβι μετά τον αγώνα με δηλώσεις του, φόρα-παρτίδα, τα βάζει με την άμυνα, που ξαφνικά «από πιο δυνατή έγινε η πιο αδύνατη γραμμή της ομάδας». Δεν αναφέρεται πάντως ονομαστικά σε παίκτη, αν και η μόνη αλλαγή στην άμυνα, σε σχέση με την περασμένη περίοδο ήταν αυτή του Βαλλιάνου.
Πάντως στο επόμενο ματς στα Μέγαρα, ο Μπούκοβι άλλαξε τερματοφύλακα, γεγονός που έδειξε πως θεωρούσε υπεύθυνο τον Βαλλιάνο. Παρ’ όλα αυτά, η ομάδα έχασε από τον Βύζαντα, μια ήττα που αποτέλεσε μεγάλο σοκ.
Έτσι κρίθηκε τελικά ότι ο πολύ πιο έμπειρος Βαλλιάνος πρέπει να επανέρθει στην ενδεκάδα, ενόψει των αλλεπαλλήλων ντέρμπι που ακολουθούσαν. Ακολουθούν πράγματι τρία διαδοχικά ντέρμπι μέσα σε ένα δεκαήμερο (από 22/11/1967 μέχρι 3/12/1967) εκ των οποίων τα δύο μέσα στο Καραϊσκάκη, που έχουν ως αποτέλεσμα ισάριθμες ήττες του Ολυμπιακού (!) με ΠΑΟ 0-1, με ΠΑΟΚ 0-1, με ΑΕΚ 1-4.
Ο Βαλλιάνος ήταν σε όλα τα ματς σκιά του καλού εαυτού του. Έφαγε δύο γκολ από μακρινά φάουλ μένοντας άγαλμα, ενώ ευθυνόταν για όλα σχεδόν τα γκολ. Στο ένα έκανε έξοδο Μεσολογγίου, στο άλλο έπεσε πολύ καθυστερημένα στο σουτ κ.λπ.
Ο Μπούκοβι έπαθε νευρικό κλονισμό από τις ανεξήγητες ήττες και ανακοίνωσε την άμεση παραίτησή του και την αποχώρησή του από την ομάδα, αλλά και την Ελλάδα.
Καταβλήθηκε τότε μια τελευταία προσπάθεια να μεταπειστεί και να ανακαλέσει την απόφασή του.
Όλα θα κρίνονταν στον Βόλο σε έναν αγώνα κατά του τοπικού Ολυμπιακού την 10/12/68, στον οποίο ο Ολυμπιακός δεν θα είχε στον πάγκο του τον Μπούκοβι, που ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ. Εκεί στον Βόλο, όσοι θα έπαιζαν ήξεραν ότι θα έπαιζαν όχι μόνο για τη νίκη, αλλά και για την παραμονή του προπονητή τους. Θα έπαιζαν όχι μόνο για τον Ολυμπιακό, αλλά και για τον Μπούκοβι.
Ο Ολυμπιακός στον Βόλο προηγήθηκε στο σκορ με τον γνωστό «μπουκοβικό» Γιώργο Σιδέρη, αλλά αργότερα ισοφαρίστηκε 1-1, που ήταν και το τελικό αποτέλεσμα. Το γκολ της ισοφάρισης οφειλόταν αποκλειστικά σε ένα μνημειώδες και αλησμόνητο λάθος του Βαλλιάνου. Ο παίκτης, ο οποίος ήταν γνωστό ότι αντιπαθούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τον Μπούκοβι, καταδίκασε τον προπονητή του.
Μετά τον συγκεκριμένο αγώνα, ο Μπούκοβι παραιτήθηκε οριστικά και αποχώρησε έπειτα από ελάχιστες μέρες από την Ελλάδα.
Τις αμέσως επόμενες ημέρες οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες και μάλλον προδιαγεγραμμένες. Το τέλος του Μπούκοβι ακολούθησε αμέσως το τέλος Ανδριανόπουλου και έπειτα το τέλος του Βαλλιάνου, ο οποίος διεγράφη από τον πίνακα των 28 δηλωμένων ποδοσφαιριστών του συλλόγου την 19/12/1968 και αποκλείσθηκε ακόμη και από τις προπονήσεις της ομάδας. Με αυτόν τον πολύ άσχημο τρόπο έκλεισε, εντελώς άδοξα, η μεγάλη καριέρα του Βαλλιάνου στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Τελευταίο του παιχνίδι στον Ολυμπιακό ήταν το προαναφερόμενο στον Βόλο, ενώ ο αριθμός των αγώνων πρωταθλήματος, που πρόλαβε να παίξει στον Ολυμπιακό ήταν μόλις εννιά (9).
Έτσι τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της τραγωδίας απομακρύνθηκαν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Οι χουντικοί, αλλά και όσοι ολυμπιακοί ήθελαν να φύγει ο κομμουνιστής Μπούκοβι και είχαν ζητήσει από τη χούντα να μεριμνήσει ήταν ευχαριστημένοι, έστω και αν απομακρύνθηκαν και κάποιοι δικοί τους, όπως θα έπρεπε, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάποια κινηματογραφικά σενάρια, που στο τέλος της ταινίας οι εμπλεκόμενοι σε μια ομαδική υπόθεση ή αποστολή οφείλουν να πληρώσουν κάποιο τίμημα, το οποίο μάλιστα γνωρίζουν εκ των προτέρων ή διαισθάνονται.
Έτσι ο Ανδριανόπουλος, μολονότι δεν έκανε τίποτε το ουσιαστικό για να υποστηρίξει και να βοηθήσει τον Μπούκοβι, είχε το ίδιο τέλος με αυτόν, όπως και ο Βαλλιάνος που με την απόδοσή του συνέβαλλε στην αποχώρηση του Ούγγρου.
Έψαξα κάπως περισσότερο για τους λόγους της σταθερά πολύ κακής απόδοσης του Βαλλιάνου στον Ολυμπιακό, που στοίχισε τόσο πολύ στην ομάδα. Δεν μπορούσα να χωνέψω γιατί στον Ολυμπιακό δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον τερματοφύλακα που έβλεπα στον Εθνικό.
Περίμενα ότι λογικά ο ίδιος θα επικαλείτο τη μεγάλη αγωνιστική απραξία του λόγω των διαφορών του με τον Εθνικό κατά την προηγούμενη περίοδο, τη δυσκολία προσαρμογής σε μια τόσο μεγάλη ομάδα όπως ο Ολυμπιακός που είχε διαφορετική νοοτροπία, άλλους στόχους και μεγαλύτερο βάρος φανέλας, ή την έλλειψη υπομονής και τις αυξημένες απαιτήσεις σε μεγάλες ομάδες όπως ο Ολυμπιακός.
Επιπλέον, θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί ότι κάθε ποδοσφαιριστής διέρχεται περίοδο παροδικής πτώσης ή και οριστικής παρακμής. Μπορεί η χρονική απόσταση μεταξύ 1965 και 1967 να μην είναι πολύ μεγάλη, αλλά είναι αρκετή για να χάσει κάποιος τον καλό εαυτό του. Μην ξεχνάμε ότι και ο Κουρκουβέλας, τον οποίο τόσο πολύ ήθελε το 1967 ο Μπούκοβι, όταν αποκτήθηκε μετά από 2-3 χρόνια από τον Ολυμπιακό, δεν μπόρεσε ούτε αυτός να κάνει τίποτε το σημαντικό. Δεν ήταν πλέον ο ίδιος.
Παρόλα αυτά δεν βρήκα κάπου τον Βαλλιάνο να επικαλείται κάποια από τα προαναφερόμενα ως δικαιολογία. Αντίθετα τον βρήκα πρόθυμο να κατηγορήσει πάλι τον Μπούκοβι, αφού απέδωσε την απόδοση του στην κακή προπόνηση που του έκαναν ο Μπούκοβι και του προπονητικό επιτελείο του (Λάντος κ.λπ.) γεγονός που, κατά τον ίδιο, είχε ως αποτέλεσμα έναν τραυματισμό του, παρά τον οποίο όμως αγωνιζόταν, με συνέπεια να μην μπορέσει να δείξει την αξία του. Γενικά, για πρώτη φορά, συνάντησα παίκτη, που πέρασε από τον Ολυμπιακό, ο οποίος να επιτίθεται απροκάλυπτα στον εμβληματικό Μπούκοβι, που θεωρείται ιστορικά κάτι σαν τοτέμ στην ομάδα. Η αντιπάθειά του προς τον Μπούκοβι ήταν εμφανής.
Έψαξα περισσότερο για τον Βαλλιάνο. Ψάχνοντας βρήκα ότι είχε μεγαλώσει στην Καλλιθέα και ο γειτονικός ιππόδρομος (ένας τόπος όπου δεν συχνάζουν και άγγελοι) τού ήταν οικείος από την παιδική του ηλικία, αφού ο πατέρας του δούλευε εκεί για αρκετά χρόνια.
Είδα ότι ήταν μια βεντέτα της εποχής, έστω και αν δεν έπαιζε σε μεγάλη ομάδα. Δεν υπήρξε παιδί του κατηχητικού. Ήταν ένας μπον-βιβέρ, που δεν ήταν ιδιαίτερα προσηλωμένος στη θεωρία ότι ο ποδοσφαιριστής πρέπει να προσέχει τη ζωή του. Του άρεσε να συχνάζει σε κλαμπ και σε μπαράκια και να χορεύει μέχρι αργά. Συμπεριφερόταν ως celebrity της εποχής, συμμετέχοντας σε δημοφιλείς εκδηλώσεις όπως τα «μουσικά πρωινά». Έδινε συχνά συνεντεύξεις ακόμη και κοινές με άλλες φίρμες της εποχής όπως γνωστές γυναίκες ηθοποιούς του καιρού εκείνου και γενικά απασχολούσε αρκετά τα μέσα της εποχής.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ανενδοίαστα έχει ομολογήσει ότι ο ίδιος δεν είχε οικονομικό πρόβλημα τον καιρό που έπαιζε, κάτι πολύ σπάνιο για ποδοσφαιριστή εκείνης της εποχής και μάλιστα μικρομεσαίας ομάδας, έστω και αν στον Εθνικό υπήρχε ο Καρέλλας. Προξενεί εντύπωση ακόμη το γεγονός ότι τακτοποιήθηκε αμέσως επαγγελματικά, προσληφθείς στη ΔΕΗ, χωρίς να περιμένει στην ουρά όπως άλλοι, κάτι που ομολόγησε και ο ίδιος.
Ο Βαλλιάνος υπηρέτησε πρόωρα στις ένοπλες δυνάμεις πηγαίνοντας πολύ νωρίτερα από το κανονικό ως εθελοντής στην Αεροπορία. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό βοήθησε κάπου στην κατ’ εξαίρεση μεταγραφή του στον Ολυμπιακό, με ειδική χουντική ρύθμιση, στην οποία ήρθε να προστεθεί το γεγονός ότι, πάλι επί χούντας, σχεδόν ταυτόχρονα, πήρε και άδεια πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ (κάτι πολύ σημαντικό για εκείνη την εποχή).
Από πλευράς χαρακτήρα, ο Βαλλιάνος δεν δίσταζε να εμπλακεί σε έντονα επεισόδια και καυγάδες. Ιστορικό έχει μείνει το ξύλο που είχε ρίξει σε ένα αγώνα στον ποδοσφαιριστή Σοφιανό (ο οποίος, πάντως, δεν ήταν και κανένα παπαδοπαίδι, εδώ που τα λέμε), αλλά και τα γρονθοκοπήματα, που ως υπερασπιστής του Εθνικού, είχε ανταλλάξει, με πολίστες του Ολυμπιακού. Όσον αφορά τις διενέξεις του τόσο σε Πανιώνιο όσο και Εθνικό για οικονομικά και αγωνιστικά θέματα δεν ήταν και λίγες.
Τι θα γινόταν άραγε αν ο Φρονιμίδης δεν βιαζόταν να φύγει και συνεπώς ο Βαλλιάνος δεν ερχόταν ποτέ στον Ολυμπιακό; Το σίγουρο είναι ότι η χούντα και οι αντικομμουνιστές Ολυμπιακάρες μέσα και έξω από τον σύλλογο δεν θα καθόντουσαν με σταυρωμένα τα χέρια. Όλο και κάτι θα σκεφτόντουσαν για να ξεφορτωθούν τον Ούγγρο, αλλά δεν νομίζω ότι θα το πετύχαιναν τόσο καλά, άμεσα και εύκολα, όσο με αυτή η ιστορία με τους δύο προαναφερόμενους τερματοφύλακες της ομάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου