Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Πριν από τον πρώτο τελικό

Ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τον πρώτο τελικό της χρονιάς (και είναι βέβαιο ότι, όπως κάθε χρόνο, πολλοί τελικοί θα ακολουθήσουν). Με πρόκριση ο Ολυμπιακός εξασφαλίζει --τουλάχιστον-- τη συμμετοχή στους ομίλους του Europa και εξακολουθεί στον δύσβατο δρόμο για την εξασφάλιση ενός εισιτήριου στους ομίλους του Champions League, κερδίζοντας χρόνο και ηρεμία μέχρι την επόμενη δοκιμασία. Σε περίπτωση αποκλεισμού εξακολουθεί να διεκδικεί τη συμμετοχή του στους ομίλους του Europa, αλλά, με βεβαιότητα, θα πρέπει να αντιμετωπίσει εσωστρέφεια, γκρίνια και κατηγορίες από όλους για όλους.



Του Dr. Jekyll

Το τέλος της περυσινής περιόδου βρήκε την πλειοψηφία του κόσμου αισιόδοξη για το μέλλον: παρότι ο Ολυμπιακός δεν κέρδισε κάποιον τίτλο, παρουσίασε όμορφο θέαμα, πέτυχε μια ιστορική πρόκριση, αφήνοντας έξω τη Μίλαν, ο κόσμος αγκάλιασε ξανά την ομάδα, παίκτες βελτιώθηκαν ή αναδείχθηκαν και όλοι επέμεναν στο πόσο σημαντικό θα ήταν να παραμείνει ο ίδιος κορμός και προπονητής και να υπάρξει άμεση και στοχευμένη ενίσχυση, με λίγους, αλλά ποιοτικούς παίκτες, στις θέσεις που αποδεδειγμένα είχαμε πρόβλημα (κυρίως κεντρικός αμυντικός, πλάγιος μέσος και επιθετικός).

Τι έγινε: όσο και αν πέρασε κάπως αδιάφορα, ο Ολυμπιακός απέκτησε τον Σα, και μετά τα αποτυχημένα πειράματα για να βρει τον επόμενο σπουδαίο Έλληνα τερματοφύλακα, με τους Καπίνο και Γιαννιώτη (πειράματα που κόστισαν βαθμούς), δεν είναι μικρό πράγμα ότι έχουμε --θεωρητικά-- το κεφάλι μας ήσυχο στον άσσο. Προσωπικά, θεωρώ ότι ο Σα είναι χειρότερος των Νικοπολίδη, Ρομπέρτο και Ελευθερόπουλο (τουλάχιστον μέχρι τον καταραμένο επαναληπτικό με την Γιουβέντους στο ΟΑΚΑ), αλλά είναι αρκετά σταθερός και με αρκετή ποιότητα για να περνάει τις εξετάσεις του βασικού τερματοφύλακα στο ρόστερ.

Στο κέντρο της άμυνας υπάρχει σίγουρα βελτίωση με την παρουσία του Σεμέδο (και το κόστος απόκτησής του πριν δύο χρόνια από την Βιγιαρεάλ --14 εκ--, είναι ενδεικτικό του κόστους που πρέπει μια ομάδα να καταβάλει για έναν νεαρό, ικανό και ελπιδοφόρο κεντρικό αμυντικό. Μοναδικός αστερίσκος, ο άστατος (για να το θέσω κομψά) χαρακτήρας του. Μακάρι να έχει βάλει μυαλό, μακάρι το μόνο που τον απασχολεί πλέον να είναι η καριέρα και η οικογένειά του. Το παρελθόν, όμως, δείχνει ότι οι παίκτες που χαρακτηρίζονται ωρολογιακές βόμβες, έχουν λόγο που χαρακτηρίζονται έτσι (και μην τα ξαναλέμε, μακάρι όλα του τα --ιδιαιτέρως-- σοβαρά παραστρατήματα να ανήκουν στο παρελθόν).

Η επίθεση παραμένει ερωτηματικό και, προσωπικά, σίγουρα περίμενα κάτι καλύτερο. Αναμφίβολα ο Ντουρμισάι είναι καλύτερος από τον Μάνο, αλλά δεν ξέρουμε αν έχει την ψυχολογία, την τακτική (κυρίως) και τις ικανότητες (που από αυτές κάτι διαθέτει) για να σταθεί στην επίθεση του Ολυμπιακού. Τον Γκερέρο τον ξέρουμε: ένας πολύτιμος μαχητής --όπως λέει και το όνομά του-- αλλά χωρίς ιδιαίτερη ικανότητα για το εύκολο γκολ (μάλλον το αντίθετο). Για βασικός προορίζεται, θεωρητικά, ο Αραμπί, αλλά το βιογραφικό του δεν μου γεμίζει το μάτι (και, σίγουρα, όλοι κρίνονται στο χορτάρι). Ακόμα και στον εαυτό μου, πάντως, πρέπει να θυμίζω, όταν αναρωτιέμαι πόσο χειρότερος από τον αργοκίνητο Χασάν μπορεί να αποδειχθεί, ότι πάντα υπάρχουν και χειρότερα: ο πολύ καλύτερος ποιοτικά Καρντόσο, παρότι ίδρωσε τη φανέλα (κάτι που ουδέποτε του αναγνωρίστηκε) εκεί που ο Αιγύπτιος, με ράθυμο στυλ, πετύχαινε γκολ, αυτός πετύχαινε το δοκάρι...

Στα δικά μου μάτια, σχετικά ενισχυμένος φαίνεται ο Ολυμπιακός και στη μεσαία γραμμή (ή, τουλάχιστον, έτσι θα ήταν αν δεν ερχόταν ο τραυματισμός του Φορτούνη). Εκ του αποτελέσματος, δεν βρίσκω τον Ολυμπιακό να υστερεί σε σχέση με πέρυσι στα εξτρέμ/πλάγιους μέσους: τέτοια εποχή ξεκινούσαμε με Ποντένσε (πολύ υψηλές προσδοκίες), Λάζαρο, Φετφατζίδη, Πάρντο και Ναουέλ (ή όπως προφέρεται) και φέτος ξεκινάμε με Ποντένσε (γνωρίζοντας, όμως, τι μπορείς να περιμένεις), Μασούρα (αδιαμφισβήτητα καλύτερος από Φέτφα και Πάρντο), Ραντζέλοβιτς (παρά τα πολύ καλά σχόλια, προφανώς και χρειάζονται περισσότερα επίσημα παιχνίδια για να κριθεί), Σουντανί (ιδέα δεν έχω) και Βαλμπουενά (ο Λάζαρος παραμένει στα πιτς).

Λίγα λόγια για τον βετεράνο Γάλλο: προσωπικά θεωρώ τη μεταγραφή του σωστή, και αυτό δεν έχει να κάνει με το πόσο αμείβεται (που, πράγματι, μπορεί να μην συνάδει με την προσφορά που θα μπορεί να έχει σε αυτή την ηλικία). Αρχικά, κάθε ομάδα χρειάζεται παίκτες με προσωπικότητα και το βιογραφικό του Γάλλου δείχνει ότι διαθέτει. Επίσης: ο περυσινός Ολυμπιακός πήρε ελάχιστα γκολ από στημένες φάσεις (ένα από τα σημαντικότερα όπλα του Ολυμπιακού του Σίλβα), και ο Γάλλος δείχνει ότι μπορεί να βοηθήσει τα μάλα σε αυτό τον τομέα. Για τον βαθμό ετοιμότητάς του, θα εμπιστευθώ λίγο το κριτήριο των οπαδών της Φενέρ (παρότι ο κόσμος δεν έχει πάντα σωστά κριτήρια -- και η κριτική στον Φορτούνη μέχρι και πέρσι το αποδεικνύει περίτρανα): όπως και να έχει, σε μια πολύ κακή χρονιά για τη Φενέρ, ο κόσμος αγάπησε και χειροκρότησε τον Βαλμπουενά και αυτό κάτι πρέπει να μας λέει.

Συνεχίζοντας: στο κέντρο της μεσαίας γραμμής, ο Γκιγιέρμε, δεύτερος πολυτιμότερος περσινός μας παίκτης, φέτος δεν χρειάζεται διάστημα προσαρμογής. Ο Καμαρά έχει πολύ περισσότερες παραστάσεις --με Ολυμπιακό και Εθνική-- από μεγάλους αγώνες, ενώ και η ομάδα γνωρίζει καλύτερα τι πρέπει και μπορεί να περιμένει από αυτόν. Με λίγα λόγια, όλα θα ήταν ιδανικά, αν δεν ερχόταν ο τραυματισμός του Φορτούνη, να ανατρέψει όλα τα παραπάνω...

Κοντολογίς: είναι απίθανο να βρεθεί ένας παίκτης που θα προσφέρει τα γκολ (σκόρερ και ασίστ) που έδωσε πέρυσι ο αρχηγός, και αυτό μόνο με ομαδική δουλειά μπορεί να γίνει. Το συζητούσαμε και πέρυσι: στα παιχνίδια που δεν αγωνιζόταν ή κλεινόταν καλά ο Φορτούνης, ο Ολυμπιακός ήταν άλλη, χειρότερη, ομάδα. Για να μην δούμε επανάληψη αυτών των αγώνων είναι απαραίτητο να καλυφθεί με ομαδική δουλειά το κενό του (και, προφανέστατα, με άμεση μεταγραφή κάποιου που θα μπορεί να κάνει ένα μεγάλο μέρος από αυτά που πρόσφερε ο Κωστάκης).

Πιο συγκεκριμένα: στον ρόλο του οργανωτή πέρυσι βλέπαμε και τον Νάτχο, οι πιο αισιόδοξοι και τον Φέτφα και οι υπερβολικά αισιόδοξοι και τον Τουρέ. Φέτος, αλλαγή δεν υπάρχει, εκτός του Βαλμπουενά, ο οποίος αδυνατεί να γυρίσει πίσω για να κουβαλήσει μπάλα (αν το κάνει, θα χρειαστεί αλλαγή στο μισάωρο) αφήνοντας την ομάδα κομμένη στα δύο. Ο Ανδρούτσος, που ανάθεμα αν υπάρχει ακόμα κάποιος που να θυμάται ότι η θεωρητικά «καλή» του θέση είναι αυτή, είναι εντελώς παροπλισμένος (και φευγάτος, αν πιστέψουμε τα ρεπορτάζ), και από εκεί και πέρα το κενό μπορεί να καλυφθεί μόνο με αλχημείες (και είναι να απορείς πώς, αφού ήταν δεδομένο πως ο Νάτχο θα αποχωρούσε, δεν είχαμε φροντίσει από νωρίτερα να έχουμε αλλαγή του Φορτούνη).

Μια λύση, που στα διάφορα φόρουμ βλέπω να προκρίνεται από πολλούς, είναι η αλλαγή συστήματος, όπως συνέβη με την είσοδο του Καμαρά στον πρώτο αγώνα με την Πλζεν. Αρχικά, είναι βέβαιο ότι η αλλαγή αυτή άλλαξε τις ισορροπίες του αγώνα και η Πλζεν χρειαζόταν χρόνο για να προσαρμοστεί σε αυτές (δηλαδή, δεν σημαίνει ότι αν ο Ολυμπιακός είχε ξεκινήσει με αυτό το σύστημα όλα θα ήταν καλύτερα -άλλωστε, στο συγκεκριμένο παιχνίδι δεν τράβηξε κανένα από τα, θεωρητικά, βαριά χαρτιά της ομάδας: το ρίσκο της αλλαγής ήταν μικρό, αφού ήταν φανερό ότι το προηγούμενο σχήμα δεν έβγαινε με τίποτα).

Η αλλαγή συστήματος, όμως, στο πραγματικό γήπεδο δεν είναι αλλαγή στο Pro Evolution (για να τιμήσουμε και τα κλισέ): υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που οι προπονητές σπάνια αλλάζουν συστήματα και αυτό γίνεται κυρίως όταν καλείσαι να αντιμετωπίσεις μια πολύ δύσκολη κατάσταση (όπως το να βάλεις δεύτερο επιθετικό όταν χρειάζεσαι οπωσδήποτε το γκολ). Ο Ολυμπιακός καλείται να μάθει να ζει χωρίς τον Φορτούνη, δεν είναι εύκολο να μάθουν όλοι να παίζουν με άλλο ρόλο (και δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρτίνς το 4-3-3 το δοκίμασε στο τέλος της περιόδου και τα φετινά φιλικά).

Να θυμηθούμε και λίγα ακόμα, σχετικά άσχετα: ο Ολυμπιακός του Ζαρντίμ (που πολλοί --αδικαιολόγητα για εμένα-- αναπολούν) ήταν μια ομάδα (με το πιο φτωχό ρόστερ που θυμάμαι στον σύγχρονο Ολυμπιακό) με αμυντικούς προσανατολισμούς: στα δικά μου μάτια ήταν θέμα χρόνου να την πατήσει. Ο Ολυμπιακός των πρώτων ευρωπαϊκών διπλών με Λεμονή ήταν μια έξοχη ομάδα στις αντεπιθέσεις: απέναντι στις κλειστές άμυνες του ελληνικού πρωταθλήματος αδυνατούσε να σκοράρει (όπως και ο Παναθηναϊκός της μεγάλης ευρωπαϊκής πορείας του '96). Ο Μίτσελ τη δεύτερη χρονιά που ξεκινούσε στον ερυθρόλευκο πάγκο, επέμενε σε ένα νέο σύστημα, χωρίς εξτρέμ: παρότι τα αποτελέσματα δεν τον δικαίωναν, πεισματικά κρατούσε το ίδιο σύστημα, κάνοντας την απόλυσή του μονόδρομο. Ακόμα και ο Μπέντο ακολουθούσε ευλαβικά ένα σύστημα, που ήθελε τους κεντρικούς αμυντικούς στη μεσαία γραμμή, με αποτέλεσμα να εκθέτει συνεχώς και να κάψει τους αργούς, αλλά ικανούς, Μποτία και Ντα Κόστα.

Ο Μαρτίνς πέρυσι δημιούργησε ένα σύνολο με ποδοσφαιρική λογική: οι παίκτες έπαιζαν στις θέσεις που γνωρίζουν και συνάδουν με τις ικανότητές τους (κανείς δεν ζήτησε από τον Βούκοβιτς να μαρκάρει στη σέντρα) και οι αλλαγές αφορούσαν κυρίως πρόσωπα (αλλά και με τακτικές «πινελιές» που ταίριαζαν με τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά των «βασικών» μοχλών -- αλλιώς προσπαθούσε να αναπτυχθεί ο Ολυμπιακός με τον Φορτούνη και αλλιώς με τον Νάτχο, αλλιώς καλύπτονταν από τους συμπαίκτες τους οι χώροι με Καμαρά και αλλιώς με Μπουχαλάκη). Το στοίχημα για τον Πορτογάλο τεχνικό είναι μεγάλο: αισθάνομαι ότι αυτή είναι η χρονιά που θα μπορέσουμε να κρίνουμε ρεαλιστικά το ταβάνι και τις πραγματικές ικανότητές του (σε κάθε περίπτωση, ο περυσινές εμφανίσεις δικαιολογούν, και με το παραπάνω, την παραμονή του στην ομάδα).

Συνοπτικά: η αλλαγή συστήματος δεν είναι πανάκεια, αλλιώς όλοι οι προπονητές θα έπαιζαν με 3-4 συστήματα, ανάλογα τον αντίπαλο και τον βαθμό δυσκολίας. Οι παίκτες χρειάζονται χρόνο για να μάθουν πώς πρέπει να κινούνται για να αναπτύσσονται και να κλείνουν χώρους στο γήπεδο (ακόμα και στο Football Manager χρειάζεται χρόνος για να μάθουν οι παίκτες ένα σύστημα -- δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται). Όπως, επίσης, ανεξάρτητα από τη διάταξη, παίζει ρόλο και ο γενικότερος προσανατολισμός της ομάδας: ο Ολυμπιακός, πράγματι, πρέπει να σκοράρει για να προκριθεί (εκτός και αν φτάσουμε στα πέναλτι), αλλά είναι εξίσου σημαντικό να μην αφήσει χώρους για να δεχτεί γκολ (μια όχι και τόσο καλά δουλεμένη αλλαγή συστήματος, εύκολα οδηγεί τους παίκτες να παίζουν συγκρουόμενα και να μην ξέρουν ποιος είναι ο χώρος ευθύνης τους -- στον Ολυμπιακό συμβαίνει ακόμα και με το δουλεμένο σύστημα).

Λίγες ακόμα αναφορές στην περυσινή ομάδα: στη δική μου αντίληψη το μεγαλύτερο όπλο του Ολυμπιακού ήταν η φυσική κατάσταση, δηλαδή η ενέργεια και η ένταση που έβγαζαν οι παίκτες στον αγωνιστικό χώρο (μόνο με αυτό, και χωρίς ιδιαίτερα τεχνικά χαρίσματα ή όμορφο ποδόσφαιρο πήρε η ΑΕΚ το πρωτάθλημα από τον κάκιστο Ολυμπιακό και τον ιδανικό αυτόχειρα ΠΑΟΚ). Δεν έχω ιδέα για τις σύγχρονες μεθόδους εκγύμνασης και οι αναφορές μου βρίσκονται στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν, θεωρητικά, ήταν πολύ δύσκολο να έχεις αθλητές με τόσο υψηλές επιδόσεις δύο σερί αγωνιστικές περιόδους (και όσο βέβαιο είναι ότι τα 25 αυτά χρόνια έχουν γίνει επιστημονικά άλματα, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι, όχι μόνο δύο, αλλά πολλές περισσότερες σεζόν στα κόκκινα, βγάζουν οι ποδοσφαιριστές των μεγάλων πρωταθλημάτων).

Στους περυσινούς τελικούς (για να συνδεόμαστε και με το παρόν), ο Ολυμπιακός πέρασε αέρα την (αδύναμη) Λουκέρνη και την Μπέρνλεϋ και κατόρθωσε να αφήσει εκτός, με εμφατική νίκη 3-1, τη Μίλαν. Εκτός από αυτά, όμως, σε όλα τα άλλα μεγάλα παιχνίδια σχεδόν απέτυχε: στον πρώτο τελικό του πρωταθλήματος έχασε τα άχαστα για να ηττηθεί, με ένα από τα πιο ηλίθια αυτογκόλ, από τον ΠΑΟΚ στο Φάληρο, δεν νίκησε την (μετριότατη πέρυσι) ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ και τον (μετριότατο) Παναθηναϊκό στο Καραϊσκάκης, ηττήθηκε με κάτω τα χέρια στην Τούμπα, πραγματοποίησε το χειρότερο ημίχρονο των τελευταίων ετών απέναντι στην ΑΕΚ στον Πειραιά (με ολική επαναφορά και ανατροπή στο δεύτερο -- για να μη λέμε μόνο τα κακά), νίκησε, χωρίς να πιάσει σπουδαία απόδοση, τον διαλυμένο σε εκείνη τη φάση Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, αποκλείστηκε από την Δυναμό Κιέβου στους 32 του Europa και από την Λαμία (!!!) στο ελληνικό κύπελλο (σε έναν αγώνα που, προφανώς, ήταν μονόλογος του Ολυμπιακού, αλλά κατορθώσαμε να χάσουμε, πληρώνοντας την επιθετική δυστοκία και τις αμυντικές δυσλειτουργίες).

Η παραπάνω παράγραφος αφορά κυρίως σε όσους πιστεύουν ότι ο Ολυμπιακός την Τρίτη θα έχει ένα εύκολο βράδυ. Είναι περιττό να νικολακοπουλίσω λέγοντας ότι ο σοβαρός Ολυμπιακός δεν έχει τίποτα να φοβηθεί (προφανώς και οι παίκτες πρέπει να μπουν σοβαροί στο γήπεδο και να μην υποτιμήσουν την -καλύτερη σε πρόσφατες ευρωπαϊκές παρουσίες- Πλζεν). Ως οπαδοί, ας θυμόμαστε ότι ακόμα και η σοβαρότητα δεν αρκεί για να καλύψεις την επιθετική δυστοκία ή μια στιγμή αδράνειας στην άμυνα (στον πρώτο αγώνα, εκτός των άλλων φάσεων, δύο φορές οι παίκτες της Πλζεν είχαν αφύλαχτο σουτ από μέση απόσταση, με τη μπάλα να καταλήγει και τις δύο φορές άψυχα στα χέρια του Σα -φάσεις, που λόγω κακής εκτέλεσης, δεν μπαίνουν καν στα στιγμιότυπα του αγώνα, αλλά με ένα καλό τελείωμα καταλήγουν στα δίχτυα).

Συνταγή εξασφαλισμένης επιτυχίας στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει, ειδικά στα πρώτα επίσημα παιχνίδια μιας ομάδας (γιατί, όπως αποδεικνύεται τελικά, η απουσία ενός και μόνο παίκτη, αρκεί για να φέρει τα πάνω κάτω -- όταν αυτός ο παίκτης σου είναι ο mvp και ο οργανωτής). Έχοντας δει μόνο το φιλικό με τη Νότιγχαμ και τον αγώνα του πρώτου γύρου, δεν θα μου κάνει καμιά εντύπωση μια εύκολη πρόκριση ή ένας βασανιστικός αποκλεισμός. Ο κόσμος αρκεί για να δώσει ώθηση για κάποια χρονικά διαστήματα (και, αντίστοιχα, να κόψει τη φόρα των αντιπάλων), αλλά δεν αρκεί για να δώσει την πρόκριση (ενίοτε, μάλιστα, ακόμα και ανεξάρτητα από τη στάση του, μπορεί να αγχώσει την ομάδα).

Στα δικά μου μάτια, δεν είναι σημαντικότερη η διάταξη, αλλά η κατάσταση στην οποία θα βρεθούν οι παίκτες που έκαναν πέρυσι τη διαφορά. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν το 4-3-3, που θεωρητικά μπορεί να βοηθήσει στην έλλειψη του Φορτούνη, δεν θα δημιουργήσει άλλα προβλήματα, ενώ πιστεύω ότι ο Γκιγιέρμε, ο Ομάρ και ο Ποντένσε (ο οποίος για να ισορροπεί τις ελάχιστες αμυντικές του βοήθειες, πρέπει να κάνει μερικές σπουδαίες επιθετικές ενέργειες), σε συνδυασμό με καλή εμφάνιση του Σεμέδο και του παρτενέρ του στο κέντρο της άμυνας, αρκούν, αρχικά, για να ξεπεράσουμε το εμπόδιο των Τσέχων.

Για το τέλος: δεν έχω καμία εικόνα για τις ικανότητες του Mπενζιά και του Νταμπό. Ειδικά για τον πρώτο, όμως, θεωρώ ότι πρέπει να κλείσει άμεσα (ή αν όχι αυτός, ο παίκτης που θα επιλεχθεί), ειδικά αφού ο Μαρτίνς (πιθανότατα σωστά) δεν βάζει με το “καλημέρα” κάποιον στο βασικό σχήμα. Δεν θα μπω στην διαδικασία αν ο Μπενζιά είναι άξιος αντικαταστάτης του Φορτούνη, γιατί, αφενός δεν γνωρίζω (και δεν με καλύπτουν σχόλια ή βιντεάκια στο Youtube) και αφετέρου δεν πιστεύω ότι υπάρχει παίκτης (που μπορεί να χτυπήσει, πάντα, ο Ολυμπιακός), που να δώσει μέσα στη σεζόν όσα πρόσφερε πέρυσι ο Φορτούνης (και αυτό δεν το γράφω επειδή, υποκειμενικά πάντα, θεωρώ τον Κωστάκη σπουδαίο παίκτη -με τα ελαττώματά του, αλλά γιατί δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος σε τόσο λίγο χρόνο να μάθει/δέσει τόσο με την ομάδα). Και, προφανώς, να δούμε και τις αποχωρήσεις (ελπίζοντας να μην περιλαμβάνεται Κούτρης, Καμαρά και Ομάρ μέσα σε αυτές).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου