Το κείμενο αυτό αφιερώνεται σ’ όλους τους βάζελους, συμπεριλαμβανομένου του «προέδρου» τους, που πανηγυρίζουν, επειδή η ομάδα μας μπορεί να αγωνίζεται του χρόνου στην Α2, ένα θέμα που δεν παύει να απασχολεί συνεχώς την επικαιρότητα. Αφιερώνεται επίσης και σε κάποιους δικούς μας, που θεωρούν τον πιθανό υποβιβασμό μας περίπου... Χιροσίμα.
Όλοι γνωρίζουμε αυτό που λέγεται για το μπάσκετ, ότι δηλαδή σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο, είναι ένα δίκαιο άθλημα και για αυτόν τον λόγο κατά κανόνα ή συνήθως κερδίζει εκείνος που έχει την καλύτερη ομάδα.
Υπήρξε όμως μια πολύ χτυπητή και χαρακτηριστική εξαίρεση αυτού του κανόνα στο παρελθόν, με πρωταγωνιστή τον Ολυμπιακό, ο οποίος αν και είχε πολύ κατώτερη σε αξία και ποιότητα ομάδα νίκησε --και μάλιστα δύο φορές-- τον πανίσχυρο τότε αντίπαλο του ΠΑΟ.
Ξαναγυρίζουμε προς το τέλος την δεκαετίας του 1960 όταν ο Ολυμπιακός είχε επιστρέψει στην Α΄ Εθνική Κατηγορία μετά τον υποβιβασμό του το 1964 και την τριετή περιπέτεια της θητείας του σε μικρότερη τοπική κατηγορία, που μπορούμε να την αποκαλέσουμε την Α2 της εποχής, αν και δεν ήταν καν εθνική κατηγορία, σύμφωνα με το σύστημα της εποχής.
Ο Ολυμπιακός ανέβηκε στη μεγάλη εθνική κατηγορία του μπάσκετ την περίοδο 1967/68 και τερμάτισε 4ος στο μεγάλο πρωτάθλημα, έχοντας 8 ήττες. Η πορεία του θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία γιατί το έμψυχο υλικό της ομάδας ήταν πολύ μέτριο.
Είχαμε βέβαια ένα εξαιρετικό προπονητή τον Φαίδωνα Ματθαίου, που μας είχε διδάξει να παίζουμε σούπερ-άμυνα, ένα τομέα στον οποίο, εκείνη την εποχή, κανένας προπονητής δεν έδινε τη δέουσα σημασία.
Ο ΠΑΟ ήταν τότε μια πολύ μεγάλη δύναμη στο άθλημα, που μετρούσε ακόμη και στην Ευρώπη. Εκείνη την περίοδο είχε τερματίσει δεύτερος στο πρωτάθλημα, πίσω από την ΑΕΚ, η οποία τότε είχε την καλύτερη ομάδα της ιστορίας της. Ο ΠΑΟ την περίοδο 1967/68 έκανε συνολικά τρεις ήττες στο πρωτάθλημα (τις δύο από την ΑΕΚ).
Παρά την δυναμικότητα της ΑΕΚ, οι πράσινοι έφεραν βαρέως το γεγονός ότι δεν είχαν μπορέσει να βγουν πρωταθλητές. Ήθελαν να επαναλάβουν την επιτυχία τους της προηγούμενης περιόδου 1966/67 όταν είχαν βγει πρωταθλητές.
Τα αποτελέσματα των δύο αγώνων ΠΑΟ-Ολυμπιακού την πρώτη περίοδο (1967/68) που επέστρεψε στη μεγάλη κατηγορία ο Ολυμπιακός είχαν προξενήσει από την αρχή κάποια εντύπωση.
Σύμφωνα με την δυναμικότητα των αντιπάλων, όλοι περίμεναν ότι θα τρώγαμε πολλά καλάθια διαφορά στο κεφάλι. Οι προβλέψεις μιλούσαν για διαφορά μεταξύ 15-30 πόντων.
Παρ' όλα αυτά, ο Ολυμπιακός στάθηκε αξιοπρεπέστατα και στα δύο παιχνίδια που έγιναν, παρουσία χιλιάδων οπαδών των δύο ομάδων, στο Καλλιμάρμαρο. Μάλιστα είχαμε την πρωτοπορία στο σκορ σε μεγάλα διαστήματα και στους αγώνες. Τελικά, μετά από δύο αμφίρροπους αγώνες, χάσαμε με μικρή διαφορά (75-69) στον αγώνα του πρώτου γύρου, και με ακόμη μικρότερη διαφορά (62-58) στον αγώνα του δεύτερου γύρου.
Ωστόσο αυτό που, προς κατάπληξη όλων, πήγε να γίνει από την πρώτη κιόλας χρονιά δεν καθυστέρησε καθόλου. Συνέβη την αμέσως επόμενη περίοδο (1968/69) και μάλιστα με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι εκείνη τη χρονιά ΠΑΟ όχι μόνο πήρε το πρωτάθλημα, αλλά έφτασε και στους 4 του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης.
Την περίοδο 1968/69 λοιπόν ένας σχεδόν νεοφώτιστος στην Εθνική Κατηγορία Ολυμπιακός, που, σημειωτέον, ήταν μάλιστα χειρότερος (βάσει αποτελεσμάτων) σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά και τερμάτισε πιο κάτω, στην 5η θέση του βαθμολογικού πίνακα, έχοντας στο παθητικό του περισσότερες από την προηγούμενη περίοδο ήττες (9) νίκησε, παρ' όλα αυτά, και μάλιστα και στα δύο ματς του πρωταθλήματος τον φοβερό και τρομερό τότε ΠΑΟ.
Και οι δύο αγώνες έγιναν στο Καλλιμάρμαρο παρουσία πολλών χιλιάδων οπαδών, που κάθονταν σε αντικριστές κερκίδες. Οι περισσότεροι ερυθρόλευκοι κάθονταν παραδοσιακά στην κερκίδα, που είχε πλάτη την οδό Ερατοσθένους και τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Παγκράτι και οι περισσότεροι βάζελοι στην απέναντι κερκίδα.
Στον πρώτο γύρο, ο Ολυμπιακός νίκησε με 68-65 και στο δεύτερο γύρο νίκησε πάλι με 70-67. Μάλιστα ο τελευταίος αυτός αγώνας έγινε λίγες μέρες μετά την πρόκριση του ΠΑΟ επί της Φιντές Νάπολι, γεγονός που είχε αυξήσει σημαντικά το ενδιαφέρον του κόσμου για το συγκεκριμένο ματς. Αξίζει να αν αναφέρουμε τις συνθέσεις των ομάδων για λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια:
3/12/1968: ΠΑΟ- Ολυμπιακός 65-68 (ημίχρονο 27-38)
Διαιτητές: Ταλιαδώρος-Πλαταμώνας
Ολυμπιακός (κόουτς Ματθαίου): Ευστρατίου 25, Ράμμος 15, Παπανάγνος 12, Μάκης Κατσαφάδος 6, Σπανός 5, Καλούδης 3, Πολυκανδριώτης 2, Σταύρος Κατσαφάδος, Στ. Αμερικάνος.
ΠΑΟ (κόουτς Μουρούζης): Παναγιωταράκος 17, Κολοκυθάς 16, Πέππας 10, Πολίτης 9, Ιορδανίδης 8, Κυρίτσης 3, Χαϊκάλης 2, Λεκάκης, Χατζηγεωργίου.
9/3/1969: Ολυμπιακός- ΠΑΟ 70-67 (ημίχρονο 35-36)
Διαιτητές: Καλλίτσης- Ευαγγελάτος
Ολυμπιακός (κόουτς Ματθαίου): Σπανός 25, Παπανάγνος 16, Ράμμος 10, Μάκης Κατσαφάδος 6, Σταύρος Κατσαφάδος 4, Αμερικάνος 4, Ευστρατίου 4, Παπαιωσήφ 1, Καλούδης.
ΠΑΟ (κόουτς Μουρούζης): Κολοκυθάς 29, Παναγιωταράκος 15, Πολίτης 8, Χαϊκάλης 6, Πέππας 5, Ιορδανίδης 4, Κυρίτσης.
Περιττό να αναφέρω τους πανηγυρισμούς του ολυμπιακού κόσμου για τις δύο αυτές μεγάλες και απροσδόκητες νίκες, που ήλθαν τόσο γρήγορα και απρόσμενα, ενώ κατά τους ειδικούς θα έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια προτού ο Ολυμπιακός μπορέσει να νικήσει τον ΠΑΟ στο μπάσκετ. Ακόμη αντηχούν στα αυτιά μου μαζικά ερυθρόλευκα συνθήματα όπως: το «ο Μουρούζης κλαίει» ή το «Πέππα, το φουρό σου».
Ο Τύπος την επόμενη μέρα των δύο προαναφερόμενων αγώνων μιλούσε για εκπληκτικά αποτελέσματα, που κανείς δεν τα περίμενε.
Πολιτικές εφημερίδες έγραψαν μετά το πρώτο ματς επί λέξει: «Αποτέλεσμα βόμβας χθες το βράδυ εις το πρωτάθλημα μπάσκετ εθνικής κατηγορίας. Ο Ολυμπιακός προς γενικήν έκπληξιν ενίκησε τον ΠΑΟ 68-65», ενώ αθλητικές (όπως η ΗΧΩ) έγραψαν την επομένη μέρα του δεύτερου ματς: «Κανείς δεν περίμενε την επιβολή της πειραικής ομάδος, η οποία απέδειξε ότι γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλην ομάδα να κερδίζη τους «πρασίνους».
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι οι δύο αυτές ήττες ήταν οι μόνες ήττες που υπέστη ο ΠΑΟ στο πρωτάθλημα της περιόδου 1968/69. Δηλαδή έχασε μόνο από τον Ολυμπιακό ή αν θέλετε την μόνη ομάδα, που δεν μπόρεσε να κερδίσει ήταν ο Ολυμπιακός.
Παρ' όλα αυτά οι συγκεκριμένες δύο ήττες δεν του στοίχισαν πολύ τελικά, αφού μπόρεσε να κατακτήσει τον τίτλο, νικώντας τρεις φορές την ΑΕΚ, δύο φορές στη διάρκεια του πρωταθλήματος και μια στον αγώνα μπαράζ, που διεξήχθη τότε, λόγω ισοβαθμίας των δύο ομάδων, αφού δεν υπήρχε τότε άλλη πρόβλεψη για την ανάδειξη του πρωταθλητή σε περιπτώσεις ισοβαθμίας.
Έτσι η ΑΕΚ που, σημειωτέον, δεν έχασε εκείνη τη σεζόν από άλλη ομάδα παρά μόνο από τον ΠΑΟ, δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί το δώρο των δύο νικών του Ολυμπιακού. Άξια της τύχης της…
Γιατί όμως οι νίκες του Ολυμπιακού προκάλεσαν τότε τόση έκπληξη; Μα γιατί ο ΠΑΟ ήταν εκείνη την εποχή πολύ καλύτερη ομάδα από τον Ολυμπιακό. Ήταν ένα από τα δύο μεγάλα φαβορί για πρωτάθλημα και ένα μόνο αντίπαλο υπολόγιζε, την ΑΕΚ. Οι παίκτες που είχε ο ΠΑΟ ήταν ασύγκριτα πιο ποιοτικοί, ικανοί, αλλά και πολύ πιο έμπειροι από τους αντίστοιχους δικούς μας.
Ο Ολυμπιακός, στη συνείδηση όλων ανεξαιρέτως των φιλάθλων, ήταν μια μέτρια και άπειρη στο πρωτάθλημα ομάδα, χωρίς ιδιαίτερα αξιόλογους παίκτες, που μόλις είχε επιστρέψει, μετά κόπων και βασάνων, από την τότε (ας την πούμε έτσι) Α2.
Η διαφορά του έμψυχου υλικού μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ ήταν χαώδης. Για να φανεί αυτή η διαφορά αρκεί να επισημάνουμε απλώς και μόνο τα εξής δύο σημεία όσον αφορά τους παίκτες που αγωνίστηκαν στους δύο προαναφερόμενους αγώνες.
(α) Από τους προαναφερθέντες παίκτες του ΠΑΟ, έξι (6) συνολικά αγωνίστηκαν στην Εθνική Ελλάδας, έχοντας, όλοι μαζί, ένα μεγάλο αριθμό 329 συνολικά διεθνών συμμετοχών και ένα πολύ μεγάλο σύνολο πόντων 3.322. Αντίθετα οι δικοί μας διεθνείς ήταν μόνο τρεις (Σπανός, Μ. Κατσαφάδος, Ράμμος) με ένα πολύ μικρό αριθμό συνολικών συμμετοχών (70) και ένα επίσης πολύ μικρό αριθμό συνολικών πόντων (318).
(β) Όλοι, δηλαδή και οι εννιά (9) παίκτες του ΠΑΟ που αγωνίστηκαν στα προαναφερόμενα ματς πήραν στην καριέρα τους πρωτάθλημα. Σχεδόν όλοι από αυτούς πήραν από 3-7 πρωταθλήματα. Αντίθετα μόνο δύο παίκτες του Ολυμπιακού ( Ράμμος και Σπανός) κατάφεραν να στεφθούν πρωταθλητές (δύο φορές) στην καριέρα τους
Η σύγκριση των αριθμών είναι καταλυτική. Ειδικότερα η θητεία στην Εθνική ομάδα μπορεί να μην είναι πάντα το ιδανικό, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ένα καλό ποιοτικό κριτήριο. Αδικία σε βάρος τους στην Εθνική ομάδα δεν υπήρξε. Ο μόνος που δεν έπαιξε στην Εθνική Ανδρών και είχε ενδεχομένως το ταλέντο για να παίξει ήταν ο ζογκλέρ Μανώλης Ευστρατίου, που είχε πατέρα Έλληνα και μητέρα Αιγύπτια. Αλλά στη θέση του υπήρχαν εκείνη την εποχή πάρα πολλοί ακόμη ικανότατοι παίκτες, που προτιμούσαν οι προπονητές της Εθνικής.
Ο ΠΑΟ είχε δημιουργήσει μεθοδικά, μετά από πολύχρονο μεθοδικό προγραμματισμό, μια πολύ ενισχυμένη και δυνατή ομάδα πρωταθλητισμού, στηριγμένη σε μεταγραφές πολύ γνωστών και σπουδαίων παικτών υψηλού επιπέδου, που είχαν προκαλέσει πάταγο.
Αρχικά προσέγγιζε τους μπασκετμπολίστες που τον ενδιέφεραν και μετά τα σωματεία τους. Όταν τα σωματεία δεν συναινούσαν, επικαλείτο απειλητικά ή και χρησιμοποιούσε το ισχύον τότε σύστημα των δεκατετράμηνων αποκλεισμών. Στη συνέχεια, κάτω από την πίεση αυτή, τα σωματεία συνήθως μαλάκωναν τη στάση τους και έτσι ο ΠΑΟ πετύχαινε τη συντόμευση των διαδικασιών σε διοικητικό επίπεδο (ομοσπονδία ΣΕΓΑΣ).
Με τον τρόπο αυτό απέκτησε μεταξύ άλλων τον μεγάλο άσο της Νήαρ Ήστ Κώστα Πολίτη, μετά τον τεράστιο Κολοκυθά από τον Σπόρτινγκ, αλλά και τον κορυφαίο «ψηλό» Πέππα από τον Πανιώνιο. Όλες αυτές οι «μεταγραφές» (ουσιαστικά «αρπαγές») αυτές είχαν δημιουργήσει μεγάλο σάλο και είχαν σκοτεινές πλευρές. Ειδικότερα η μετακίνηση του Πέππα θεωρήθηκε μέγα σκάνδαλο της εποχής και στάθηκε η αιτία να διακοπούν οι σχέσεις ΠΑΟ και Πανιωνίου.
Απέναντι στις «μεταγραφές» των πασίγνωστων αυτών παικτών της εποχής που αποκτούσε ο ΠΑΟ, οι καλύτεροι που είχε κατορθώσει να αποκτήσει ο Ολυμπιακός της εποχής ήταν οι άσημοι παίκτες: Σπανός, Στ. Αμερικάνος και Παπανάγνος που έπαιζαν στην ΧΑΝ Νικαίας και τους οποίους πήρε (ως τριπλό πακέτο) ο Ολυμπιακός, άκοπα και ανέξοδα, επειδή η ομάδα μπάσκετ της ΧΑΝΝ διαλύθηκε, έπαψε να υφίσταται και οι παίκτες έμειναν ελεύθεροι.
Επιπλέον, ο ΠΑΟ είχε πάντα ένα πολύ ικανοποιητικό προϋπολογισμό για τις δαπάνες και τις όποιες αμοιβές αθλητών. Οι συνεισφορές λεφτάδων ποτέ δεν έλειψαν. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο καταπράσινος μεγαλοεισοδηματίας Μπλούης Διακάκης, που είχε τρέλα με το μπάσκετ, όχι μόνο πλήρωνε πάντα αδρά για το μπάσκετ του ΠΑΟ, αλλά κάποια εποχή έφτασε σε σημείο να κάνει πανίσχυρο και τον Τρίτωνα, ο οποίος έγινε ανταγωνιστής στο πρωτάθλημα του ΠΑΟ, δηλαδή της ομάδας που ο χοντρό-Μπλούης λάτρευε.
Ωστόσο ο Ολυμπιακός την περίοδο 1968/69 ανέτρεψε όλα τα προγνωστικά και ξεπέρασε όλους τους αρνητικούς παράγοντες και νίκησε τον πολύ ανώτερό του αντίπαλο. Μάλιστα --και εδώ είναι το κυριότερο-- τον νίκησε και στους δύο αγώνες, που έγιναν μέσα στην ίδια περίοδο. Οπότε εκτός από το «ο καλύτερος νικά τον χειρότερο», που πήγε περίπατο, το ίδιο συνέβη και με το «συνήθως» ή το «κατά κανόνα», που πήγαν κι αυτά επίσης περίπατο.
Πολλοί απέδωσαν τις νίκες αυτές στις έντονες αναμνήσεις από τη διαιτητική σφαγή του Αποστολίδη το 1964 σε ένα αγώνα που ο Ολυμπιακός έχασε από τον ΠΑΟ στο Πασαλιμάνι με 61-65, που λειτούργησε σαν κίνητρο αυξημένης αγωνιστικότητας και αγωνιστικού ρεβανσισμού, μια που το αποτέλεσμα εκείνο είχε θεωρηθεί το επίσημο πιστοποιητικό υποβιβασμού της ομάδας μας (το «ύστατο καρφί στο φέρετρο»).
Τότε ο διαιτητής Αποστολίδης είχε γλιτώσει το λιντσάρισμα από 2.500 οπαδούς του Ολυμπιακού χάρις σε επιχείρηση πλωτής φυγάδευσής του μέσω θαλάσσης.
Άλλοι τις απέδωσαν στο στην ιστορία και στην αιώνια αντιπαλότητα των δύο ομάδων, που έχουν ως αποτέλεσμα να διευκολύνονται οι αγωνιστικές υπερβάσεις. Άλλοι μίλησαν για τον σχεδόν μεταφυσικό φόβο και ταραχή, που προκαλούσε το όνομα του Ολυμπιακού στον αιώνιο αντίπαλό του, παντού σε όλα τα σπορ.
Σε κάθε περίπτωση, οι μπασκετμπολίστες του Ολυμπιακού και στα δύο παιχνίδια τα έδωσαν όλα. Κατέθεσαν και την ψυχή τους στο γήπεδο και στους δύο αγώνες. Και εξάλειψαν τη μεγάλη διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στις δύο ομάδες.
Δηλαδή, για να πω και την κακία μου, έκαναν το εντελώς αντίθετο από αυτό που έκαναν στους περισσότερους αγώνες οι παίκτες της φετινής ομάδας.
Η διαφορά μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ τα αμέσως επόμενα χρόνια που ακολούθησαν το 1969 μειώθηκε περισσότερο, αλλά παρέμεινε αισθητή, καθώς εμείς βελτιωνόμασταν, αλλά και ο ΠΑΟ δεν σταμάτησε να ενισχύεται. Κάθε φορά όμως που έπαιζαν οι δύο ομάδες, οι αγώνες ήταν πάντα ντέρμπι και οι νίκες μοιρασμένες. Ο ΠΑΟ εξακολουθούσε να υπερέχει ως ομάδα, να παίρνει τίτλους ή να παίρνει υψηλότερες θέσεις στη βαθμολογία, αλλά όταν αντιμετώπιζε τον Ολυμπιακό τα έβρισκε πάντα μπαστούνια. Αυτό είχε ως συνέπεια οι ήττες του από τον Ολυμπιακό να σταματήσουν πλέον να αποτελούν έκπληξη.
Όσο περνούσαν τα χρόνια και με τον ερχομό των Ελληνοαμερικάνων του Ολυμπιακού, η διαφορά δυναμικότητας μεταξύ των δύο ομάδων χανόταν ολοένα και πιο πολύ μέχρι πλήρους εξισορρόπησης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Ολυμπιακός πήρε τα ηνία, μολονότι στον ΠΑΟ δεν έπαψαν ποτέ να προστίθενται μεγάλοι παίκτες όπως οι: Κέφαλος, Κορωναίος, Κόντος, Νέλσον-Στεργάκος, Κοκολάκης κ.λπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου