Υπάρχουν αρκετοί οπαδοί του Ολυμπιακού, που στενοχωριούνται υπερβολικά επειδή η ομάδα μπάσκετ μπορεί να πέσει στην Α2 και να παίζει με ομαδούλες από όλη τη χώρα. Μερικοί το θεωρούν καταστροφή ή ντροπή, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς μιλάνε για ένα απαράδεκτο μελανό στίγμα στην ιστορία του συλλόγου, που υποβαθμίζει το κύρος του και χαλάει την εικόνα και το γόητρο της ομάδας. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι νέοι σε ηλικία και δεν έχουν διαβάσει όλη την ιστορία του συλλόγου, ακόμη κι αυτή τη συχνά τόσο ελλιπή και διαστρεβλωμένη.
Ας πάρουμε λοιπόν το χειρότερο σενάριο, δηλαδή ότι όντως οριστικοποιείται η πτώση μας στην Α2. Αυτό που θα πω θα μπορούσε σε γενικές γραμμές να συνοψιστεί σε ένα «so what?», αλλά δεν μου αρέσουν τα αμερικάνικα.
Κατ’ αρχάς, θα υπενθυμίσω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που πέφτουμε από την πρώτη τη τάξει εθνική κατηγορία στο μπάσκετ. Συνεπώς δεν πρόκειται για κάτι πρωτοφανές, που θα δημιουργούσε ένα αδιανόητο αρνητικό ρεκόρ. Είχαμε ξαναπέσει την περίοδο 1963/64, λίγα χρόνια μετά από την κατάκτηση του αήττητου πρωταθλήματος Ελλάδας του 1960, και μάλιστα μολονότι πριν από ελάχιστα χρόνια ήμασταν η πρώτη ελληνική ομάδα, που έπαιξε σε διοργανώσεις της Ευρώπης στο άθλημα.
Και μάλιστα τότε ο υποβιβασμός μας οφειλόταν σε αγωνιστικούς λόγους, αφού η ομάδα υστερούσε πολύ, λόγω διαφόρων προβλημάτων. Όσο και αν αδικήθηκε πολλές φορές από τη διαιτησία, όσο και αν αποδυναμώθηκε από τις απουσίες ή την ηλικιακή επιβάρυνση βασικών στελεχών της, το γεγονός ότι έκανε 13 ήττες σε 18 αγώνες μιλάει από μόνο του.
Όταν υποβιβαστήκαμε τότε, δεν αγωνιστήκαμε ούτε καν σε πανελλήνια εθνική κατηγορία όπως είναι σήμερα η Α2. Βολοδέρναμε λοιπόν στα τοπικά του κέντρου, σύμφωνα με το σύστημα της εποχής. Ήταν μια δυσάρεστη περίοδος για τον Ολυμπιακό, που διήρκεσε μάλιστα πολύ (τρεις χρονιές). Αργήσαμε λοιπόν να επιστρέψουμε στη μεγάλη κατηγορία κι αυτό έκανε την κατάσταση πολύ χειρότερη. Η διοίκηση Ανδριανόπουλου δεν πολυενδιαφερόταν για το τμήμα, σε αντίθεση με τον κόσμο, που δεν σταμάτησε να γκρινιάζει και να διαμαρτύρεται, ζητώντας την αναβάθμισή του.
Κάτω από την πίεση του κόσμου, η ομάδα αναδιοργανώθηκε (μη φαντασθείτε βέβαια τίποτε σπουδαία πράγματα). Όταν μάλιστα ανατέθηκε στον Ματθαίου, δρομολογήθηκε άμεσα η επιστροφή μας στην μεγάλη κατηγορία του μπάσκετ, όπου ξαναβρεθήκαμε την περίοδο 1967/68.
Οπωσδήποτε η περιπέτεια αυτή του υποβιβασμού και της μακράς περιπλάνησης στην μικρότερη κατηγορία δεν ήταν ένα τιμητικό γεγονός.
Ερωτώ όμως: Στάθηκε αυτό το γεγονός ικανό να εμποδίσει τον σύλλογο να βρει τον δρόμο του και να γίνει στο μπάσκετ αυτός που έγινε; Στάθηκε ικανό να εμποδίσει την κατάκτηση τόσων τίτλων, εθνικών και ευρωπαϊκών;
Κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν ότι η εν λόγω περιπέτεια καθυστέρησε την πρόοδο του τμήματος ή μας έβλαψε σε κάποιους τομείς.
Ακόμη και αν αυτό το επιχείρημα ήταν σωστό και βάσιμο, θα τους θυμίσω ότι από το 1961 ως το 1964, βρισκόμασταν μεν ανάμεσα στους μεγάλους, αλλά δεν συμμετείχαμε σε καμία φάση των τελικών του πανελληνίου πρωταθλήματος μπάσκετ.
Θα τους θυμίσω όμως και κάτι άλλο: τα πάμπολλα «πέτρινα χρόνια» που έχει περάσει η ομάδα σε διάφορα χρονικά διαστήματα ιδίως από το 1980 και έπειτα. Και τότε βρισκόμασταν στην κορυφαία κατηγορία, αλλά κάθε άλλο παρά πρωταγωνιστούσαμε ή διακρινόμασταν. Πολλοί από σας θα τα θυμόσαστε ή θα τα ξέρετε καλά.
Ερωτώ: εκείνα τα άσχημα χρόνια του τότε υποβιβασμού μας τη δεκαετία του 1960 έβλαψαν περισσότερο από τα πολλά, άλλα εντελώς «αποτυχημένα» χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων ήμασταν μεν στην Α1, αλλά σε ρόλο κομπάρσων;
Επιπλέον, όλο το πανελλήνιο γνωρίζει σήμερα ότι αν τελικά πέσουμε στην Α2, αυτό δεν οφείλεται σε αγωνιστικούς λόγους όπως τότε, αλλά σε μια συνεπή, έντιμη και αποφασιστική στάση, την οποία ήταν υποχρεωμένος να ακολουθήσει κάθε σύλλογος με ιστορία, παράδοση, αρχές και αξίες.
Ως εκ τούτου, τα πράγματα τώρα είναι πολύ καλύτερα από τότε όσον αφορά τον μπαμπούλα της Α2 για δύο λόγους. Αφενός μεν, σήμερα πέφτεις για λόγους εξωαγωνιστικούς και όχι για αγωνιστικούς. Κανείς (εκτός του Τράκη βέβαια, που σε λίγο θα αρχίσει να λοιδορεί και τον ίδιο του τον εαυτό) δεν μπορεί να σε λοιδορήσει ότι δεν έχεις καλή ομάδα. Αφετέρου, τότε η Α΄ Εθνική (η τότε Α1) ήταν το Α και το Ω του ελληνικού μπάσκετ. Εκεί δινόντουσαν όλες οι μάχες. Το πρωτάθλημα αποτελούσε τον άξονα, γύρω από το οποίο όλα περιστρέφονταν. Αντίθετα, στη σημερινή πραγματικότητα, τι αντιπροσωπεύει η σύγχρονη γελοιογραφία και καρικατούρα του πρωταθλήματος της Α1;
Το τμήμα μπάσκετ του Ολυμπιακού είναι ένα πολύπαθο τμήμα. Έχει περάσει διαχρονικά πολλές δυσκολίες Δεν έχει αντιμετωπιστεί ιστορικά και συνολικά όπως θα έπρεπε από ένα τόσο μεγάλο σύλλογο όπως ο Ολυμπιακός και όπως θα άξιζε σε ένα τόσο σπουδαίο άθλημα.
Το αντίθετο ισχύει στον ΠΑΟ, που παραδοσιακά πάντα πρόσεχε το μπάσκετ πολύ περισσότερο ή, τέλος πάντων, όσο μπορούσε, ακόμη και όταν βρισκόταν σε περιόδους ισχνών αγελάδων ή πολλών προβλημάτων.
Κι όμως, το μπάσκετ του Ολυμπιακού, παρά τα όσα έχει τραβήξει, παρά τα μύρια κύματα από τα οποία έχει περάσει, έχει αντέξει αρκετές φορές σχεδόν μόνο του, χάρις κυρίως στην προσπάθεια και το φιλότιμο μιας παρεών λίγων ατόμων.
Με τη σημερινή ευκαιρία, θα σας διηγηθώ σύντομα, στο σημείο αυτό, κάποιες μικρές και ίσως άγνωστες ιστορίες για εκείνα τα παλιά ταλαίπωρα χρόνια ζωής του τμήματος των δεκαετιών 1950 και 1960, τα χρόνια που το ενδιαφέρον για το μπάσκετ εκ μέρους της διοίκησης του Ολυμπιακού ήταν ελάχιστο, αν όχι ανύπαρκτο.
(1) Μεγάλες διαστάσεις δημοσιότητας είχε πάρει πολύ παλιότερα η επί πολλά χρόνια κοροϊδία της διοίκησης στους μπασκετμπολίστες Φιλίππου, Βαμβακούση και Πολυχρονίου, όλους τους «γέννημα-θρέμμα» ολυμπιακούς.
Στους μπασκετμπολίστες αυτούς οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις που δίνονταν για επαγγελματική τακτοποίηση διήρκεσαν περισσότερα χρόνια από το σήριαλ «Άγνωστος Πόλεμος» του Φώσκολου.
Τελικά τίποτε δεν έγινε, με αποτέλεσμα οι παίκτες κάποια στιγμή να χάσουν την «ιώβειο» υπομονή τους και να αποχωρήσουν με βαριά καρδιά από την ομάδα, όπου είχαν μεγαλώσει. Ο διεθνής Φιλίππου σταμάτησε πρώτος από όλους και ήθελε να μπαρκάρει στα καράβια για να ζήσει. Ο Βαμβακούσης με τον Πολυχρονίου αποχώρησαν κι αυτοί και υποχρεώθηκαν να δεχτούν πρόταση του (κρατηθείτε!) Απόλλωνα Αθηνών, που αναλάμβανε να τους τακτοποιήσει επαγγελματικά κάπου. Την ίδια ώρα τα ρουσφέτια διορισμών και προσλήψεων διαφόρων πολιτών στο πολιτικό γραφείο του Ανδριανόπουλου «πήγαιναν και ερχόντουσαν», αλλά ακόμη και αν επρόκειτο για ανθρώπους του Ολυμπιακού, δεν υπήρχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μπάσκετ, αφού για τον πρόεδρο του συλλόγου μόνο το ποδοσφαιρικό τμήμα υπήρχε.
Όταν αργότερα βρέθηκε η φόρμουλα να επανέλθουν οι αποχωρήσαντες παίκτες (που δεν μπορούσαν να αντέξουν μακριά από τον Ολυμπιακό), αξιώθηκε από τη διοίκηση να προβούν σε άκρως απολογητικές έως εξευτελιστικές δηλώσεις μετανοίας. Και πάλι όμως η τακτοποίησή τους (ιδίως του Βαμβακούση στη ΔΕΗ) έγινε περισσότερο από φίλους, παρά από την ίδια τη διοίκηση. Όλες αυτές οι καταστάσεις, όμως, που εκπορεύονταν από αδιαφορία προς το άθλημα και την ομάδα του μπάσκετ επέδρασαν και επιτάχυναν την αγωνιστική παρακμή του τμήματος.
(2) Στο τμήμα μπάσκετ υπήρχε ανέκαθεν μεγάλη έλλειψη υλικού λόγω κόστους. Υπήρχαν μόνο τα απολύτως απαραίτητα και αυτά όχι πάντα και όχι σε επάρκεια. Κάποια στιγμή, μια φαεινή ιδέα επικράτησε μεταξύ των παικτών της ομάδας και των όσων καθημερινά ανήκαν σε αυτήν την οικογένεια ή την πλαισίωναν.
Εκείνη την εποχή, ο Ολυμπιακός είχε αρχίσει να παίζει φιλικά παιχνίδια με την ομάδα του αμερικανικού στόλου, που αγκυροβολούσε στην περιοχή. Τα φιλικά αυτά παιχνίδια θεωρούνταν πολύ ωφέλιμα, γιατί οι Αμερικανοί παίκτες που τύχαινε να υπηρετούν κάθε άλλο παρά άσχετοι ήταν. Είχαν γίνει μάλιστα ένα δυο αγώνες, άλλοτε σε γήπεδα μπάσκετ, που υπήρχαν μέσα σε ορισμένα αεροπλανοφόρα και άλλοτε στο Πασαλιμάνι, στο ανοιχτό γήπεδο του Ολυμπιακού, μπροστά στην παλιά λέσχη της ομάδας.
Οι παίκτες μας είχαν παρατηρήσει ότι κατά τη διάρκεια των αγώνων στο γήπεδο μας η μπάλα είχε τύχει μια δυο φορές να πέσει στη θάλασσα. Έτσι συνέλαβαν το εξής σχέδιο:
Κατ’ αρχάς, όλοι οι αγώνες θα γινόντουσαν στο Πασαλιμάνι. Οι μπάλες θα ήταν, όπως πάντα, μπάλες των Αμερικανών. Κατά τη διάρκεια των αγώνων, κάποιες λίγες, αλλά πάντως περισσότερες από ό,τι στο παρελθόν φορές, ιδίως εφόσον αυτό έμοιαζε δικαιολογημένο από τις περιστάσεις, η μπάλα θα είχε μεγαλύτερη δύναμη, ώστε να πάει στη θάλασσα. Εκεί υπήρχε μια βάρκα οπαδού του Ολυμπιακού, που είχε αποστολή να την μαζεύει.
Με τον τρόπο αυτό το τμήμα μπάσκετ του Ολυμπιακού απέκτησε μερικές αμερικανικές μπάλες, που τόσο του έλλειπαν, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, οι οποίοι ποτέ δεν τις ζήτησαν, αφού τις θεώρησαν χαμένες. Άλλωστε είχαν άφθονες μπάλες και δεν τους ένοιαζε ιδιαίτερα να ψάξουν το θέμα.
Η κατάσταση όμως αργότερα πήγε να ξεφύγει και να χοντρύνει όταν κάποια στιγμή κάποιοι, που είχαν γλυκαθεί, προσπάθησαν στη συνέχεια να κάνουν κάτι ανάλογο και με τα αθλητικά παπούτσια των αμερικανών παικτών, την ώρα που αυτοί βρισκόντουσαν στις ντουζιέρες.
(3) Έχω γράψει παλιότερα για την ομάδα μας, που πήρε το αήττητο πανελλήνιο πρωτάθλημα μέσα στη Θεσσαλονίκη στο γήπεδο της ΧΑΝΘ το 1960.
Μεταξύ άλλων είχα γράψει για την αποθέωση που γνώρισε η ομάδα αυτή με τη λήξη του πρωταθλήματος όταν οι θεατές, στη πλειοψηφία τους Θεσσαλονικείς, την καλούσαν να κάνει τον γύρο του θριάμβου, όπως και τον έκανε.
Ένας από τους βασικούς λόγους που οι φίλαθλοι αυτοί συμπάθησαν τόσο πολύ την ομάδα ξέρετε ποιος ήταν; Το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης, που κράτησε μια εβδομάδα και πλέον, οι παίκτες μας διανυκτέρευαν σε ράντζα σε χώρο του γηπέδου της ΧΑΝΘ, επειδή η διοίκηση Ανδριανόπουλου δεν πλήρωνε ξενοδοχείο.
Μπορεί το γεγονός αυτό να φαίνεται άσχημο, αλλά από την άλλη, είχε ένα καλό. Με τον τρόπο αυτό, η ομάδα ανέπτυξε μια διαρκή στενότερη καθημερινή τριβή και σχέση με τους ανθρώπους του γηπέδου, αλλά και της πόλης γενικότερα και έγινε πιο συμπαθής και αγαπητή.
Το μόνο που πλήρωνε η διοίκηση ήταν το φαγητό, αλλά υπό τον όρο να επρόκειτο περί «ελεγχόμενης διατροφής», δηλαδή να μην έτρωγε ο καθένας μεγάλη ποσότητα ή πολύ ακριβά φαγητά.
Εδώ θα μου επιτρέψετε να θυμηθώ τον Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος όταν πήραμε το πρώτο πρωτάθλημα 1992/93, ανάμεσα στα κύρια προβλήματα, που ανέφερε στον απολογισμό του για τον βαθμό δυσκολίας του τίτλου, στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι «η ομάδα πέρασε 118 μέρες σε ξενοδοχεία». Κάντε τις συγκρίσεις σας με τις ηρωικές εποχές, στις οποίες αναφερόμαστε.
(4) Στον Ολυμπιακό, υπήρχε ένα πολύ αξιόλογο τμήμα γυναικείου μπάσκετ, που δημιουργήθηκε φυσικά προτού αναλάβει την προεδρία ο Ανδριανόπουλος.
Στο γυναικείο μπάσκετ, από το 1952 μέχρι το 1959, ο Ολυμπιακός κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα κέντρου (δεν υπήρχαν πανελλήνια).
Το τμήμα διαλύθηκε το 1960 από τον Ανδριανόπουλο, που το θεώρησε περιττή πολυτέλεια.
Καλύτερη παίκτρια της ομάδας και μια από τις ιστορικές μορφές του αθλήματος ήταν η Λουκία Σκριβάνου, κι αυτή γέννημα-θρέμμα Ολυμπιακός, στον οποίο πρωτοπήγε το 1952, προτού κλείσει τα δεκατέσσερα χρόνια της.
Η Λουκία Σκριβάνου υπήρξε δεινή σκόρερ. Για παράδειγμα, το 1957, είχε βγει πρώτη σκόρερ του πρωταθλήματος με 252 συνολικά πόντους, περίπου 100 περισσότερους από τη δεύτερη Ζαπονίδου.
Υπήρξε η μπασκετμπολίστρια που πέτυχε το πρώτο καλάθι στην ιστορία της Εθνικής γυναικών Ελλάδας, στον παρθενικό αγώνα της με τον Λίβανο 68-32, που διεξήχθη την 15.4.1958. Στον αγώνα εκείνο, ήταν μακράν η πρώτη σκόρερ της Εθνικής μας, με 23 πόντους.
Εκτός από μπάσκετ ασχολήθηκε, πάντα ως παίκτρια του Ολυμπιακού, με το πινγκ-πονγκ, στο οποίο, από το 1961 ως το 1983, αναδείχτηκε 11 φορές πρωταθλήτρια Ελλάδας.
Εκτός από το μπάσκετ είχε αγωνιστεί ως αθλήτρια του Ολυμπιακού και στον στίβο. Η σημαντικότερη όμως προσφορά της στο πεδίο αυτό ήταν που πήρε από το χέρι και έφερε στον Ολυμπιακό τον Ντίνο Βεντίκο, τον αδιαμφισβήτητο αναμορφωτή του τμήματος στίβου της ομάδας.
Όταν διαλύθηκε το τμήμα γυναικείου μπάσκετ του συλλόγου, η Λ. Σκριβάνου αναγκαστικά κατέληξε στον Πειραϊκό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου