Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

The Human Factor: Ο Καραπιάλης, ο Μποτίνος και μερικοί άλλοι

Υπήρξαν πολλοί παίκτες που σε νεανική ηλικία ήταν ένθερμοι οπαδοί κάποιων ομάδων και τελικά κατέληξαν σε άλλες από αυτές που αγαπούσαν, όπου μάλιστα και διέπρεψαν. Μάλιστα στις ομάδες που πήγαν, χωρίς να υιοθετήσουν συναισθηματικά κριτήρια, δέθηκαν τόσο πολύ ώστε έγιναν φανατικοί οπαδοί τους και κάποιοι ακόμη και «σημαίες» τους. Με λίγα λόγια, έκαναν αυτό που είναι κυριολεκτικά ασύλληπτο και αδιανόητο για τον απλό οπαδό: «άλλαξαν ομάδα», όπως λέγαμε όταν ήμασταν παιδιά. 






Για παράδειγμα, ο Δομάζος ήταν φανατικός Ολυμπιακός και θαυμαστής του Μπέμπη, που τον είχε ποδοσφαιρικό ίνδαλμα. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να λατρέψει στη συνέχεια τον ΠΑΟ και να γίνει ο μεγαλύτερος παίκτης στην ιστορία των πράσινων. Ο δικός μας Πολυχρονίου ήταν κάτι ανάλογο. Γνωστός και δακτυλοδεικτούμενος οπαδός της ΑΕΚ σε όλη την Ανατολική Αττική, έγινε μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ομάδας μας, στην οποία αφοσιώθηκε «ψυχή τε και σώματι» και έδωσε τα πάντα. Ο Κοτρίδης, μια ακόμη ηρωική μορφή του Ολυμπιακού, που όμως ήθελε να πάει στην ΑΕΚ και μόνο επειδή εκείνη τον απέρριψε, κατέληξε σε μας. Μάλιστα, η απόρριψη που έφαγε, τον έκανε να μισήσει πολύ την ΑΕΚ και να αγωνίζεται με ιδιαίτερο φανατισμό εναντίον της. Αλλά και από τη νεότερη εποχή υπάρχουν παραδείγματα, όπως ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, που, λόγω οικογενειακών καταβολών, ήταν βαμμένος βάζελος, γεγονός που δεν δίσταζε μάλιστα να το διακηρύττει και δημόσια. Στη συνέχεια όμως, όταν ήρθε στον Ολυμπιακό, υποκλίθηκε στο μεγαλείο του Θρύλου και έγινε φανατικός οπαδός του.

Πολύ σπάνια υπήρξε περίπτωση --ιδίως μεγάλου ποδοσφαιριστή-- που να έπαιξε και να συνδέθηκε με μια ομάδα διαφορετική από αυτή που αγαπούσε όταν ήταν νέος, αλλά, παρ’ όλα αυτά, να εξακολούθησε να αγαπά κατά βάθος την ομάδα της νεανικής του ηλικίας και επιλογής, εκείνη στην οποία ποτέ δεν αγωνίστηκε.

Μια τέτοια σπάνια και χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η περίπτωση του μεγάλου διεθνή σεντερ-μπακ του ΠΑΟ Λινοξυλάκη, ο οποίος ήταν οπαδός της ΑΕΚ και είχε καημό να παίξει εκεί, αλλά τελικά τα πράγματα ήρθαν έτσι που κατέληξε στους βάζελους. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και όταν έγινε πρωταγωνιστής στον ΠΑΟ, έψαχνε στα κρυφά την ευκαιρία να πάει να δει αγώνες της ΑΕΚ. Εκεί όμως που τους κούφανε όλους ήταν όταν κάποτε παρουσιάστηκε στο ΔΣ του ΠΑΟ και ζήτησε να του επιτρέψουν να ενισχύσει την ΑΕΚ σε κάποιους φιλικούς διεθνείς αγώνες στο εξωτερικό, μόνο και μόνο για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του, που ήταν να αγωνιστεί με τη φανέλα της ΑΕΚ !

Μια άλλη τέτοια περίπτωση ήταν ο αρχηγός του ΠΑΟ κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ο Χιονίδης, που αγωνίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος, μπορεί να φορούσε στο στήθος το τριφύλλι, αλλά μέσα από τη φανέλα, η καρδιά του χτυπούσε μόνο για τον Ολυμπιακό και τον δαφνοστεφή έφηβο.

Όμως ο Χιονίδης φρόντιζε να κρατά πιο κρυφά από τον Λινοξυλάκη τα ποδοσφαιρικά του αισθήματα.

Άλλοι ποδοσφαιριστές ανήκαν σε μια άλλη, διαφορετική κατηγορία. Μετακινήθηκαν από μια ομάδα σε μια άλλη, εγκαταλείποντας τον παλιό τους σύλλογο, χωρίς όμως να δεθούν στην πραγματικότητα με την ομάδα, όπου πήγαν, την οποία ποτέ δεν αγάπησαν, αφού η επιλογή τους να μετακινηθούν ήταν καθαρά εγωιστική ή/και συμφεροντολογική.

Τέτοιες περιπτώσεις ήταν οι περιπτώσεις του Δεληκάρη και του Σαργκάνη. Και οι δύο ήταν καθαρά ολυμπιακών φρονημάτων, που δεν άλλαξαν ακόμη και όταν πήγαν στον ΠΑΟ, τον οποίο στην πραγματικότητα ουδέποτε αγάπησαν.

Πρόλαβαν όμως και οι δύο να δώσουν τις συγκλονιστικές θεατρικές παραστάσεις τους για να πείσουν περί του αντιθέτου τους πράσινους οπαδούς. Έτσι ο μεν Δεληκάρης σήκωσε (από πού και ως πού άραγε; δεν είχε άλλους παίκτες ο ΠΑΟ;), οδυρόμενος, το φέρετρο στην κηδεία του μεγαλύτερου αντιολυμπιακού παράγοντα όλων των εποχών, του Μαντζεβελάκη. Ο δε Σαργκάνης, στον περίφημο τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας του 1988, ουρλιάζοντας από χαρά, γνωστοποίησε από τηλεοράσεως σε όλη την ελληνική επικράτεια ότι έχωσε στον κώλο τα λεφτά των αντιπάλων.

Στη συνέχεια βέβαια και οι δύο μετάνιωσαν και απολογήθηκαν, με τη συγγνώμη του Δεληκάρη να είναι χρονικά πιο άμεση και να δείχνει πιο καθαρή και ειλικρινής, σε σύγκριση με αυτή του Σαργκάνη. Το τεράστιο μελανό στίγμα όμως και για τους δύο παραμένει.

Αντίθετα, η περίπτωση του Κυράστα ήταν διαφορετική και ξεκάθαρη. Κατ’ αρχάς ήταν βάζελος που προερχόταν από οικογένεια βάζελων. Στην εφηβική του Ολυμπιακού τον έφερε το μάτι του Υφαντή, αλλά τον ίδιο τον παίκτη ποτέ δεν τον άγγιξε το μεγαλείο του Θρύλου, στον οποίο μόνο φαινομενικά γαλουχήθηκε.

Κοιτούσε πάντα μόνο το συμφέρον του και δη το οικονομικό. Ο πατέρας του, μόνιμος κάτοικος Νέας Φιλαδέλφειας, μόλις μυρίστηκε το χρήμα του Μπάρλου είχε βάλει λυτούς και δεμένους για να μπορέσει να τον πάει στην ΑΕΚ. Αργότερα, πήγε τρέχοντας στον ΠΑΟ του Βαρδινογιάννη, όπου και ενσωματώθηκε αμέσως και πλήρως. Και φυσικά στον ΠΑΟ το αρχικό γνήσιο πράσινο οπαδικό του φρόνημα αναβίωσε και κυριάρχησε. Για τον Κυράστα, όπως άλλωστε και ο ίδιος διαρκώς διαλαλούσε, υπήρξε μόνον ο ΠΑΟ και ήταν σαν να μην πέρασε από τον Ολυμπιακό.

Αλλά και ο Αποστολάκης στους πράσινους χρεώνεται. Έτσι διάλεξε ο ίδιος, χωρίς ενδοιασμό. Εκεί αφομοιώθηκε και ταίριαξε.

Ο Βαμβακούλας, αντίθετα, που δεν ήταν προκλητικός, κατάφερε να απαλλαγεί (κακώς κατά την άποψή μου) πουλώντας τρέλα. Άλλωστε η οικογένεια Μαρινάκη τον βοηθούσε ανέκαθεν.

Υπήρξαν όμως και αυτοί που μπορεί να αποκληθούν τρελοί, ρομαντικοί ή βλάκες. Αυτοί που είχαν ως όνειρο να αγωνιστούν στον Ολυμπιακό και αυτό κυνήγησαν σε όλη τους τη ζωή, μη λογαριάζοντας δυσκολίες ή αντιξοότητες, ακόμη και κόντρα στο συμφέρον τους. Κλασικότερο παράδειγμα ο Βασίλης Καραπιάλης.

Το 1991, επί Βαρδινογιαννιστάν, δεν υπήρχε έλληνας ποδοσφαιριστής στον οποίο αν έθετες το ερώτημα-δίλημμα «Ολυμπιακός ή ΠΑΟ», θα προτιμούσε τον Ολυμπιακό.

Από τη μια, ήταν ο ΠΑΟ, στον οποίο όλα δούλευαν ρολόι. Στην ομάδα υπήρχε ο φερέγγυος και αξιόπιστος Γιώργος Βαρδινογιάννης, που τον σεβόντουσαν και τον φοβόντουσαν όλοι. Η διοικητική σταθερότητα δεδομένη, γεγονός που έδινε αίσθημα ασφάλειας στους παίκτες. Ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο είχες εξασφαλισμένους τίτλους και χρήματα. Που πλήρωνε τα περισσότερα και πάντα έγκαιρα. Που μπορούσε να αλλάξει νόμους και γενικά έλεγχε απόλυτα και έκανε ό,τι ήθελε σε όλα τα αθλητικά διοικητικά όργανα και φορείς, και συνεπώς στη διαιτησία, αθλητική δικαιοσύνη κ.λπ.

Από την άλλη, ήταν ο Ολυμπιακός που βρισκόταν στα ερείπια της λαίλαπας Κοσκωτά. Στην ομάδα υπήρχε ο ανυπόληπτος και αναξιόπιστος Σαλιαρέλης. Λεφτά δεν υπήρχαν. Η διοικητική σταθερότητα ήταν έννοια άγνωστη. Κανείς δεν ήξερε τι θα ξημερώσει στην ομάδα. Οι παίκτες ένιωθαν πλήρη ανασφάλεια, καθώς δεν ήξεραν το αν, το πότε και το πόσο θα πληρωθούν. Την ομάδα την κυνηγούσαν και την αδικούσαν συστηματικά οι πάντες, θεοί και δαίμονες, καθώς έδειχνε εύκολο και απροστάτευτο θύμα. Ο λόγος του Ολυμπιακού, όποτε αυτός εκφραζόταν, δεν περνούσε πουθενά. Τίτλοι δεν έρχονταν (και αυτό θα συνεχιζόταν για πολύ ακόμη). Προοπτικές δεν υπήρχαν.

Αυτές ήταν οι συνθήκες που επικρατούσαν το καλοκαίρι του 1991 όταν η ΑΕΛ, λόγω οικονομικών δυσκολιών, είχε αποφασίσει να παραχωρήσει τον παίκτη στον ΠΑΟ, ο οποίος συγκέντρωνε όλες τις προδιαγραφές ενός εξαίρετου αγοραστή.

Η διοίκηση της Λάρισας, υπό τον πρόεδρο Σαμαρά, γνώριζε ότι ο Καραπιάλης ήταν Ολυμπιακός. Το γεγονός αυτό όμως εύλογα (τουλάχιστον από θεωρητικής πλευράς) δεν το συνυπολόγισαν καθόλου. Μπορεί ο Βασίλης να ήταν Ολυμπιακός, αλλά δεν ήταν και τρελός. Άλλωστε τόσοι γνωστοί παίκτες του Ολυμπιακού είχαν ήδη πάει στον ΠΑΟ μέχρι τότε. Πόσο μάλλον ο Βασίλης, που δεν ήταν παίκτης του Ολυμπιακού, αλλά της ΑΕΛ.

Η Λάρισα ήταν βέβαιη ότι θα πρυτάνευε η φωνή της λογικής. Έτσι όταν ο ΠΑΟ ζήτησε τον παίκτη, θεώρησε ότι η μεταγραφή θα έκλεινε αμέσως, αφού οι ομάδες τα είχαν ήδη βρει.

Φαντασθείτε λοιπόν την έκπληξή τους όταν ο Καραπιάλης τους δήλωσε ότι δεν θέλει να πάει στον ΠΑΟ, που τότε πρωταγωνιστούσε στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά προτιμούσε να μείνει στη Λάρισα, με την οποία είχε σχετικά πρόσφατα υπογράψει τριετές συμβόλαιο . Και ο λόγος για την άρνηση του; Ήταν Ολυμπιακός από παιδί και αν έφευγε από τη Λάρισα, ήθελε να παίξει μόνο στον (σούπερ-προβληματικό εκείνη την εποχή) Ολυμπιακό!

Έξαλλη η διοίκηση της Λάρισας προσπάθησε να τον μεταπείσει. Στάθηκε αδύνατο. Αντίθετα τα πράγματα έγιναν μη αναστρέψιμα με την επόμενη κίνηση του Καραπιάλη. Μίλησε με τον καπετάνιο Βαρδινογιάννη, τον ευχαρίστησε για την πρότασή του, αναγνώρισε ότι αυτή ήταν πολύ τιμητική, πλην όμως, όπως του δήλωσε ξεκάθαρα, η καρδιά του ανήκε στον Ολυμπιακό και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει στον ΠΑΟ.

Ο Βαρδινογιάννης, ασυνήθιστος σε αρνήσεις, μετά την αρχική του έκπληξη, δεν μπήκε στον κόπο να συζητήσει μαζί του, για να του αλλάξει γνώμη. Κάτι τέτοιο θα έπληττε ακόμη περισσότερο το γόητρό του. Ευχαρίστησε τον Καραπιάλη για την ευθεία, άμεση και καθαρή απάντησή του, την οποία κατανόησε και επαίνεσε. Έτσι έληξε οριστικά το ενδιαφέρον του ΠΑΟ.

Μετά το περιστατικό αυτό, οι απειλές που δέχθηκε ο παίκτης από τους τρελαμένους διοικούντες της Λάρισας ήταν διαρκείς και αδιάκοπες.

Από εκεί και έπειτα, όταν άρχισαν να μαθεύονται οι πτυχές της ιστορίας, ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος. Έπρεπε να κινηθεί για την απόκτηση του παίκτη. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία. Ήταν η μόνη φορά μετά από πολύ καιρό που η πληγωμένη υπερηφάνεια της ομάδας μπορούσε να αναδειχθεί και να πάρει μια ρεβάνς. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Μετά την απομάκρυνση του ΠΑΟ δεν υπήρχε άλλος υποψήφιος ανταγωνιστής. Ο λαός της ομάδας το απαιτούσε. Έπρεπε όμως να βρεθούν άμεσα κάποια λεφτά, είτε δανεικά είτε με έρανο εν ανάγκη. Συσκέψεις επί συσκέψεων ακολούθησαν. Ο Σαλιαρέλης κατάλαβε ότι θα αναβαθμιζόταν στη συνείδηση του κόσμου, αν κατάφερνε να πάρει τον Καραπιάλη.

Τον πιο αποφασιστικό ρόλο όμως έπαιξαν οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού και φίλοι του Καραπιάλη, αδελφοί Μπανασάκη (και ιδίως ο Γιώργος), και ο Μίχος. Αυτοί έτρεξαν. Ο Μπανασάκης συνέβαλλε τότε και οικονομικά, όπως έκανε και αργότερα όταν πλήρωνε τους παίκτες, κουβαλώντας σε βαλίτσες δεκάδες εκατομμύρια δραχμές σε μετρητά, για να πληρωθούν τα οφειλόμενα.

Γενικά ο άνθρωπος αυτός, με τον οποίο ο Καραπιάλης ήταν αδελφικός φίλος (και συνεργάστηκε μαζί του και επιχειρηματικά όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο), έπαιξε μεγάλο ρόλο στη μεταγραφή Καραπιάλη, για την οποία αγωνίστηκε πολύ και μάτωσε οικονομικά.

Παρ’ όλα αυτά, και παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη γνωστός Ολυμπιακός, έμεινε στη συνέχεια στη συνείδηση του κόσμου με την ατιμωτική εικόνα ότι ήταν «τσάτσος» του Βαρδινογιάννη, που είχε σκοπό να κάνει τον Ολυμπιακό περίπου θυγατρικό υποχείριο του ΠΑΟ. Κι όλα αυτά λόγω της κρητικής καταγωγής και γνωριμίας του με τον πρόεδρο του ΠΑΟ (μήπως ο Νταϊφάς δεν ήταν για πολλά χρόνια κολλητός και κουμπάρος του «Ρίνγκο»;)

Έτσι, λίγο πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των μεταγραφών, την 31η Ιουλίου, η μεταγραφή Καραπιάλη ολοκληρώθηκε μέσα σε ένα ασυνήθιστα βαρύ κλίμα. 

Οι της Λάρισας, πέρα από τα χρήματα των προκαταβολών/αρχικών πληρωμών που πήραν, δεν εμπιστεύονταν τον Σαλιαρέλη και τον Ολυμπιακό για την τήρηση όσων συμφωνήθηκαν. Δεν είχαν όμως άλλη λύση ή επιλογή.

Δεν ήθελαν καν να βλέπουν στα μάτια τους τον Καραπιάλη, που τους είχε χαλάσει την κλεισμένη μεταγραφή στον ΠΑΟ. Γι’ αυτό άλλωστε, καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι παράγοντες της Λάρισας δεν ήλθαν σε επαφή με τον παίκτη. Βρισκόντουσαν στο ίδιο μέρος, αλλά σε διαφορετικούς χώρους.

Όταν τέθηκε ζήτημα για το πριμ 1.500.000 δρχ. που όφειλε η ΑΕΛ στον Καραπιάλη, όπως και σε όλους τους παίκτες της, από την προηγούμενη περίοδο, οι Λαρισαίοι ήταν ανένδοτοι και είπαν στους ανθρώπους του Ολυμπιακού: «Τι; Ζητάει και πριμ από πάνω; Δεν δίνουμε φράγκο, να το πάρει από σας».

Αυτή είναι η ιστορία της μεταγραφής του Καραπιάλη, που, χάριν του ονείρου του, προτίμησε το φτωχό ερυθρόλευκο χάος από την πλούσια πράσινη οικονομική ασφάλεια. Η ιστορία αυτή αποδεικνύει αυτό που έχει δηλώσει για τον Βασίλη ο Καραταΐδης, καλύτερος φίλος του και μόνιμος συγκάτοικος του Καραπιάλη στις αποστολές του Ολυμπιακού.

Είχε πει επί λέξει ο Κούλης για τον Βασίλη: «Αγαπούσε παθολογικά τον Ολυμπιακό. Μιλάμε για έρωτα!» Ο ίδιος ο Βασίλης είχε πει: «Έκλεινα τα μάτια και ονειρευόμουν ότι φορούσα την ερυθρόλευκη φανέλα».

Κι όμως ακόμη και αυτόν τον παίκτη, κάποια στιγμή, πριν από την εποχή του Μπάγεβιτς, πολλοί δημοσιογράφοι τον κατέκριναν και αρκετοί οπαδοί τον αποδοκίμαζαν ως ξοφλημένο και ζητούσαν την απομάκρυνσή του από την ομάδα!

Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες περιπτώσεις που ο παίκτης θεωρεί πως η ομάδα του, μέσα από την οποία έγινε διάσημος στο πανελλήνιο, ουσιαστικά δεν του πρόσφερε τίποτε και συνεπώς δεν της χρωστά και τίποτε. Αντίθετα αυτή είναι που του οφείλει. Μια τέτοια είναι του Μποτίνου.

Σούπερ-παίκτης αναμφισβήτητα, με εκπληκτικά προσόντα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς: Το τεράστιο άλμα του, που παρόμοιο του δεν υπήρξε (ούτε θα υπάρξει) ποτέ στα ελληνικά ποδοσφαιρικά χρονικά, αφού ξεπερνούσε πολύ το ύψος της οριζόντιας δοκού, ακόμη και όταν ήταν επιτόπιο; Τις καταπληκτικές ντρίμπλες και σέντρες, τις οποίες έκαναν εκείνα τα θεόστραβα, αλλά χαρισματικά πόδια του, που ήταν σχεδόν εξίσου καλά και τα δύο; Την εκτελεστική του ικανότητα; Είχα την τύχη και την χαρά να τον απολαύσω στις δόξες του.

Σήμερα όμως βλέπουμε τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά.

Θα μιλήσουμε για την γκρίνια του Μποτίνου, ο οποίος μέχρι σήμερα, όποτε μιλάει, είναι όλο και μόνο παράπονα, διαμαρτυρίες και πικρίες για το πέρασμά του από τον Ολυμπιακό. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι, αν και υπερβάλλει, έχει όντως δίκιο σε πολλά από αυτά που έχει πει και συνεχίζει να λέει στις αμέτρητες συνεντεύξεις που έχει δώσει.

Όμως, άσχετα από αυτά, ο Μποτίνος ποτέ δεν είπε εκείνο που είχε πει ο Γκλέζος, ο οποίος είχε κι αυτός πάρα πολλά δικαιολογημένα παράπονα. Να τι είχε πει (αλλά και επαναλάμβανε συνεχώς) ο Λάκης: «Παρ’ όλα αυτά, ο Ολυμπιακός είναι ιδέα και σαν ιδέα είναι πάντα κλεισμένος στην καρδιά μου. Η ψυχή μου είναι δοσμένη στην ιδέα αυτή και στον ανώνυμο ολυμπιακό φίλαθλο».

Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω διαβάσει ή ακούσει από τον Μποτίνο κάτι ανάλογο. Να λέει το αυτονόητο, δηλαδή, πως αισθάνεται μεγάλη τιμή και υπερηφάνεια που έχει φορέσει την ένδοξη ερυθρόλευκη φανέλα, ανεξάρτητα από όσα έχει τραβήξει. Πως ο Ολυμπιακός είναι ιδέα. Ο Βασίλης μοιάζει σαν να τα έχει μηδενίσει --ή σχεδόν μηδενίσει-- όλα.

Ο Μποτίνος υποστηρίζει ότι δεν κέρδισε τίποτε και σε τίποτε δεν ωφελήθηκε από τον Ολυμπιακό. Το μόνο που εισέπραξε, όπως μερικές φορές έχει πει, ήταν η συγκινητική αγάπη κάποιων οπαδών. Αντίθετα θεωρεί ότι η θητεία του στην ομάδα και ιδίως η μεταχείριση του από τον Ολυμπιακό του κατάστρεψε την καριέρα, επειδή τον έβαζαν με το ζόρι να παίζει κάνοντας ενέσεις, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο θα είχε στην υγεία του. 

Ας δούμε από πιο κοντά τον Μποτίνο.

Κατ’ αρχάς έχει σπεύσει να διευκρινίσει ότι δεν υπήρξε ποτέ, ως παιδί ή νέος, Ολυμπιακός, ούτε καν όταν έπαιζε στον Ολυμπιακό Βόλου. Ο ίδιος έχει τονίσει επανειλημμένα ότι προέρχεται από τον Εθνικό Βόλου, που στη συνέχεια συγχωνεύθηκε με τον Ολυμπιακό Βόλου, με αποτέλεσμα να επικρατήσει η ονομασία Ολυμπιακός Βόλου.

Η επιθυμία του ήταν να πάει όπου ήταν πιο συμφέρον για τον ίδιο, χωρίς να έχει ιδιαίτερη προτίμηση. Ο ίδιος ήθελε να πάει να παίξει ποδόσφαιρο στο εξωτερικό. Στην αρχή Νότια Αφρική, στο Κέηπ-Τάουν, αλλά συνάντησε γραφειοκρατικά εμπόδια. Ίσως η μανία του με το διεθνές ποδόσφαιρο να οφείλεται στο γεγονός της ιταλικής καταγωγής του από την πλευρά του ενός παππού του.

Αρχικά ήταν να μεταγραφεί στον ΠΑΟ, αλλά χάλασε η δουλειά με παρέμβαση του Δαρίβα. Πριν από τη μεταγραφή του το 1964 στον Πειραιά, στο ερώτημα που του έγινε αν θέλει να παίξει στον Ολυμπιακό δεν απάντησε όπως θα περίμεναν όλοι με ένα «και βέβαια θέλω», αλλά με ένα «και γιατί όχι ;»

Τα λεφτά που πήρε από τη μεταγραφή στον Ολυμπιακό τα θεώρησε αστεία. «Άκου 30.000 δραχμές για μένα, που ήμουν πρώτος σκόρερ στη Β΄ Εθνική, με ένα σωρό γκολ», έχει δηλώσει. «Ήταν τότε λεφτά αυτά για την αξία μου;» αναρωτήθηκε.

Αλλά και γενικά θεωρεί ότι από το ποδόσφαιρο, και ειδικότερα τον Ολυμπιακό, έφυγε φτωχότερος από όσο όταν ήλθε, λαμβανομένων υπόψη των περιπετειών υγείας και σοβαρών χειρουργικών επεμβάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε, χωρίς ο Ολυμπιακός να τον βοηθήσει. Αναγκάστηκε να δανειστεί και να πουλήσει το σπίτι, που είχε πάρει, ιδίως για τη δεύτερη επέμβαση που έκανε στην Γερμανία.

Σύμφωνα με τον Μποτίνο, ο Ολυμπιακός τον εκμεταλλεύθηκε, δεν του φέρθηκε έντιμα και δεν τον βοήθησε καθόλου. Όπως έχει δηλώσει: «Μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος σύλλογος, αλλά οι παράγοντες του ήταν πολύ μικροί τα περισσότερα χρόνια, για να μην πω πάντα».

Λέγεται ότι την πρώτη εγχείριση του το 1971 από τον γιατρό της Ρεάλ στην Ισπανία (χάρις στην οποία, όπως υποστηρίζει, γλίτωσε το πόδι του από πιθανό ακρωτηριασμό) την έκανε με δαπάνες του ΠΑΟ (!) και όχι του Ολυμπιακού.

Στη πραγματικότητα φαίνεται ότι είχε μεσολαβήσει ο Σάκκουλης, διερμηνέας του Ούγγρου Πούσκας, προπονητή τότε του ΠΑΟ.

Οι Σάκκουλης και Μποτίνος γνωριζόντουσαν από τον Ολυμπιακό, καθώς ο Σάκκουλης διετέλεσε επίσης νωρίτερα μεταφραστής του Ούγγρου Μπούκοβι στον Πειραιά. Έτσι μεσολάβησε στον Πούσκας, που είχε άριστες σχέσεις με την Ρεάλ, ως διακεκριμένος πρώην ποδοσφαιριστής της. Το γεγονός ότι το εισιτήριο για το ταξίδι παραλήφθηκε από τη λέσχη του ΠΑΟ έδωσε λαβή στο να καλλιεργηθούν σενάρια ότι είχε συμφωνήσει με τον ΠΑΟ, που σχεδίαζε να τον κάνει καλά και μετά να τον αποκτήσει. Στην πραγματικότητα όμως πρέπει να ήταν κάτι απλώς τυχαίο και διαδικαστικό, χωρίς ιδιαίτερη σημασία.

Τις συνθήκες που συνάντησε στον Ολυμπιακό, όταν μεταγράφηκε το 1964 ο Μποτίνος, τις βρίσκει τραγικές ιδίως όσον αφορά τη στέγασή του.

«Με έβαζαν σε άθλια, βρώμικα και κακόφημα ξενοδοχεία στην Ομόνοια και στην Πλατεία Κοτζιά. Αφού αναγκάστηκα να πάω να φιλοξενηθώ στο σπίτι του Φώτακα του μεγάλου αδελφού του Γιώργου Σιδέρη, που ουσιαστικά με περιμάζεψε. Ακολούθησαν και άλλα ανάλογα ξενοδοχεία στο Νέο Φάληρο, μέχρις ότου καταλήξω σε ένα σπίτι ενός φίλου από τον Βόλο στο Μοσχάτο, όπου επιτέλους βρήκα ένα κρεβάτι και ένα πιάτο φαί. Τελικά, αναγκάστηκα να φωνάξω τη μάνα του από τον Βόλο, να μείνει μαζί μου στο Μοσχάτο και να με περιποιείται, για μπορέσω να έχω και την καθαριότητα, στην οποία ήμουν συνηθισμένος στον Βόλο». Επιπλέον, όπως έχει δηλώσει, για αρκετό καιρό έπαιζε σχεδόν νηστικός, με ευθύνη του Ολυμπιακού.

Θεωρεί το ελληνικό ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό υπεύθυνους που δεν μπόρεσε να παίξει σε μεγάλες ξένες ομάδες από το Βέλγιο (το 1968) και τη Γερμανία ( το 1969) που τον ζητούσαν. Μεταξύ αυτών και η Ντόρτμουντ, η οποία του έδινε 7.000.000 δραχμές. Θεωρεί επίσης τους κακούς χειρισμούς του Ολυμπιακού ως υπεύθυνους, που επί χρόνια δεν μπορεί να βγάλει σύνταξη ΙΚΑ.

Από τον Ολυμπιακό ξεχωρίζει μόνο τον Μπούκοβι, ο οποίος του δάνειζε χρήματα για να ζει αξιοπρεπώς και ποτέ δεν τα ζητούσε πίσω. Ξεχωρίζει επίσης και τον Κόκκαλη επειδή πολύ αργότερα είχε προσλάβει την κόρη του υπάλληλο στον Ολυμπιακό.

Γενικά ο Βασίλης είχε μια διαρκή πιεστική σχέση με το χρήμα. Κάποτε, έφτανε σε σημείο να στοιχηματίζει, πάντα με λεφτά, ότι θα κτυπήσει με το κεφάλι --χάρις στο απίθανο άλμα που διέθετε-- τις λάμπες που ήταν κολλημένες σε ψηλοτάβανα δωμάτια. Ακόμη και ο Γουλανδρής είχε πληρώσει κάποια τέτοια στοιχήματα. Αλλά ακόμη και στο τάβλι με τους συμπαίκτες του οι αγώνες του Μποτίνου έπρεπε να συνοδεύονται υποχρεωτικά από άξιο λόγου χρηματικό έπαθλο.

Όταν το έριξε στο τραγούδι, αφού είχε καλή φωνή, περίμενε μεγάλη κυκλοφορία και οικονομική επιτυχία του δίσκου του, αφού τότε, την εποχή της ακμής του, ήταν ένα από τα απόλυτα ποδοσφαιρικά είδωλα της χώρας. Έτσι βγήκε και το 45άρι, στο οποίο από τη μια πλευρά του δίσκου ο Βασίλης ζητούσε από «μια κούκλα Αθηναία να βάλει κόκκινο φουστάνι και να έλθει στο Πασαλιμάνι» και, από την άλλη πλευρά, δήλωνε ότι «αγαπούσε τον Ολυμπιακό γιατί ήταν από τα γεννοφάσκια του Ολυμπιακός».

Μπορεί ως παίκτης να ήταν σούπερ κλασάτος και χαρισματικός, αλλά ως χαρακτήρας ήταν πάντα δύσκολος, ατίθασος, νευρικός, ανυπάκουος, ξεροκέφαλος και αιρετικός.

Σχετικά με το τελευταίο του αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα αρκεί να αναφέρουμε ότι είναι ο μόνος γνωστός ποδοσφαιριστής υμνητής του προπονητή Νταν Γεωργιάδη, ο οποίος στη συνέχεια θήτευσε και στον Ολυμπιακό. Τον Γεωργιάδη λοιπόν (αυτόν που ο Δομάζος δεν κώλωνε τότε στην εθνική να τον αποκαλεί «αδελφή») ο Μποτίνος τον θεωρούσε φαινόμενο προπονητή.

Το γνωστό επεισόδιο με το χαστούκι που έριξε στον συνταγματάρχη Παπαποστόλου στο ημίχρονο του αγώνα της 31.12.1967 με τον Απόλλωνα τον έχει ανεβάσει στη συνείδηση πολλών φιλάθλων μας ως αντιστασιακό σύμβολο κατά της χούντας. Στον αγώνα εκείνον, η ομάδα κατέβηκε στο β΄ ημίχρονο με 10 παίκτες (λόγω χουντικής απαγόρευσης εισόδου του Μποτίνου) και μόνο μετά από την έντονη απαίτηση του κόσμου αναγκάστηκε ο Παπαποστόλου να τον επαναφέρει στο γήπεδο δέκα λεπτά αργότερα. Βλέπετε, ο λαός απαιτούσε το είδωλό του, αυτόν που είχε προλάβει ήδη να σημειώσει ένα γκολ στο πρώτο ημίχρονο και ο οποίος σημείωσε και άλλο ένα, όταν επανήλθε στο δεύτερο. Τη λαϊκή κατακραυγή και επιθυμία δεν μπορούσε να την πνίξει, αλλά ούτε να την αντέξει ακόμη και η χούντα.

Στη πραγματικότητα βέβαια ο Μποτίνος δεν ήξερε σε ποιον έριχνε τη σφαλιάρα εκείνη την ώρα, αλλιώς δεν θα το έκανε.

Από την άλλη πλευρά, υπήρξε και το χρονικά μεταγενέστερο επεισόδιο με τον Παπαποστόλου, όταν και πάλι «σκοτώθηκαν», επειδή ο Μποτίνος ωρυόταν σε τρίτο (υπάλληλο του Ολυμπιακού) για τον πολύ μειωμένο αριθμό εισιτηρίων που είχε πάρει σε σχέση με τα 200 εισιτήρια που δικαιούταν. Τότε η πώληση των εισιτηρίων ήταν μια μόνιμη καλή πηγή εσόδων για τους παίκτες και όπως είπαμε ο Μποτίνος, όταν επρόκειτο για θέματα χρημάτων και ιδίως όταν είχε δίκιο, δεν αστειευόταν ποτέ, επέμενε μέχρι τέλους. Τότε ήταν που ο Παπαποστόλου πήγε να βγάλει πιστόλι και επενέβη ο Σιδέρης. Έπειτα από αυτό ο Παπαποστόλου απειλούσε διαρκώς με στρατοδικείο όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τη μάνα του, προκειμένου να επηρεάσει τον γιο της και να τον κάνει επιτέλους να υπακούει.

Βέβαια η αντίδραση του Μποτίνου δεν σημαίνει ότι ήταν κανένας αντιστασιακός. Άλλωστε πολλά χρόνια αργότερα ήταν να κατέβει υποψήφιος με το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, κόμμα το οποίο και δημόσια υποστήριζε.

Υπάρχουν τέλος και κάποιοι αντίπαλοι, που η προσωπική τους ζωή έχει συνδεθεί επανειλημμένα, κατά ένα περίεργο και άγνωστο τρόπο, με τον Ολυμπιακό. Ένας από αυτούς ο τερματοφύλακας Βασίλης Κωνσταντίνου του ΠΑΟ, που δεν έχει προσπαθήσει να μιλήσει καθόλου για το φαινόμενο αυτό, το οποίο μάλλον θα το ερμηνεύει ως τυχαίο.

Κατ’ αρχάς ο Κωνσταντίνου ήταν από μικρός Ολυμπιακός. Αν και Μαρουσιώτης, περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στον Πειραιά, αφού ήθελε να γίνει ναυτικός. Πήγαινε μάλιστα σε ναυτικό γυμνάσιο στο Πασαλιμάνι. Κάθε μέρα με τον ΗΣΑΠ ταξίδευε στον Πειραιά. Η αγάπη του για τη θάλασσα και τον Πειραιά τον είχε φέρει ακόμη πιο κοντά στον Ολυμπιακό.

Ο Κωνσταντίνου παντρεύτηκε πρώτη φορά πολύ μικρός, σε ηλικία 20 ετών, το 1966, με την πρώτη του γυναίκα Λούλα και έκανε ένα γιο, τον περίφημο Λάρρυ. Λέμε περίφημο γιατί ήταν βαμμένος Ολυμπιακός και κορόιδευε τον πατέρα του σε κάθε γκολ, που έτρωγε από τον Ολυμπιακό. Η υπόθεση αυτή είχε αποκτήσει εκείνη την εποχή μεγάλη δημοσιότητα στον αθλητικό Τύπο και ο γιος του Κωνσταντίνου ήταν πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους ολυμπιακούς.

Ο πρώτος γάμος του Κωνσταντίνου κράτησε 8 χρόνια.

Στη συνέχεια συνδέθηκε για πολλά χρόνια με την ηθοποιό Μάρθα Καραγιάννη, που ήταν Ολυμπιακός και, ως γνωστόν, υπήρξε η πρώτη γυναίκα του άσου του Ολυμπιακού Μίμη Στεφανάκου. Την είχε γνωρίσει στα μπουζούκια με μεσολάβηση του γνωστού επίσης πολύ Ολυμπιακού τραγουδιστή Δημήτρη Μητροπάνου.

Αργότερα το 1993 ο Κωνσταντίνου παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την πειραιώτισσα, γνωστή οπαδό του Ολυμπιακού Μόσχα Κατηφόρη, γέννημα θρέμμα Φρεαττύδας, με την οποία απέκτησε μια κόρη. Η σύνδεση τους ξεκίνησε με ένα τηλέφωνο που του είχε κάνει, ετά από πολύ καιρό η ίδια (η στη συνέχεια σύζυγος του) που τον γνώριζε μέχρι τότε πολύ λίγο. Σκοπός του τηλεφωνήματος να του κάνει καζούρα για μια ήττα του ΠΑΟ από τον Ολυμπιακό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου