Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Νίκος Νταμπίζας: Ένας καθαρός επαγγελματίας εκφραστής του σύγχρονου ποδοσφαίρου

Την 8/3/1998 στην Καλαμάτα (4-0) έπαιξε για τελευταία φορά στον Ολυμπιακό, σκοράροντας μάλιστα, ο Νίκος Νταμπίζας. Ο Νταμπίζας είναι αυτός που το 2016 έδωσε συνέντευξη, με τίτλο: «Είμαι υπερήφανος για την ντρίμπλα που έφαγα από τον Μπέργκαμπ!» Σ’ αυτήν αναφερόταν σε ένα παλιό πάθημα του ιδίου, σε αγώνα της Νιούκαστλ με την Άρσεναλ το 2002, όταν είχε γελοιοποιηθεί σε μια φάση από μια ντρίμπλα του Ολλανδού επιθετικού. Ενώ άλλοι στη θέση του θα ήθελαν να ξεχάσουν ένα τέτοιο ντροπιαστικό περιστατικό, αυτός όχι μόνο το θυμόταν, αλλά το θυμόταν και με χαρά (!!) επειδή, όπως εξήγησε, με τον τρόπο αυτό συμμετείχε σε μια ιστορική φάση που ανέδειξε την ομορφιά του ποδοσφαίρου και συνεπώς έτσι θεωρούσε ότι συνέβαλλε στην προαγωγή του επαγγελματικού σπορ-θεάματος, το οποίο και ο ίδιος υπηρετούσε και υπηρετεί. 
Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Αρκετοί μάλιστα από αυτούς που διακατέχονται από παρόμοια νοοτροπία σαν κι αυτή που βγαίνει από τη δήλωση Νταμπίζα έσπευσαν να τον επαινέσουν για τη δήλωση αυτή, επειδή, όπως είπαν, φανέρωνε ένα άνθρωπο με γνήσια επαγγελματική και καθόλου συμπλεγματική νοοτροπία. 

Νομίζω ότι η δήλωση αυτή δείχνει καθαρά και χαρακτηριστικά το πόσο ψυχρός και γνήσιος επαγγελματίας ήταν και είναι ο παλιός μας παίκτης και νυν παράγοντας του ΠΑΟ Νταμπίζας.  

Ο Νίκος Νταμπίζας έπαιξε στον Ολυμπιακό περίπου τέσσερα χρόνια από το 1994 ως το 1998. Κατέκτησε με την ομάδα το πολυπόθητο πρωτάθλημα του 1997 και συνέβαλλε αρκετά στην κατάκτηση του επόμενου έτους (1998) το οποίο όμως δεν πρόλαβε να πανηγυρίσει, γιατί είχε φύγει από την ομάδα με μεταγραφή στην Νιούκαστλ, έναντι του ποσού των 2.000.000 λιρών, μετά από προσωπική εισήγηση του Κέννυ Νταλγκλίς. Σημειωτέον ότι πολύ γρήγορα στον Ολυμπιακό μετάνιωσαν για το τίμημα της παραχώρησής του, που θα μπορούσε να ήταν υψηλότερο, αλλά ως ελαφρυντικό στοιχείο γι αυτό το λάθος θεωρήθηκε η έλλειψη εμπειρίας που υπήρχε τότε από τέτοιου επιπέδου διεθνείς μεταγραφές. 

Ο Νταμπίζας δεν είχε μικρή προσφορά όσο έπαιξε στον Ολυμπιακό. Μόνο για το πρωτάθλημα είχε 104 συμμετοχές και 7 γκολ, ενώ είχε αρκετές συμμετοχές και γκολ και για το Κύπελλο, αλλά σκόραρε ακόμη και στην Ευρώπη (και μάλιστα στο Μπερναμπέου). Ως ποδοσφαιριστής μπορούσε να αποδώσει το ίδιο καλά και ως σέντερ-μπακ, αλλά και ως αμυντικός χαφ. Είχε πολλές αρετές και προσόντα ως παίκτης. Μεταξύ άλλων διέθετε ικανοποιητική ταχύτητα, μεγάλη αλτικότητα, επαρκή σωματικά προσόντα, ισχυρό σουτ, καλό κεφάλι, ενώ ήξερε και καλή μπάλα, ιδίως για τις θέσεις που έπαιζε. 

Αποτέλεσε μια από τις πιο επιτυχημένες ever μεταγραφές ελλήνων ποδοσφαιριστών στο εξωτερικό. Ειδικότερα υπήρξε η πρώτη, αλλά ταυτόχρονα και πιο επιτυχημένη μεταγραφή Έλληνα στην Βρετανία, όπου διακρίθηκε ιδιαίτερα, κάνοντας τη μακροβιότερη καριέρα, την οποία χαρακτήρισε και μια έφεση για σκοράρισμα (12 γκολ) παρά τις θέσεις στις οποίες αγωνιζόταν. Με την Νιούκαστλ διεκδίκησε πρωτάθλημα, ενώ έφτασε δύο φορές στον τελικό Κυπέλλου, στη γιορτή του Γουέμπλευ, την μια φορά μάλιστα φορώντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού της ομάδας, αξίωμα που του είχε απονείμει ο προπονητής της ομάδας και μεγάλη προσωπικότητα των γηπέδων ο Σερ Μπόμπυ Ρόμπσον, ο οποίος διετέλεσε επί πολλά χρόνια προπονητής της Εθνικής Αγγλίας. 

Αυτά εν συντομία για τον ποδοσφαιριστή Νταμπίζα. 

Πάμε τώρα να πούμε κάποια πράγματα και για την προσωπικότητά του.

Το 1994 ο «τίγρης» Δημήτρης Μελισσανίδης είχε κλείσει την μεταγραφή του Νίκου Νταμπίζα από την Ένωση Ποντίων Βέροιας στην ΑΕΚ. Οι συζητήσεις είχαν γίνει με τον Πρόεδρο της ομάδας Φωτιάδη. Τα οικονομικά ανταλλάγματα είχαν ήδη συμφωνηθεί και ο Μελισσανίδης θεωρούσε την υπογραφή τελειωμένη υπόθεση. Ένας πρόσθετος λόγος για αυτό ήταν και ο πανίσχυρος δεσμός κοινής καταγωγής, που δένει τους ποντίους, αφού ο τίγρης ως γνωστό είναι Πόντιος. Κάτι τέτοιο άλλωστε συνέβη και με την περίπτωση Ηλία Ατματζίδη, που έπαιζε στην ίδια ομάδα. 

Τελικά όμως ο Μελισσανίδης έπεσε έξω και έπαθε τέτοια απρόσμενη μεταγραφική νίλα, που για αρκετό καιρό το φυσούσε και δεν κρύωνε. 

Δεν είχε λογαριάσει τον ίδιο τον παίκτη, τη νοοτροπία του, αλλά και τον μάνατζερ του. Έτσι ο πιτσιρικάς Νταμπίζας, μολονότι ήταν ενήμερος των συζητήσεων και δεσμεύσεων που υπήρχαν, κατέληξε στον Ολυμπιακό, που πρόσφερε περισσότερα. Ο Νταμπίζας δεν άκουσε συστάσεις ή συμβουλές, που είχαν σκοπό να τον φιλοτιμήσουν, δεν υποχώρησε σε συναισθηματικές και ψυχολογικές πιέσεις ή περίπου απειλές. 

Προτίμησε τον Ολυμπιακό όχι βέβαια γιατί η ομάδα μας τον συγκινούσε ιδιαίτερα, αλλά γιατί κοίταξε αποκλειστικά και μόνο το επαγγελματικό συμφέρον του. 

Αυτό άλλωστε ήταν και είναι ανέκαθεν και ο μοναδικός οδηγός του σε όλη του τη ζωή και στη καριέρα του. 

Ο Νταμπίζας αποτελεί την επιτομή του ψυχρού και ρεαλιστή επαγγελματία, που ξέρει ότι πρέπει να συμπεριφέρεται και να ενεργεί, χωρίς συναισθηματισμούς, με γνώμονα το μεγαλύτερο δυνατό όφελος, ανεξάρτητα από το αν αυτό δεν είναι πάντα μετρήσιμο μόνο σε χρήματα ή μόνο σε αριθμούς. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν υπέγραφε το 1994 στον Ολυμπιακό δεν δίστασε να δηλώσει «φίλαθλος του Άρη, αλλά ταυτόχρονα και αντιπαναθηναϊκός». Η δήλωση του αυτή βέβαια του κόστισε στη συνέχεια, καθώς, ύστερα από καιρό, τη βρήκε μπροστά του και στάθηκε η αιτία, σε συνδυασμό βέβαια με την ερυθρόλευκη θητεία του ως παίκτη, να ζήσει εφιαλτικές καταστάσεις ως τεχνικός διευθυντής στον ΠΑΟ, να δέχεται καθημερινά επιθέσεις και βρισιές, ακόμη και να προπηλακίζεται ή να τρώει ξύλο από πράσινους οπαδούς. 

Παρά τις φοβερές αυτές καταστάσεις όμως αυτός πήγε και ξαναπήγε στον ΠΑΟ, αφού, όπως είπαμε, ο άνθρωπος είναι καθαρός και απτόητος επαγγελματίας. 

Μάλιστα ο Γιάννης Αλαφούζος, του οποίου αποτελούσε επιλογή, έσπευδε συνέχεια, όλη την διετία 2013-2014, να βγαίνει μπροστά και να τον υπερασπίζεται, αποδίδοντας την ατυχή, όπως την χαρακτήρισε εκείνη δήλωση του, στο γεγονός ότι τα αδέλφια του Νταμπίζα , που ήταν βάζελοι, τον έδερναν συχνά, με συνέπεια ο Νίκος, από αντίδραση, να βγάζει, ως νέος και ανώριμος, μια αρνητικότητα απέναντι στον ΠΑΟ (!)

Δεν είπε όμως μόνο αυτά ο Αλαφούζος. Σε μια συνέντευξη Τύπου αφιερωμένη ειδικά στον Νταμπίζα τον Μάιο του 2013 δήλωσε ακόμη ότι ο παίκτης δεν υπήρξε, ούτε έγινε ποτέ Ολυμπιακός, αλλά ότι ήταν απλώς ένας καλός επαγγελματίας, που πήγε πολύ νεαρός σε ηλικία 20-21 ετών στον Ολυμπιακό και κάθισε εκεί ένα σχετικά σύντομο διάστημα τριών μόνο χρόνων. Υπενθύμισε μάλιστα στους αντιδρώντες ότι τα περισσότερα πρωταθλήματα στο διάστημα αυτό τα είχε πάρει ο ΠΑΟ. Κατηγόρησε τους οπαδούς της ομάδας για φαντασιώσεις και ταύτισε την δική του παραμονή στον ΠΑΟ με την παραμονή του Νταμπίζα. Τόνισε ότι ο Νταμπίζας είχε συνδεθεί πολύ περισσότερο με την Νιούκαστλ, παρά με τον Ολυμπιακό, αφού είχε κάνει πολύ μεγαλύτερη καριέρα στην Αγγλία, παρά στον Πειραιά. Όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «εγώ έφερα τον Νταμπίζα της Νιούκαστλ και όχι τον Νταμπίζα του Ολυμπιακού» και κατέληξε και πάλι λέγοντας «Ο Νταμπίζας δεν είναι Ολυμπιακός και ό, τι έχει δημιουργηθεί πίσω από αυτόν είναι ένας μύθος». 

Είχε πει άραγε την αλήθεια τότε ο Αλαφούζος στις δηλώσεις εκείνες, που ασφαλώς, προτού γίνουν, είχαν «πράσινο φως» και από τον Νταμπίζα ; Μάλλον ναι. 

Υπάρχει και η μαρτυρία του Πρέντραγκ Τζώρτζεβιτς, κολλητού του Νταμπίζα τον Οκτώβριο του 2013: «Ο Νίκος δεν είναι παιδί του Ολυμπιακού, αν και σέβεται το κομμάτι αυτό της καριέρας του. Δεν είναι σαν και μένα. Αυτός έπαιξε μόνο δυόμισυ χρόνια στον Ολυμπιακό, ενώ την μεγάλη καριέρα την έκανε έξω στην Αγγλία. Είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση από μένα και δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί μου. Στην δική μου καριέρα υπάρχει μόνο το κόκκινο, σε αντίθεση με την καριέρα του Νίκου».

Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Είναι και η συμπεριφορά του ιδίου του Νταμπίζα. Στο τελευταίο του νικηφόρο ματς με τον Ολυμπιακό στην Καλαμάτα το 1998 και ενώ είχε κλείσει η εντυπωσιακή μεταγραφή του στην Αγγλία, την ίδια στιγμή που ο κόσμος τον αποθέωνε επειδή ήταν το τελευταίο του ματς, αυτός περιορίστηκε στις σχετικά πιο ψύχραιμες δηλώσεις που έχουμε ακούσει σε παρόμοιες περιπτώσεις ή παρεμφερείς καταστάσεις. 

Αρκέστηκε να εκφράσει την ευχή να συναντηθούν κάποτε οι δρόμοι οι δικοί του και του Ολυμπιακού και να δηλώσει ότι ο Ολυμπιακός θα αποτελούσε την πρώτη του επιλογή, όταν θα ξαναγύριζε στην Ελλάδα. 

Την δήλωση αυτή την επανέλαβε και αργότερα, λίγο προτού αναχωρήσει από την Ελλάδα, διευκρινίζοντας όμως ταυτόχρονα, ακόμη πιο προσεκτικά, ότι ο Ολυμπιακός θα ήταν μεν η πρώτη του επιλογή, πλην όμως, όπως παράλληλα έσπευσε να τονίσει, πάνω από όλα ήταν επαγγελματίας και θα κοιτούσε πρώτα το συμφέρον του. 

Παρά την ευφορία που θα περίμενε κανείς να τον διακρίνει τότε τόσο λόγω της μεταγραφής του όσο και της ανάκτησης των πρωτείων από τον Ολυμπιακό ο Νταμπίζας δεν παρέλειψε να επισημάνει λίγο πριν φύγει ότι στον Ολυμπιακό, εκτός από ευχάριστες, γνώρισε και θυμάται πολλές δύσκολες στιγμές και καταστάσεις.

Εντύπωση είχε προκαλέσει ότι ελάχιστα είχε αναφερθεί τότε στην τεράστια ευγνωμοσύνη, που θα όφειλε να νιώθει προς τον Ολυμπιακό, αφού χάρις σε αυτόν έκανε μια τέτοια μεταγραφή. Όπως επίσης εντύπωση είχε προκαλέσει ότι προτού αναχωρήσει από την χώρα όχι μόνο δεν φρόντισε, αλλά απέφυγε να κάνει μια ιδιαίτερη συναισθηματική αποχαιρετιστήρια συνάντηση με την ομάδα και τους παίκτες της, σαν κι αυτές που συνήθως γίνονται και καλύπτονται από τα μέσα ενημέρωσης. Έφυγε αθόρυβα, ανεπηρέαστος από το παρελθόν, που άφηνε πίσω του. 

Επί πλέον όμως υπάρχουν και δηλώσεις του ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της καριέρας του το πέρασε στην Αγγλία και ειδικότερα πρώτα και κυρίως στην Νιούκαστλ, όπου κάθισε πάνω από έξι χρόνια και έπειτα στην Λέστερ. Στις συνεντεύξεις του στην Αγγλία τόνισε ότι ήταν περισσότερο συνδεδεμένος ποδοσφαιρικά με την Αγγλία, παρά με την Ελλάδα. Πολύ σπάνια, πολύ ελάχιστα και πολύ σύντομα αναφέρθηκε στον Ολυμπιακό. Όπως άλλωστε σχεδόν ποτέ δεν έχει αναφερθεί, ούτε καν νοσταλγικά, στα πρώτα ποδοσφαιρικά του χρόνια στο Αμύνταιο ή στην Ένωση Ποντίων Βέροιας.

Πάντως έχει φροντίσει να ξεκαθαρίσει από το 2011 ότι αγαπημένη του ομάδα από αυτές που έχει αγωνιστεί στην Ελλάδα δεν είναι ο Ολυμπιακός, αλλά η ΑΕΛ, στην οποία αγωνίστηκε όταν επέστρεψε το 2005 στην χώρα μας. Και τούτο διότι σε μια κρίσιμη καμπή της καριέρας του, όταν ήταν σχεδόν στα αζήτητα και δυσκολευόταν να βρει ομάδα να συνεχίσει την καριέρα του, η Λάρισα του πρόσφερε μια επαγγελματικά και οικονομικά αξιόλογη ποδοσφαιρική στέγη, που βοήθησε και στην εξέλιξη μιας φιλικής συνεργασίας με τον ισχυρό άνδρα της ομάδας Πηλαδάκη. Που τον ωφέλησε πολλαπλά. 

Ευθυγραμμισμένος στο ίδιο πνεύμα ο Νταμπίζας θεωρεί ως σπουδαιότερη συλλογική επιτυχία του σε εθνικό επίπεδο την κατάκτηση κυπέλλου με την Λάρισα και όχι την κατάκτηση του πολυπόθητου πρωταθλήματος του 1997 με τον Ολυμπιακό, υποτιμώντας ένα τίτλο, που με τόση λαχτάρα περίμενε όλος ο λαός του Ολυμπιακού, μετά από τα όσα είχαμε περάσει όλα εκείνα τα ατέλειωτα πέτρινα χρόνια. Ένα ακόμη δείγμα της απουσίας κάποιου ιδιαίτερου συναισθηματικού δεσίματος του με τον Ολυμπιακό. 

Αλλά και αν τα βάλουμε κάτω και συγκρίνουμε τους αριθμούς, υπό το πρίσμα της αμιγώς επαγγελματικής λογικής του Νταμπίζα, τα συμπεράσματα είναι εύκολα και σαφή. 

Στην Λάρισα έπαιξε περισσότερες φορές (178) από όσες έπαιξε στον Ολυμπιακό. Το ίδιο και στην Αγγλία, όπου έπαιξε περισσότερες φορές (181) από όσες στον Ολυμπιακό. Ακόμη και μόνο τις συμμετοχές του στη Νιούκαστλ (130) να υπολογίσει κανείς αυτές ήταν περισσότερες από τις αντίστοιχες στον Ολυμπιακό. Αλλά και ο χρόνος παραμονής του ήταν περισσότερος στην Αγγλία (7-8 χρόνια) και στην Λάρισα (6 χρόνια) συγκρινόμενος με τον χρόνο που πέρασε στον Ολυμπιακό (4 χρόνια). 

Για ένα άνθρωπο όπως ο Νταμπίζας, που τα βλέπει όλα κυρίως κάτω από μια επαγγελματική οπτική τα ποσοτικά στοιχεία είναι πάντα σημαντικότερα, ιδίως όταν χαρακτηρίζονται κι από υψηλότερες αποδοχές, όπως συνέβη με αυτόν στην Αγγλία. 

Για να μπορέσει ένας παίκτης του Ολυμπιακού να εκτιμήσει σωστά τον σύλλογο και την θητεία του στον Θρύλο πρέπει να μην διέπεται από εντελώς στενό επαγγελματικό πνεύμα. Πρέπει να δίνει έμφαση και σε ποιοτικό-ψυχολογικό-ιδεολογικά στοιχεία. Να προσπαθήσει να καταλάβει κάτι από το πνεύμα, την ιστορία και τους συμβολισμούς της ομάδας, την δύναμη και την αξία της φανέλας της. 

Αυτά όμως είναι ρομαντικά πράγματα, που δεν απασχόλησαν, ούτε απασχολούν ιδιαίτερα τον Νταμπίζα. Το πολύ-πολύ να απασχολούν τους οπαδούς που δεν έχουν μετατραπεί σε «φιλάθλους-πελάτες» ή «φιλάθλους-καταναλωτές».

Όπως προαναφέραμε ο Νταμπίζας, αν και έχει φάει ξύλο από τους πράσινους οπαδούς, ξαναγύρισε άνετα στον ίδιο εργοδότη (ΠΑΟ) όπου τον χτυπήσανε, γιατί έκρινε ότι επαγγελματικά τα πράγματα άλλαξαν και έγιναν πιο συμφέροντα. Έπαιξε βέβαια βασικό ρόλο ότι οι σημερινές του αποδοχές παρά την οικονομική δυσπραγία του ΠΑΟ είναι διπλάσιες από αυτές της προηγούμενης πράσινης τεχνικό-διοικητικής θητείας του. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι και στην επίθεση που είχε δεχτεί τότε μέσα στις εγκαταστάσεις της ομάδας σκόπιμα δεν είχε αντιδράσει σχεδόν καθόλου, όπως αργότερα εξομολογήθηκε και ο ίδιος, προκειμένου να μην συμβάλλει στην μεγέθυνση των διαστάσεων των επεισοδίων, φοβούμενος ότι αν αντιδρούσε δυναμικά θα ξέσπαγε εμφύλιος πόλεμος στον ΠΑΟ. Με άλλα λόγια ακόμη και όταν του επιτέθηκαν και τον κτύπησαν αυτός δεν έπαψε να σκέφτεται…. επαγγελματικά. 

Το γαιτανάκι της διαδρομής Νταμπίζα στον ΠΑΟ παλαιότερα περιελάμβανε αρχικά διαμεσολαβητές, που στη συνέχεια απομακρύνθηκαν όπως ο Καραγκούνης, αφεντικά που πρώτα τον εμπιστεύτηκαν, μετά τον απέλυσαν και μετά τον ξαναδέχθηκαν όπως ο Αλαφούζος, φίλους και συνεργάτες που τον πούλησαν όπως ο Αναστασίου και αντιπάλους, που τον πολέμησαν όπως ο Φύσσας. Αργότερα συμπεριέλαβε νέους κουμανταδόρους, κολλητούς φίλους από την εποχή της Λάρισας, όπως τον Κωνστάντο. Κι όλα αυτά μολονότι ο ίδιος διακηρύσσει ότι δεν ενδιαφέρεται για προσωπικές φιλίες, σχέσεις και διασυνδέσεις, αλλά μόνο για δουλειά. Όσον αφορά τις σχέσεις του ως τεχνικού διευθυντή με τον εκάστοτε προπονητή είναι σαφής. Πρέπει να είναι στενοί και καθημερινοί συνεργάτες, αλλά ποτέ φίλοι. 

Προκαταλήψεις και επιφυλάξεις δεν υπάρχουν για τον επαγγελματία Νταμπίζα. Την περασμένη άνοιξη (του 2017) βούιζε ο τόπος ότι ήταν πολύ κοντά στο να αναλάβει καίριο διευθυντικό πόστο στον Ολυμπιακό. 

Και αυτό το σενάριο δεν αποκλείεται να το ξαναζήσουμε κάποια στιγμή και στο μέλλον, καθώς, εκτός από τις ικανότητες και γνώσεις που --όπως τουλάχιστον λένε οι περισσότεροι-- διαθέτει, έχει επί πλέον και σχέσεις και γνωριμίες, που θα μπορούσαν να τον υποστηρίξουν, αν ήθελε να πάει στον Ολυμπιακό, όπως ο φίλος και κουμπάρος του Τζόλε (που, παρεμπιπτόντως, έχει γραφείο μάνατζερ) αν και ο τελευταίος έχει πέσει πρόσφατα στη δυσμένεια της διοίκησης αλλά ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις ή να προβλέψεις το μέλλον. Άλλωστε σήμερα υπάρχει και ο Καρεμπέ με τον οποίο γνωρίζονται καλά από πολύ παλιά, ως συμμαθητές, στο επίσημο διετές UEFA project « Executive Masters for International Players». Ως γνωστό ο Καρεμπέ δεν διακρίνεται από καθαρά ανταγωνιστική και συμφεροντολογική οπτική, αλλά ούτε τα πόστα και θέσεις τους συμπίπτουν απόλυτα και υποχρεωτικά. Επί πλέον ο Καρεμπέ αποτελεί μια διεθνή προσωπικότητα με βαρύτητα, που δεν έχει παντρευτεί τον Ολυμπιακό και οποτεδήποτε θελήσει μπορεί να σταδιοδρομήσει μακριά από την Ελλάδα.

Επί πλέον ο Νταμπίζας έχει φροντίσει να μην πει ποτέ κάτι άσχημο για τον Ολυμπιακό στα χρόνια που βρίσκεται στον ΠΑΟ. Ένας επαγγελματίας πρέπει με όλους να τα έχει καλά και να μην κλείνει πόρτες. Μια αναφορά που είχε κάνει στο παρελθόν στο σύστημα δανεισμού ποδοσφαιριστών ήταν αρκετά αόριστη, έμμεση και κεκαλυμμένη, έτσι ώστε να μην θεωρηθεί έντονη αιχμή, ικανή να προκαλέσει την επιθετική αντίδραση του Ολυμπιακού. Αλλά και ο σύγχρονος Ολυμπιακός έχει γίνει πολύ επαγγελματικός. Συνεπώς ασφαλώς δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί κατηγορηματικά και απόλυτα η πιθανότητα να στραφεί στο μέλλον σε ένα καλό επαγγελματία σαν τον Νταμπίζα, πολύ δε περισσότερο όταν συμβαίνει να είναι και επιτυχημένος πρώην παίκτης του. 

Στη προσωπική του ζωή ο Νταμπίζας κόντεψε να σκοτωθεί το 2004 σε ατύχημα με το αυτοκίνητο του, ενώ δέκα χρόνια αργότερα το 2014 το smart που οδηγούσε συγκρούσθηκε στη Βούλα με μια μηχανή, στην οποία επέβαιναν δύο νέοι, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί μια κοπέλα 30 ετών, η οποία επέβαινε στη μηχανή και δεν φορούσε κράνος. Ελάχιστοι όμως κατάλαβαν κάτι από τις τρομερές αυτές προσωπικές περιπέτειες, καθώς ελέγχει τις επικοινωνιακές και ενημερωτικές καταχρήσεις των μέσων. Επί πλέον όταν δουλεύει είναι απόλυτα αφοσιωμένος στη δουλειά του και δεν επηρεάζεται εύκολα. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να αποτελεί ένα συναισθηματικά ευάλωτο χαρακτήρα, από την στιγμή που έχει ενστερνισθεί πλήρως στην ζωή του την εικόνα του σύγχρονου τεχνικού διευθυντή, το βασικότερο ίσως χαρακτηριστικό του οποίου (σύμφωνα και με δική του παρουσίαση) είναι ο έλεγχος συναισθημάτων. 

Υπενθυμίζουμε ότι και το σκάνδαλο του 2004 με τη Λέστερ στην Ισπανία, στο οποίο είχε εμπλακεί το όνομα του το ξεπέρασε εύκολα και ψύχραιμα, όπως ταιριάζει σε ένα ένας γνήσιο εκπρόσωπο του σημερινού globalised modern football. 

Στην υπόθεση της ένστασης για τον αγώνα κυπέλλου ΠΑΟ-Λαμίας οι χειρισμοί του ήταν οι ενδεδειγμένοι. 

Καταρχάς φρόντισε επιμελώς για το κυριότερο να μην διαρρεύσει και αποκαλυφθεί η δική του προσωπική άποψη-προτίμηση επί του θέματος. Όλα έπρεπε να γίνουν κατά τεχνοκρατικό τρόπο, δηλαδή να προηγηθεί μια δική του αντικειμενική πλήρης εισήγηση, με ανάλυση των «υπέρ» και των «κατά», να ακουστεί σε κάποιο βαθμό και η άποψη τυχόν συναρμοδίων (προπονητή) και στη συνέχεια να αφεθεί η ευθύνη της λήψης απόφασης στον Αλαφούζο. 

Η ενεργός συμμετοχή του Νταμπίζα στις διάφορες φάσεις και εξελίξεις της επίμαχης υπόθεσης, με τις συγκρουόμενες τάσεις, δεν θα έπρεπε να τον φέρει εκ νέου υπόλογο απέναντι στον κόσμο του ΠΑΟ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου