Την 9/1/1963 η φημισμένη τότε Ντούκλα Πράγας, γεμάτη από παίκτες της Εθνικής Τσεχοσλοβακίας, η οποία πριν από λίγους μήνες (καλοκαίρι του 1962) είχε παίξει τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου με τη Βραζιλία έδωσε φιλικό αγώνα με τον Ολυμπιακό, στo πλαίσιo του Κυπέλλου Χριστουγέννων. Προηγουμένως, η Ντούκλα είχε νικήσει ΑΕΚ και ΠΑΟ. Με τον Ολυμπιακό όμως τα βρήκε σκούρα και το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα ήταν ισόπαλο 0-0.
Του Θεολόγου Μιχαηλίδη
Η Ντούκλα, εκμεταλλευόμενη τη φήμη της, έκανε τότε περιοδεία σε όλη την Ευρώπη και είχε αντιμετωπίσει πολλές ομάδες της γηραιάς ηπείρου. Ηγέτης της Ντούκλα ήταν ο μέσος Γιόζεφ Μάζοπουστ, ο οποίος το 1962 είχε ανακηρυχθεί επίσημα καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη, στον γνωστό έγκυρο ετήσιο διαγωνισμό-θεσμό που τελεί υπό την αιγίδα της ΟΥΕΦΑ.
Και για να αναδειχτεί εκείνη την εποχή πρώτος παίκτης της Ευρώπης ένας παίκτης από σκληρή κομμουνιστική χώρα και μια άσημη μέχρι τότε ομάδα, καταλαβαίνετε πόσο σπουδαίος ποδοσφαιριστής υπήρξε ο Μάζοπουστ.
Μετά το ματς με τον Ολυμπιακό ο Μάζοπουστ δήλωσε μιλώντας για τον Μπέμπη: «Έπαιξα τόσους αγώνες στην Ευρώπη και είδα τόσους ποδοσφαιριστές, αλλά παίκτη σαν κι αυτόν (τον Μπέμπη) δεν έχω ξαναδεί».
Σημειωτέον μάλιστα ότι τότε ο Μπέμπης ήταν πλέον στη δύση της καριέρας του. Απλώς είχε πιάσει ένα παιχνίδι όπως τα παλιά.
Θα πάρω αφορμή αυτήν την επετειακού χαρακτήρα περίφημη δήλωση για να γράψω για τον Μπέμπη. Όχι όμως για τον Μπέμπη ως ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, αφού για την ποδοσφαιρική του ιδιότητα και αξία έχουν γραφτεί άπειρα πράγματα από χιλιάδες. Θα ασχοληθώ εδώ με την προπονητική ιδιότητα του Μπέμπη, δηλαδή με τον Μπέμπη ως προπονητή του Ολυμπιακού.
Ο Μπέμπης είναι ο προπονητής, που δεν έχει καμία ήττα, ως προπονητής του Ολυμπιακού, σε αγώνες πρωταθλήματος, από την καθιέρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στη χώρα μας. Θήτευσε ως προπονητής (υπηρεσιακός ή κανονικός) στον Ολυμπιακό τρείς φορές από την περίοδο 1979/80, που το ποδόσφαιρο έγινε καθαρά και επίσημα επαγγελματικό.
Η πρώτη φορά ήταν την περίοδο 1983/84 και υπήρξε πολύ βραχύχρονη. Διήρκεσε μια εβδομάδα περίπου (από 26/11/1983 έως 30/11/1983) και ήταν μεταβατική. Η δεύτερη ήταν την ίδια περίοδο, με σχεδόν δίμηνη διάρκεια (από 13/3/1984 ως 7/5/1984) και η τρίτη την περίοδο 1984/85, με παρόμοια διάρκεια, που κράτησε από 30/4/1985 μέχρι 16/6/1985.
Την πρώτη φορά, διαδέχτηκε τον αποτυχημένο Γερμανό Χάιντς Χέερ και παρέδωσε σε μια εβδομάδα στον Νίκο Αλέφαντο, τη θέση του οποίου μετά από λίγους μήνες ξαναπήρε, ύστερα από την επεισοδιακή αποχώρηση του τελευταίου. Όταν παρέδωσε ξανά, τον διαδέχθηκε ένας άλλος Γερμανός (ή για την ακρίβεια Γερμανoολλανδός), ο Γκέοργκ Κέσλερ. Και πάλι όμως η ειρωνεία ήταν ότι ξανά ο Μπέμπης ήταν αυτός που έμελλε να διαδεχτεί τον Κέσλερ, ο οποίος απέτυχε τραγικά. Αυτή ήταν η τρίτη φορά που αναλάμβανε ως προπονητής την ομάδα. Με άλλα λόγια, υπήρξε μια διαδικασία διπλής παράδοσης και παραλαβής της προπονητικής σκυτάλης μεταξύ Μπέμπη και των δύο προαναφερόμενων Γερμανών.
Συνολικά, με τον Μπέμπη στον πάγκο, ο Ολυμπιακός σημείωσε επί 14 αγώνων πρωταθλήματος 9 νίκες και 5 ισοπαλίες, μένοντας αήττητος, επίτευγμα οπωσδήποτε αξιοσημείωτο.
Πάντως, επειδή είμαστε φίλοι της ακρίβειας οφείλουμε να πούμε ότι υπάρχει μια ένσταση σε όλα αυτά. Η ένσταση συνίσταται στο ότι δεν πρέπει να περιοριστούμε μόνο στην περίοδο του επαγγελματισμού. Πρέπει να ξεκινήσουμε από πολύ πιο μπροστά και να λάβουμε υπόψη μας όλη την Α΄ εθνική κατηγορία, από την περίοδο 1959/60 και μετά. Λόγοι δικαιοσύνης το επιβάλλουν. Ο Ολυμπιακός είναι ένας και αδιαίρετος. Πρέπει λοιπόν να συνυπολογιστούν τα πάντα. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Πού θέλω να καταλήξω; Μα στο ότι ο Μπέμπης υπήρξε προπονητής του Ολυμπιακού και πριν από την επαγγελματική περίοδο.
Συγκεκριμένα ήταν προπονητής της ομάδας την περίοδο 1968/69, όταν μάλιστα είχε και τη μακροβιότερη, τρίμηνη, θητεία στον ερυθρόλευκο πάγκο (17/3/1969-15/6/1969). Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, περίπου δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, ο Μπέμπης ήταν πάλι στον πάγκο του Ολυμπιακού (στρατιώτης της ομάδας γαρ) διαδεχθείς τότε τον Γιουγκοσλάβο Λιούμπισα Σπάιτς.
Με τον Μπέμπη προπονητή, ο Ολυμπιακός είχε τότε φοβερή πορεία. Σημείωσε σε 10 αγώνες 9 νίκες, αλλά όμως είχε μια ήττα από τον ΠΑΟΚ στη Τούμπα 2-1. Συνεπώς αν συνυπολογίσουμε τα πάντα, τότε το σύνολο του προπονητικού του απολογισμού του Μπέμπη στον Ολυμπιακό έχει τα εξής εντυπωσιακά αποτελέσματα: σε 24 αγώνες 18 νίκες, 5 ισοπαλίες αλλά και μια (έστω και μοναδική) ήττα. Αυτή η ήττα όμως είναι που χαλάει το αήττητο απόλυτο.
Μοιάζει σαν να υπάρχει μια ατυχία, που κατατρέχει τον Μπέμπη και τα απόλυτα ρεκόρ του, αφού υπάρχουν δύο πεδία, στα οποία μια ελάχιστη εξαίρεση, ενός μόνον αγώνα, δεν τον άφησαν να πετύχει ένα εντυπωσιακό ιστορικό απόλυτο ρεκόρ. Το ένα πεδίο τον αφορά ως προπονητή και είναι αυτό, που μόλις περιγράψαμε πιο πάνω η μόνη ήττα από τον ΠΑΟΚ.
Το άλλο πεδίο τον αφορά ως παίκτη και είναι οι τελικοί του Κυπέλλων Ελλάδας, όπου έχει το τρομερό ρεκόρ επιτυχιών, αφού έχει νικήσει σε 9 από τους 10 τελικούς, που έχει παίξει, έχοντας κατακτήσει ισάριθμα κύπελλα. Όμως και εδώ μια και μόνη ήττα, σε ένα τελικό με την ΑΕΚ (1-2) το 1956, του στερεί το ιστορικό απόλυτο των νικηφόρων συμμετοχών σε τελικούς και κατακτήσεων Κυπέλλων Ελλάδας.
Πάντως, σε αντίθεση με τις επιτυχίες που γνώρισε και τους τίτλους που κατέκτησε με τον Ολυμπιακό, ως ποδοσφαιριστής ο Μπέμπης δεν γεύθηκε ανάλογες διακρίσεις και επιτυχίες ως προπονητής της ομάδας μας.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μπέμπης πρέπει να είναι υπερήφανος για ένα σημαντικό επίτευγμα που, μόνον αυτός από όλους τους προπονητές του Ολυμπιακού έχει καταφέρει, παρά τη συνολικά πολύ σύντομη προπονητική θητεία του στην ομάδα. Ένα κατόρθωμα που δεν το γνωρίζουν πολλοί, μολονότι είχε μεγάλη σημασία για το γόητρο, την ιστορία και την υπερηφάνεια της ομάδας.
Είναι ο προπονητής του Ολυμπιακού που δύο φορές, δύο διαφορετικές χρονιές που απέχουν μεταξύ τους 15 χρόνια, έχει εμποδίσει τον ΠΑΟ, όταν αυτός είχε ήδη αναδειχτεί πρωταθλητής, να επιχειρήσει να κάνει τον γύρο του θριάμβου στο γήπεδο μας την τελευταία αγωνιστική. Ο Ολυμπιακός του Μπέμπη είχε κερδίσει τον ΠΑΟ σε δύο διαφορετικούς αγώνες και δύο διαφορετικές εποχές, και τις δύο φορές την τελευταία αγωνιστική πρωταθλήματος στο Καραϊσκάκη, αμφισβητώντας έτσι έμπρακτα την αξία του πράσινου τίτλου.
Η πρώτη φορά ήταν την 15/6/1969, όταν ο Ολυμπιακός, με τον Μπέμπη προπονητή, νίκησε την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος στο Καραϊσκάκη τον ήδη πρωταθλητή ΠΑΟ 2-1, με το νικητήριο γκολ του Σιδέρη. Σε εκείνο το πρωτάθλημα, ο Ολυμπιακός είχε πολύ καλύτερη ομάδα, αλλά η διαιτησία και η απίστευτη κωλοφαρδία του ΠΑΟ δεν τον άφησαν να πάρει το πρωτάθλημα. Ήταν η περίοδος που η μπάλα κτυπούσε από καραμπόλα στο κεφάλι του Γονιού, που κοιτούσε αλλού και έμπαινε γκολ. Σημειωτέον ότι ο Γονιός ξεκίνησε ως επιθετικός, αλλά επειδή ήταν ασήμαντος, γρήγορα τον κάνανε σέντερ-μπακ και στη θέση αυτή σταδιοδρόμησε στον ΠΑΟ. Φαντασθείτε τι σκόρερ ήταν ! Παρ’ όλα αυτά, η μοναδική χρονιά που τα κατάφερε ως επιθετικός ήταν η συγκεκριμένη περίοδος όταν πέτυχε 19 γκολ, το ένα πιο τυχερό ή πιο «δώρο» από το άλλο. Εκείνη τη σεζόν, ο ΠΑΟ είχε κερδίσει 11 αγώνες με 1-0 και αρκετούς άλλους με ένα γκολ διαφορά και με άφθονα (διψήφιος αριθμός) ανύπαρκτα πέναλτι.
Η δεύτερη φορά ήταν δεκαπέντε χρόνια αργότερα την 6/5/1984 όταν ο Ολυμπιακός, πάλι με τον Μπέμπη προπονητή, νίκησε την τελευταία αγωνιστική πάλι στο Καραϊσκάκη τον ήδη πρωταθλητή ΠΑΟ με το ίδιο σκορ 2-1, με το νικητήριο γκολ του Μητρόπουλου.
Και τις δύο φορές, πάνω από όλα, ο στόχος για τον Ολυμπιακό ήταν να φύγουν από τον Πειραιά ταπεινωμένοι οι διαφημιζόμενοι ως (δήθεν) άξιοι πρωταθλητές χωρίς να τους επιτραπεί να γελάνε, να πανηγυρίζουνε, να βγάζουνε φωτογραφίες, να θριαμβολογούνε, κάνοντας δηλώσεις ως νικητές και φυσικά χωρίς τους περάσει από το μυαλό η σκέψη για γύρο θριάμβου ή απονομή τίτλου.
Και αυτά δεν τα γράφω τυχαία. Πριν από τον αγώνα του 1969 είχε υποβληθεί και εγκριθεί αίτημα για απονομή του τίτλου πρωταθλητή στον ΠΑΟ αμέσως μετά τη λήξη του ματς. Όμως, όπως ήταν φυσικό, μετά το ματς το κλίμα στο γήπεδο για τον ΠΑΟ ήταν τόσο άσχημο, τα ειρωνικά και επιθετικά συνθήματα των οπαδών του Ολυμπιακού ήταν τόσο έντονα (με χαρακτηριστικότερο το «ψεύτικοι πρωταθλητές» που δονούσε απ’ άκρου σε άκρο το Καραϊσκάκη) και οι αποδοκιμασίες ήταν τόσο δυνατές, που ουδείς πράσινος τόλμησε, ιδίως μετά τις δύο ήττες, να σκεφτεί την περίπτωση απονομής. Ούτε φυσικά επίσης έγινε κάποια σκέψη για απόπειρα γύρου θριάμβου στο γήπεδο, όπως είχαν υποσχεθεί τότε πριν από το ματς οι παίκτες του ΠΑΟ, αφού αισιοδοξούσαν ότι θα κέρδιζαν. Αλλά ακόμη και αν υποθετικά κέρδιζαν, αμφιβάλλω πολύ αν θα γινόταν ποτέ γύρος θριάμβου και απονομή στον Πειραιά, μολονότι τότε τα πράγματα στα γήπεδα ήταν μεν φανατισμένα, αλλά όχι τόσο άγρια όσο αργότερα.
Όσον αφορά το 1984 τα ποδοσφαιρικά ήθη είχαν αγριέψει και απονομή δεν προβλεπόταν έτσι κι αλλιώς, παρά το τυπικό προβοκατόρικο αίτημα του ΠΑΟ. Πάντως οι πράσινοι παίκτες απειλούσαν ότι θα έκαναν γύρο θριάμβου μετά τον αγώνα ως πρωταθλητές, εφόσον κέρδιζαν στον Πειραιά.
Και στις δύο περιπτώσεις ο Μπέμπης, ως προπονητής του Ολυμπιακού, δεν παρέλειψε να κάνει φαρμακερά σχόλια μετά από αμφότερους τους αγώνες.
Το 1969, συνέστησε στους πράσινους, που ονειρεύονταν απονομή του τίτλου στον Πειραιά, να βολευτούν με κάποια πρόχειρα χάρτινα ομοιώματα κυπέλλων, που είχαν φτιάξει και κουνούσαν ή πέταγαν κοροϊδευτικά οπαδοί του Ολυμπιακού ή, αν δεν τους έκαναν αυτά, να αρκεστούν σε κυπελάκια του καφέ.
Το 1984, ο Μπέμπης ήταν ακόμη καυστικότερος, αφού συνέστησε στους βάζελους, που λέγανε ότι θα κερδίζανε και θα κάνανε γύρο θριάμβου στον Πειραιά, να «πάρουν τώρα τα ποδηλατάκια τους και να κάνουν τον γύρο του Γκύζη». Μια μνημειώδης δήλωση, που έχει μείνει στην ιστορία.
Του Θεολόγου Μιχαηλίδη
Η Ντούκλα, εκμεταλλευόμενη τη φήμη της, έκανε τότε περιοδεία σε όλη την Ευρώπη και είχε αντιμετωπίσει πολλές ομάδες της γηραιάς ηπείρου. Ηγέτης της Ντούκλα ήταν ο μέσος Γιόζεφ Μάζοπουστ, ο οποίος το 1962 είχε ανακηρυχθεί επίσημα καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη, στον γνωστό έγκυρο ετήσιο διαγωνισμό-θεσμό που τελεί υπό την αιγίδα της ΟΥΕΦΑ.
Και για να αναδειχτεί εκείνη την εποχή πρώτος παίκτης της Ευρώπης ένας παίκτης από σκληρή κομμουνιστική χώρα και μια άσημη μέχρι τότε ομάδα, καταλαβαίνετε πόσο σπουδαίος ποδοσφαιριστής υπήρξε ο Μάζοπουστ.
Μετά το ματς με τον Ολυμπιακό ο Μάζοπουστ δήλωσε μιλώντας για τον Μπέμπη: «Έπαιξα τόσους αγώνες στην Ευρώπη και είδα τόσους ποδοσφαιριστές, αλλά παίκτη σαν κι αυτόν (τον Μπέμπη) δεν έχω ξαναδεί».
Σημειωτέον μάλιστα ότι τότε ο Μπέμπης ήταν πλέον στη δύση της καριέρας του. Απλώς είχε πιάσει ένα παιχνίδι όπως τα παλιά.
Θα πάρω αφορμή αυτήν την επετειακού χαρακτήρα περίφημη δήλωση για να γράψω για τον Μπέμπη. Όχι όμως για τον Μπέμπη ως ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, αφού για την ποδοσφαιρική του ιδιότητα και αξία έχουν γραφτεί άπειρα πράγματα από χιλιάδες. Θα ασχοληθώ εδώ με την προπονητική ιδιότητα του Μπέμπη, δηλαδή με τον Μπέμπη ως προπονητή του Ολυμπιακού.
Ο Μπέμπης είναι ο προπονητής, που δεν έχει καμία ήττα, ως προπονητής του Ολυμπιακού, σε αγώνες πρωταθλήματος, από την καθιέρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στη χώρα μας. Θήτευσε ως προπονητής (υπηρεσιακός ή κανονικός) στον Ολυμπιακό τρείς φορές από την περίοδο 1979/80, που το ποδόσφαιρο έγινε καθαρά και επίσημα επαγγελματικό.
Η πρώτη φορά ήταν την περίοδο 1983/84 και υπήρξε πολύ βραχύχρονη. Διήρκεσε μια εβδομάδα περίπου (από 26/11/1983 έως 30/11/1983) και ήταν μεταβατική. Η δεύτερη ήταν την ίδια περίοδο, με σχεδόν δίμηνη διάρκεια (από 13/3/1984 ως 7/5/1984) και η τρίτη την περίοδο 1984/85, με παρόμοια διάρκεια, που κράτησε από 30/4/1985 μέχρι 16/6/1985.
Την πρώτη φορά, διαδέχτηκε τον αποτυχημένο Γερμανό Χάιντς Χέερ και παρέδωσε σε μια εβδομάδα στον Νίκο Αλέφαντο, τη θέση του οποίου μετά από λίγους μήνες ξαναπήρε, ύστερα από την επεισοδιακή αποχώρηση του τελευταίου. Όταν παρέδωσε ξανά, τον διαδέχθηκε ένας άλλος Γερμανός (ή για την ακρίβεια Γερμανoολλανδός), ο Γκέοργκ Κέσλερ. Και πάλι όμως η ειρωνεία ήταν ότι ξανά ο Μπέμπης ήταν αυτός που έμελλε να διαδεχτεί τον Κέσλερ, ο οποίος απέτυχε τραγικά. Αυτή ήταν η τρίτη φορά που αναλάμβανε ως προπονητής την ομάδα. Με άλλα λόγια, υπήρξε μια διαδικασία διπλής παράδοσης και παραλαβής της προπονητικής σκυτάλης μεταξύ Μπέμπη και των δύο προαναφερόμενων Γερμανών.
Συνολικά, με τον Μπέμπη στον πάγκο, ο Ολυμπιακός σημείωσε επί 14 αγώνων πρωταθλήματος 9 νίκες και 5 ισοπαλίες, μένοντας αήττητος, επίτευγμα οπωσδήποτε αξιοσημείωτο.
Πάντως, επειδή είμαστε φίλοι της ακρίβειας οφείλουμε να πούμε ότι υπάρχει μια ένσταση σε όλα αυτά. Η ένσταση συνίσταται στο ότι δεν πρέπει να περιοριστούμε μόνο στην περίοδο του επαγγελματισμού. Πρέπει να ξεκινήσουμε από πολύ πιο μπροστά και να λάβουμε υπόψη μας όλη την Α΄ εθνική κατηγορία, από την περίοδο 1959/60 και μετά. Λόγοι δικαιοσύνης το επιβάλλουν. Ο Ολυμπιακός είναι ένας και αδιαίρετος. Πρέπει λοιπόν να συνυπολογιστούν τα πάντα. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Πού θέλω να καταλήξω; Μα στο ότι ο Μπέμπης υπήρξε προπονητής του Ολυμπιακού και πριν από την επαγγελματική περίοδο.
Συγκεκριμένα ήταν προπονητής της ομάδας την περίοδο 1968/69, όταν μάλιστα είχε και τη μακροβιότερη, τρίμηνη, θητεία στον ερυθρόλευκο πάγκο (17/3/1969-15/6/1969). Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, περίπου δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, ο Μπέμπης ήταν πάλι στον πάγκο του Ολυμπιακού (στρατιώτης της ομάδας γαρ) διαδεχθείς τότε τον Γιουγκοσλάβο Λιούμπισα Σπάιτς.
Με τον Μπέμπη προπονητή, ο Ολυμπιακός είχε τότε φοβερή πορεία. Σημείωσε σε 10 αγώνες 9 νίκες, αλλά όμως είχε μια ήττα από τον ΠΑΟΚ στη Τούμπα 2-1. Συνεπώς αν συνυπολογίσουμε τα πάντα, τότε το σύνολο του προπονητικού του απολογισμού του Μπέμπη στον Ολυμπιακό έχει τα εξής εντυπωσιακά αποτελέσματα: σε 24 αγώνες 18 νίκες, 5 ισοπαλίες αλλά και μια (έστω και μοναδική) ήττα. Αυτή η ήττα όμως είναι που χαλάει το αήττητο απόλυτο.
Μοιάζει σαν να υπάρχει μια ατυχία, που κατατρέχει τον Μπέμπη και τα απόλυτα ρεκόρ του, αφού υπάρχουν δύο πεδία, στα οποία μια ελάχιστη εξαίρεση, ενός μόνον αγώνα, δεν τον άφησαν να πετύχει ένα εντυπωσιακό ιστορικό απόλυτο ρεκόρ. Το ένα πεδίο τον αφορά ως προπονητή και είναι αυτό, που μόλις περιγράψαμε πιο πάνω η μόνη ήττα από τον ΠΑΟΚ.
Το άλλο πεδίο τον αφορά ως παίκτη και είναι οι τελικοί του Κυπέλλων Ελλάδας, όπου έχει το τρομερό ρεκόρ επιτυχιών, αφού έχει νικήσει σε 9 από τους 10 τελικούς, που έχει παίξει, έχοντας κατακτήσει ισάριθμα κύπελλα. Όμως και εδώ μια και μόνη ήττα, σε ένα τελικό με την ΑΕΚ (1-2) το 1956, του στερεί το ιστορικό απόλυτο των νικηφόρων συμμετοχών σε τελικούς και κατακτήσεων Κυπέλλων Ελλάδας.
Πάντως, σε αντίθεση με τις επιτυχίες που γνώρισε και τους τίτλους που κατέκτησε με τον Ολυμπιακό, ως ποδοσφαιριστής ο Μπέμπης δεν γεύθηκε ανάλογες διακρίσεις και επιτυχίες ως προπονητής της ομάδας μας.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μπέμπης πρέπει να είναι υπερήφανος για ένα σημαντικό επίτευγμα που, μόνον αυτός από όλους τους προπονητές του Ολυμπιακού έχει καταφέρει, παρά τη συνολικά πολύ σύντομη προπονητική θητεία του στην ομάδα. Ένα κατόρθωμα που δεν το γνωρίζουν πολλοί, μολονότι είχε μεγάλη σημασία για το γόητρο, την ιστορία και την υπερηφάνεια της ομάδας.
Είναι ο προπονητής του Ολυμπιακού που δύο φορές, δύο διαφορετικές χρονιές που απέχουν μεταξύ τους 15 χρόνια, έχει εμποδίσει τον ΠΑΟ, όταν αυτός είχε ήδη αναδειχτεί πρωταθλητής, να επιχειρήσει να κάνει τον γύρο του θριάμβου στο γήπεδο μας την τελευταία αγωνιστική. Ο Ολυμπιακός του Μπέμπη είχε κερδίσει τον ΠΑΟ σε δύο διαφορετικούς αγώνες και δύο διαφορετικές εποχές, και τις δύο φορές την τελευταία αγωνιστική πρωταθλήματος στο Καραϊσκάκη, αμφισβητώντας έτσι έμπρακτα την αξία του πράσινου τίτλου.
Η πρώτη φορά ήταν την 15/6/1969, όταν ο Ολυμπιακός, με τον Μπέμπη προπονητή, νίκησε την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος στο Καραϊσκάκη τον ήδη πρωταθλητή ΠΑΟ 2-1, με το νικητήριο γκολ του Σιδέρη. Σε εκείνο το πρωτάθλημα, ο Ολυμπιακός είχε πολύ καλύτερη ομάδα, αλλά η διαιτησία και η απίστευτη κωλοφαρδία του ΠΑΟ δεν τον άφησαν να πάρει το πρωτάθλημα. Ήταν η περίοδος που η μπάλα κτυπούσε από καραμπόλα στο κεφάλι του Γονιού, που κοιτούσε αλλού και έμπαινε γκολ. Σημειωτέον ότι ο Γονιός ξεκίνησε ως επιθετικός, αλλά επειδή ήταν ασήμαντος, γρήγορα τον κάνανε σέντερ-μπακ και στη θέση αυτή σταδιοδρόμησε στον ΠΑΟ. Φαντασθείτε τι σκόρερ ήταν ! Παρ’ όλα αυτά, η μοναδική χρονιά που τα κατάφερε ως επιθετικός ήταν η συγκεκριμένη περίοδος όταν πέτυχε 19 γκολ, το ένα πιο τυχερό ή πιο «δώρο» από το άλλο. Εκείνη τη σεζόν, ο ΠΑΟ είχε κερδίσει 11 αγώνες με 1-0 και αρκετούς άλλους με ένα γκολ διαφορά και με άφθονα (διψήφιος αριθμός) ανύπαρκτα πέναλτι.
Η δεύτερη φορά ήταν δεκαπέντε χρόνια αργότερα την 6/5/1984 όταν ο Ολυμπιακός, πάλι με τον Μπέμπη προπονητή, νίκησε την τελευταία αγωνιστική πάλι στο Καραϊσκάκη τον ήδη πρωταθλητή ΠΑΟ με το ίδιο σκορ 2-1, με το νικητήριο γκολ του Μητρόπουλου.
Και τις δύο φορές, πάνω από όλα, ο στόχος για τον Ολυμπιακό ήταν να φύγουν από τον Πειραιά ταπεινωμένοι οι διαφημιζόμενοι ως (δήθεν) άξιοι πρωταθλητές χωρίς να τους επιτραπεί να γελάνε, να πανηγυρίζουνε, να βγάζουνε φωτογραφίες, να θριαμβολογούνε, κάνοντας δηλώσεις ως νικητές και φυσικά χωρίς τους περάσει από το μυαλό η σκέψη για γύρο θριάμβου ή απονομή τίτλου.
Και αυτά δεν τα γράφω τυχαία. Πριν από τον αγώνα του 1969 είχε υποβληθεί και εγκριθεί αίτημα για απονομή του τίτλου πρωταθλητή στον ΠΑΟ αμέσως μετά τη λήξη του ματς. Όμως, όπως ήταν φυσικό, μετά το ματς το κλίμα στο γήπεδο για τον ΠΑΟ ήταν τόσο άσχημο, τα ειρωνικά και επιθετικά συνθήματα των οπαδών του Ολυμπιακού ήταν τόσο έντονα (με χαρακτηριστικότερο το «ψεύτικοι πρωταθλητές» που δονούσε απ’ άκρου σε άκρο το Καραϊσκάκη) και οι αποδοκιμασίες ήταν τόσο δυνατές, που ουδείς πράσινος τόλμησε, ιδίως μετά τις δύο ήττες, να σκεφτεί την περίπτωση απονομής. Ούτε φυσικά επίσης έγινε κάποια σκέψη για απόπειρα γύρου θριάμβου στο γήπεδο, όπως είχαν υποσχεθεί τότε πριν από το ματς οι παίκτες του ΠΑΟ, αφού αισιοδοξούσαν ότι θα κέρδιζαν. Αλλά ακόμη και αν υποθετικά κέρδιζαν, αμφιβάλλω πολύ αν θα γινόταν ποτέ γύρος θριάμβου και απονομή στον Πειραιά, μολονότι τότε τα πράγματα στα γήπεδα ήταν μεν φανατισμένα, αλλά όχι τόσο άγρια όσο αργότερα.
Όσον αφορά το 1984 τα ποδοσφαιρικά ήθη είχαν αγριέψει και απονομή δεν προβλεπόταν έτσι κι αλλιώς, παρά το τυπικό προβοκατόρικο αίτημα του ΠΑΟ. Πάντως οι πράσινοι παίκτες απειλούσαν ότι θα έκαναν γύρο θριάμβου μετά τον αγώνα ως πρωταθλητές, εφόσον κέρδιζαν στον Πειραιά.
Και στις δύο περιπτώσεις ο Μπέμπης, ως προπονητής του Ολυμπιακού, δεν παρέλειψε να κάνει φαρμακερά σχόλια μετά από αμφότερους τους αγώνες.
Το 1969, συνέστησε στους πράσινους, που ονειρεύονταν απονομή του τίτλου στον Πειραιά, να βολευτούν με κάποια πρόχειρα χάρτινα ομοιώματα κυπέλλων, που είχαν φτιάξει και κουνούσαν ή πέταγαν κοροϊδευτικά οπαδοί του Ολυμπιακού ή, αν δεν τους έκαναν αυτά, να αρκεστούν σε κυπελάκια του καφέ.
Το 1984, ο Μπέμπης ήταν ακόμη καυστικότερος, αφού συνέστησε στους βάζελους, που λέγανε ότι θα κερδίζανε και θα κάνανε γύρο θριάμβου στον Πειραιά, να «πάρουν τώρα τα ποδηλατάκια τους και να κάνουν τον γύρο του Γκύζη». Μια μνημειώδης δήλωση, που έχει μείνει στην ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου