Την 31/1/1971, πριν ακόμη κλείσει τα είκοσι δύο του χρόνια, φόρεσε για πρώτη φορά την φανέλα της Εθνικής μπάσκετ ανδρών Ελλάδας ένας παίκτης, ο οποίος στην εποχή του θεωρήθηκε το μεγαλύτερο ταλέντο, που είχε βγάλει ποτέ το ελληνικό μπάσκετ. Πρόκειται για τον μόνο ίσως μπασκετμπολίστα, που έχω συμπαθήσει από τους πράσινους, όσα χρόνια βλέπω μπάσκετ. Τον Χρήστο Ιορδανίδη. Αυτή η συμπάθεια οφείλεται σε αρκετούς λόγους.
Πρώτα-πρώτα ποτέ δεν προκαλούσε. Ποτέ δεν πούλησε οπαδιλίκι. Αλλά και γενικότερα σπάνια μιλούσε και όταν το έκανε ήταν ολιγόλογος σαν ινδιάνος. Δεν του άρεσε η προβολή. Απέφευγε τις συνεντεύξεις ακόμη και τις φωτογραφίες. Σχεδόν σε όλες όσες έχει βγει ήταν περίπου «υποχρεωτικές», αφού τραβήχτηκαν πριν από αγώνες της ομάδας του ή/και των εθνικών ομάδων ή σε αναμνηστικές ομαδικές φωτογραφίες αποστολών σε διάφορες διοργανώσεις.
Του Θεολόγου Μιχαηλίδη
Ανέκαθεν ήταν εντελώς --μα εντελώς-- κουλ. Απόλυτα ψύχραιμος, ποτέ του δεν φανατιζόταν, ακόμη και όταν τα πάντα γύρω του, μέσα στο γήπεδο ή στις κερκίδες, έβραζαν. Κατά βάθος όμως ο Ιορδανίδης διέθετε μια αγωνιστική νοοτροπία, την οποία χαρακτήριζε ένας επιμελώς κρυμμένος και μη επιδεικτικός και μη προκλητικός αθλητικός εγωισμός, μια αυτοπεποίθηση, περίπου σαν κι αυτή του Γκάλη. Πίστευε μέσα του ότι ήταν καλύτερος, αλλά ποτέ δεν το πουλούσε, ούτε κοκορευόταν γι αυτό πάνω στο παιχνίδι.
Έπειτα ήταν που μου άρεσε ο τρόπος παιχνιδιού του, που ήταν όχι μόνο πολύ όμορφος και θεαματικός, αλλά και πολύ ξεχωριστός. Τα αγωνιστικά του χαρακτηριστικά ήταν πολύ ελκυστικά. Ευχαριστιόταν το μάτι του θεατή του αθλήματος τις φάσεις και κινήσεις, στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο Ιορδανίδης, συνήθως ιπτάμενος.
Η συμπάθειά μου αυτή, βέβαια, ήταν σχετικά συγκρατημένη, αφού δεν έπαυε να ανήκει στους βάζελους. Αργότερα όμως η συμπάθεια αυξήθηκε κατακόρυφα και γεωμετρικά όταν ο Ιορδανίδης έγινε παίκτης του Ολυμπιακού, έστω και αν ο ερχομός του στην παρακμασμένη τότε ομάδα μας δεν συνοδεύθηκε από μεγάλες επιτυχίες.
Ορισμένοι δημοσιογράφοι, από αυτούς που εμφανίζονται σήμερα ως ειδικοί-«γκουρού» στα του αθλήματος ισχυρίζονται ότι ο Ιορδανίδης είχε το καλύτερο τζαμπ-σουτ, που είδαν ποτέ τα ελληνικά γήπεδα. Αυτό όμως δεν είναι ακριβές. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Ιορδανίδης είχε το πιο μοναδικό τζαμπ-σουτ των ελληνικών γηπέδων. Ένα σουτ απρόσιτο και ασυνήθιστο για τους άλλους παίκτες.
Ο Ιορδανίδης σούταρε πάνω στο τεράστιο (ακόμη και ως επιτόπιο) άλμα του, με τεντωμένο ψηλά το χέρι σε θέση περισσότερο «ανάτασης» παρά «πρότασης», χωρίς την φυσιολογική κάμψη του αγκώνα και σπάζοντας καρπό από πολύ ψηλά. Τέτοιο σουτ βέβαια δεν μπορούσε να κοπεί.
Οι αλτικές του ικανότητες ήταν απίστευτα τεράστιες και αυτό όχι μόνο όταν διέθετε κάποιο χώρο, αλλά και όταν τα άλματα ήταν απολύτως επιτόπια. Το γεγονός αυτό του επέτρεπε να σημειώνει συχνά πολλά καλάθια με φόλοου, αν και είχε ύψος που έφτανε- δεν έφτανε το 1,90 μ. Μάλιστα δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν πούμε ότι ο συγκεκριμένος αυτός μπασκετικός όρος (φόλοου) αναδείχθηκε και διαδόθηκε πολύ στην Ελλάδα, χάρις στον Ιορδανίδη.
Ένα άλλο κλασσικό χαρακτηριστικό του ήταν η μόνιμη έκφραση του άτριχου babe face προσώπου του, όταν έπαιζε. Ήταν κάτι σαν μια απόπειρα αινιγματικού χαμόγελου, που σε άλλους φαινόταν ειρωνικό και σε άλλους «μασκέ». Για κάποιους άλλους η έκφραση αυτή ήταν στην πραγματικότητα μια «μη έκφραση», αφού πολύ δύσκολα και σπάνια μπορούσε να καταλάβει κανείς τι συνέβαινε στον εσωτερικό του κόσμο του ουσιαστικά «ανέκφραστου» Ιορδανίδη και ποια συναισθήματα κυριαρχούσαν μέσα του.
Το μεγάλο ταλέντο του Ιορδανίδη είχε λάμψει από νωρίς.
Οι πρώτες εικόνες που είχα από αυτόν ήταν από τις καλοκαιριάτικες προπονήσεις της Εθνικής εφήβων, που καθημερινά παρακολουθούσαμε με την παρέα μου των πρώτων τάξεων του γυμνασίου, το 1968 στο γήπεδο του Σπόρτινγκ.
Εκείνη την εποχή η Εθνική προετοιμαζόταν για το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα εφήβων, που θα γινόταν στη πόλη Βίγκο της Ισπανίας, με προπονητή τον Νικητόπουλο. Όλοι οι παίκτες που είχαν κληθεί τότε ήταν γνωστοί σε όλους μας από το πρωτάθλημα, αφού έπαιζαν βασικοί στις ομάδες τους, μερικοί μάλιστα ήταν από τα πρώτα ονόματα σε αυτές όπως οι Απ. Κόντος, Π. Σταμέλος, Μ. Γιαννουζάκος.
Ανάμεσα στους παίκτες της Εθνικής όμως ήταν και ένας άγνωστος παίκτης, που μάθαμε ότι προερχόταν από τον Ποσειδώνα Γλυφάδας (και όχι τον Ποσειδώνα Νέου Ψυχικού, όπως έχουν γράψει ορισμένοι μπασκετικοί δημοσιογράφοι) ο οποίος όμως επρόκειτο τότε να γίνει, αν δεν είχε ήδη γίνει, παίκτης του ΠΑΟ, επειδή το τμήμα του Ποσειδώνα ήταν σε διάλυση.
Οι άνθρωποι των βάζελων είχαν εκτιμήσει έγκαιρα την αξία του και τον είχαν πάρει για την εφηβική ομάδα, με προοπτική να μπορέσει να ενταχθεί κάποτε στην πρώτη ομάδα. Συνεπώς δεν είναι απόλυτα ακριβές αυτό που κατά κόρο γράφεται ότι ο Ιορδανίδης ήταν γέννημα-θρέμμα των τμημάτων υποδομής (παίδων-εφήβων) του ΠΑΟ, που εξελίχθηκε σταδιακά και σιγά-σιγά.
Για όλους εμάς τους τρελούς μπασκετόφιλους, που γνωρίζαμε ένα σωρό παίκτες ακόμη από τις μικρότερες κατηγορίες του κέντρου και παρόλα αυτά δεν γνωρίζαμε τον Ιορδανίδη θεωρείτο στο μυαλό μας ως ο πρώτος από τους κληθέντες, που θα κοβόταν από την αποστολή της Εθνικής. Επειδή ακριβώς δεν τον ξέραμε.
Όλα αυτά όμως πριν τον δούμε στην πρώτη προπόνηση. Εκεί όμως είδαμε ξεκάθαρα το ταλέντο του και καταλάβαμε αμέσως την αξία του. Πράγματι ο Ιορδανίδης, ένας αθλητής, που δεν έπαιζε στο πρωτάθλημα Ελλάδας, όπως όλοι οι άλλοι, όχι μόνο επιλέχθηκε στην δωδεκάδα της Εθνικής, όχι μόνο αγωνίστηκε, αλλά και διακρίθηκε ιδιαίτερα στο Βίγκο.
Αυτό ήταν. Τον επόμενο χρόνο το 1969, προτού καν κλείσει τα είκοσι, σε μια εποχή που η συντριπτική πλειοψηφία πρωτοεμφανιζόμενων στο πρωτάθλημα νεαρών παικτών έβλεπε με το κιάλι μια θέση στον πάγκο (κι αυτή μόνο για ένα-δύο αγώνες τον χρόνο) ο Ιορδανίδης έκανε αμέσως μια φοβερή σεζόν, κερδίζοντας την απεριόριστη εμπιστοσύνη του κόουτς του ΠΑΟ Μουρούζη.
Μάλιστα σκόραρε 18 πόντους (!) στο Καλλιμάρμαρο, στο ντέρμπυ του α΄ γύρου με την ΑΕΚ, βασική ανταγωνίστρια του ΠΑΟ για τον τίτλο εκείνη την χρονιά. Μολονότι ο Ολυμπιακός έκανε το χρέος του, εκείνη την σεζόν, νικώντας δύο φορές τον ΠΑΟ (οι μόνες ήττες των βάζελων στο πρωτάθλημα), παρόλα αυτά η ΑΕΚ δεν εκμεταλλεύθηκε τα δώρα μας. Έχασε τρεις φορές από τον ΠΑΟ -την τρίτη σε αγώνα μπαράζ- και έχασε μαζί και το πρωτάθλημα. Ο Ιορδανίδης, που ήρθε από το πουθενά, ήταν βασικός συντελεστής της επιτυχίας αυτής και ταυτόχρονα έγινε αναμφισβήτητα ο παίκτης-αποκάλυψη της χρονιάς για το ελληνικό μπάσκετ, αφού η απόδοση του επισκίασε ακόμη και το ιερό τέρας Γιώργο Κολοκυθά, από τον οποίο οι πράσινοι περίμεναν τα πάντα.
Αυτή ήταν η αρχή μιας μεγάλης καριέρας στον ΠΑΟ, κατά την διάρκεια της οποίας είχε πάντα ως μέσο όρο διψήφιο αριθμό πόντων ανά αγώνα, που μάλιστα το 1973 ξεπέρασε τους 22 πόντους και το 1974 τους 20 πόντους σε κάθε ματς. Στη διάρκεια αυτής της καριέρας πήρε πολλούς τίτλους -τους περισσότερους από όλους- και αργότερα όταν πέρασαν τα χρόνια έγινε αρχηγός της ομάδας των βάζελων, λόγω «αρχαιότητας» στην ομάδα, αλλά όχι λόγω νοοτροπίας.
Οι πράσινοι τον έχρισαν σημαία τους «με το ζόρι», χωρίς ποτέ ο ίδιος να καλλιεργήσει ανάλογο κλίμα, αφού ουδέποτε επιδίωξε αυτόν τον ρόλο, ο οποίος, λόγω ψυχοσύνθεσης, δεν του έλεγε πολλά πράγματα. Άλλωστε οι παίκτες-σημαίες ή παίκτες σύμβολα είναι συνήθως πολύ επικοινωνιακοί, κάτι που δεν ίσχυε για τον Ιορδανίδη, ο οποίος μόνιμα και σταθερά απέφευγε τους δημοσιογράφους και τα μέσα.
Ο Ιορδανίδης δεν υπήρξε ποτέ φανατικός και εκδηλωτικός σε τίποτε, παρά μόνον ίσως στην αγάπη του για το άθλημα. Έπαιζε γιατί γούσταρε το μπάσκετ. Γι αυτό από πολύ μικρή ηλικία, εκτός από παίκτης στον ΠΑΟ ήταν προπονητής σε διάφορους συλλόγους.
Η cool αυτή νοοτροπία του, άλλωστε, συνέβαλλε στη συνέχεια στο να ψυχρανθούν οι σχέσεις του με την ομάδα του, αφού ο χαρακτήρας του ήταν διαφορετικός από τον έντονο, εκρηκτικό (και κάπως σκανδαλιάρικα παιδικό) χαρακτήρα των περισσότερων παικτών της εποχής.
Στον Ιορδανίδη δεν άρεσε ο τρόπος που τον αντιμετώπισε ο σύλλογος του μετά το 1975. Την περίοδο 1975/76 ξεκίνησαν προστριβές και διαφωνίες με τον ΠΑΟ, που οδήγησαν σε τιμωρία του. Την περίοδο 1976/77 δεν αγωνίστηκε σχεδόν καθόλου. Θα επανέλθει την περίοδο 1977/78, χωρίς όμως οι σχέσεις του με τον σύλλογο του να έχουν αποκατασταθεί πλήρως, ιδίως έπειτα από την αντιμετώπιση, που είχε μετά από ένα τραυματισμό του το 1977, ο οποίος επιμήκυνε το χρονικό διάστημα αγωνιστικής απουσίας του από την ομάδα. Ακολούθησε μια περίοδος, κατά την οποία φαινόταν ότι στην ομάδα του δεν πίστευαν πλέον στην επάνοδο του στα ίδια ψηλά αγωνιστικά επίπεδα.
Ως εκ τούτου όλα έδειχναν στον παίκτη ότι επικρατούσε μια σαφής διάθεση αγωνιστικού υποβιβασμού του. Παρόλα αυτά στον ΠΑΟ εξακολουθούσαν να ισχυρίζονται ότι ο παίκτης αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο της ομάδας.
Τον Ιορδανίδη όμως δεν μπορούσε εύκολα κάποιος να τον κοροϊδέψει, ούτε να τον ξεγελάσει, χρησιμοποιώντας απατηλές τακτικές ή τακτικές ψευτοφιλότιμου.
Πίσω από την ηρεμία και την ψυχραιμία του κρυβόταν μια ισχυρή προσωπικότητα, με κριτική ικανότητα, που καταλάβαινε πότε κανείς του έλεγε ψέματα, πότε τον παραπλανούσε και πότε του «πούλαγε φύκια για μεταξωτές κορδέλες».
Τέτοιες συμπεριφορές προς το πρόσωπο του δεν του άρεσαν ακόμη και αν υποτεθεί ότι γινόντουσαν εν ονόματι της ομάδας του. Όταν στον ΠΑΟ διαπίστωσαν ότι ο Ιορδανίδης συνέχιζε να αντιδρά τότε ο παίκτης περιθωριοποιήθηκε περισσότερο, προς περαιτέρω συνετισμό. Έτσι φτάσαμε στην περίοδο 1978-79, με τις σχέσεις των δύο πλευρών να είναι τεταμένες.
Ο ΠΑΟ βρισκόταν σε θέση ισχύος, καθώς ο Ιορδανίδης δεν είχε περιθώρια αποτελεσματικής αντίδρασης. Δεν μπορούσε να πάει σε άλλη ομάδα, χωρίς την συγκατάθεση της ομάδας του. Για να γινόταν κάτι τέτοιο, σύμφωνα με το μεταγραφικό καθεστώς που ίσχυε, θα έπρεπε κάποιος να ήταν 32 ετών και να έχει 12 χρόνια συνεχούς παρουσίας σε ένα σύλλογο. Και ο Ιορδανίδης το 1979 ήταν μόνο 30 ετών (γεννηθείς το 1949) ενώ και τα χρόνια παρουσίας του στον ΠΑΟ ήταν μόνο 11 (από το 1968).
Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα υπολόγιζε ο ΠΑΟ, με αποτέλεσμα το 1979 ο Ιορδανίδης να γίνει πρωταγωνιστής σε ένα μεταγραφικό σήριαλ, μια τρομερά περιπετειώδη υπόθεση, από αυτές που θα στοιχημάτιζε κανείς ότι ουδέποτε θα μπλεκόταν, αφού κάτι τέτοιο ήταν έξω από τον χαρακτήρα του. Δεν υπήρχε όμως άλλη λύση.
Ο Μουρούζης, ο προπονητικός μέντορας του, ο οποίος ήταν πλέον προπονητής του Ολυμπιακού, τον είχε πείσει ότι θα έπρεπε να φύγει από τον ΠΑΟ και να πάει να τον συναντήσει στον Ολυμπιακό.
Το εμπόδιο, όπως είπαμε, ήταν το σύστημα μεταγραφών, στο οποίο βασιζόταν ο ΠΑΟ. Όμως ο Μουρούζης με τις μεγάλες διασυνδέσεις του και με διάφορους ισχυρισμούς ότι θα έκανε τον παίκτη να ξαναπαίξει στην Εθνική ομάδα πέτυχε την έκδοση μιας τροποποιητικής διάταξης, η οποία επέτρεπε την μεταγραφή του παίκτη χωρίς την συναίνεση του συλλόγου του.
Βάσει μιας προσθήκης, που θεωρήθηκε «φωτογραφική», θα μπορούσε πλέον ένας παίκτης να φύγει χωρίς την έγκριση του σωματείου του εφόσον δεν είχε αγωνιστεί στα μισά επίσημα παιχνίδια της ομάδας του την τελευταία διετία. Και ο Ιορδανίδης, όντως, δεν είχε τόσες συμμετοχές, λόγω τραυματισμών και διενέξεων.
Πάντως πρέπει να σημειώσουμε δεν ήταν μόνο η μετακίνηση του Ιορδανίδη, που έγινε εκείνη την εποχή με την συγκεκριμένη αλλαγή της διάταξης. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της μετακίνησης του Βαγγέλη Αλεξανδρή από τον Άρη στον ΠΑΟΚ.
Οι άνθρωποι του ΠΑΟ όταν αντιλήφθηκαν το τι έγινε και το τι θα επακολουθούσε έγιναν έξαλλοι και αντέδρασαν σε κάθε επίπεδο, κραυγάζοντας για σκανδαλώδη και χαριστική πράξη, απειλώντας θεούς και δαίμονες. Η υπόθεση απασχόλησε ζωηρά τα μέσα ενημέρωσης και τα αρμόδια όργανα για αρκετό καιρό.
Τελικά όμως ο ΠΑΟ δεν μπόρεσε να αλλάξει τίποτε. Ο παίκτης κατέληξε στον Ολυμπιακό.
Η υπόθεση αυτή πόνεσε αφάνταστα τον ΠΑΟ, που θεωρούσε αδιανόητη την απώλεια του Ιορδανίδη τον οποίο μόνοι τους τον είχαν αναδείξει σε σημαία του ΠΑΟ. Ο ίδιος ο Ιορδανίδης, συνεπής προς τον χαρακτήρα του, απέφυγε να απευθύνει βαριές κατηγορίες ή οξείες επιθέσεις εναντίον της παλιάς του ομάδας, όπως και να προβεί σε έντονα πανηγυρικά ή διθυραμβικά σχόλια υπέρ της νέας του ομάδας.
Μολονότι ο Βασιλακόπουλος ήταν και τότε στα πράγματα και στο ΔΣ της ΕΟΚ (ως ΓΓ, νομίζω) δεν απέτρεψε την μετακίνηση του παίκτη. Κάποιοι είπαν ότι δεν θέλησε να χαλάσει το χατίρι του φίλου του Μουρούζη, κάποιοι άλλοι ότι δεν θέλησε να χαλάσει το χατίρι του Προέδρου της Ομοσπονδίας του μετριοπαθούς Ζαχαρία Αλεξάνδρου, που ήταν από τους ελάχιστους ολυμπιακούς (έστω και μη φανατικούς) στο ΔΣ της ομοσπονδίας.
Ο Βασιλακόπουλος δεν είναι κάποιος τυχαίος. Ήταν και είναι γνώστης του αθλήματος. Εκτός από παίκτης και παράγοντας έχει διατελέσει επί χρόνια και προπονητής στον ΠΑΟ, αλλά και βοηθός προπονητή στην Εθνική ομάδα.
Συνεπώς γνώριζε ότι η μεταγραφή Ιορδανίδη την συγκεκριμένη εποχή δεν ήταν ικανή να αλλάξει ισορροπίες και τις δυναμικές, που ο ίδιος είχε σε μεγάλο βαθμό επιμελώς προετοιμάσει, διαμορφώσει και συντηρήσει στο ελληνικό μπάσκετ. Ταυτόχρονα η μετακίνηση του Ιορδανίδη βόλευε, γιατί μπορούσε να ρίξει «στάχτη στα μάτια» και να επιτρέψει ή να διευκολύνει μια ακόμη πιο προνομιακή μεταχείριση στο τριφύλλι.
Διευκρινίζω, πάντως, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι η περίπτωση μετακίνησης του Ιορδανίδη δεν μπορεί βέβαια να συγκριθεί με άλλες σκανδαλώδεις υποθέσεις, που συντέλεσαν καθοριστικά στο να πάρει πολλούς τίτλους ο ΠΑΟ. Υποθέσεις στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Βασιλακόπουλος από διάφορα πόστα: είτε ως παράγων του ΠΑΟ, είτε ως παράγων της ομοσπονδίας.
Υποθέσεις είτε πολύ ολιγόχρονες, «μιας χρήσης» θα λέγαμε, όπως η αιφνίδια μετατροπή το 1972, σε χρόνο ρεκόρ, ενός λευκού αμερικανό-γερμανό-πολωνού σέντερ-φορ 2.10 ονόματι Frietz Ziegler σε Έλληνα Φρειδερίκο Ζέγκλερη, μόνο και μόνο για να παίξει, προκειμένου να πάρει ο ΠΑΟ το πρωτάθλημα, όπως και όντως (δυστυχώς) συνέβη σε αγώνα μπαράζ στο Σπόρτινγκ μεταξύ των ισόβαθμων στη κανονική σεζόν Ολυμπιακού και ΠΑΟ. Είτε υποθέσεις long play ή «μακράς διάρκειας», που κράτησαν μια δεκαετία και πλέον, όπως η σκανδαλώδης μετατροπή του σπουδαίου αμερικανού David Nelson σε Δαβίδ Στεργάκο, που έφτασε μάλιστα να παίξει βασικός και στην Εθνική με ενέργειες του «σωλήνα», την ίδια ώρα που η ομοσπονδία υποκριτικά έκανε «ροβεσπιερικά» κηρύγματα ηθικής απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς στον χώρο του αθλητισμού γενικότερα και του μπάσκετ ειδικότερα.
Ο Ιορδανίδης αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό τρεις περιόδους από την περίοδο 1979/80 μέχρι και την περίοδο 1981/82 και κατέκτησε με την ομάδα ένα Κύπελλο Ελλάδας το 1980, σημειώνοντας 15 πόντους στον τελικό με την ΑΕΚ (85-80).
Ατομικά ο ίδιος διακρίθηκε αρκετά αγωνιζόμενος με τον Ολυμπιακό, αν και δεν έφτασε στο ύψος των παλιών εξαιρετικών αποδόσεων του, αλλά η ομάδα μας σε συλλογικό επίπεδο είχε παρακμάσει πολύ και δεν θύμιζε καθόλου την μεγάλη ομάδα της δεκαετίας του 1970.
Αγωνίστηκε στην Εθνική από το 1971 ως το 1974, έχοντας, για διάφορους λόγους, σχετικά περιορισμένο αριθμό συμμετοχών (45) αλλά ένα σχετικά πολύ υψηλό σύνολο πόντων (451) με ένα πολύ καλό μέσο όρο 10 πόντων ανά αγώνα, και ατομικό ρεκόρ πόντων σε αγώνα της Εθνικής 28 πόντους. Στο πρωτάθλημα Ελλάδας σημείωσε συνολικά 3110 πόντους, κάθε άλλο παρά λίγους.
Είχε πολύ επιτυχημένη καριέρα ως προπονητής, την οποία την ξεκίνησε από τότε ακόμη που ήταν πολύ νέος αθλητής του ΠΑΟ, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο και αξιοσημείωτο, που οφείλεται στο ασυνήθιστα ώριμο και εγκεφαλικό μπασκετικό του μυαλό.
Συγκεκριμένα το 1975, σε ηλικία μόλις 26 ετών (!) και ενώ αγωνιζόταν ως παίκτης στον ΠΑΟ, ανέβασε τον Ιωνικό Νικαίας για πρώτη φορά στην ιστορία του στην Α΄ Εθνική (κατηγορία στην οποία ο σύλλογος διακρίθηκε επί μια δεκαετία), καθιερώνοντας στην πεντάδα τον πολύ νεαρό τότε Παναγιώτη Γιαννάκη, ενώ το 1977 έκανε το ίδιο με το Μαρούσι.
Μάλιστα στον Ιωνικό ήταν όλοι ενθουσιασμένοι μαζί του, αλλά η ιδιότητα του ως αθλητή του ΠΑΟ ήταν ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ως κόουτς του Ιωνικού. Συνεπώς μετά την άνοδο του Ιωνικού και από την στιγμή που Ιωνικός και ΠΑΟ θα αγωνιζόντουσαν ως αντίπαλοι στο ίδιο πρωτάθλημα δεν ήταν πλέον δυνατό να συνεχίσει στον Ιωνικό.
Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση διετέλεσε επί μια εξαετία (1982-1988) μέλος προπονητικών τιμ της ομοσπονδίας σε διάφορα εθνικά συγκροτήματα, συμπεριλαμβανομένης και της ομάδας, που κατέκτησε το πρωτάθλημα Ευρώπης του 1987, υπό την τεχνική ηγεσία του Κ. Πολίτη.
Από το 1989 ως το 1991 επέστρεψε ως προπονητής στον ΠΑΟ και ήταν αυτός που θεώρησε και υπέδειξε ως απόλυτα απαραίτητη την μεταγραφή στην ομάδα του Φραγκίσκου Αλβέρτη από την Γλυφάδα, περιοχή την οποία ανέκαθεν γνώριζε καλά. Γρήγορα έκαμψε τις όποιες επιφυλάξεις του παίκτη, ο οποίος για όσους δεν το γνωρίζουν ήταν τότε γνωστός για τα ολυμπιακά του φρονήματα (κάτι που, παρεμπιπτόντως, αν δεν το ξέρετε ίσχυε και για τον Παταβούκα). Επί πλέον δεν δίστασε να εισηγηθεί την θυσία του τμήματος πόλο του ΠΑΟ, αφού ήταν αυτός που έπεισε να δοθεί, μεταξύ άλλων οικονομικών ανταλλαγμάτων, ως έμψυχο αντάλλαγμα για την μεταγραφή του Αλβέρτη ο μεγάλος πολίστας και σκόρερ των πράσινων Σελετόπουλος.
Ο Ιορδανίδης, έστω και αν τίμησε την φανέλα του Ολυμπιακού, έχει ασφαλώς συνδεθεί πολύ περισσότερο με τους πράσινους. Μια σειρά όμως από γεγονότα όπως το ότι ποτέ δεν το έπαιξε φανατικός βάζελος, σούπερ-οπαδός, ούτε αντί-ολυμπιακός, αλλά το κυριότερο το ότι μετακινήθηκε χωρίς αναστολές στον αιώνιο αντίπαλο τον υποβάθμισαν στη συνείδηση των πράσινων (ιδίως των οπαδών) οι οποίοι έχουν υποβαθμίσει πολύ την τεράστια αξία και την προσφορά του σε πολλές επιτυχίες της ομάδας τους. Για πολλούς βάζελους ο Ιορδανίδης παραμένει ακόμη προδότης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου