Γενάρη μήνα όπως τώρα, πριν από δύο χρόνια (το 2016), για πολλούς ο μπασκετικός Ολυμπιακός έκανε ένα σπουδαίο deal, κλείνοντας ένα σπάνιο παιδικό ταλέντο, που θα μπορούσε να είχε μια απίστευτη εξέλιξη. Μιλάμε για τον έφηβο πλέον Ποκουσέβσκι που φιλοδοξεί να γίνει ο μελλοντικός περιφερειακός, που θα τα κάνει όλα, με ατού το φοβερό ύψος του (ήδη σήμερα είναι 2.11 μ.).
Ο Ολυμπιακός έχει λοιπόν εναποθέσει ένα σωρό μεγάλες ελπίδες σε ένα έφηβο. Με την ευκαιρία αυτή, ήρθε η ώρα να πούμε λίγα πράγματα για το εφηβικό μπάσκετ.
Εξαρχής μάλιστα πρέπει να υπενθυμίσω ότι η πιο ζόρικη --παραδοσιακά και ιστορικά-- διοργάνωση για τον Ολυμπιακό στο μπάσκετ δεν είναι ούτε το Πρωτάθλημα ούτε το Κύπελλο ούτε η Ευρωλίγκα. Είναι το πανελλήνιο εφηβικό πρωτάθλημα (!)
Αυτό προκύπτει από τους αριθμούς και τα δεδομένα. Μόλις πέρυσι (2018) μετά από 45 ολόκληρα πρωταθλήματα (αφού ο θεσμός ξεκίνησε από το 1969, έχοντας κάποια μικρά νεκρά διαλείμματα) κατάφερε επιτέλους στο Ηράκλειο της Κρήτης ο Ολυμπιακός να κατακτήσει το πρώτο του τίτλο πρωταθλητή Ελλάδας εφήβων και μάλιστα αήττητος. Σημειωτέον ότι τον αμέσως προηγούμενο χρόνο (2017) στην Κατερίνη ο Ολυμπιακός είχε πάλι φτάσει μια ανάσα από τον τίτλο, αλλά τελικά είχε πάρει τη δεύτερη θέση, αφού στο κρίσιμο παιχνίδι, που αποτελούσε ουσιαστικό τελικό, είχαμε χάσει από τον Δούκα.
Στο Ηράκλειο, οι Αρσενόπουλος και Ποκουσέβσκι αναδείχθηκαν μέλη της καλύτερης πεντάδας, ενώ ο πρώτος αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης. Ο Αρσενόπουλος είχε συμπεριληφθεί στην ίδια πεντάδα και την προηγούμενη χρονιά στη Κατερίνη.
Συνεπώς πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στην ομάδα μας του 2018, που πρόσφερε επιτέλους αυτόν τον τίτλο, που έλειπε από την ομάδα και τον οποίο πολλές φορές κυνηγούσαμε χωρίς επιτυχία. Ήταν μια επιτυχία που δεν τονίσθηκε όσο της άξιζε.
Ήταν ένας τίτλος που όχι μόνο έλειπε πολύ, αλλά αποκατέστησε και την τιμή της ομάδας μας, απέναντι σε μια προσβλητική για τον Ολυμπιακό κατάσταση υστέρησης, αφού 25 ελληνικές ομάδες είχαν καταφέρει να πάρουν το πανελλήνιο εφηβικό, χωρίς όμως ο Ολυμπιακός να συγκαταλέγεται ανάμεσα τους. Τα πράγματα γινόντουσαν ακόμη χειρότερα όταν έβλεπες ότι την ίδια ώρα όλες οι άλλες γνωστές παραδοσιακές και ιστορικές δυνάμεις του ελληνικού μπάσκετ ( ΠΑΟ, Άρης, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ) είχαν επιτύχει εκεί, όπου εμείς είχαμε αποτύχει.
Πάντως όποιος νομίσει ότι η διοργάνωση αυτή ήταν εύκολη για τον Ολυμπιακό και τις άλλες μεγάλες ομάδες, πλανάται.
Η αρχική δυσκολία της ήταν ότι οι μεγάλοι σύλλογοι δεν έδιναν αρμόζουσα σημασία και βαρύτητα στα τμήματα υποδομής. Στο μυαλό όλων (από προπονητές και αθλητές ή υποψήφιους αθλητές μέχρι γονείς) επικρατούσε η αντίληψη ότι το μπάσκετ μαθαίνεται στις παιδικές χαρές στις γειτονιές, στα γηπεδάκια των πολύ μικρών τοπικών συλλόγων και όχι στις μεγάλες ομάδες. Εκείνες ήταν που θα διάλεγαν αργότερα τους καλούς παίκτες, εάν και εφόσον ξεχώριζαν. Η εν λόγω νοοτροπία, που κράτησε πολλά χρόνια αποτέλεσε το πρώτο εμπόδιο, αλλά σιγά-σιγά άρχισε να υποχωρεί.
Στη συνέχεια, η βασική και μεγάλη δυσκολία προήλθε από την ΕΟΚ, η οποία, χάριν ευρύτερης γεωγραφικής αντιπροσωπευτικότητας, διαίρεσε τις ομάδες σε προκαθορισμένες ευρείες γεωγραφικές περιφέρειες, χωρίς όμως να υιοθετήσει αναλογικότερα πληθυσμιακά κριτήρια.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κυρίως στην τεράστια Αττική με τους άπειρους συλλόγους, να προβλέπεται δυνατότητα πρόκρισης μόλις δύο ομάδων για την τελική φάση του πρωταθλήματος, στην οποία, ως γνωστό, συμμετέχουν συνολικά μόνο έξι ομάδες.
Ως εκ τούτου, η πρόκριση στην τελική φάση για τις ομάδες της Αττικής αποτελεί περίπου ένα αγωνιστικό άθλο. Και δεν είναι μόνο πόσες ομάδες καλλιεργούν το μπάσκετ στην Αττική σε μικρές ηλικίες. Ένα πολύ κρίσιμο παράγοντα αποτελούν και οι ίδιες οι μικρές ηλικίες, αυτές καθαυτές αφού στις εν λόγω ηλικίες οι διαφορές επιπέδου ικανότητας μεταξύ αθλητών είναι σχετικά μικρές και οπωσδήποτε δεν μπορούν να επηρεαστούν σημαντικά από τις διαφορές επιπέδου των ομάδων. Η ανωτερότητα του εφήβου παίκτη του Ολυμπιακού έναντι του εφήβου του Πήγασου Κυψέλης κάθε άλλο παρά αυτονόητη και δεδομένη είναι. Το ίδιο φαινόμενο που ισχύει στην Αττική ισχύει σε ένα βαθμό και για τη Θεσσαλονίκη.
Δεν είναι λοιπόν εύκολο να προκριθεί μια ομάδα στην τελική φάση πανελληνίου πρωταθλήματος εφήβων.
Για παράδειγμα ο Ολυμπιακός πριν από την προαναφερόμενη τελευταία διετία, είχε να προκριθεί σε τελική φάση από το 2007 στη Λειβαδιά, δηλαδή επί μια δεκαετία. Τότε είχε έρθει πάλι δεύτερος πίσω από τον Ιλισιακό των Μπόγρη και Αθηναίου, ο οποίος μάλιστα είχε ψηφιστεί τότε MVP του πρωταθλήματος. Σημειωτέον ότι η καλύτερη πεντάδα της τελικής φάσης του συγκεκριμένου πρωταθλήματος ήταν γεμάτη από ονόματα παικτών γνωστών από τη θητεία τους στον Ολυμπιακό όπως ο Αθηναίου, ο Σλούκας, ο Σαρικόπουλος, αλλά και ο Μπόγρης, που βρίσκεται σήμερα στην ομάδα μας. Από τους προαναφερόμενους σε εκείνη τη εφηβική ομάδα του Ολυμπιακού αγωνιζόταν τότε μόνο ο Σαρικόπουλος.
Πριν από την Λειβαδιά, η παρουσία του νεαρού τότε Γιώργου Πρίντεζη μπόρεσε να μας οδηγήσει το 2003 σε τελική φάση πανελληνίου εφηβικού πρωταθλήματος, που έγινε στο νησί της Κω. Ο μεγάλος Γιώργος διακρίθηκε ιδιαίτερα, εκλέχθηκε μέλος της καλύτερης πεντάδας του πρωταθλήματος αλλά δεν μπόρεσε να μας οδηγήσει στον τίτλο, τον οποίο κατέκτησε εκείνη τη χρονιά η ΑΕΚ του γιού Σάκοτα.
Γενικότερα η σχέση των πρωταγωνιστών πολλών διοργανώσεων πανελλήνιου εφηβικού και της ομάδας του Ολυμπιακού είναι αξιοσημείωτη. Να γιατί:
Το 2013 MVP αναδείχθηκε ο Βεζένκoφ (τότε στον Άρη) και πρώτος σκόρερ ο Αγραβάνης (τότε με τον Πανιώνιο). Το 2010 MVP ήταν ένας άλλος γνώριμος μας ο Κατσίβελης (τότε στον Μαντουλίδη). Το 2009 MVP ήταν ο Κώστας Παπανικολάου (τότε στον Άρη) ενώ το 2008 υπήρξε έτος αποθέωσης για τον Μπόγρη που αναδείχθηκε τόσο MVP όσο και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης, ξεπερνώντας τον Σλούκα (του Μαντουλίδη), που περιορίστηκε απλώς σε μια θέση μέλους της κορυφαίας πεντάδας.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Ολυμπιακός εδώ και αρκετά χρόνια πλέον έχει στο νου του, αξιολογεί και παρακολουθεί τους έφηβους και γενικά τους νεαρούς μπασκετμπολίστες από μικρή ηλικία, αλλά και στη συνέχεια κατά την διάρκεια εξέλιξης της καριέρας τους.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι σε κάθε μεγάλη επιτυχία Εθνικής Εφήβων θα συναντήσεις παίκτες, που έπαιξαν στον Ολυμπιακό.
Αρχίζουμε από τα παγκόσμια μετάλλια εφήβων:
Στο χρυσό του Παγκοσμίου το 1995, που διεξήχθη στην χώρα μας, είχαν σπουδαία συμβολή ο Δημήτρης Παπανικολάου και ο Βασίλης Σούλης που ήταν τότε παίκτες του Ολυμπιακού, ενώ σε εκείνη την ομάδα διακρίθηκε ο Χατζής, που αργότερα πέρασε από την ομάδα μας, αφήνοντας θετικές γενικά αναμνήσεις
Στο αργυρό του Mουντομπάσκετ το 2009 στη Μ. Ζηλανδία πρωταγωνίστησαν οι Σλούκας, Παπανικολάου, Μάντζαρης ενώ συμμετείχαν οι Κατσίβελης, Γεωργάκης και Σαρικόπουλος
Στο χάλκινο του ίδιου θεσμού το 2003 στη Θεσσαλονίκη διαβάζει κανείς ονόματα παικτών, που αγωνίστηκαν με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία στην ομάδα μας όπως οι Βασιλειάδης, Βασιλόπουλος, Περπέρογλου, Μαυροκεφαλίδης, Σχορτσιανίτης, Ξανθόπουλος, Βουγιούκας
Πάμε στα ευρωπαϊκά μετάλλια εφήβων τώρα.
Στο χρυσό του 2008 στον Πύργο οι ίδιοι πρωταγωνιστές ή/και αρωγοί του ασημένιου στο Παγκόσμιο: Παπανικολάου, Σλούκας, Μάντζαρης, Κατσίβελης, Σαρικόπουλος και Γεωργάκης
Στο ασημένιο του 2007 στη Μαδρίτη πάλι πολλά τα γνωστά ονόματα: Παπανικολάου, Σλούκας, Μπόγρης, Γιαννόπουλος, Σαρικόπουλος
Στο χάλκινο του 1998 στη Βάρνα η παρέλαση γνωστών ολυμπιακών ονομάτων μιας άλλης εποχής δεν έχει τελειωμό: Αγαδάκος, Διαμαντόπουλος, Δορκοφίκης, Παπαδόπουλος, Παπαμακάριος, Πέττας, Γλυνιαδάκης, Μαντζάνας.
Στο χάλκινο του Ζαντάρ το 2000 υπήρχε μόνο ένας, αλλά λέων: ο Σπανούλης
Στο χάλκινο του Μπόμπιγκεν της Γερμανίας το 2002 σημειώθηκε πάλι μεγάλη αύξηση ονομάτων: Βασιλειάδης, Βασιλοπουλος, Περπέρογλου, Σχορτσιανίτης, Ξανθόπουλος, Δημοσθένης Αγγελόπουλος
Μόνο στο χρυσό του 2015 στον Βόλο η διασύνδεση με τον Ολυμπιακό ήταν υποβαθμισμένη, αφού περιορίστηκε στον τότε παίκτη μας Μουράτο, ο οποίος πέρασε και δεν ακούμπησε.
ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ
Άφησα επίτηδες για το τέλος το παλιότερο μετάλλιο, το ασημένιο του 1970 στο Καλλιμάρμαρο. Εκεί αγωνίστηκαν δύο παίκτες που έπαιξαν στον Ολυμπιακό ο Ραφτόπουλος και ο Ιορδανίδης. Εδώ όμως θα μιλήσουμε για άλλα πράγματα.
Το σημαντικό σε αυτή τη διοργάνωση ήταν η συνεργασία χούντας και ομοσπονδίας (ΕΟΚ) σε ένα μέγα και εξόφθαλμο σκάνδαλο, το οποίο έχει μείνει επιμελώς θαμμένο, ενώ ήταν καταφανέστατο. Ειλικρινώς δεν θυμάμαι να έχει ασχοληθεί σοβαρά με αυτό κανείς δημοσιογράφος της μπασκετικής μασονίας, πλην μιας εξαίρεσης (η οποία όμως έχει υιοθετήσει μια μάλλον χιουμοριστική και ελαφριά προσέγγιση).
Με την σημερινή λοιπόν ευκαιρία θα σας το εξιστορήσω, γιατί το έζησα και το θυμάμαι σαν να ήταν τώρα. Πρόκειται για μια γελοία και θλιβερή ταυτόχρονα υπόθεση, που γίνεται ακόμη χειρότερη επειδή σχετίζεται με την πιο ευαίσθητη, εκ της φύσης της, Εθνική Εφήβων, έστω και αν, όπως θα διαβάσετε, μόνο περί Εθνικής Εφήβων δεν επρόκειτο.
Τον Αύγουστο του 1970 θα γινόταν στην Αθήνα στο Στάδιο το πρωτάθλημα Ευρώπης Εφήβων. Κανονικά η ηλικία των παικτών που θα συγκροτούσαν τα εθνικά αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα έπρεπε να μην είχε φτάσει στην συμπλήρωση του 19ου έτους. Θα έπρεπε να παίζουν το πολύ γεννηθέντες το 1952. Όμως εκείνη η Εθνική Εφήβων Ελλάδας μόνο από 18ρηδες δεν απαρτιζόταν.
Ιδού η σύνθεση: Απόστολος Κόντος (γεννηθείς το 1947, δηλαδή 23 ετών τότε ! ) Κώστας Μπογατσιώτης (1948), Μιχάλης Γιαννουζάκος (1949), Χρήστος Ιορδανίδης (1949) Παύλος Σταμέλος (1950) Άρης Ραφτόπουλος (1951) Βαγγέλης Αλεξανδρής (1951). Αυτά ήταν τα αστέρια της ομάδας. Αλλά το ίδιο συνέβαινε και με τους υπόλοιπους, ακόμη και τους παγκίτες όπως ο Καλαντίδης (1950) και ο Ζέρβας (1951). Μόνο δύο παίκτες ο Δημήτρης Φωσσές και ο Γιάννης Πολίτης (του ΠΑΟΚ) ήταν νόμιμοι (γεννηθέντες το 1952).
Όλη σχεδόν η Εθνική Εφήβων ήταν «παράνομη». Φαντάζομαι ότι η χούντα μαζί με την ομοσπονδία θα είχαν φροντίσει να υπάρχουν έγγραφα, που να έδειχναν άλλα πράγματα από αυτά που ξέραμε. Όμως όλοι όσοι ασχολούνταν με το μπάσκετ στην Ελλάδα γνώριζαν την πραγματικότητα. Πώς ήταν δυνατόν, για παράδειγμα, ο Κόντος που ήταν ήδη διεθνής με την Εθνική Εφήβων σε επίσημες διοργανώσεις από το έτος 1965 να παραμένει επίσης έφηβος πέντε χρόνια αργότερα, το 1970; Τι είδους «αιώνια εφηβεία» ήταν αυτή; «For ever Young», που λέει και το άσμα….
Η αλήθεια ήταν ότι τότε οι άλλες ομάδες της Ευρώπης ήταν πολύ ισχυρές. Η Ιταλία είχε τον θρυλικό Μαρτζοράτι και τον σκόρερ Μαλαγκάλι. Η Ισπανία τους Σαντιγιάννα και Ρουγιάν, η Γιουγκοσλαβία είχε Ρουκάβινα και Μιλοσάβλιεβιτς. Ακόμη και οι βαλκανικές χώρες είχαν αυτούς, που αναδείχθηκαν καλύτερους σκόρερ του πρωταθλήματος: η Βουλγαρία τον Πέιτσεφ (με 26 πόντους μέσο όρο ανά αγώνα) και η Ρουμανία τον Όζελακ (με 25 πόντους ανά αγώνα).
Πάνω από όλους όμως υπήρχε η Σοβιετική Ένωση, που είχε τον Μιλοσέρντωφ και κυρίως τον θεωρούμενο τότε ως μεγαλύτερο ταλέντο του ευρωπαϊκού μπάσκετ όλων των εποχών τον Αλεξάντερ Μπέλωφ.
Η χούντα όμως ήθελε, οπωσδήποτε, η εθνική μας να διακριθεί πολύ στη διοργάνωση και, γιατί όχι, να πάρει το χρυσό μετάλλιο. Και όπως καταλαβαίνετε, όταν ήθελε κάτι η χούντα, τότε δεν ορρωδούσε προ ουδενός .
Άνθρωποι της δικτατορίας ανέλαβαν λοιπόν να στήσουν και να διεκπεραιώσουν όλο το σκηνικό σε αγαστή συνεργασία με την ομοσπονδία. Θα έπαιζαν, όπως είπαμε, έλληνες παίκτες μεγαλύτερης ηλικίας και αναγνωρισμένης αγωνιστικής ικανότητας και αξίας, ώστε να είχαμε νικηφόρα αποτελέσματα. Έτσι και έγινε. Η ομοσπονδία τα έφτιαξε ή τα επέτρεψε και τα ανέχθηκε όλα, χωρίς αντίρρηση, επιφύλαξη ή διαμαρτυρία. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι δύσκολα μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Έτσι κατεβάσαμε μια πανίσχυρη ομάδα που νίκησε τους πάντες (6 αγώνες-6 νίκες). Μεταξύ των θυμάτων μας όλες οι κραταιές δυνάμεις της Ευρώπης: Ιταλία, Ισπανία, Γιουγκοσλαβία. Έτσι φτάσαμε στον τελικό. Εκεί όμως, παρά την προσπάθειά μας, πέσαμε πάνω σε μια πολύ ανώτερη σοβιετική αρκούδα και ένα εκπληκτικό Μπέλωφ, που κάρφωνε, πατώντας σχεδόν από τη γραμμή του φάουλ και διαλυθήκαμε χάνοντας με 30 πόντους διαφορά. Έτσι κατακτήσαμε τη δεύτερη θέση.
Μολονότι ο Ασλανίδης έσκασε άμεσα το «παραδάκι», παρ’ όλα αυτά, δεν έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος αφού πρώτη βγήκε η κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση και έτσι δεν μπορέσαμε να επιδείξουμε ακόμη μια νίκη σε βάρος του μπολσεβίκου ολετήρα.
Η ομάδα μας έπαιξε όντως εξαιρετικό μπάσκετ και είχε παικταράδες. Ήταν όμως καθαρά παράνομη, υπερήλικη, γεμάτη από μπαρουτοκαπνισμένους και έμπειρους μπασκετμπολίστες, που είχαν ήδη παίξει ένα σωρό παιχνίδια στην Εθνική Ανδρών.
Ουσιαστικά η όλη υπόθεση επρόκειτο περί καραμπινάτης απάτης. Στο κόλπο βέβαια ήταν και ο κόουτς της Εθνικής Φαίδωνας Ματθαίου, ο οποίος κάλεσε τους παίκτες, τους οποίους, σχεδόν όλους, είχε στη διάθεση του και στην Εθνική Ανδρών.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι το σκανδαλώδες χουντικό σχέδιο είχε προετοιμαστεί και οργανωθεί από καιρό. Δεν ήταν δηλαδή μια επιπόλαιη σύλληψη ή φαεινή ιδέα της τελευταίας στιγμής.
Η πρόβα-τζενεράλε είχε γίνει ένα χρόνο νωρίτερα, στο Βαλκανικό Εφήβων του 1969 στο Σπόρτινγκ. Τότε η κλήση των υπερηλίκων ήταν ακόμη πιο ακραία.
Η ομάδα εκείνη περιελάμβανε ακόμη και τον δικό μας μπασκετμπολίστα τον Θανάση Ράμμο, που αγωνίστηκε ως έφηβος, αν και έχει γεννηθεί το 1945 και συνεπώς τότε ήταν 24 ετών (!). Περιελάμβανε επίσης τον Τσάνταλη του Πανελληνίου, που ήταν μεγαλύτερος από τον Κόντο.
Τους δύο προαναφερόμενους συμπλήρωναν επίσης και μια σειρά από αθλητές που είχαν περάσει προ πολλού τα δεκαοκτώ, όπως οι Κόντος, Ιορδανίδης, Γιαννουζάκος, Δενδρινός, Πανταζής, Ευστρατίου (επίσης δικός μας) κλπ.
Φυσικά με τόσο δυνατή ομάδα που είχαμε πήραμε το Βαλκανικό Εφήβων της Αθήνας αήττητοι σχεδόν διά περιπάτου. Αυτό ακριβώς το επιτυχές αποτέλεσμα, που είχε εκείνο το πείραμα, έκανε τους χουντικούς, που διοικούσαν τα αθλητικά να θεωρήσουν ότι ανακάλυψαν το «αυγό του Κολόμβου», ένα μοντέλο, που θα χάριζε στη χώρα μας επιτυχίες σε κάθε μεγάλη διεθνή μπασκετική (ή και γενικότερα αθλητική διοργάνωση) αρκεί αυτή να γινόταν στην Ελλάδα.
Οι φίλαθλοι του μπάσκετ βέβαια ήξεραν τι και γιατί συνέβαινε, αφού γνώριζαν καλά τους παίκτες. Ακόμη θυμάμαι τις προτροπές ενός φιλάθλου στο γήπεδο Σπόρτινγκ προς στον Παρασκευά Τσάνταλη, που πέρασε και από τον Ολυμπιακό: «Ρε Παράσχο, δεν σου το είπαν να ξυρίζεσαι όλο κόντρα, για να φαίνεσαι μικρότερος;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου