Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τον μπασκετμπολίστα μας Γιώργο Μπαρλά, που τίμησε τη φανέλα της ομάδας τη δεκαετία του 1970. Το γεγονός είναι πράγματι θλιβερό αν σκεφτεί κανείς ότι δεν μιλάμε για όποιον-όποιον, αλλά για ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού μπάσκετ. Αξίζει να πούμε μερικά πράγματα γι’ αυτόν.
Ο Μπαρλάς γράφτηκε από μικρό παιδί στον Σπόρτινγκ, όπου κάθισε μέχρι το 1973, όταν και πήγε στον Ολυμπιακό στον οποίο παρέμεινε μέχρι το 1979. Για τον παίκτη Μπαρλά, πρέπει να διακρίνουμε δύο περιόδους. Την περίοδο που ήταν παίκτης του Σπόρτινγκ στη δεκαετία (κυρίως) του 1960 και την περίοδο, που ήταν παίκτης του Ολυμπιακού στη δεκαετία του 1970.
Θα ξεκινήσουμε, όπως είναι λογικό, με χρονολογική σειρά. Από τον Μπαρλά του Σπόρτινγκ της δεκαετίας του 1960.
Ο Μπαρλάς αποτελεί το μεγαλύτερο όνομα και τον γνωστότερο παίκτη στην ιστορία του συλλόγου των Πατησίων. Την εποχή που έπαιζε εκεί, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα αν ρωτούσες όποιον ασχολείτο με το άθλημα θα τον ανέφερε μέσα στους 5, άντε 10, γνωστότερους Έλληνες μπασκετμπολίστες. Το γεγονός αυτό ήταν κάτι πολύ αξιοσημείωτο, αν ληφθεί υπόψη η ομάδα στην οποία έπαιζε. Μπορεί ο Σπόρτινγκ να ήταν ισχυρή και ιστορική μπασκετική ομάδα, μπορεί να έχει μερικούς αξιόλογους παίκτες, μπορεί συχνά να δυσκόλευε τις μεγάλες ομάδες και κάποτε (σπάνια) να τις νικούσε, αλλά δεν έπαυε να είναι ένας μικρός συνοικιακός σύλλογος, με λιγοστό κόσμο, εντελώς άτιτλος, που ποτέ του δεν διεκδίκησε πρωτάθλημα και συνήθως στο τέλος κάθε χρονιάς βρισκόταν στη μέση της τελικής βαθμολογικής κατάταξης.
Παρόλα αυτά, ακόμη και σε αυτόν τον Σπόρτινγκ ο Μπαρλάς ήταν περίπου μια βεντέτα του ελληνικού μπάσκετ της εποχής, που ανήκε στην ίδια κατηγορία με τα ιερά τέρατα του μπάσκετ που έπαιζαν τότε όπως π.χ. τους Κολοκυθά, Ζούπα, Αμερικάνο, Τρόντζο, Γκούμα κ.λπ., δίπλα στους οποίους ήταν τοποθετημένος στη συνείδηση των μπασκετικών φιλάθλων. Την εποχή εκείνη, όταν άκουγες Σπόρτινγκ, το πρώτο πράγμα που σου ερχόταν αμέσως στο μυαλό ήταν ο Μπαρλάς.
Η καριέρα του στον Σπόρτινγκ ευνοήθηκε πολύ από την αποχώρηση του καλύτερου παίκτη της ομάδας και ενός από τους μεγαλύτερους έλληνες παίκτες όλων των εποχών, του Γιώργου Κολοκυθά. Όταν το 1964 ο Κολοκυθάς, ως παίκτης του Σπόρτινγκ, αναδεικνυόταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος Α΄ Εθνικής με 536 συνολικά πόντους, ο νεαρός τότε Μπαρλάς είχε ήδη δείξει μέρος της εκτελεστικής ικανότητάς του, σημειώνοντας συνολικά 267 πόντους. Τον επόμενο χρόνο, όμως, που ο Κολοκυθάς μετακινήθηκε στον ΠΑΟ, άνοιξε ο δρόμος για να γίνει ο Μπαρλάς ο ηγέτης και σκόρερ της ομάδας. Έτσι στο πρωτάθλημα του 1965 ο Μπαρλάς βγήκε 2ος σκόρερ με 487 πόντους (σε 18 αγώνες). Τα επόμενα χρόνια ήταν μέσα στην πρώτη πεντάδα των σκόρερ του πρωταθλήματος. Το 1967 ήταν 4ος με 507 πόντους (σε 22 αγώνες), το 1968 3ος με 580 πόντους (σε 22 αγώνες) το 1970 4ος με 439 πόντους (σε 22 πάλι αγώνες).
Οι αριθμοί δείχνουν ότι ήταν μεγάλος σκόρερ. Εκείνο όμως το στοιχείο που τον έκανε φημισμένο στον χώρο του αθλήματος και άφησε εποχή στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ δεν ήταν τόσο η ικανότητα σκοραρίσματος, όσο ο τρόπος σκοραρίσματος, και γενικά ο τρόπος παιχνιδιού του, που ήταν εντελώς ιδιόρρυθμος και κυριολεκτικά μοναδικός, αφού στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ κανένας μπασκετμπολίστας δεν έχει παίξει όπως έπαιζε ο Μπαρλάς.
Ίσως να έχετε ακούσει για το φοβερό μακρινό σουτ του Μπαρλά και την τρομερή ευστοχία του, όμως δεν μπορείτε να φαντασθείτε την πραγματικότητα, αν δεν την είχατε βιώσει προσωπικά μέσα στους αγώνες του Σπόρτινγκ.
Όταν επιτίθετο η ομάδα του και μόλις πέρναγε το κέντρο, του έδιναν την μπάλα και «ο άνθρωπος» (Μπαρλάς) μόλις την έπαιρνε, αμέσως (όταν λέμε «αμέσως» εννοούμε «αμέσως») εξαπέλυε σουτ από απίθανα μακρινές αποστάσεις. Όταν λέμε μακρινές δεν μιλάμε για 6,75 μέτρα και τρίχες… Μιλάμε πολλές φορές για 8, 9 και 10 μέτρα τουλάχιστον!
Το σουτ του ήταν πολύ γρήγορο στην εκτέλεση, και φαινόταν να γίνεται χωρίς σκέψη περίπου αυτόματα. Όταν σούταρε, σου έδινε την εντύπωση ότι δεν σημάδευε καν, λες και βρισκόταν σε μια μεταφυσική επαφή με το καλάθι. Τις περισσότερες φορές, πήγαινε απευθείας για «ασάλιωτο», αλλά υπήρχαν και αρκετοί αγώνες στους οποίους δοκίμαζε με ταμπλό και συνέχιζε αν του έβγαινε. Τα πιο πολλά σουτ τα έκανε από πλάγιες και όχι κεντρικές ως προς το καλάθι θέσεις, ενώ συνήθως δεν σούταρε από τις γωνίες. Στο τζαμπ-σουτ συνήθιζε να ενώνει τα δύο πόδια.
Όσοι έχουν παίξει μπάσκετ ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να ευστοχήσεις με ταμπλό από πλάγια, ιδίως από μακρινές αποστάσεις, όταν δεν μπορείς καν να σημαδέψεις το ταμπλό σωστά. Αν συνυπολογίσεις ότι αυτό γινόταν και γρήγορα τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα. Κι όμως τον έχω δει, με τα μάτια μου, στο κλειστό της Λεωφόρου να σκοράρει 4 διαδοχικά καλάθια με ταμπλό, σε σουτ που έκανε «από του διαόλου την μάνα». Κι όλα αυτά γιατί είχε εκνευριστεί επειδή τα πρώτα του 3-4 κανονικά και ορθόδοξα (χωρίς ταμπλό) μακρινά σουτ ήταν άστοχα.
Φυσικά με τον Μπαρλά μέσα το μπάσκετ του Σπόρτινγκ δεν ήταν κανονικό. Είχαμε λοιπόν ένα πρωτάθλημα που όλες οι ομάδες έπαιζαν φυσιολογικό ομαδικό μπάσκετ με κάποια συστήματα, εκτός από μια, τον Σπόρτινγκ, που έπαιζε άναρχα, βασισμένη στο σουτ του Μπαρλά. Βέβαια το σύστημα του Σπόρτινγκ προέβλεπε, σε περίπτωση που ο Μπαρλάς αστοχούσε ιδιαίτερη συγκέντρωση για το επιθετικό ριμπάουντ και συνέχιση της επίθεσης από τους υπολοίπους παίκτες.
Πώς αντιδρούσαν οι υπόλοιποι συμπαίκτες του Μπαρλά σε αυτόν τον τρόπο παιχνιδιού; Σαν να μην συμβαίνει τίποτε, δεν δυσανασχετούσαν. Μάλιστα ένιωθαν ένα κίνητρο για να πάρουν το ριμπάουντ σε περίπτωση αστοχίας, ώστε να παίξουν κι αυτοί λίγο περισσότερο. Αυτό ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα, που δείχνει και την εκτίμηση, τον σεβασμό και την αναγνώριση που είχαν στο πρόσωπο του Μπαρλά, που τον θεωρούσαν αδιαφιλονίκητο ηγέτη τους. Και δεν μιλάμε για μικρούς παίκτες. Μιλάμε για καταξιωμένους διεθνείς παίκτες όπως τον Κώστα Διαμαντόπουλο και τον Παύλο Σταμέλο. Όλοι όμως είχαν συνειδητοποιήσει και αποδεχτεί ότι το πρώτο και πιο βασικό όπλο της ομάδας ήταν το σουτ του Μπαρλά.
Εννοείται βέβαια ότι δεν εκδηλωνόντουσαν πάντοτε όλες οι επιθέσεις του Σπόρτινγκ με τον τρόπο που περιγράφεται, δηλαδή με άξονα το γρήγορο σουτ του Μπαρλά. Όμως οι περισσότερες γινόντουσαν έτσι, ιδίως όταν δεν υπήρχε στενό ατομικό μαρκάρισμα του Μπαρλά. Άλλωστε οι περισσότερες ομάδες την εποχή εκείνη παίζανε παθητικές ζώνες, που δεν μπορούσαν (και δεν ήταν και σωστό) να ανοίξουν τόσο πολύ, έτσι ώστε η έκταση τους να καλύψει το απίθανο μακρινό βεληνεκές του Μπαρλά. Έτσι τις περισσότερες φορές τον αφήνανε ουσιαστικά αφύλακτο και κάνανε τον σταυρό τους να μην είναι σε καλή μέρα. Όταν βέβαια ο Μπαρλάς πέρναγε το σερί 3-4 εύστοχων σουτ οι προπονητές άλλαζαν τακτική, προσπαθώντας να τον φυλάξουν καλύτερα και τότε αναλάμβαναν δράση οι υπόλοιποι παίκτες του Σπόρτινγκ.
Όλοι οι αντίπαλοι προπονητές όταν παίζανε με τον Σπόρτινγκ βρισκόντουσαν σε δίλημμα για το τι να κάνουν όταν ο Μπαρλάς θα άρχιζε το σερί των σουτ του. Θα τον άφηναν άραγε να σουτάρει γιατί το σερί αυτό δεν θα ξεκινούσε εύστοχα ή η ευστοχία του δεν θα κρατούσε πολύ ή μήπως θα έπρεπε να τον μαρκάρουν μήπως το σερί άρχιζε και δεν σταματούσε; Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να επικρατεί ένα είδος καθολικής προπονητικής αναρχίας όταν επιτίθετο ο Σπόρτινγκ, αφού συχνά ούτε ο Σπόρτινγκ, αλλά ούτε ο αντίπαλος του είχαν ουσιαστικό και κανονικό σύστημα επίθεσης ή/και αντίστοιχα άμυνας.
Όπως είναι φυσικό ο Μπαρλάς, μολονότι ήταν ο καλύτερος σουτέρ στην Ελλάδα, δεν μπορούσε να τα βάζει πάντα όλα και ιδίως από τόσο μακριά που σούταρε. Έτσι όπως ο Σπόρτινγκ κέρδισε πολλά ματς από την ευστοχία του Μπαρλά, έτσι και έχασε και πολλά από την αστοχία του.
Ο Μπαρλάς εκτός από σουτ ήταν ένας έξυπνος περιφερειακός παίκτης (με ύψος 1.83), που ήξερε τα μυστικά του αθλήματος και μπορούσε να δώσει καλές πάσες, όταν οι περιστάσεις το επέτρεπαν. Έκανε μπασίματα μόνο όταν έβλεπε κενά στην αντίπαλη άμυνα, καθώς δεν ήταν και ιδιαίτερα γρήγορος στα βήματα της διείσδυσής του. Κατά τα λοιπά, δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα θεαματικός ως παίκτης.
Ένα πολύ χαρακτηριστικό κομμάτι από την αθλητική του ζωή ήταν οι σχέσεις του με τους φιλάθλους-θεατές. Ο ίδιος, λόγω χαρακτήρα, ποτέ δεν έκανε ανοίγματα προς το κοινό, ούτε δημόσιες σχέσεις, ούτε είχε οικοδομήσει ιδιαίτερους δεσμούς με τους φιλάθλους. Όμως το ασυνήθιστο παιχνίδι του Μπαρλά ήταν τέτοιο, που ο κόσμος του μπάσκετ τον αγάπησε. Γρήγορα του έβγαλε το παρατσούκλι «τρελός», γιατί μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να σουτάρει τόσο συχνά και από τόσο μακριά.
Εκείνο που θα μείνει αξέχαστο από όσους το έχουν ζήσει είναι το τι γινόταν στο γήπεδο σε κάθε ματς του Σπόρτινγκ όταν ο Μπαρλάς έπιανε την μπάλα στα χέρια του. Οι περισσότεροι --αν όχι όλοι-- θεατές του αγώνα φώναζαν αμέσως δυνατά: «Σουτ, σουτ» ή «Σουτ, Μπαρλά, σουτ». Σε όλο το γήπεδο αντηχούσε η λέξη «σουτ», έστω και αν ο Μπαρλάς δεν είχε προλάβει καν να περάσει τη σέντρα.
Ως χαρακτήρας ήταν γενικά ψύχραιμος και cool. Δεν νευρίαζε εύκολα, αλλά όταν νευρίαζε καλύτερα να μην ήσουν μπροστά του. Όταν κάποτε ο Σπόρτινγκ είχε αδικηθεί κατάφωρα και είχε χάσει αγώνα (από τον Άρη, αν θυμάμαι καλά) δεν συγκρατήθηκε και πλάκωσε (μαζί με ένα συμπαίκτη του) τον διαιτητή του αγώνα στο ξύλο (μιλάμε για πολύ ξύλο) με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί με δύο χρόνια αποκλεισμό, ποινή την οποία δεν εξέτισε ολόκληρη, αφού του δόθηκε αργότερα άφεση αμαρτιών, γιατί δεν είχε δώσει άλλη αφορμή.
Ο Μπαρλάς αγωνίστηκε στην Εθνική από το 1962 ως το 1971, ως παίκτης του Σπόρτινγκ. Έπαιξε συνολικά 91 φορές, σημειώνοντας 699 πόντους, με ατομικό ρεκόρ σε αγώνα Εθνικής 24 πόντους. Στην καριέρα του πέτυχε συνολικά σχεδόν 5000 πόντους (για την ακρίβεια 4992) με τις δύο ομάδες που αγωνίστηκε: Σπόρτινγκ και Ολυμπιακό.
Πάμε τώρα στον Μπαρλά του Ολυμπιακού, της δεκαετίας του 1970.
Η μεταμόρφωση του Μπαρλά στον Ολυμπιακό, στον οποίο μετακινήθηκε το 1973 και έμεινε μέχρι το 1979 ήταν ριζική. Αυτό οφείλεται στο ότι κατάλαβε αμέσως ότι είχε πάει πλέον στον μεγαλύτερο σύλλογο της χώρας. Σε μια ομάδα μπάσκετ οργανωμένη, που κυνηγούσε τίτλους. Ήξερε ότι ο τρόπος του παιχνιδιού του δεν θα είχε σχέση με τον τρόπο του αγωνιζόταν στον Σπόρτινγκ, όπου ήταν ο βασικός άξονας και βασιλιάς της ομάδας. Είχε αντιληφθεί ότι δεν θα ήταν πρωταγωνιστής, αλλά ότι είχε κληθεί για να πλαισιώσει άξια τους φοβερούς Ελληνοαμερικανούς της ομάδας. Άλλωστε, αν και μεγάλο όνομα, ο Μπαρλάς δεν ήταν στη νιότη και στην ακμή του. Είχε ήδη περάσει τα τριάντα όταν πήγε στον Ολυμπιακό.
Απόλυτα συνειδητοποιημένος και ώριμος, λοιπόν, εγκατέλειψε όλες τις συνήθειες του Σπόρτινγκ και ανταποκρίθηκε αμέσως στις νέες απαιτήσεις των προπονητών, που βρήκε στον Ολυμπιακό, του Ματθαίου αρχικά και του Μουρούζη στη συνέχεια.
Τότε φανέρωσε και άλλες αγωνιστικές πτυχές και αρετές, που δεν είχε δείξει μέχρι τότε και αποδείχθηκε χρήσιμος και σε άλλους τομείς όπως ασίστ και κλεψίματα, αφού και το μυαλό του δούλευε, αλλά και ομαδικό πνεύμα έδειχνε. Για τον λόγο αυτό πολλές φορές κέρδιζε μια θέση στη πεντάδα. Αλλά και στο σκοράρισμα βοηθούσε σημαντικά με αρκετούς πόντους, που προέρχονταν κυρίως από το σουτ, που όμως, ήταν πλέον αποτέλεσμα και προϊόν επιθετικού συστήματος και γινόταν μόνο όταν έπρεπε και ποτέ από απίθανες αποστάσεις. Ήταν πλέον τις περισσότερες φορές «τζαμπ-σουτ» και μάλιστα από τις γωνίες, κάτι που δεν συνήθιζε Η ευστοχία του όμως πάντα παρέμεινε υψηλή.
Ό,τι λοιπόν γινόταν στον Σπόρτινγκ κόπηκε μαχαίρι στον Ολυμπιακό. Τα απίθανα μακρινά σουτ καταργήθηκαν. Κανείς πλέον δεν τον αποκαλούσε τρελό. Οι φωνές «σουτ Μπαρλά» δεν ξανακούστηκαν σε αγώνες του Ολυμπιακού. Και οι ίδιοι οι φίλαθλοι άλλωστε είχαν καταλάβει ότι εδώ ήταν Ολυμπιακός και αυτά που γινόντουσαν στον Σπόρτινγκ είχαν αμετάκλητα τελειώσει. Ο Μπαρλάς είχε γίνει ένας άλλος παίκτης: πιο ολοκληρωμένος, ώριμος, χρήσιμος σε πολλούς τομείς και ιδιαίτερα σταθερός.
Στον Ολυμπιακό κατέκτησε επιτέλους τίτλους. Πήρε δύο Πρωταθλήματα (1976, 1978) και 3 Κύπελλα Ελλάδας (1976, 1977, 1978). Συμμετείχε (σημειώνοντας 11 πόντους) στον αγώνα που η ομάδα μας διέσυρε τον τότε πρωταθλητή ΠΑΟ 110-68 επιτυγχάνοντας το ρεκόρ διαφοράς πόντων (42) μεταξύ των δύο ομάδων, που μάλλον δεν θα καταρριφθεί ποτέ.
Η μεγάλη ατυχία του ως παίκτη, ιδίως ως παίκτη του Ολυμπιακού, ήταν ότι παρά τις επανειλημμένες συζητήσεις και προτάσεις προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, η εισαγωγή του θεσμού του τρίποντου στην Ευρώπη άργησε. Έτσι όταν ο Μπαρλάς έπαιζε δεν υπήρχε ακόμη το τρίποντο στο άθλημα. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα κατά μια ειρωνεία της τύχης την χρονιά (1979) που ο Μπαρλάς αποχώρησε από την ενεργό αγωνιστική δράση. Για τον Μπαρλά αποστάσεις όπως 6,25 μ. και 6,75μ. ήταν αστείες. Αν αναλογιστεί κανείς από πού σούταρε μάλλον για πεντάποντο και όχι για τρίποντο έπρεπε να μιλάμε. Ίσως μάλιστα, αν είχε μπει γρηγορότερα το τρίποντο στο άθλημα, ο Μπαρλάς να είχε παραμείνει ακόμη λίγα χρόνια στον Ολυμπιακό, προκειμένου να αξιοποιηθεί η ασύγκριτη ικανότητα του στο μακρινό σουτ.
Λόγω της μεγάλης θητείας και εμπειρίας του στο μπάσκετ, όταν τελείωσε την αγωνιστική του καριέρα ο Ολυμπιακός τον έχρισε προπονητή. Ως προπονητής οδήγησε την ομάδα μας στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας το 1980.
Κατά τα άλλα διετέλεσε καθηγητής φυσικής αγωγής και γυμναστικής στο Κολλέγιο Αθηνών. Είναι πατέρας του μπασκετμπολίστα Παναγιώτη Μπαρλά, που έπαιξε στην ΑΕΚ και σε αρκετές άλλες ομάδες, ο οποίος όμως, παρά το χρυσό μετάλλιο του πρωταθλητή Ευρώπης εφήβων, αποδείχθηκε πολύ κατώτερος του πατέρα του.
Για το τέλος φυλάξαμε τα ίδια τα δικά του λόγια: Είχα την αίσθηση ότι όσο πιο κοντά στο καλάθι βρισκόμουνα τόσο πιο πολύ δυσκολευόμουν στο σουτ. Αντίθετα μακρά από τη ρακέτα είχα μεγάλη άνεση στο σκοράρισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου