Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Παόκια που λάτρεψαν τον Ολυμπιακό: Δύο φωτεινές εξαιρέσεις

Όλοι ξέρουμε ότι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει όποιος γίνεται ΠΑΟΚτζής είναι να μισεί τον Ολυμπιακό. Από μικρό παιδάκι, που ανατρέφεται σε ΠΑΟΚτζίδικη οικογένεια, ο απλός φίλαθλος γαλουχείται και μπολιάζεται με αυτό το μίσος. Εάν τυχόν η σχέση του με τον ΠΑΟΚ γίνει ακόμη στενότερη, τότε και η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη.









Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Για παράδειγμα, όλοι όσοι βρίσκονται και μεγαλώνουν στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ ή είναι αθλητές του ΠΑΟΚ σε οποιοδήποτε τμήμα υφίστανται συστηματική και έντονη πλύση εγκεφάλου για το τι σημαίνει η «δαιμονική» πηγή κάθε κακού, που ακούει στο όνομα Ολυμπιακός. Το μίσος προς τον Ολυμπιακό γίνεται διδακτέα ύλη ή ακόμη και επιστήμη. Το ίδιο ισχύει και για δημοσιογράφους, παράγοντες και εν γένει όλους όσοι κινούνται στη σφαίρα του ΠΑΟΚ.

Ισχύει ακόμη και για κάθε λογής ασχέτους του τοπικού star-system, που δηλώνουν ΠΑΟΚτζήδες, από πολιτικούς μέχρι συγγραφείς ή ηθοποιούς. Όλοι τους συμμετέχουν σε μια καθημερινή πλειοδοσία αντι-ολυμπιακής υστερίας, που πουλάει, αποκομίζοντας σχετικά οφέλη παντός είδους ή ελπίζοντας σε αυτά. Αρκεί να δούμε το φαινόμενο του αλλοδαπού Γκαρσία, ο οποίος, έχοντας καταλάβει ακριβώς το τι πρέπει να κάνει, έχει μονιμοποιηθεί τόσο καιρό στον ΠΑΟΚ, που τον τρέφει πλουσιοπάροχα, μόνο και μόνο επειδή επιτίθεται στον Ολυμπιακό ακόμη και για θέματα μετεωρολογικού αντικειμένου.

Αυτή η κατάσταση (ή φάμπρικα αν θέλετε) έχει ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό, πάνω από πενήντα χρόνια, και διαρκεί, αποδοτικά, μέχρι σήμερα.

Απόρροια της εν λόγω κατάστασης είναι και οι κατά καιρούς δηλώσεις διάφορων ΠΑΟΚτζήδων αθλητών, που διακηρύσσουν βαρύγδουπα την απέχθειά τους στον Ολυμπιακό, δηλώνοντας ότι δεν θα πήγαιναν ποτέ σε αυτόν, ακόμη και αν ήταν η τελευταία ομάδα που είχε μείνει στον κόσμο (Σαλπιγγίδης, Αθανασιάδης κ.λπ.).

Στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου βέβαια υπήρξαν πολλοί ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού, που ήλθαν στον Πειραιά από τον ΠΑΟΚ.

Κάποιοι από αυτούς- άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο- είχαν καλή αγωνιστική προσφορά στον Ολυμπιακό και σεβάστηκαν την φανέλα. Τέτοια παραδείγματα ήταν ο Ορφανός, ο Οκκάς, ο Βενετίδης, ο Μητσιμπόνας, ο Κωστίκος, ακόμη και ο Καφές. Δεν μπορεί όμως να ισχυριστεί πειστικά κάποιος για κανένα από αυτούς (ακόμη και για τον Οκκά, που αυτοδιαφημιζόταν κάποτε ως φουλ-γαύρος) ότι αγάπησαν πραγματικά τον Ολυμπιακό ή ότι δέθηκαν στενά μαζί του ή με τον κόσμο του. Κοινό χαρακτηριστικό τους ότι κανένας τους δεν άφησε κάποιο ιδιαίτερα αξιόλογο και ξεχωριστό σημάδι στη μνήμη ή συνείδηση των οπαδών της ομάδας. Το αποτύπωμα που άφησαν όλοι ή σχεδόν όλοι αυτοί στη φίλαθλη ολυμπιακή ψυχή ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, περίπου αδιάφορο. Κι αυτό ισχύει ακόμη και για όσους πρόσφεραν ή πήραν τίτλους.

Υπήρξαν βέβαια και κάποιοι άλλοι, που, προερχόμενοι από τον ΠΑΟΚ, ποτέ τους δεν έκαναν καμία προσπάθεια ούτε έδειξαν διάθεση να βοηθήσουν τον Ολυμπιακό και ποτέ δεν απαλλάχτηκαν από μια κληρονομημένη εχθρική προκατάληψη απέναντι στην ομάδα στην οποία μετακινήθηκαν.

Το πιο κλασσικό παράδειγμα ο --αποκτηθείς επί Κοσκωτά σέντερ-μπακ των αυτογκόλ-- Μπανιώτης, τον οποίο μάλιστα αργότερα οι ΠΑΟΚτζήδες αποθέωσαν για τις άθλιες εμφανίσεις, που είχε κάνει ως παίκτης του Ολυμπιακού, συγχαίροντας τον δημοσίως επειδή, με τον τρόπο αυτό, είχε όντως αποδείξει αυτό που πάντα πίστευαν και έλεγαν γι αυτόν, δηλαδή πως «είχε μαύρο αίμα» (!).

Επίσης ο Σκαρτάδος μπορεί να μην ήταν τόσο προκλητική περίπτωση όσο ο Μπανιώτης, αλλά κι αυτός ποτέ του δεν προσπάθησε να δεθεί με την ομάδα. Αντίθετα ήταν φανερό πως δεν αισθανόταν καλά στο περιβάλλον του Πειραιά.

Όσον αφορά τους προπονητές η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Κανένας προπονητής που ήλθε στον Ολυμπιακό από τον ΠΑΟΚ δεν ένιωσε τίποτε --ούτε καν τον στοιχειώδη δέοντα σεβασμό-- για την ομάδα στην οποία ήλθε.

Κλασσικά παραδείγματα οι Σάνον και Λίμπρεχτς. Και οι δύο, ενώ όταν ήταν στον ΠΑΟΚ είχαν δεθεί πολύ με την ομάδα τους και είχαν όντως επιτύχει, αντίθετα, όταν ήλθαν στον Ολυμπιακό (τον οποίο, σημειωτέον, επανειλημμένα είχαν κατηγορήσει έντονα ως προπονητές του ΠΑΟΚ) συμπεριφέρθηκαν ως στυγνοί επαγγελματίες (στη πραγματικότητα ως αδιάφοροι τουρίστες) που περίμεναν μόνο να εισπράξουν το παχυλό μηνιάτικό τους. Γι’ αυτό άλλωστε και το πέρασμα αμφότερων από τον Ολυμπιακό ήταν απόλυτα αποτυχημένο, το δε ποδόσφαιρο που έπαιξε η ομάδα με αυτούς στο τιμόνι υπήρξε γενικά άθλιο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι επί Σάνον είχε γίνει το αδιανόητο. Ο Κώστας Θανόπουλος, εκ των ηγετικών διοικητικών στελεχών του Ολυμπιακού και πρόεδρός του για ένα διάστημα είχε δηλώσει μετά από ένα --νικηφόρο μάλιστα-- αγώνα του Ολυμπιακού ότι δεν άντεχε να βλέπει την κακοποίηση του ποδοσφαίρου από την ομάδα του. Η δήλωση αυτή είχε προκαλέσει σάλο για το αν ήταν δεοντολογικά επιτρεπτή ή όχι για επίσημο εκπρόσωπο του ίδιου του Ολυμπιακού.

Υπάρχουν όμως και δύο αξιομνημόνευτες φωτεινές εξαιρετικές περιπτώσεις ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ, που αξίζουν μεγάλης αναγνώρισης και εκτίμησης από τον κόσμο του Ολυμπιακού, κάτι που όμως δεν το έχω δει να συμβαίνει, τουλάχιστον στον επιβεβλημένο βαθμό.

Η πρώτη χρονολογικά είναι ο Γιάννης Γούναρης. Σημαία του ΠΑΟΚ, γέννημα-θρέμμα ΠΑΟΚτζής, που αγωνίστηκε επί πολλά χρόνια (12) στον ΠΑΟΚ, με τίτλους (έστω και λίγους) και με πολλές εκατοντάδες εμφανίσεις (κοντά στις 400) με τη φανέλα του δικεφάλου του Βορρά, έχοντας διατελέσει μάλιστα και αρχηγός του. Όλα αυτά από μόνα τους αυτόματα σημαίνουν ότι ήταν βαθύτατα ποτισμένος με την γνωστή αντι-ολυμπιακή νοοτροπία.

Στον Ολυμπιακό έπαιξε μόνο 3 χρονιές, από την περίοδο 1982/83 μέχρι την περίοδο 1984/85. Οι συνολικές του συμμετοχές ήταν φυσικά ολιγάριθμες (μόλις 50 για το πρωτάθλημα, με ένα γκολ στο ενεργητικό του). Κι όμως έφτασαν αυτές οι λίγες φορές, όχι μόνο για να αντιληφθεί το μεγαλείο του Ολυμπιακού, αλλά και να τον αγαπήσει βαθιά και αληθινά. Αγωνίστηκε με σπασμένο χέρι επί ένα ημίχρονο στην ιστορική νίκη-πρόκριση με 4-0 της ομάδας μας εναντίον του ΠΑΟ για το Κύπελλο το 1983. Αλλά και πάντοτε, σε κάθε αγώνα, έδινε όλη του την ψυχή και το φιλότιμο του για την ομάδα μας. Άλλος στη θέση του (όπως π.χ. ο Σκαρτάδος) θα νοιαζόταν μόνο για την τελευταία μεγάλη «κονόμα», πριν από τη «σύνταξη», «αρπάζοντας» τα μάλιστα σε μια ομάδα, που είχε διδαχθεί να μη γουστάρει.

Λόγω της θητείας του στον Ολυμπιακό, ο Γούναρης, από τότε που τερμάτισε την ποδοσφαιρική του καριέρα και έγινε πλέον μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης (δηλαδή εδώ και πολλές δεκαετίες), έχει υποστεί, και ακόμη υφίσταται, συστηματικά και επανειλημμένα, μια σειρά από απειλές και επιθέσεις, όχι μόνο με υβριστικά και προσβλητικά λόγια, αλλά ακόμη και με έργα και πράξεις. Πολλές φορές έχει λοιδορηθεί επανειλημμένα δημοσίως από τα μέσα της Θεσσαλονίκης, έντυπα και ηλεκτρονικά. Του έχει ζητηθεί πολλές φορές, ως ένα είδος μόνης απολογητικής διεξόδου για τον ίδιο, να ζητήσει ρητή συγχώρεση, να αποκηρύξει τον Ολυμπιακό, να του επιτεθεί και να τον συγκρίνει με τον ΠΑΟΚ, κατά τρόπο μειωτικό για την ομάδα μας. Κατά τα άλλα, ως είναι ευνόητο, κατά κανόνα βρίσκει κλειστές πόρτες σε θέματα επαγγελματικής απασχόλησης.

Κι όμως παρά το γνωστό τρομοκρατικό και αφόρητα πιεστικό κλίμα της τοπικής κοινωνίας, όπου ευδοκιμεί το αντι-ολυμπιακό μένος, δεν έχει ενδώσει ούτε έχει υποχωρήσει. Ποτέ του δεν έχει μιλήσει άσχημα για τον Ολυμπιακό. Αντίθετα έχει δηλώσει ότι είναι υπερήφανος που φόρεσε τη φανέλα δύο τόσο μεγάλων ομάδων, τις οποίες τοποθετεί περίπου στο ίδιο επίπεδο, γεγονός που εξοργίζει τους ΠΑΟΚτζήδες, που τον είχαν είδωλό τους τόσα χρόνια.

Και επιπλέον, σαν να μην έφθανε αυτό, δεν φοβήθηκε να δηλώσει ότι ο Ολυμπιακός, στον οποίο αγωνίστηκε τόσο λίγο, συγκριτικά με τον ΠΑΟΚ αναγνώρισε την προσφορά του πολύ περισσότερο από όσο ο ΠΑΟΚ, στον οποίο αγωνίστηκε τόσα χρόνια. Κι αυτό, όπως είπε, είναι κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ.



Στη Θεσσαλονίκη, η αναμφισβήτητη και αυταπόδεικτη αλήθεια, ότι δηλαδή ο Ολυμπιακός διαχρονικά είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο μέγεθος από τον ΠΑΟΚ, όχι μόνο δεν ισχύει ή δεν λέγεται, αλλά υποχρεωτικά πρέπει να αντιστρέφεται πλήρως. Συνεπώς από το στόμα ενός παίκτη συμβόλου-σημαίας για τον ΠΑΟΚ όπως του Γούναρη εκείνο που κατ’ εξοχήν περίμεναν όλοι στην πόλη να ακούσουν ήταν και είναι το πόσο ασύγκριτα ανώτερες είναι η «έννοια» και η «αξία» του ΠΑΟΚ, σε σχέση με τις αντίστοιχες του Ολυμπιακού.

Αλλά ο Γούναρης δεν τους έκανε το χατίρι. Αποδείχθηκε παλικάρι όπως όταν έπαιζε. Γι’ αυτή την παλικαρίσια στάση του, ο Γούναρης έχει χαρακτηριστεί στη Θεσσαλονίκη «ντροπή του ΠΑΟΚ», έχει αποτελέσει αντικείμενο κατακραυγής και έχει πλήρως περιθωριοποιηθεί. Άλλος στη θέση του θα το σκεφτόταν ακόμη και να επιστρέψει για μόνιμη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη και αυτός όχι μόνο γύρισε, αλλά υπομένει και ανθίσταται, υπερασπίζοντας αυτό που θεωρεί σωστό και τιμώντας τα παντελόνια που φοράει.

Κι όλα αυτά τα τραβάει, χωρίς ποτέ να έχει πει ότι αγαπά περισσότερο τον Ολυμπιακό από τον ΠΑΟΚ, αλλά μόνο και μόνο επειδή παραδέχτηκε ότι αγάπησε και αγαπά και τον Ολυμπιακό και κυρίως επειδή δεν τον έχει κατηγορήσει, βρίσει ή αποκηρύξει, όπως, παρεμπιπτόντως, συστηματικά κάνει ο παλιός τερματοφύλακάς μας Μίρτσος, που θα έπρεπε να χρωστά ευγνωμοσύνη στον Ολυμπιακό, που τον έκανε γνωστό στο πανελλήνιο.

Την αγάπη και τον σεβασμό του προς τον Ολυμπιακό ο Γούναρης την αποδεικνύει έμπρακτα ακόμη και τώρα, αφού δεν διστάζει να συμμετέχει σε αγώνες παλαιμάχων του Ολυμπιακού, γιατί αισθάνεται δεμένος με την ομάδα παρά τον λίγο χρόνο που κάθισε. Η εικόνα του, ως παλαιμάχου πλέον, με τη φανέλα του Ολυμπιακού έχει αναζωπυρώσει την αντιπάθεια προς το πρόσωπό του στην πόλη του. Από παντού διατυπώνονται προτάσεις και παροτρύνσεις να μην καλείται ποτέ στην ομάδα παλαιμάχων του ΠΑΟΚ.

Η δεύτερη φωτεινή περίπτωση είναι ο εξ Αλεξανδρούπολης Σωτήρης Μαυρομάτης ο αποκληθείς αργότερα --όταν από μέσος γύρισε λίμπερο επί Μπλαχίν-- «Μπαρέζι» των «πέτρινων χρόνων» του Ολυμπιακού. Κι αυτός ΠΑΟΚτζής μεγαλωμένος στην ομάδα των νέων του δικεφάλου του Βορρά, γαλουχημένος με την ίδια αντι-ολυμπιακή προπαγάνδα, αγωνίσθηκε για αρκετά χρόνια στον ΠΑΟΚ μέχρι το 1988, όταν και μετακόμισε στον Πειραιά, στον Ολυμπιακό, όπου αγωνίστηκε για επτά χρόνια από το 1988 ως το 1995. Κι αυτός αγάπησε βαθιά τον Ολυμπιακό.

Βέβαια ο Μαυρομάτης διαφέρει από τον Γούναρη στο ότι έπαιξε τελικά πολύ περισσότερο στον Ολυμπιακό (108 συμμετοχές στο πρωτάθλημα, με 10 γκολ στο ενεργητικό του) παρά στον ΠΑΟΚ. Συνεπώς τού ήταν ευκολότερο να δεθεί πιο πολύ με τον Ολυμπιακό, γεγονός που άλλωστε έχει παραδεχτεί και ο ίδιος, σε συνέντευξη του στην οποία δήλωσε ότι έχει σε σαφώς υψηλότερη θέση στην καρδιά του τον Ολυμπιακό, σε σχέση με τον ΠΑΟΚ.

Οι δεσμοί του Σωτήρη με το πνεύμα του Ολυμπιακού σφυρηλατήθηκαν ακόμη πιο έντονα στην εποχή των τόσων αδικιών και κατατρεγμών σε βάρος της ομάδας μας, που και ο ίδιος βίωσε εκείνη την εποχή. Στην αγωνιστική του συμπεριφορά πάντα έβγαζε τα γνωστά ερυθρόλευκα στοιχεία: μαχητικότητα, φιλότιμο και συνέπεια. Επιπλέον ήξερε καλή μπάλα και είχε προσωπικότητα. Γι’ αυτό ήταν και ο αρχηγός της καλύτερης ίσως Εθνικής Ελπίδων που είχαμε ποτέ. Παρά τις ατυχίες που τον βρήκαν στην προσωπική του ζωή, δεν παραλείπει να θυμάται με αγάπη τη θητεία του στον Ολυμπιακό. Μετά την αποχώρησή του από τα γήπεδα, έχει δραστηριοποιηθεί άλλοτε ως προπονητής και άλλοτε ως μάνατζερ, ενώ είχε ανοίξει επιχείρηση σούπερ μάρκετ στην Αλεξανδρούπολη. Θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που πέρασε από τη μεγαλύτερη ομάδα της Ελλάδας, εκεί που ανήκει η καρδιά του.


Τα προαναφερόμενα γίνονται ακόμη πιο αξιοσημείωτα αν σκεφτεί κανείς ότι και οι δύο παίκτες δεν γνώρισαν και πολλές επιτυχίες με τον Ολυμπιακό, κάτι που θα βοηθούσε στο να τον αγαπήσουν. Ο Γούναρης στα τρία χρόνια, που έμεινε πήρε μόνο ένα πρωτάθλημα, ενώ ο Μαυρομάτης στα επτά χρόνια παραμονής του στην ομάδα συμμετείχε στην κατάκτηση μόνο δύο κυπέλλων. Παρ’ όλα αυτά, αγάπησαν την ομάδα γιατί κατάλαβαν το πνεύμα και το μεγαλείο της, κάτι που δυστυχώς πολλοί παίκτες που έχουν περάσει από τον Ολυμπιακό --και μάλιστα με τίτλους και διακρίσεις-- δεν το συνειδητοποίησαν, όπως θα έπρεπε.

Τελειώνοντας, να διευκρινίσω ότι τα σημερινά δεν τα γράφω από κάποια συμπλεγματική νοοτροπία ή σκοπιμότητα. Άλλωστε γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου πέρασα τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής μου, προτού η οικογένειά μου φύγει για την Αθήνα. Αγαπώ πολύ την πόλη, που βρίσκω πανέμορφη. Έχω φίλους και συγγενείς εκεί. Την επισκέπτομαι τακτικά. Γνωρίζω όμως τι λέω και τι συμβαίνει.

Ο Ολυμπιακός δεν ήταν και δεν είναι συμπαθής στην πόλη. Ακόμη και τώρα το να ζητήσεις απλώς το ΦΩΣ (όπου το βρεις, γιατί άλλοι δεν το παίρνουν ή άλλοι το κρύβουν) ή άλλη ερυθρόλευκη εφημερίδα στη Θεσσαλονίκη και ιδίως στα προάστιά της μπορεί να μην είναι μια απλή ιστορία ρουτίνας. Καφετέριες που συνηθίζουν να συχνάζουν ολυμπιακοί (βάσει του δόγματος «η ισχύς εν τη ενώσει») επανειλημμένα έχουν δεχτεί επιθέσεις.

Ένα άλλο πράγμα, που παίζει ρόλο σε αυτά που γίνονται εδώ και τόσα χρόνια είναι ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί Ολυμπιακοί φίλαθλοι (έστω και λιγότεροι από όσους υπήρχαν παλιότερα) στην πόλη και δεν μιλούμε μόνο για φοιτητές, αλλά για μόνιμους κατοίκους, αρκετοί εκ των οποίων είναι ντόπιοι ή βορειοελλαδίτες (και για τον λόγο αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τα λεγόμενα αντεθνικά συνθήματα).

Αυτό που συμβαίνει πάντως με τη διατήρηση και καλλιέργεια της αντι-ολυμπιακής υστερίας δεν έχει να κάνει με την πόλη όσο κυρίως με τον ΠΑΟΚ.

Μην ξεχνάμε ότι παίκτες που ήλθαν στον Ολυμπιακό κυρίως από τον Ηρακλή τα έδωσαν όλα για την ομάδα και έγιναν ένα μαζί της από την πρώτη στιγμή, όπως οι Κουσουλάκης, Στολτίδης, Ανατολάκης, ακόμη και ο Νικολούδης (έστω σε κάποιο μικρότερο βαθμό ο τελευταίος). Μόνον ο Κωφίδης κρατήθηκε κάπως, αλλά αυτό ήταν καθαρά θέμα δικό του προσωπικό, του χαρακτήρα του, της ιδιοσυγκρασίας του, και ψυχοσύνθεσής του, αλλά και της πολιτικής ιδεολογίας του και όχι κάποιας επίδρασης αντι-ολυμπιακής προπαγάνδας. Ο Κωφίδης άλλωστε κρατά κριτικές αποστάσεις από το ίδιο το ποδόσφαιρο και όχι από τον Ολυμπιακό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου