Επιτυχημένη είναι η χρονιά όταν μια ομάδα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που υπάρχουν για αυτήν. Ωστόσο ακόμη πιο επιτυχημένη είναι η χρονιά όταν μια η ομάδα υπερβαίνει αυτές τις προσδοκίες. Υπό την έννοια αυτή, η χρονιά 2021/22, που πέρασε, υπήρξε απόλυτα επιτυχημένη για την ομάδα μπάσκετ του Ολυμπιακού. Νταμπλ σε εθνικό επίπεδο και Final Four, όπου για ένα σουτ στο τελευταίο δευτερόλεπτο βρεθήκαμε εκτός τελικού. Και όλα αυτά, μάλιστα, παίζοντας ένα πολύ ποιοτικό μπάσκετ, που είχαμε χρόνια να δούμε. Ασφαλώς, πολύ λίγοι είχαν τέτοιες προσδοκίες.
Ωστόσο αν το ξαναδεί κάποιος, εκ των υστέρων, κάπως πιο ψύχραιμα, αυτό που πετύχαμε δεν ήταν και το απόλυτο βιβλικό θαύμα. Καλά, για το νταμπλ στην Ελλάδα, δεν μιλάμε, γιατί οι αντίπαλοι δεν ήταν και τίποτε αξιόλογοι. Ακόμη και ο αιώνιος αντίπαλος ήταν πολύ πεσμένος φέτος. Απλώς είχαμε πολλά χρόνια να το κάνουμε αυτό το νταμπλ και το γεγονός αυτό μας είχε στοιχειώσει. Γι’ αυτό χαρήκαμε τόσο. Στη πραγματικότητα, όμως, το νταμπλ δεν μπορούσε να χαθεί. Ήταν τόσο μεγάλη η αγωνιστική και ποιοτική διαφορά της ομάδας από τις υπόλοιπες. Αλλά και για την Ευρώπη υπήρχε στην ομάδα το υλικό. Ήταν όμως άδηλη η αξιοποίησή του και η μετατροπή του σε ομάδα αξιώσεων. Ωστόσο παίκτες καλοί και ποιοτικοί, που να μετράνε σε διεθνές επίπεδο, υπήρχαν και μάλιστα όχι λίγοι: Σλούκας, Βεζένκοφ, Μακίσικ, Ντόρσευ, Παπανικολάου, Φαλ, Γουόκαπ. Υπήρχε και καλός κόουτς. Εκείνο που έμοιαζε σαν αγαθό εν σχετική ανεπαρκεία στην Ευρώπη ήταν η πίστη, η πεποίθηση για την επιτυχία, ιδίως εξαρχής. Οπότε τελικά το σωστότερο σήμερα θα ήταν να μιλάγαμε για μια θριαμβευτική επιτυχία, αλλά όχι και για ουρανοκατέβατο θαύμα.
Το τελευταίο επίτευγμα προστίθεται στις σελίδες των πολλών επιτευγμάτων του τμήματος. Σε αυτές τις σελίδες κυριαρχούν οι τίτλοι. Είναι όμως πάντα μόνο οι τίτλοι, που συνδέονται με υπερβάσεις και επιτυχίες και δημιουργούν ευχάριστες και υπερήφανες αναμνήσεις; Όχι πάντα.
Η χρονιά 1991/92
Με αφορμή λοιπόν την περσινή θριαμβευτική χρονιά, λέω να πάμε πίσω τριάντα χρόνια και να θυμηθούμε μαζί, κάπως αναλυτικότερα τη χρονιά 1991/92, μια χρονιά άγονη μεν από πλευράς τίτλων, αλλά στην πραγματικότητα αφάνταστα σημαντική και καθοριστική για την ιστορία του τμήματος μπάσκετ του Ολυμπιακού. Μια χρονιά θαυματουργή, που αποδεικνύει πόσο λάθος είναι αυτό που συχνά λέγεται, δηλαδή πως: «Ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος ένα τίποτε, που δεν το θυμάται κανείς».
Την περίοδο 1991/92, ο Ολυμπιακός έκανε ένα νέο ξεκίνημα στο μπάσκετ, ένα άθλημα, στο οποίο τα προηγούμενα χρόνια είχε βυθιστεί και ταυτόχρονα εθιστεί στην αποτυχία και στην απογοήτευση, καταντώντας εντελώς ανυπόληπτος. Στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, αλλά και πριν από την έναρξη της συγκεκριμένης χρονιάς, οι προοπτικές και οι προσδοκίες για το μπάσκετ του Ολυμπιακού, για όλους τους γνώστες του αθλήματος, ήταν δικαιολογημένα πολύ χαμηλές.
Η ομάδα είχε τερματίσει στην 8η θέση στο προηγούμενο πρωτάθλημα. Σε παρόμοιες θέσεις τερμάτιζε και τα προηγούμενα χρόνια της δεκαετίας του 1980. Φυσικά, η διεκδίκηση, πόσο μάλλον η κατάκτηση τίτλων και η έξοδος στην Ευρώπη (στόχος πολύ δύσκολος αλλά και πολύ σημαντικός τότε) δεν ανήκαν ούτε καν στη σφαίρα των πιο τολμηρών μας ονείρων. Ανήκαν περισσότερο στη σφαίρα των αναμνήσεων της ένδοξης δεκαετίας του 1970.
Οι μόνες καινούργιες αισιόδοξες νότες στην επαναλαμβανόμενη μελωδία της δυστυχίας ήταν, αφενός μεν, η απόκτηση διοικητικής σταθερότητας, που θα εξασφάλιζε, επιτέλους, μετά από πολλά χρόνια ότι οι πάντες και τα πάντα στο τμήμα θα πληρωνόντουσαν στην ώρα τους, αφετέρου δε, η επαρκής οργανωτική κάλυψη του προπονητικού πόστου με την πρόσληψη του κόουτς Ιωαννίδη και των συνεργατών του.
Αρκούσαν όμως άραγε μόνον αυτά έστω για να σκεφτεί κανείς ότι ο Ολυμπιακός θα μπορούσε να πλησιάσει έστω τις επιτυχίες του παρελθόντος; Όχι βέβαια. Και αυτό αποτελούσε καθολική πεποίθηση των ειδικών. Όλοι οι γνώστες του μπάσκετ ήταν βέβαιοι ή σχεδόν βέβαιοι πως ο Ολυμπιακός θα βελτιωνόταν, αλλά ουδείς τον τοποθετούσε ανάμεσα στους διεκδικητές του τίτλου ή στις ομάδες κορυφής.
Οι εκτιμήσεις που υπήρχαν, όπως είπαμε, ήταν απόλυτα εύλογες και δικαιολογημένες και έγιναν ακόμη πιο ισχυρές μόλις ξεκαθάρισε το τοπίο, λίγο πριν από την έναρξη της αγωνιστικής περιόδου. Τότε φάνηκε οριστικά ότι η παρουσία του Σωκράτη ούτε θα άλλαζε ούτε, πολύ περισσότερο, θα ανέτρεπε τα οικονομικά δεδομένα που επικρατούσαν την εποχή εκείνη. Τα πολλά λεφτά, οι μεγάλες επενδύσεις και δαπάνες θα ήταν σε άλλες ομάδες και όχι στον Ολυμπιακό. Ο Ολυμπιακός δεν θα ξόδευε υπερβολικά λεφτά και δεν θα έκανε πολλές και δαπανηρές μεταγραφές, μολονότι, για την πλειοψηφία των ειδικών, κάτι τέτοιο θα έπρεπε να ήταν εκ των ουκ άνευ. Η ομάδα δεν θα ανταγωνιζόταν τις άλλες ομάδες στον μεταγραφικό τομέα της ενίσχυσης του δυναμικού ομάδας, ο οποίος αποτελεί ταυτόχρονα και ένα παράγοντα εντυπώσεων, καθοριστικό για το συναίσθημα των οπαδών.
Ωστόσο, από την άλλη, ο Ολυμπιακός ήταν υποχρεωμένος να προσεγγίσει ή και --εφόσον μπορούσε βέβαια-- να ανταγωνιστεί αγωνιστικά τις άλλες ομάδες, που όχι μόνο ήταν πολλές, αλλά είχαν πολύ ποιοτικότερο υλικό και επί πλέον θα ενισχυόντουσαν ακόμη πιο πολύ. Πώς λοιπόν θα γινόταν κάτι τέτοιο; Εκείνο που έκανε την κατάσταση πιο ακατανόητη ήταν ότι ο ίδιος ο ξανθός ήταν αυτός που δεν πίεζε τη διοίκηση για πολλές και μεγάλες μεταγραφές και ανοίγματα, ενώ ήταν βέβαιο πώς, αν πίεζε και επέμενε, ο Σωκράτης θα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον ικανοποιήσει.
Όλοι οι υπόλοιποι παίκτες του ρόστερ, πλην Ζάρκο, ήταν Έλληνες, που στη μεγάλη πλειοψηφία τους δεν είχαν υψηλό επίπεδο ποιότητας. Η διατήρησή τους είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη. Ενώ οι πάντες περίμεναν ένα εκτεταμένο ξεκαθάρισμα-ξεσκαρτάρισμα της ομάδας και απομάκρυνση τους ως αποτυχημένων δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Δέκα (10) από αυτούς τους αποτυχημένους παίκτες της προηγούμενης χρονιάς θα συνέχιζαν και τη νέα χρονιά με τον ξανθό. Φαντασθείτε το, καθώς δεν ήταν δα και μικρό πράγμα. Έρχεται ένας νέος φιλόδοξος προπονητής και αντί να διώξει τους --με σφραγίδα-- αποτυχημένους που βρήκε, τους κρατά, αποφασίζει να τους εμπιστευτεί και να προχωρήσει μαζί τους. Την ίδια ώρα, όλοι --μα όλοι-- εξέφραζαν, «με τρόπο» βέβαια (γιατί δεν τολμούσαν κάτι παραπάνω), στον Ιωαννίδη την άποψή τους να αλλάξει εντελώς όλο το αποδεδειγμένα ανίκανο αυτό παικτικό υλικό.
Ωστόσο ο Ιωαννίδης κράτησε τους παίκτες. Ποιους παίκτες; Αυτούς που (προσέξτε τα στατιστικά που ακολουθούν) την περασμένη χρονιά είχαν τερματίσει στην 8η θέση, αυτούς που είχαν χάσει 13 από τα 22 παιχνίδια του προηγούμενου πρωταθλήματος, αυτούς που είχαν χάσει ακόμη και από τον Φίλιππο Θεσσαλονίκης (ο οποίος, σημειωτέον, είχε κάνει μόνο 3 νίκες στο πρωτάθλημα του 1991), αυτούς που είχαν χάσει εντός έδρας από τον Παπάγο (!), αυτούς που, όλοι μαζί, είχαν πετύχει μέχρι τότε στο πρωτάθλημα Ελλάδας συνολικά 9.172 πόντους, τη στιγμή που μόνος του ο Γκάλης είχε πετύχει μέχρι τότε 9.996 πόντους (!!), αυτούς που είχαν φάει στο κεφάλι 8 συνολικά κατοστάρες σε 22 αγώνες την προηγούμενη σεζόν !
Όσο για τις μεταγραφές που έκανε η ομάδα πριν από το πρωτάθλημα εκτός από τον Ζάρκο είχε πάρει τον Σταμάτη από τον Πανελλήνιο, τον Παπαδάκη από τον Φίλιππο, τον Μωραΐτη από τον Παπάγο (όπου είχε δοθεί με υποσχετική) και τον Πεππέ από το Μαρούσι. Ασήμαντες μεταγραφές για τους περισσότερους.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η ομάδα τη σεζόν 1991/92. Με 15 παίκτες, εκ των οποίων άλλοι ήταν ποιοτικά επιεικώς μέτριοι, άλλοι, όπως π.χ. οι Καμπούρης, Παπαδάκος, Μανιάτης, Ελληνιάδης, ήταν αιωνίως άτιτλοι, μπαηλντισμένοι από τις συνεχείς αποτυχίες και θεωρούνταν λίγο-πολύ ξοφλημένοι, άλλοι πολύ νεαροί και άπειροι όπως π.χ. ο Σιγάλας (που, μέχρι τότε, είχε συνολικά μόλις 19 συμμετοχές και 90 συνολικά πόντους στο πρωτάθλημα), άλλο,ι όπως οι Σταμάτης και Μωραίτης, που ήταν άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Ούτε καν τα ελληνοποιηθέντα Γιουγκοσλαβάκια Νάκιτς, Τάρλατς και Τόμιτς δεν ήταν διαθέσιμα ακόμη τότε. Γινόντουσαν τότε διαδικασίες για την ενσωμάτωσή τους στην ομάδα, αργότερα μέσα στο 1992. Απλώς προπονούνταν με την ομάδα από ένα χρονικό σημείο και έπειτα (κυρίως το 1992). Αρκούσαν και μπορούσαν όλοι αυτοί για να μεταμορφώσουν την ομάδα; «Όχι βέβαια», ήταν η καθολική απάντηση των ειδικών και εμπειρογνωμόνων του μπάσκετ. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι από όλους τους προαναφερόμενους παίκτες εκείνου του ρόστερ, ουδείς, πλην Καμπούρη και Σιγάλα, άφησε κάποιο ιδιαίτερα ισχυρό ή αξιόλογο αποτύπωμα στον Ολυμπιακό και πολύ περισσότερο στο ελληνικό μπάσκετ.
Το όχι αυτό των ειδικών θα γινόταν περισσότερο απόλυτο και καθολικά αποδεκτό, αν κοίταζε κανείς με ποιους αντιπάλους θα τα βάζαμε σε εκείνο το πρωτάθλημα. Κατ' αρχάς μιλάμε για ένα πρωτάθλημα πολλές φορές (βάλτε εσείς πόσες) ανώτερο από το σημερινό, ένα πρωτάθλημα, το οποίο μπορεί να ήταν και το καλύτερο της Ευρώπης. Ένα πρωτάθλημα με πανίσχυρες ομάδες και παιχταράδες. Ένα πρωτάθλημα στο οποίο ο ασθενέστερος μπορούσε να νικήσει τον ισχυρότερο, πράγμα που αποδείχθηκε όταν το Παγκράτι, που υποβιβάστηκε, κατάφερε να νικήσει τον πρωταθλητή εκείνης της σεζόν ΠΑΟΚ. Ένα πρωτάθλημα στο οποίο το 1989 συμμετείχε (παίζοντας στην ΑΕΚ) το νο.5 του NBA draft του 1981 Ντάνι Βρέινς και στο οποίο λίγο αργότερα θα συμμετείχε (παίζοντας στον ΠΑΟ) το νο.3 του draft του 1982, ένας τεράστιος παίκτης, ο Ντόμινικ Γουίλκινς, που είχε βγει πρώτος σκόρερ του ΝΒΑ, είχε πετύχει 24.000 πόντους στη καριέρα του στο ΝΒΑ και είχε παίξει 9 φορές σε Allstar ΝΒΑ ματς.
Ας δούμε λοιπόν καλύτερα και τις αντίπαλες του Ολυμπιακού ομάδες της περιόδου 1991/92, γιατί έτσι θα διευκολυνθούν τα συμπεράσματα μας.
Ήταν ο πρωταθλητής Άρης με Γκάλη, Γιαννάκη Μπέρυ, Αγγελίδη, Ιωάννου, Μισούνοφ, Σούμποτιτς και Πετσάρσκι. Μόνο που θα διάβαζε κανείς τα ονόματα αυτά, θα τρόμαζε. Ο αιώνιος αντίπαλος του ΠΑΟΚ του Βεζυρτζή, με τον Ντούντα στον πάγκο και παίκτες όπως Πρέλιεβιτς, Σταυρόπουλο, Κόρφα, Φασούλα, Φιλίππου και τον Αμερικανό Μπάρλοου, που κι αυτός ήταν σχετικά ψηλά στα πολύ απαιτητικά τότε NBA draft. Άλλη τρομάρα λόγω ονομάτων εδώ. Ο Πανιώνιος, με κόουτς τον Τζούροβιτς, με τον Φάνη Χριστοδούλου και τους Γάσπαρη, Μπένατσεκ, Χάντσον. Ο Ηρακλής με τη φοβερή καλαθομηχανή τον Εινγκραμ (πιο γνωστό ως Ίνγκραμ) και τους Κακιούση, Μάνθο Κατσούλη, Δ. Παπαδόπουλο. Η ΑΕΚ, με κόουτς τον θρυλικό Τσόσιτς, και μια πλειάδα νέων σε ηλικία αλλά πολύ σημαντικών Ελλήνων παικτών όπως Γαλακτερό, Παταβούκα, Κουντουράκη και Λαννέ, όλους στο φόρτε τους. Ο ΠΑΟ του Παύλου Γιαννακόπουλου, που είχε πάρει για κόουτς τον πανάκριβο Παβλίσεβιτς, που αμειβόταν πολύ περισσότερο από όλους τους προπονητές. Ο Παύλος τον είχε προσλάβει επειδή βιαζόταν από τότε να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και θεωρούσε ότι ο Κροάτης είχε το know how, επειδή είχε κατακτήσει δύο φορές την τότε Ευρωλίγκα. Το γεγονός μάλιστα ότι αυτό το είχε καταφέρει με νεανικές ομάδες Pop 84 (Γιουγκοπλάστικα) και Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ είχαν κάνει τους πράσινους να αποκτήσουν, με πολύ δαπανηρές μεταγραφές, τους, νεαρούς τότε, πλην όμως περιζήτητους Αλβέρτη, Μηριούνη, Οικονόμου, ενώ διέθεταν και πολύ έμπειρους και ικανούς παίκτες όπως π.χ. τους Ανδρίτσο και Γκέκο. Επιπλέον, είχαν ενισχυθεί με ένα νεαρό Αμερικανό τρομερών ικανοτήτων τον Αντόνιο Ντέιβις, που είχε αγωνιστεί στο All Star Game του NCAA και αργότερα θα έκανε μια πολύ πετυχημένη καριέρα στο ΝΒΑ.
Και οι 6 προαναφερόμενες ομάδες θεωρούνταν πολύ καλύτερες από τον Ολυμπιακό. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτές. Και οι υπόλοιπες μικρομεσαίες ομάδες εμφανιζόντουσαν πάνω-κάτω περίπου ισοδύναμες με τον Ολυμπιακό. Το Περιστέρι είχε πολύ καλούς Έλληνες όπως: Κορωνιό, Αγιασωτέλη, Μυλωνά, Κασουρίδη και τον Αμερικανό Τσερτς. Η Δάφνη, με τον Δενδρινό στον πάγκο, είχε τον τρομερό Αμερικανό σκόρερ Τσίτουμ, το Παγκράτι είχε τον Ερλ Χάρισον ένα από τους καλύτερους Αμερικανούς που αγωνίστηκαν ποτέ στο ελληνικό πρωτάθλημα, ο Σπόρτινγκ, με κόουτς τον Φώσκολο (που ήταν να έρθει σε μας προτού αναλάβει ο Κόκκαλης), είχε τον μεγάλο σκόρερ Παπαδημητρίου και τον σπουδαίο Αμερικανό Ντέιβιντ Χάμιλτον, ενώ ένας άλλος ικανότατος Χάμιλτον, ο Λόουελ, κυριαρχούσε στον Παπάγο.
Όταν έγινε γνωστό ότι θα μεταφερόμασταν στο ΣΕΦ από τους τσίγκους του Παπαστράτειου, τα αισθήματα έγιναν ανάμικτα. Από τη μια, μας άρεσε γιατί βλέπαμε μια προσπάθεια για αναβάθμιση της ομάδας. Από την άλλη, δεν μας άρεσε γιατί σκεπτόμασταν: τι γυρεύουμε εμείς στα σαλόνια με την ομάδα που είχαμε. Φοβόμασταν το αχανές γήπεδο, που περιμέναμε πως θα έμενε ψυχρό και άδειο αμέσως μόλις θα άρχιζαν τα κακά αποτελέσματα.
Συνεπώς, με ποια ανταγωνιστικά φόντα η ομάδα θα κατέβαινε στο πρωτάθλημα και μάλιστα με αισιοδοξία, όπως φαινόταν από τα λόγια Ιωαννίδη; Μόνο με ξανθό και Ζάρκο απέναντι στα πυρηνικά όπλα των άλλων; Μήπως ο ξανθός ήταν θαυματοποιός ή μάγος και θα έβγαζε λαγούς από το καπέλο σε κάθε ματς;
Ομολογώ ότι ποτέ δεν περίμενα αυτό που συνέβη τη σεζόν 1991/92. Πίστευα βέβαια στις μεγάλες ικανότητες του ξανθού, αλλά μέχρις ενός ορίου. Ωστόσο, ο πολύς κόσμος του Ολυμπιακού διαμόρφωσε σύντομα διαφορετική άποψη και απέκτησε πολύ γρήγορα περισσότερη πίστη. Από νωρίς εμπιστεύθηκε δυσανάλογα τον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη, θεοποιώντας περίπου τις ικανότητες του κόουτς. Γι' αυτό και γέμιζε πάντα το ΣΕΦ, το οποίο κυριολεκτικά φλεγόταν σε κάθε ματς.
Βέβαια, για όποιον θυμόταν καλά και χωρίς εμπάθεια ο Ιωαννίδης το είχε ξανακάνει και μάλιστα νικηφόρα. Είχε ξανακερδίσει στο παρελθόν αγώνα άνισου συσχετισμού δυνάμεων τύπου Δαβίδ εναντίον Γολιάθ. Στο προπονητικό του κιόλας ντεμπούτο στο πρωτάθλημα Ελλάδας, με μια μέτρια αλλά πολύ συμπαγή ομάδα, που είχε τότε ο Άρης, κατόρθωσε το θαύμα, να μας «κλέψει» το πρωτάθλημα το 1979, αν και είχαμε πολύ καλύτερη ομάδα. Ωστόσο, έκτοτε, η μεγάλη εκείνη επιτυχία του είχε υποτιμηθεί ή λησμονηθεί και ο ίδιος (που πάντοτε είχε εχθρούς, λόγω χαρακτήρα) είχε δυσφημιστεί. Το γεγονός ότι αμέσως μετά τον τίτλο του 1979 δεν παρέμεινε, αλλά σηκώθηκε και έφυγε από τον Άρη, αφού τσακώθηκε για μια ακόμη φορά, ερμηνεύθηκε από πολλούς ως κίνηση τακτικής, σε μια προσπάθεια του να διαφυλάξει, από ένα πολύ πιθανό γκρέμισμα, το γόητρό του και κυρίως εκείνη την επιτυχία του, η οποία για πολλούς ήταν καθαρά τυχαία και συγκυριακή και οφειλόταν στη διακοπή σε βάρος του Ολυμπιακού του αγώνα του Ολυμπιακού με τον Άρη στο Παπαστράτειο. Κυριαρχούσε η εντύπωση πως ο ξανθός έφυγε από τον Άρη αμέσως μετά τον απρόσμενο τίτλο του 1979, επειδή φοβήθηκε μήπως καταρρεύσει το αφήγημα του θαυματοποιού προπονητή, που είχε κτιστεί γύρω από αυτόν. Όσον αφορά δε τα μεταγενέστερα πρωταθλήματα του ξανθού που πήρε με τον Άρη, αυτά δεν υπολογίζονταν καθόλου. Τα συνόδευε η μόνιμη επωδός: «όταν έχεις τον Γκάλη, δεν χρειάζεται να έχεις προπονητή» ή μια άλλη επωδός: «Ευχαριστώ πολύ. Δώσε μου και εμένα τον Άρη και θα πάρω περίπατο το πρωτάθλημα». Στο τέλος όμως εκείνης της σεζόν (1992), όλοι οι ειδικοί και συνάδελφοι του κρυβόντουσαν και προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να αποφύγουν να ομολογήσουν αυτό που, προς τιμήν του, μόνο ο Βλάντο Τζούροβις δημόσια παραδέχθηκε: «Ο Ιωαννίδης με αυτά που κατάφερε με αυτή την ομάδα που είχε φέτος στον Ολυμπιακό απέδειξε πόσο μεγάλος προπονητής είναι».
Η περίοδος 1991/92 με τον Ολυμπιακό απέδειξε ότι ο ξανθός κάθε άλλο παρά φοβόταν. Είχε εμπιστοσύνη στην ομάδα του και αυτοπεποίθηση και δεν δίστασε να πολεμήσει με ό,τι διέθετε εναντίον πολλών και πολύ υπέρτερων και ισχυρότερων ομάδων, πιστεύοντας πάντα στη νίκη, παρά την υπεροχή των αντιπάλων. Ο ξανθός μπορεί να μην έλεγε μεγάλα λόγια, αλλά όμως δεν κράτησε, ρητά, εκπεφρασμένα και τακτικιστικά όπως συνηθίζεται, τον πήχη χαμηλά εκείνη τη χρονιά. Μπορεί να μην έλεγε ότι στόχος μας είναι το πρωτάθλημα ή η Ευρώπη, αλλά ποτέ δεν το απέκλεισε ρητά, ούτε μίλησε κακομοίρικα. Αν και αναγνώριζε τη σημασία της πίστωσης χρόνου για την συγκρότηση μιας ομάδας, ποτέ δεν την ζήτησε ως περίοδο χάριτος και ποτέ δεν υποσχέθηκε μόνο μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Αυτό που έκανε την χρονιά εκείνη να ξεχωρίζει ακόμη πιο πολύ είναι ότι τα αποτελέσματα της δουλειάς της περιόδου 1991/92 ήρθαν σε χρόνο ρεκόρ. Από την πρώτη αγωνιστική του πρωταθλήματος, όταν νικήσαμε τον πρωταθλητή Άρη 67-59, μια νίκη που διέκοψε ένα μεγάλο σερί ηττών. Τελειώσαμε το πρωτάθλημα στη δεύτερη θέση στη κανονική περίοδο με 18 νίκες και 4 ήττες, ενώ διατηρήσαμε την ίδια προνομιούχα θέση και μετά τα play off με 4 νίκες και 2 ήττες. Έτσι βγήκαμε επιτέλους στην Ευρώπη. Απίθανο κατόρθωμα.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ευρωλίγκα της επόμενης περιόδου (1992/93) προκριθήκαμε στα προημιτελικά στους 8 και εκεί φτάσαμε μια ανάσα από το να αποκλείσουμε τη Λιμόζ του Μάλκοβιτς, δηλαδή την ομάδα που στη συνέχεια σήκωσε το τρόπαιο της πρωταθλήτριας Ευρώπης μέσα στο ΣΕΦ. Αποκλειστήκαμε για μια λεπτομέρεια, για ένα πάτημα μιας γραμμής. Αν περνάγαμε τη Λιμόζ, θα μπορούσαμε ακόμη και να το σηκώσουμε εμείς μέσα στο ΣΕΦ. Κι όλα αυτά, μέσα σε ένα μόλις χρόνο, δηλαδή χρόνο ρεκόρ, στην πρώτη χρονιά μας στην Ευρώπη που τη βλέπαμε με κιάλια επί πολλά χρόνια.
Η μοίρα δεν τον δικαίωσε πλήρως όπως θα του άξιζε, αλλά ίσως αυτό να αποτελεί μια κάποιου μεταφυσικού είδους τιμωρία είτε για την κατά κανόνα εριστική και απότομη συμπεριφορά του, είτε για τις όποιες προσωπικές προκαταλήψεις και εμμονές του, είτε ίσως ακόμη και για τις πολιτικές του επιλογές ή για τις προκλητικά σούπερ εθνικόφρονες πεποιθήσεις του, που όμως --και αυτό πρέπει να το πούμε-- πήγαν περίπατο όταν είχε σκάσει από το κακό του με την πρώτη κατάκτηση της Ευρωλίγκας από τον ΠΑΟ στο Παρίσι, ξεκαθαρίζοντας παράλληλα τότε σε όσους τον επέκριναν για τη στάση του αυτή ως ασυνεπή εθνικόφρονα: «Εγώ μαθήματα πατριδογνωσίας και εθνικοφροσύνης δεν δέχομαι από κανένα», είτε ενδεχομένως και για τη συμπεριφορά του απέναντι σε διάφορα σοβαρά κοινωνικοαθλητικά ζητήματα όπως π.χ. την απεργοσπαστική στάση, που τήρησε, γεγονός που μάλιστα συνέβη την ίδια περίοδο, στην οποία αναφερόμαστε σήμερα (1991/92).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου