Ο Γιάννης Γκαϊτατζής γίνεται σήμερα 77 ετών. Γεννήθηκε την 20.4.1944 σε ένα χωριό του Νομού Ροδόπης. Συνεπώς δεν είναι από την Ξάνθη, όπως πιστεύεται και κατά κόρον γράφεται. Για να είμαστε ακριβείς, ο τόπος γέννησής του είναι πιο κοντά στην Κομοτηνή παρά στην Ξάνθη. Έχει καταχωρηθεί ως Ξανθιώτης επειδή έπαιξε σε σύλλογο της πόλης, τον Ορφέα Ξάνθης.
Φαινομενικά και σε πρώτο επίπεδο, σκοπός των ιδρυμάτων αυτών ήταν η προστασία, εκπαίδευση και ανατροφή των παιδιών και η προσαρμογή και προετοιμασία τους για την είσοδο στον μεταγενέστερο κοινωνικό βίο. Όμως σε δεύτερο, κρυμμένο, επίπεδο αποσκοπούσαν στο να αποκτήσουν τα παιδιά αυτά «σωστή» ιδεολογία, δηλαδή εκείνη την ιδεολογία που βρίσκεται στον αντίποδα της αριστερής. Οι εμπνευστές του συγκεκριμένου φαινομένου για να το ξεχωρίσουν από το «επαίσχυντο» κομμουνιστικό «παιδομάζωμα», που γινόταν με το ζόρι, το αποκαλούσαν εθελοντικό «παιδοφύλαγμα», που γινόταν με την συγκατάθεση του επιζώντος γονέα, συνήθως της μητέρας. Πράγματι, κατά κανόνα η συγκατάθεση τυπικά υπήρχε, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ήταν είτε προιόν ανάγκης (λόγω της οικονομικής αδυναμίας της μητέρας) είτε προιόν πίεσης. Για το φαινόμενο αυτό έχουν γίνει πολλές έρευνες και έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, με πιο χαρακτηριστικό, ίσως, τον «Θολό Βυθό» του Ατζακά.
Στην περίπτωση του Γκαϊτατζή δεν είναι απόλυτα σαφές αν η μητέρα του συναίνεσε από ανάγκη ή από πίεση. Γεγονός πάντως είναι ότι ο Γιάννης βρέθηκε ως φτωχό και ορφανό από πατέρα νήπιο στη παιδούπολη-ορφανοτροφείο των Ιωαννίνων «Αγία Ελένη», όπου πέρασε μεγάλο διάστημα μέχρις ότου μεταφερθεί σε μια άλλη παιδούπολη στη Φιλιππιάδα, για να καταλήξει τελικά στο ορφανοτροφείο του Βόλου, όπου έβγαλε το γυμνάσιο, κάνοντας καθημερινό ποδαρόδρομο αρκετών χιλιομέτρων. Μετά τον Βόλο επέστρεψε στη Θράκη και αγωνίστηκε στον Ορφέα Ξάνθης, την ανταγωνίστρια ομάδα της πιο γνωστής ομάδας της πόλης, της Ασπίδας Ξάνθης.
Στο ευρύ φίλαθλο ποδοσφαιρικό κοινό, ο Γκαϊτατζής ήταν εντελώς άγνωστος. Ως μεταγραφικό απόκτημα δεν συγκέντρωσε κανένα ενδιαφέρον από δημοσιογράφους ή φιλάθλους. Εκείνο τον καιρό τα φώτα της δημοσιότητας όσον αφορά μεταγραφές του Ολυμπιακού είχαν στραφεί εξ ολοκλήρου σε δύο παίκτες: (α) στον «μαραθωνοδρόμο» χαφ Κυπριανίδη από τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, που είχε θεωρηθεί η μεγαλύτερη και μακράν η ακριβότερη (πάνω από 1.000.000 δρχ) μεταγραφή της χρονιάς σε όλη την Ελλάδα και (β) στον δεξιοτέχνη εξτρέμ Τζίνη από τη Νίκη Βόλου. Ωστόσο γρήγορα αποδείχθηκε ότι η μεταγραφή της χρονιάς ήταν ο Γκαϊτατζής, που θα άφηνε για πολλά χρόνια την αγωνιστική του σφραγίδα στον Ολυμπιακό, σε αντίθεση με τους άλλους δύο και ιδίως με τον Κυπριανίδη, του οποίου η απόκτηση αποδείχθηκε ένα πραγματικό μεταγραφικό φιάσκο, από τα μεγαλύτερα στην ιστορία του Ολυμπιακού. Όσον αφορά τον Τζίνη, αυτός, συγκριτικά με τον Κυπριανίδη πήγε καλύτερα, αλλά κι αυτός δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των φιλάθλων και των ανθρώπων του Ολυμπιακού. O Γκαϊτατζής ήταν αυτός που έσωσε το μεταγραφικό παιχνίδι του Ολυμπιακού εκείνης της περιόδου.
Η αξία του Γκαϊτατζή φάνηκε αμέσως στον Ολυμπιακό. Από την πρώτη αγωνιστική της περιόδου 1963/64, με προπονητή τον Ούγγρο Ντόλγκος, έγινε βασικός, αγωνιζόμενος ως χαφ, εκεί που ήταν και η θέση του και στον Ορφέα. Παρεμπιπτόντως ο Ορφέας την ίδια περίοδο 1963/64 από εκεί που ήταν μια πολύ αξιοπρεπής ομάδα ενός εκ των τεσσάρων ομίλων της Β΄ Εθνικής, που τερμάτιζε ψηλά στην βαθμολογία, υποβιβάστηκε. Ίσως η μεταγραφή του Γκαϊτατζή να έπαιξε κάποιο ρόλο στο γεγονός αυτό. Για μερικά χρόνια, ακόμη και επί Μπούκοβι, ο Γιάννης εξακολούθησε να παίζει με μεγάλη επιτυχία στο κέντρο του γηπέδου, αφού στον Ολυμπιακό υπήρχε ένας πολύ καλός δεξιός μπακ, ο Πλέσσας. Όταν όμως ο Πλέσσας αποφάσισε να φύγει στην Αμερική ο Μπούκοβι τον έβαλε στη θέση του δεξιού οπισθοφύλακα, όπου και καθιερώθηκε μόνιμα και διέπρεψε.
Κατά μια αρκετά αξιόπιστη πηγή (Αρβανίτης: «Η Ιστορία του Ολυμπιακού») είναι ο ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού που έχει φορέσει την ερυθρόλευκη φανέλα τις περισσότερες φορές από όλους τους ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν στον Ολυμπιακό στην ιστορία της ομάδας. Τις συμμετοχές του ο συγγραφέας τις βγάζει 697 (!) αλλά περιλαμβάνει σε αυτές τα πάντα, ακόμη και συμμετοχές σε φιλικά ματς του Ολυμπιακού. Με τον Ολυμπιακό έπαιξε συνολικά 433 επίσημα παιχνίδια. Από αυτά τα 346 ήταν για το Πρωτάθλημα, τα 52 για το Κύπελλο, άλλα 32 για τις επίσημες διοργανώσεις της Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένου και του Κυπέλλου Ράπαν) ενώ 3 ήταν για το Βαλκανικό Κύπελλο. Είναι ο δεύτερος σε συμμετοχές σε αγώνες πρωταθλήματος παίκτης του Ολυμπιακού. Επί πολλά χρόνια διατηρούσε τα πρωτεία, μέχρις ότου τον ξεπέρασε ο Καραταίδης. Ωστόσο σε συνολικό αριθμό αγωνιστικών περιόδων υπερτερεί του Κούλη, καθώς αγωνίστηκε ένα χρόνο περισσότερο στον Ολυμπιακό. Συνεπώς είναι ο παίκτης, που έχει παίξει με τον Ολυμπιακό σε περισσότερα πρωταθλήματα από όλους (14). Ένα ρεκόρ αξιοζήλευτο. Υπερτερεί επίσης και σε γκολ του Κούλη, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό, αφού έχει αγωνιστεί αρκετά χρόνια ως χαφ. Ο ίδιος, αρκετά μετριόφρων, αποδίδει αυτή την μακρόχρονη, συνεχή και πιστή παρουσία του στην ομάδα στο ότι έτυχε να μην αξιόλογους τραυματισμούς στην καριέρα του. Ο Γκαϊτατζής μαζί με τον Γιούτσο αποτέλεσαν τους συνδετικούς κρίκους της εποχής της μεγάλης ομάδας του Μπούκοβι της δεκαετίας του 1960 με την εποχή της μεγάλης ομάδας του Γουλανδρή της δεκαετίας του 1970.
Σημαντικό παρ’ ολίγο να αποδειχθεί και το γκολ που σημείωσε στη Μόσχα την 30/9/1971 για το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, σε βάρος της Ντινάμο, με το οποίο ο Ολυμπιακός νίκησε 2-1 και παρά λίγο να προκριθεί. Πάντως σε κάθε περίπτωση η νίκη αυτή ήταν αξιόλογη, καθώς επιτεύχθηκε εναντίον μιας ομάδας, που την συγκεκριμένη περίοδο έφτασε στον τελικό της διοργάνωσης. Η Ντινάμο Μόσχας, που έγινε διάσημη ως η ομάδα του μόνου τερματοφύλακα που έχει βγει καλύτερος παίκτης της Ευρώπης, του Λεβ Γιασίν, αλλά και του διαβόητου αρχηγού της NKVD Λαυρέντι Μπέρια ήταν για πολλά χρόνια και μέχρι να εμφανιστεί η Ντινάμο Κιέβου η μόνη ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, που είχε καταφέρει να φτάσει τελικό Ευρωπαικής διοργάνωσης.
Υπήρξαν ακόμη και δύο αγώνες με την Εθνική Ελλάδας, στους οποίους ο Γκαϊτατζής άφησε το στίγμα του. Αμφότεροι έγιναν το 1967 με την ίδια αντίπαλο την Αυστρία για το Κύπελλο Εθνών Ευρώπης, όπως λεγόταν τότε. Ο πρώτος ήταν στο Φάληρο και η Εθνική νίκησε 4-1 με μια έξοχη απόδοση, επιτυγχάνοντας μια από τις πιο βαριές ήττες των Αυστριακών μέχρι τότε. Ο Γκαϊτατζής έκανε σε αυτό το ματς ένα ονειρεμένο ντεμπούτο στην Εθνική, ενώ στο δεύτερο ημίχρονο παρά λίγο να τραυματιστεί σοβαρά όταν, πάνω σε μια κούρσα του, έπεσε με φόρα πάνω σε μια μεταλλική βρύση που υπήρχε εκτός αγωνιστικού χώρου στο Καραισκάκη. Ο δεύτερος ήταν η ρεβάνς του προαναφερόμενου αγώνα στο Πράτερ της Βιέννης, όταν- ενώ το σκορ ήταν ισόπαλο 1-1 και το παιχνίδι παιζόταν κανονικά- κάποιος Αυστριακός οπαδός μπήκε μέσα στον αγωνιστικό χώρο και επιτέθηκε ύπουλα στον Γκαϊτατζή. Ο παίκτης όμως τον αντιλήφθηκε έγκαιρα και τον άρχισε στις κλωτσιές και στις μπουνιές, με αποτέλεσμα ο εισβολέας να πέσει κάτω. Αμέσως άλλοι έξαλλοι Αυστριακοί οπαδοί πήδηξαν μέσα στον αγωνιστικό χώρο και ξεκίνησαν επιθέσεις εναντίον όποιου Έλληνα παίκτη έβλεπαν κοντά τους. Ο αγώνας διακόπηκε λόγω των πρωτοφανών αυτών επεισοδίων, που τότε είχαν αφήσει άναυδη όλη την Ευρώπη και είχαν ως συνέπεια την τιμωρία της Αυστρίας και το τριετές (νομίζω) κλείσιμο του Πράτερ. Ο Γκαϊτατζής ήταν για αρκετά χρόνια μόνιμος στην εθνική, συμπαίκτης της εκλεκτότερης φουρνιάς του ελληνικού ποδοσφαίρου, που περιλάμβανε Σιδέρη, Δομάζο, Παπαιωάννου, Λουκανίδη, Μποτίνο, Καμάρα, Χάιτα κλπ
Υπάρχουν και άλλες αξιομνημόνευτες στιγμές με τον Γκαϊτατζή πρωταγωνιστή. Αξέχαστος θα μείνει ο πρωτότυπος πανηγυρισμός του στο νικητήριο γκολ-τίτλο του Ολυμπιακού, στο τελευταίο λεπτό του ιστορικού ματς με τις Σέρρες στο Φάληρο την 5/6/1966, όταν και έκλεψε τις εντυπώσεις από όλους τους πολλούς και διάφορους άλλους έξαλλους πανηγυρισμούς. Ο Γκαϊτατζής τότε είχε βουτήξει στην τεχνητή λίμνη του αθλήματος στίβου των 3000μ στηπλ. Αλησμόνητη ήταν και η στιγμή στο ματς με τον Φωστήρα στη Λεωφόρο το 1970 όταν μέσα στον αγώνα, μετά από ένα αράουτ, άνοιξε διάλογο με εκνευρισμένους οπαδούς της ομάδας.
Ο Γκαϊτατζής στην πολύχρονη καριέρα του δεν ήταν άγιος. Άλλωστε τα δύσκολα παιδικά του χρόνια τον είχαν σκληραγωγήσει ως χαρακτήρα. Ήταν άνθρωπος κλειστός, ελάχιστα και επικοινωνιακός, χωρίς πολλά χαμόγελα και προσήνειες. Ό, τι ήθελε να το πει το έλεγε απερίφραστα και καθόλου διπλωματικά. Πριν από τον τελικό με τον Ηρακλή (4-4) στη Ν. Φιλαδέλφεια το 1976 όταν ξαφνικά και ενώ είχε αγωνιστεί σε όλα τα προηγούμενα ματς βρέθηκε εκτός ενδεκάδας τα έβαλε μέσα στα αποδυτήρια με τον προπονητή του Δαρίβα και κόντεψε να πιαστεί στα χέρια μαζί του. Μετά το τέλος του αγώνα το κράτησε μανιάτικο και δήλωσε ότι «ο μόνος υπεύθυνος για την απώλεια του Κυπέλλου ήταν ο Δαρίβας, που είναι πολύ μικρός προπονητής για τον Ολυμπιακό».
Όταν αγωνιζόταν συχνά ήταν εριστικός και έμπλεκε σε επεισόδια, καβγάδες και συμπλοκές με παίκτες άλλων ομάδων. Είχε αποβληθεί και 2-3 φορές στη καριέρα του. Παρά την πολύ καλή του τεχνική κατάρτιση δεν έθετε σε δεύτερη μοίρα την δύναμη, που επίσης διέκρινε το παίξιμο του. Ωστόσο, όσο περνούσε ο καιρός και μεγάλωνε ηλικιακά το δυναμικό παιχνίδι του, βαθμιαία, γινόταν εντονότερο και έφτασε στα όρια της τραχύτητας. Σε αυτό έπαιξε ρόλο κάποιες φορές και η ανάθεση στον Γκαϊτατζή ρόλου σωματοφύλακα ευέλικτων επιθετικών, που αποτελούσαν ατού ή παίκτες-κλειδιά για τις ομάδες τους. Για να ανταπεξέλθει πλήρως στα καθήκοντα του ο Γκαϊτατζής θεώρησε απαραίτητο να παίζει φανατισμένα και να επιστρατεύει συχνά και σκληρότητα.
Εκτός όμως από τον ρόλο του θύτη είχε γνωρίσει και μάλιστα για τα καλά και τον ρόλο του θύματος. Και μάλιστα από τους οπαδούς της ίδιας της ομάδας του. Οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού, ίσως περισσότερο από όλους τους άλλους, συνηθίζουν να κουράζονται από την μόνιμη και αδιάλειπτη παρουσία ενός παίκτη, ιδίως όταν αυτός φυσιολογικά, με την πάροδο του χρόνου, δεν είναι δυνατό να έχει την λαμπρή απόδοση της εποχής της μεγάλης ακμής του. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τον Γκαϊτατζή. Ο κόσμος του Ολυμπιακού είχε βαρεθεί να τον βλέπει να παίζει τόσα χρόνια και είχε απωθήσει μέσα του την μεγάλη προσφορά του. Έτσι σε κάθε ματς, με το πρώτο ή το παραμικρό λάθος του πολλοί φίλαθλοι τον αποδοκίμαζαν και τον έβριζαν συστηματικά. Στα τελευταία χρόνια της καριέρας του και από ένα σημείο και έπειτα, ιδίως από τότε που, μετά την αποχώρηση του Γουλανδρή, η ομάδα σταμάτησε να πηγαίνει καλά ο Γκαϊτατζής άκουγε τα εξ αμάξης από την εξέδρα και συχνά χωρίς λόγο. Μάλιστα όταν έκανε δυνατά τάκλινγκ ή εν γένει πήγαινε με δύναμη πάνω στη μπάλα τον αποδοκίμαζαν πολλοί οπαδοί του Ολυμπιακού, που ξαφνικά και εντελώς επιλεκτικά είχαν αποκτήσει ευαισθησίες «του σαλονιού».
Ως γνήσιος Ολυμπιακός παλιάς κοπής ο Γκαϊτατζής είναι γαλουχημένος αντι-παναθηναικός. Έτσι του αρέσει να διηγείται την κλεψιά, που έγινε με το στρίψιμο του νομίσματος στον τελικό του Κυπέλλου του 1969. Μόνο που για να δώσει έμφαση στις αφηγήσεις του έχει ισχυριστεί ότι ήταν αρχηγός σε εκείνο το ματς και ως εκ τούτου τα ξέρει από πρώτο χέρι. Δεν μπορώ να δεχτώ πως δεν θυμάται ότι εκείνο το βράδυ αρχηγός δεν ήταν αυτός, αλλά ο Γιώργος Σιδέρης. Ο Γιάννης έγινε αρχηγός της ομάδας αφότου έφυγε ο Σιδέρης. Αυτό το λέω άσχετα από το τι πράγματι έγινε εκείνο το βράδι του τελικού. Δεν είναι σωστό να δίνεται τροφή σε παραπλανητικές -εκτός ουσίας- αμφισβητήσεις από τους βάζελους.
Στην προπονητική του θητεία το μεγαλύτερο ίσως κατόρθωμα του Γκαϊτατζή πρέπει να ήταν την περίοδο 1984/85, όταν με την Λαμία, που τότε ήταν ομάδα Γ΄ Εθνικής, απέκλεισε από το Κύπελλο Ελλάδας την ΑΕΚ με 1-0.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου