Την 6/1/ 2020 συμπληρώνονται πέντε χρόνια από τότε που απολύθηκε από τον Ολυμπιακό ο Μίτσελ (6/1/2015) τον οποίο όλοι ξέρετε. Σήμερα όμως θα πούμε γι’ αυτόν και κάποια πράγματα που πιθανό να μη γνωρίζετε.
Στα δύο χρόνια θητείας του (προσλήφθηκε την 4/2/2013, μετά από θερμή εισήγηση του Κοβάτσεβιτς) η ομάδα πήρε δύο πρωταθλήματα (2013 και 2014) και ένα κύπελλο (2013), ενώ είχε πολύ καλή πορεία στο Τσάμπιονς Λιγκ. Μάλιστα ο Ολυμπιακός κατόρθωσε να περάσει στη φάση των 16 και έφτασε πολύ κοντά στη φάση των 8, ενώ και τις δύο χρονιές του Μίτσελ είχε σημαντική βαθμολογική συγκομιδή με 10 βαθμούς τη μία περίοδο (2013/14) και 9 βαθμούς την άλλη (2014/15).
Εκείνο που όλοι θυμούνται είναι οι μεγάλες και συνεχείς νίκες του Ολυμπιακού στο Καραϊσκάκη με τον Μίτσελ στον πάγκο. Νικήσαμε ένα σωρό ομάδες πρωταθλήτριες των χωρών τους, μεταξύ των οποίων και πολύ μεγάλες ομάδες: Μπενφίκα (1-0), Ατλέτικο Μαδρίτης (3-2), Γιουβέντους (1-0), Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (2-0), καθώς και κάποιες αξιόμαχες όπως Άντερλεχτ (3-1) και Μάλμε (4-2). Γενικά σε ένα σύνολο 91 αγώνων με τον Ολυμπιακό, ο Μίτσελ είχε 65 νίκες, 11 ισοπαλίες και 15 ήττες, έναν αρκετά αξιόλογο απολογισμό.
Ο Μίτσελ λίγο μετά την απόλυσή του, σε διάφορες συνεντεύξεις του περιέγραψε το τέλος της διαδρομής του στον Ολυμπιακό ως εξής στα ξένα μέσα Elite Sport, Cadena Ser, ABC κ.λπ.:
Η αλήθεια είναι ότι κάτι είχα υποψιαστεί και είχα ακούσει, αλλά δεν μου φαινόταν πολύ λογικό. Άλλωστε ποτέ δεν κατάλαβα τον λόγο απόλυσής μου. Ήμασταν μόλις ένα βαθμό πίσω από τον ΠΑΟΚ στη βαθμολογική κατάταξη, ενώ εξακολουθούσαμε να έχουμε στόχους στην Ευρώπη. Το συμβόλαιό μου έληγε τον Ιούνιο, δηλ. μετά από 5 μήνες. Μάλιστα πριν από 3 μήνες μού είχαν προτείνει να το ανανεώσω και είχαν γίνει και κάποιες συζητήσεις. Αρχές Ιανουαρίου δέχτηκα επίσκεψη του Προέδρου στο σπίτι μου. Ήπιαμε καφέ και κατά τη συζήτηση μου ανακοίνωσε την απόφασή του να λυθεί η συνεργασία μας. Εξηγώντας μου την απόφασή του, μου είπε ότι η απόδοση της ομάδας είχε πάψει να είναι καλή και ότι κατά την άποψη τη δική του, αλλά και πολλών άλλων, έπρεπε να είχαμε ήδη το προβάδισμα στην βαθμολογία. Ο Μαρινάκης μού επισήμανε ότι ο Ολυμπιακός ήταν πολύ απαιτητική ομάδα και ο ίδιος ως πρόεδρος έπρεπε να φροντίσει για τα συμφέροντα της ομάδας κατά τον καλύτερο τρόπο, παίρνοντας δύσκολες αποφάσεις. Η ατμόσφαιρα της συζήτησης ήταν φιλική. Χωρίσαμε σε καλό κλίμα. Όταν έφυγε, είπα στη γυναίκα μου ότι θα έπρεπε να αρχίσουμε να μαζεύουμε τα πράγματα μας, για να γυρίσουμε στην Ισπανία. Στην αρχή δεν με πίστεψε, γιατί ήξερε ότι μου αρέσει το χιούμορ. Δεν ήθελα να φύγω από τον Ολυμπιακό γιατί δεν είχα ολοκληρώσει το έργο μου.
Βέβαια στη πραγματικότητα δεν ήταν μόνο αγωνιστικοί οι λόγοι. Ο Μίτσελ όταν ήταν στην ομάδα, σε μια συνέντευξή του, είχε μιλήσει αλληγορικά, πλην όμως σαφώς, για «κάποιο σπίτι που φτιάχνεται, αλλά στο μεταξύ ξαφνικά χάνονται οι τοίχοι του και κανείς δεν γνωρίζει αν θα μείνουν άθικτες οι πόρτες». Σε μια συνέντευξή του είχε πει ακόμη πιο καθαρά αυτό που πίστευε: «Είναι αλήθεια πως ο Ολυμπιακός είναι ένα κλαμπ που περισσότερο πουλάει, παρά αγοράζει». Είχε πει επίσης ότι άλλους παίκτες ζητούσε και άλλους του έφερναν, έστω και αν συνήθως τον ρωτούσαν αν συμφωνεί, λίγο πριν από την απόκτησή τους.
Ο Μίτσελ αποκάλυψε επίσης ότι ζητούσε συνεχώς, επί ένα χρονικό διάστημα τριών μηνών προτού απολυθεί, να αποκτηθεί ένας καλός σέντερ-μπακ και εισέπραττε μόνο υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις. Η επιμονή του, παρά την ευγένειά του, είχε αρχίσει να γίνεται φορτική και ενοχλητική. Όταν το πράγμα είχε παραγίνει, η διοίκηση μάλλον άρχισε να σκέφτεται πως αντί να ψάχνει για τους παίκτες που θέλει ο προπονητής καλύτερα ίσως θα ήταν να έψαχνε για προπονητή.
Για αρκετό διάστημα πριν από την απόλυσή του, το κλίμα απέναντί του από τα Μέσα είχε αλλάξει. Μια αρνητική κατάσταση είχε διαμορφωθεί σε βάρος του. Η πλειονότητα των δημοσιογράφων είχε στραφεί εναντίον του, ασκώντας του σκληρή κριτική. Αυτή η κατάσταση στάθηκε η αφορμή να γραφτεί στη γνωστή αθλητική ιστοσελίδα Sport24 ένα πρωτοφανές άρθρο, που μίλαγε για την περίπτωση Μίτσελ με ένα ασυνήθιστο τρόπο. Το άρθρο αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, υπενθύμιζε στους δημοσιογράφους του Ολυμπιακού (συμπεριλαμβανομένων ρητά κι αυτών της ίδιας της συγκεκριμένης ιστοσελίδας) οι οποίοι κατακεραύνωναν τον Μίτσελ ότι εκείνος που τους πληρώνει είναι τα Μέσα, όπου εργάζονταν, και όχι η ΠΑΕ Ολυμπιακός. Και η υπενθύμιση αυτή έγινε επειδή διαπίστωνε μια έντονη ξαφνική και εναρμονισμένη δημοσιογραφική όρεξη να απομακρυνθεί ο Μίτσελ.
Σε μια κάπως μακροσκελή ανακοίνωσή του στα κοινωνικά δίκτυα την επόμενη του διαζυγίου του με τον Ολυμπιακό (7/1/2015), ο Μίτσελ έγραψε μεταξύ άλλων:
Είναι αδύνατο να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Θα μου λείψετε πολύ. Φεύγω εντυπωσιασμένος από το μέγεθος του συλλόγου και ενθουσιασμένος από τους οπαδούς μας που έσπρωχναν την ομάδα στη νίκη. Τα πόδια μου ακόμη κινούνται στους ρυθμούς των τραγουδιών τους…. Δεν θα ξεχάσω όλους όσους χθες, όταν έπινα καφέ με την γυναίκα μου, στάθηκαν όρθιοι και με χειροκρότησαν.
Στην ίδια ανακοίνωση, αναφέρθηκε ονομαστικά στους υπαλλήλους και ανθρώπους του Ολυμπιακού, που καθημερινά φρόντιζαν να έχει την καλύτερη δυνατή διαμονή, γεγονός εντελώς ασυνήθιστο για τα ποδοσφαιρικά ήθη και έθιμα. Τη μεγαλύτερη έμφαση όμως έδωσε στον Κούλη Δουρέκα, που τον χαρακτήρισε «αιώνιο». Η ανακοίνωση τελείωσε με τα συνθήματα «Πάμε Θρύλε, Πάντα Θρύλος».
Κατά τα άλλα ο Μίτσελ διέψευσε ότι η απόλυσή του είχε κάτι να κάνει με τις σχέσεις του με τον Καρεμπέ. Βρήκε μάλιστα την ευκαιρία να πετάξει το καρφί του: «Σάμπως και τον έβλεπα ποτέ τον Καρεμπέ, ώστε να τσακωθώ μαζί του; Όλο έλλειπε στο εξωτερικό».
Ο Μίτσελ αγάπησε πολύ τον Ολυμπιακό και δέθηκε μαζί του. Έχει δηλώσει παντοτινός οπαδός του και λάτρης του κόσμου του, που τον «έκανε να ανατριχιάζει με ένα τρόπο εντελώς ξεχωριστό» (κατά δήλωση του τον Σεπτέμβρη του 2014), αν και έχει παίξει στην ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία σε όλα τα γήπεδα του κόσμου. Είχε δηλώσει μάλιστα, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι θα κάνει κι αυτός κριτική στον διάδοχο του στον Ολυμπιακό Περέιρα, όπως άλλωστε έχει δικαίωμα να κάνει κάθε οπαδός της ομάδας. Σήμερα παρακολουθεί την πορεία και τα αποτελέσματα της ομάδας, χαίρεται με τις επιτυχίες της, συμμετέχοντας συχνά με αναρτήσεις σχολίων και ευχών μέσα από τα κοινωνικά δίχτυα. Επίσης εξακολουθεί να έχει --τουλάχιστον φαινομενικά-- πολύ καλές σχέσεις με τον Μαρινάκη, παρά τη μεσολαβήσασα απόλυσή του.
Όπως ο ίδιος ο Μίτσελ έχει δηλώσει, αισθάνεται ευγνωμοσύνη στον Ολυμπιακό, που αποτέλεσε τον μεγαλύτερο σταθμό της προπονητικής του καριέρας. Χάρις στον Ολυμπιακό και μόνο γνώρισε ως προπονητής τίτλους και διακρίσεις. Σε καμία από τις άλλες ομάδες που θήτευσε ως προπονητής δεν κατέκτησε τίτλο, αν και κάποιες από αυτές, όπως η Μαρσέιγ ή η Σεβίλλη, δεν ήταν αμελητέα μεγέθη. Το μόνο που κατάφερε εκτός Ολυμπιακού ως προπονητής ήταν να σώζει μικρές ομάδες, όπως η Χετάφε και η Μάλαγα από τον υποβιβασμό.
Χάρις στον Ολυμπιακό και μόνο κατάφερε να ζήσει τις συγκλονιστικές εμπειρίες αγώνων Τσάμπιονς Λιγκ και τη μεγαλειώδη για κάθε κόουτς ατμόσφαιρά τους, και να συναναστραφεί, όχι μόνο στα γήπεδα, αλλά έξω από αυτά, σε διάφορες εκδηλώσεις, με τους μεγαλύτερους προπονητές του κόσμου. Αυτά είναι πράγματα πολύ σημαντικά γι’ αυτόν, που ποτέ δεν τα ξεχνά, ούτε πρόκειται να τα ξεχάσει.
Κατά την προπονητική του θητεία στον Ολυμπιακό απέδειξε ότι είναι δίκαιος και χωρίς κολλήματα και εμμονές απέναντι σε παίκτες. Ακόμη και παίκτες (όπως π.χ. τον Τόρρες) που ο ίδιος έφερε δεν δίστασε να τους θάψει, όταν δεν απέδιδαν.
Στην αρχή δεν τον είχε πείσει ο Μήτρογλου για βασικός σέντερ-φορ. Λίγο αργότερα δεν δίστασε να παραδεχτεί δημοσίως ότι είχε κάνει μεγάλο λάθος και έσπευσε να δηλώσει ότι δεν θα τον άφηνε ποτέ ξανά εκτός ενδεκάδας. Τον Κασάμι τον επέπληξε και τον έθεσε προσωρινά εκτός ομάδας, αλλά μόλις βελτιώθηκε στη συμπεριφορά του και ανταποκρίθηκε σε αυτά που ζητούσε, τον επανέφερε χωρίς καθυστέρηση. Αντίθετα τον Αφελάι τον περιθωριοποίησε, μολονότι του άρεσε ως παίκτης και είχε εγκρίνει την απόκτησή του. Αυτό οφειλόταν στην αντιεπαγγελματική συμπεριφορά και στα πειθαρχικά του παραπτώματα του Ολλανδού. Ο ίδιος ο Μίτσελ ισχυρίζεται ότι η απόφαση για τον Αφελάι δεν ήταν μόνο δική του, δηλαδή ατομική, αλλά συλλογική. Από τους παίκτες που κατέληξε να μην «πηγαίνει» καθόλου ήταν ο Αβραάμ Παπαδόπουλος, ιδίως μετά την ήττα 0-3 από τον ΠΑΟ στο Φάληρο. Έναν άλλον τον οποίο «τελείωσε», λόγω διαφωνιών και βεντετισμών, ήταν ο Σαβιόλα παρά τις ισπανική του καταγωγή. Αντίθετα λάτρευε τον Μανιάτη, του οποίου η απόδοση στην ομάδα επί Μίτσελ είναι αλήθεια ότι ξεπέρασε κάθε προσδοκία, για ένα παίκτη της δικής του μέτριας αξίας.
Όσον αφορά τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας, επί Μίτσελ αυτός, σε γενικές γραμμές, διακρινόταν από επιθετικό και θαρραλέο πνεύμα. Επιδίωκε να έχει έλεγχο του αγώνα μέσω κατοχής μπάλας και δεν πήγαινε να κλέψει το αποτέλεσμα.
Κατά τα άλλα, ο Μίτσελ έχει δηλώσει, ότι οι όποιες λίγες άσχημες στιγμές του στον Ολυμπιακό βρίσκονταν σε κοινωνικό (;) και όχι αθλητικό επίπεδο.
Είναι γεγονός ότι πέρα από τον Ολυμπιακό δεν έχει άλλα επιτεύγματα να επιδείξει στην προπονητική του θητεία μέχρι τώρα. Ο ίδιος εξακολουθεί να έχει ως όνειρο να προπονήσει τη Ρεάλ Μαδρίτης, κάτι που πιστεύει ότι θα το κάνει κάποτε, προτού πεθάνει. Πριν από λίγα χρόνια μάλιστα είχε φτάσει πολύ κοντά στο να διαδεχτεί τον Ζιντάν, αλλά οι προσπάθειές του δεν ευοδώθηκαν. Δεν ήταν άλλωστε και εύκολο να πάει στη Ρεάλ αφού δεν έχει προπονητικές διακρίσεις και εμπειρίες για ένα τόσο σημαντικό πόστο. Το μόνο ατού που διαθέτει είναι το τεράστιο όνομα του ως θρυλικός ποδοσφαιριστής στη Ρεάλ και η λατρεία του κόσμου της μεγάλης ομάδας της Μαδρίτης προς το πρόσωπό του. Όμως μόνον αυτά δεν αρκούν.
Είναι εντυπωσιακό πόσο αντίθετος χαρακτήρας είναι ο Μίτσελ, σε σύγκριση με τον νυν προπονητή του Ολυμπιακού Μαρτίνς. Ο Μίτσελ αποτελεί τον ορισμό της εξωστρέφειας. Ομορφάντρας, αεράτος, κομψός, κοσμοπολίτης, χαλαρός/άνετος, πολύ επικοινωνιακός, ίσως ο πιο πολυφωτογραφημένος προπονητής που πέρασε ποτέ από τη χώρα μας. Η εξοικείωσή του με τα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας, άλλωστε, τον έχει κάνει στο παρελθόν να γίνει τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός σχολιαστής, αλλά και αρθρογράφος. Εντυπωσιακός και πάντα καλοντυμένος, με προσεγμένη εμφάνιση, προσωπική, αλλά και ενδυματολογική, με φοβερές γραβάτες (που έκαναν τους εχθρούς του να τον αποκαλούν «γραβατάκια») και συνεχώς χαμογελαστός. Δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα εργασιομανής, ενώ έχει και διάφορα κοινωνικά ενδιαφέροντα στη ζωή του. Αντιμετώπιζε θαρραλέα κάθε αντίπαλο χωρίς να φοβάται ποτέ. Πήγαινε πάντα για τη νίκη, αφού τον διέκρινε αυτοπεποίθηση που προσπαθούσε να τη μεταδώσει σε όλη την ομάδα. Ακόμη και στην Ευρώπη δεν του αρκούσαν τιμητικές ισοπαλίες ή αξιοπρεπείς ήττες, που έχουν γίνει, δυστυχώς, συνήθεια πλέον στον Ολυμπιακό τα τελευταία χρόνια. Ο Μίτσελ σού έδινε την εντύπωση ότι έβλεπε το παιχνίδι σαν διασκέδαση, αλλά και ότι είχε πολλά ενδιαφέροντα εκτός από το ποδόσφαιρο.
Ο Μαρτίνς είναι το άκρως αντίθετο. Αποτελεί τον ορισμό της εσωστρέφειας. Δεν είναι σταρ, αλλά δουλευταράς, χαμηλών τόνων, που δεν προκαλεί κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Εμφανίζεται κατά κανόνα σφιγμένος και απεριποίητος. Από αυτοπεποίθηση λίγα πράγματα. Προτιμά να εργάζεται, να αφοσιώνεται στο έργο του και να μη μιλά πολύ. Άλλωστε δεν τα καταφέρνει καλά στα λόγια και στις δημόσιες σχέσεις. Στοιχηματίζει κανείς ότι κάθε λεπτό στη προσωπική του ζωή το μυαλό του ταξιδεύει στην ομάδα και βασανίζεται να βρει λύση στα αγωνιστικά θέματά της. Συνεπώς πού να βρεθεί καιρός για άλλα ενδιαφέροντα. Ο Μαρτίνς σου δίνει την εντύπωση ότι υποφέρει σε κάθε παιχνίδι, που γι’ αυτόν αποτελεί κάτι σαν μαρτύριο.
Αλλά και στη στάση τους απέναντι στη διοίκηση οι δυο τους διαφέρουν ριζικά. Ο Μαρτίνς είναι ένας yes-man, που δεν θα εναντιωθεί στη διοίκηση, ενώ ο Μίτσελ προτιμούσε να συνεργάζεται με τη διοίκηση, όχι όμως να δέχεται υποδείξεις ή εντολές, είτε άμεσα είτε έμμεσα, γιατί στην τελική ήταν ο Μίτσελ με τη δική του μεγάλη διαδρομή στον ποδοσφαιρικό χώρο και όχι όποιος-όποιος. Ποιος άλλωστε πρόεδρος του Ολυμπιακού θα μπορούσε να σταθεί μπροστά στον παγκόσμιο Μίτσελ στο ποδοσφαιρικό πεδίο;
Στον προπονητή Μίτσελ δεν άρεσε να παραιτείται, όσο χάλια και να πήγαινε η ομάδα του, γιατί αισθανόταν ότι αν έκανε κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να τα παρατάει και να φυγομαχεί. Οι εχθροί του, ωστόσο, λένε ότι με τον τρόπο αυτό φρόντιζε να μη χάνει ποτέ την οφειλόμενη αποζημίωσή του.
Μολονότι προέρχεται από τη σούπερ-καθεστωτική Ρεάλ, οι πολιτικές τοποθετήσεις του Μίτσελ εκπλήσσουν. Το 2015 όταν ρωτήθηκε για τις ελληνικές εκλογές, τάχθηκε καθαρά υπέρ του Τσίπρα (του «Αλέξη» όπως τον αποκάλεσε) επειδή πίστευε, όπως πολλοί στην Ελλάδα και στον κόσμο, ότι ο Τσίπρας ήταν αριστερός. Κατ’ αυτόν έπρεπε οπωσδήποτε να εκλεγεί αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα γιατί οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις ήταν αυτές που μόνιμα «πλήρωναν το μάρμαρο». Δήλωσε επίσης τότε ότι ο Αλέξης «φαίνεται να αποτελεί μια εναλλακτική λύση, αν και ο ίδιος αμφιβάλλει ως προς το κατά πόσο υπάρχουν όντως πραγματικές εναλλακτικές λύσεις για τη χώρα μας».
Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η πρώτη ομάδα που επέλεξε και επιδίωξε να προπονήσει στη ζωή του ήταν η Ράγιο Βαγιεκάνο, που ξέρουμε τι σημαίνει και τι αντιπροσωπεύει στη Μαδρίτη και γενικότερα στην Ισπανία. Μπορεί να ήταν τυχαίο, αλλά τέτοιο πάντρεμα με τη συγκεκριμένη ομάδα ποτέ δεν θα γινόταν αν ο Μίτσελ ήταν ένας γνωστός και δεδηλωμένος δεξιός.
Υπάρχουν όμως και άλλα πράγματα στη ζωή του Μίτσελ που έχουν εκπλήξει. Πολλοί ξέρουν το περίφημο περιστατικό του 1991 σε αγώνα Ρεάλ-Βαγιαδολίδ, όταν σε ένα ελεύθερο κτύπημα (κόρνερ) όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι παίκτες των δύο ομάδων γράπωσε τα παπάρια του αντιπάλου Κολομβιανού σταρ Βαλντεράμα. Μολονότι το συμβάν δεν απαθανατίστηκε άμεσα από φωτογραφικό φακό, πα’ ρόλα αυτά διέρρευσε, και έτσι μέσω αργού γυρίσματος απαθανατίστηκε με την εύρεση και φωτογραφική απεικόνιση του τηλεοπτικού στιγμιότυπου. Γι’ αυτό άλλωστε και όλες οι σχετικές φωτογραφίες του γεγονότος δεν έχουν υψηλή ευκρίνεια και καθαρότητα.
Κανένας δεν περίμενε τέτοια συμπεριφορά από τον Μίτσελ. Όταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε, απάντησε με ειλικρίνεια: «Μα, μας είχε πρήξει. Πρώτα προέτρεψε τον Προσινέτσκι, λέγοντας του “τσάκω τα αρχίδια μου”, μετά τον Ιέρο στον οποίο είπε το ίδιο. Μετά γύρισε σε μένα. Οπότε δεν άντεξα και του τα τσάκωσα».
Το θέμα πήρε, ως ήταν φυσικό, τεράστιες διαστάσεις και οδήγησε σε τιμωρία του Μίτσελ και από την ισπανική ομοσπονδία, αλλά και τη FIFA.
Η τουλάχιστον απροσδόκητη και σοκαριστική συμπεριφορά του Μίτσελ έκανε κάποιους να εγείρουν ερωτήματα κατά πόσο ήταν ομοφυλόφιλος. Γράφτηκαν πολλά και διάφορα, τα οποία αρνήθηκε να συζητήσει ο Μίτσελ λέγοντας: «Ας γράψουν ό,τι τους κατέβει. Δεν τους δίνω σημασία».
Μα οι εκπλήξεις με τον Μίτσελ δεν τελειώνουν εδώ. Κατ’ αρχάς όσοι τον αποκαλούσαν ειρωνικά «προπονητή-μοντέλο» (όχι μόνο λόγω εμφάνισης και αμφίεσης, αλλά και λόγω αμέτρητων φωτογραφιών) θα αισθάνονταν δικαιωμένοι αν μάθαιναν ότι σε νέα ηλικία υπήρξε όντως μοντέλο του σχεδιαστή Ρ. Τορέτα. Κάποιοι άλλοι τον αποκαλούσαν σκωπτικά «Μαυρογιαλούρο», γιατί τον θεωρούσαν περισσότερο πολιτικό παρά προπονητή, λόγω των συνεχών δηλώσεών του.
Κάποτε, όταν μια 14χρονη, η Σ. Ντίεθ, του έστειλε επιστολή, όπου ασκούσε κριτική στο οικογενειακό της περιβάλλον, αλλά και συνιστούσε στον Μίτσελ τι να κάνει στη ζωή του και διάφορα άλλα, ο Μίτσελ της απάντησε με ένα ασυνήθιστο τρόπο, όπως ποτέ δεν θα απαντούσαν τα αστέρια στις θαυμάστριες τους. Της είπε πως αντί να κριτικάρει αρνητικά και ζηλόφθονα τα πάντα, έπρεπε να κοιτάξει να μορφωθεί περισσότερο, αφού στο κείμενο της υπήρχαν πολλά ορθογραφικά, συντακτικά και γραμματικά λάθη. Καταλήγοντας, της είπε ότι αν δεν βελτιώσει η ίδια τον εαυτό της και τη δική της συμπεριφορά, θα καταντήσει τελικά μια αμόρφωτη και ασήμαντη νοικοκυρά, ακριβώς σαν κι αυτές που έγραφε στην επιστολή της πως απεχθανόταν.
Κατά τα άλλα, όταν ήταν μικρός ήταν οπαδός της Ατλέτικο Μαδρίτης. Του αρέσουν οι ταυρομαχίες και το κρασί. Διαθέτει ένα φημισμένο κελάρι με πάνω από 300 μπουκάλια. Είχε μάλιστα επενδύσει σε οινοποιητική επιχείρηση του φίλου και συμπαίκτη του στη Ρεάλ αμυντικού Σαντσίς, η οποία όμως φαλίρισε. Αγαπημένος τόπος διακοπών του η Ίμπιζα στις Βαλεαρίδες νήσους. Ως καλύτερους προπονητές θεωρεί τον Σάκι (για τον οποίο πιστεύει ότι επηρέασε καθοριστικά το παγκόσμιο ποδόσφαιρο) και τον Γκουαρντιόλα. Καλύτερος φίλος του, ο συμπαίκτης και συνεταίρος του Εμίλ Μπουτραγκένιο ή «Γύπας», με τον οποίο ήταν αχώριστοι από τα τμήματα υποδομής της Ρεάλ. Κατά τα λοιπά, αρέσκεται σε φιλανθρωπίες, την έκταση των οποίων όμως ελάχιστοι γνωρίζουν, καθώς δεν τις δημοσιοποιεί ποτέ.
Φροντίζει να κρατά μακριά από τη δημοσιότητα την ιδιωτική του ζωή και ως προπονητής λατρεύει τους παίκτες που κάνουν το ίδιο. Είναι παντρεμένος, με δύο παιδιά, ενώ έχει γίνει παππούς στο διάστημα που ήταν στον Ολυμπιακό.
Από τους μεγαλύτερους εχθρούς του Μίτσελ ήταν ανέκαθεν ο Πρόεδρος της Ρεάλ Φλορεντίνο Πέρεθ, που έχει δηλώσει ότι αντιπαθεί τον Μίτσελ, γιατί ο τελευταίος θεωρεί πως η Ρεάλ πρέπει πάντα να του οφείλει, μέχρις ότου αυτός πεθάνει. Η απάντηση του Μίτσελ δεν ήταν του συνήθους ευγενικού επιπέδου του Μίτσελ, αφού είπε για τον Πέρεθ: «να πάει να γαμηθεί».
Είναι αλήθεια ότι ο Μίτσελ αμφισβητήθηκε πολύ για τις προπονητικές του ικανότητες, που πολλούς δεν έπειθαν. Θα μπορούσε να του βρει και να του καταλογίσει κανείς αρκετά λάθη. Ήταν όμως ο κατ’ εξοχήν προπονητής της ομάδας, που είχε μια νοοτροπία, που ταίριαζε απόλυτα στον Ολυμπιακό. Όπως είπαμε πίστευε πάντα στη νίκη, χωρίς να φοβάται αντίπαλο, όσο μεγάλο όνομα και αν είχε και του άρεσε η επίθεση. Μη ξεχνάτε ότι όταν ρωτήθηκε μετά τη νίκη επί της Γιουνάιτεντ ποιον θα ήθελε αντίπαλο σε περίπτωση πρόκρισης απάντησε: «τη Ρεάλ Μαδρίτης», δηλαδή την αγαπημένη του ομάδα, γιατί πίστευε πως την ήξερε καλά και συνεπώς ήξερε και τον τρόπο να την αποκλείσει.
Κατηγορήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι για ένα «επιθετικό» προπονητή, όπως ο Μίτσελ, η απόδοση της ομάδας μας αρκετές φορές δεν ήταν τόσο θεαματική. Δεν είναι εντελώς αβάσιμη αυτή η κατηγορία. Ακόμη όμως και αν ισχύει, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι ο Ολυμπιακός του Ισπανού έβγαζε προσωπικότητα και μάλιστα δυσανάλογη του έμψυχου υλικού, που διέθετε. Αυτήν την προσωπικότητα τη «δάνειζε» στην ομάδα ο ίδιος ο προπονητής της.
Πράγματι δύσκολα θα μπορέσει να εξηγήσει κάποιος το πώς ο Μίτσελ, με ποδοσφαιρικό υλικό σχετικά χαμηλού βεληνεκούς και οπωσδήποτε όχι πρώτης διαλογής, που απαρτιζόταν από παίκτες όπως οι: Μποτία, Αυλωνίτης, Εντιγκά, Ντουρμάζ, Ντοσεβί, Κασάμι , Βαλντέζ, Πέρεζ, Μπενίτεζ, Μαρκάνο, Σαλίνο, Μασάντο, Ολαιτάν, αλλά επιπλέον έχοντας και σημαντικές απώλειες, όπως οι Μανωλάς, Σάμαρης και Μήτρογλου κατόρθωσε να διατηρήσει τον Ολυμπιακό σε τόσο υψηλό επίπεδο και να επιτύχει σπουδαία αποτελέσματα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ωστόσο η απροσδόκητη ντροπιαστική ήττα από τον ΠΑΟ 0-3 μέσα στο Φάληρο του αήττητου τότε Ολυμπιακού, ελάχιστες μόνο μέρες μετά τον θρίαμβο επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τον στοίχειωσε, καθώς αποτελεί ένα μελανό στίγμα, που ποτέ δεν ξεχνιέται από όλους τους ολυμπιακούς, αλλά παραμένει εύλογα ανεξίτηλο στη μνήμη και στη συνείδησή τους. Ο Ολυμπιακός ήταν τότε το απόλυτο φαβορί. Πριν από τον συγκεκριμένο αγώνα ποτέ --μέχρι τότε-- δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόσταση στις αποδόσεις του στοιχήματος μεταξύ των δύο ομάδων Αν δεν μεσολαβούσε το αποτέλεσμα αυτό, η μετέπειτα απόλυσή του θα ήταν ακόμη πιο δύσκολη υπόθεση. Πώς να αντέξει λοιπόν μετά τον Αβραάμ, που τα σφάλματα του ήταν καθοριστικά στα γκολ του ΠΑΟ στο β΄ ημίχρονο εκείνου του ματς; Παρά τις προσπάθειες του Μαρινάκη να τον πείσει να φανεί επιεικής, ο Μίτσελ ήταν ανένδοτος και έτσι ξεκίνησε το αναγκαστικό οδοιπορικό του Αβραάμ στο εξωτερικό. Οι κακές γλώσσες λένε ότι από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την παραμονή του ίδιου του Μίτσελ, αφού ο Πρόεδρος ανέκαθεν δεν ανέχεται να διαφωνούν μαζί του και να μη γίνεται αυτό που ο ίδιος θέλει στον Ολυμπιακό.
Γεγονός πάντως είναι ότι ειδικότερα όσον αφορά την Ευρώπη οι επιδόσεις του Ολυμπιακού επί Μίτσελ αποτελούν μυστήριο, αφού ο Μίτσελ δεν είχε καθόλου προπονητικές εμπειρίες από Τσάμπιονς Λιγκ.
Κάποιοι αποδίδουν τις ευρωπαϊκές επιτυχίες του στα αμέτρητα μεγάλα παιχνίδια, που ο ίδιος είχε δώσει ως ποδοσφαιριστής της Ρεάλ στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, λένε περίπου ότι είχε ζήσει εμπειρικά πολλά τέτοια ματς υψηλού επιπέδου ως παίκτης και το γεγονός αυτό τον βοηθούσε να βιώσει και να διαχειριστεί καλύτερα τα ματς της Ευρώπης. Ωστόσο ο ίδιος είχε αυτογνωσία: «Δεν μπορώ να συγκριθώ ως τεχνικός με τον Βαλβέρδε», είχε πει τον Δεκέμβριο του 2013.
Τελειώνοντας, ας παραθέσουμε σύντομα κάποια από τα επιτεύγματα του Μίτσελ ως ποδοσφαιριστή, που είναι πολύ μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα του ως προπονητή. Αγωνίστηκε 15 χρόνια στη Ρεάλ, με συνολικό απολογισμό 554 αγώνες, 128 γκολ, 6 πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα Ισπανίας και δύο Κύπελλα ΟΥΕΦΑ. Με την Εθνική Ισπανίας είχε 66 συμμετοχές και 21 γκολ. Ίσως όμως το σημαντικότερο είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς και ευρύτατης δημοσκόπησης της Marca, που διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 2017 για να αναδειχθεί η καλύτερη ομάδα της Ρεάλ όλων των εποχών. Σ’ αυτή την ψηφοφορία ο Μίτσελ αναδείχτηκε από τους φιλάθλους το καλύτερο «οκτάρι» στην ιστορία της Ρεάλ. Κι όλα αυτά μετά από 20+ χρόνια από τότε που είχε σταματήσει και ενώ από την συγκεκριμένη ομάδα έχουν παρελάσει εκατοντάδες μεγάλοι άσσοι.
Όταν λοιπόν έχεις στον πάγκο σου μια τέτοια θρυλική ποδοσφαιρική μορφή μιας τόσο μεγάλης ομάδας τότε κάτι κερδίζεις και εσύ. Μπορεί λοιπόν ο Ολυμπιακός να ανέβασε το προπονητικό επίπεδο του Μίτσελ, αλλά και ο πασίγνωστος Μίτσελ, με την τεράστια ποδοσφαιρική προσωπικότητά του, ανέβασε το επίπεδο κύρους, γοήτρου και φήμης του Ολυμπιακού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου