Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

10.1.1979: Η πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή νίκη του μπασκετικού Ολυμπιακού (ή πώς την «πλήρωσε» μόνο η Μακάμπι)

Την περίοδο 1978/79, η ομάδα μπάσκετ, υπό την καθοδήγηση του Μουρούζη, είχε την πρώτη πολύ μεγάλη επιτυχία της στην Ευρώπη όταν κατόρθωσε να προκριθεί (μετά από μια ζόρικη τριπλή ισοβαθμία στον όμιλο) στις έξι κορυφαίες ομάδες της μεγαλύτερης διοργάνωσης της Ευρώπης του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (Final Six). Το γεγονός αυτό ήταν μια τεράστια επιτυχία του ελληνικού μπάσκετ, ιδίως για την εποχή εκείνη.












Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Για να προκριθεί, ο Ολυμπιακός χρειάστηκε να αποκλείσει μεγάλες ομάδες, που είχαν στις τάξεις τους μεγάλους άσους. Μεταξύ αυτών ήταν η γαλλική Λε Μαν του μεγαλύτερου ίσως Γάλλου σκόρερ όλων των εποχών, του φοβερού Ερβέ Ντυμπουισσόν και των δύο διεθνών Μπενιώ, η οποία, όταν αντιμετώπισε τον Ολυμπιακό, ήταν αήττητη σε ένα μεγάλο σερί αγώνων στη Γαλλία, έχοντας ένα εκπληκτικό μέσο όρο πάνω από 100 πόντους σε κάθε παιχνίδι του γαλλικού πρωταθλήματος (!) καθώς και η πολωνική Γκντάνσκ, που διέθετε τον καλύτερο παίκτη στην ιστορία του πολωνικού μπάσκετ και έναν εκ των κορυφαίων της Ευρώπης, μια πραγματική καλαθομηχανή, που λεγόταν Έντβαρντ Γιούργκεβιτς, ο οποίος μπορούσε να σκοράρει για πλάκα 30-35 πόντους σε κάθε αγώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα δύο ματς του ομίλου με τον Ολυμπιακό ο Γιούργκεβιτς είχε σκοράρει συνολικά 94 πόντους!! (49 πόντους στο ένα ματς και 45 στο άλλο !). 

Ο μέγιστος Βασίλης Γκούμας είχε χαρακτηρίσει τότε τη συγκεκριμένη πρόκριση ως το μεγαλύτερο επίτευγμα του ελληνικού μπάσκετ της τελευταίας δεκαετίας και είχε αποδώσει τα εύσημα στον Ολυμπιακό, που είχε «καθαρίσει» για όλο το ελληνικό μπάσκετ και είχε τιμήσει το όνομα του αθλήματος στην Ελλάδα και όλα αυτά, όπως επισήμανε με νόημα, όχι μόνο χωρίς να έχει καμία στήριξη και βοήθεια, αλλά αντίθετα, γνωρίζοντας μόνο κυνηγητό από την ελληνική ομοσπονδία. 

«Χίλια μπράβο στον Ολυμπιακό», είχε πει χαρακτηριστικά ο Γκούμας σε συνέντευξή του τότε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Γκούμας υπήρξε όχι μόνον ο πρώτος, αλλά και πιο φανατικός όσο και ο πιο μόνιμος επικριτής της ΕΟΚ και του Βασιλακόπουλου. Μεγάλε Μπίλι, αυτοκράτορα, μακάρι να είχαν το 50% της αξίας σου πολλοί σημερινοί παίκτες και δεν μιλάω μόνο για Έλληνες, αλλά και για Αμερικανούς και διάφορους γνωστούς παίκτες της Ευρωλίγκας.

Το Final Six εκείνης της περιόδου ήταν το αντίστοιχο Final Four της Ευρωλίγκας της σημερινής εποχής, αν και το σύστημα ήταν διαφορετικό, αφού δεν υπήρχαν αποκλεισμοί σε ημιτελικούς νοκ-άουτ αγώνες. Όλες οι ομάδες έπαιζαν εναντίον όλων, σε ένα όμιλο δέκα αγωνιστικών, και τα πάντα κρίνονταν από τη βαθμολογική κατάταξη. Οι δύο πρώτοι του βαθμολογικού πίνακα έπαιζαν στον τελικό.

Στην τελική φάση, η άπειρη για ένα τόσο υψηλό επίπεδο ομάδα μας δεν τα κατάφερε, καθώς είχε να ανταγωνιστεί πολλές εξαιρετικές ομάδες της Ευρώπης, που αποτελούσαν τεράστια μεγέθη και διέθεταν πραγματικά θρυλικούς παίκτες, πολύ μεγάλης αξίας, οι οποίοι άφησαν εποχή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. 

Αξίζει να αναφερθούμε λίγο περισσότερο στις ομάδες που, μαζί με τον Ολυμπιακό, συνέθεσαν τότε τον όμιλο των έξι καλυτέρων ομάδων της Ευρώπης. 

Ήταν η Ρεάλ Μαδρίτης του κόουτς Σάινθ με τους Κορμπαλάν, Μπράμπεντερ, Σέρμπιακ, Ρουγιάν, η Μακάμπι Τελ Αβίβ του Κλάιν με τους Μπέρκοβιτς, Αρροέστι, Πέρρυ, αλλά και τον Μπρόντυ (στη δύση, όμως, της καριέρας του), η Έμερσον-Παλεκανέστρα Βαρέζε του Ρουσκόνι, με τους Μενεγκίν, Μόρς, Γέλβερτον (τον παλιό δικό μας) Όσσολα, η Χουβεντούτ Μπανταλόνα του Σέρρα, με τους Σλάβνιτς, Σαντιγιάννα και Μαργκάλ και η πρωταθλήτρια Γιουγκοσλαβίας Μπόσνα Σεράγεβο του Τάνιεβιτς, με τους Ντελίμπασιτς, Βάραζιτς, Ραντοβάνοβιτς. Όποιος έχει διαβάσει και ξέρει στοιχειωδώς την ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ καταλαβαίνει για πόσο σπουδαίες ομάδες και για ποιους θρυλικούς παίκτες και προπονητές μιλάμε.

Οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού, λοιπόν, ήταν πανίσχυρες επαγγελματικές ομάδες, με μεγάλους για την εποχή προϋπολογισμούς, που διέθεταν εξαιρετικούς γηγενείς, αλλά και ξένους παίκτες ως επί το πλείστον Αμερικανούς. Ακόμη και η Μπόσνα, η οποία δεν διέθετε ξένους παίκτες είχε από πίσω της την υποστήριξη ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού της ενωμένης τότε Γιουγκοσλαβίας, που είχε τη δική της μοναδική και παραδοσιακή σχολή στο άθλημα. 

Απέναντι σε αυτά τα θηρία ο Ολυμπιακός δεν είχε καν τα στοιχειώδη. Αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα και επαφιόταν ουσιαστική στη φιλοτιμία και διάθεση των παικτών, που έπαιζαν τις περισσότερες φορές απλήρωτοι. Ωστόσο η αγάπη όχι μόνο για την ομάδα, αλλά και για το άθλημα, που είχαν οι μπασκετμπολίστες του Ολυμπιακού εκείνης της εποχής ήταν παροιμιώδης. 

Και δεν μιλάμε μόνο για τους καθαρόαιμους Έλληνες, αλλά και για τους (δήθεν) μισθοφόρους Ελληνοαμερικάνους που υποτίθεται ότι είχαν έρθει στην Ελλάδα μόνο για να βγάλουν χρήματα. Αλλά τι χρήματα να προσδοκάς να βγάλεις όταν πρόεδρος του Ολυμπιακού εκείνη την περίοδο ήταν ο Τσιτσαλής ή τις προηγούμενες ο Θανόπουλος; Οι Ελληνοαμερικάνοι παίκτες μας ήταν μόνιμα τσακωμένοι με τη διοίκηση για τα οικονομικά και ιδίως για τα οφειλόμενα που τους χρωστούσαν. Ωστόσο παρά τις διενέξεις τους, έκαναν συνεχώς υπομονή και ποτέ δεν εκβίασαν ακραία τα πράγματα, ενώ στους αγώνες πάντα έπαιξαν με ζήλο και πάθος, γιατί ήξεραν τι σήμαινε για την ομάδα το Final Six, αλλά και γιατί αγαπούσαν απόλυτα και όχι με τον συνήθη επαγγελματικό τρόπο το μπάσκετ. 

Η μεγαλύτερη ζωντανή απόδειξη της αγάπης τους για το άθλημα δεν είναι, όπως όλοι πιθανώς πιστεύουν, ο εξωστρεφής Στiβ Γιαντζόγλου, όπως ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, έκανε σαν τρελός για μπάσκετ και «αρρώσταινε» μέσα στο παιχνίδι. Η μεγαλύτερη ζωντανή απόδειξη για μένα ήταν ο χαμηλών τόνων Διάκουλας, που κατέχει ένα παγκόσμιο ρεκόρ. Έπαιζε κανονικά μπάσκετ μέχρι την ηλικία των 52 ετών (!). Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, αγωνιζόταν σε κανονική ομάδα στο πρωτάθλημα Ελβετίας, στη Βασιλεία. 

Στο Final Six ο Ολυμπιακός νίκησε μόνο μια φορά, μία μόνο ομάδα, την Μακάμπι με 79-77 στον πρώτο αγώνα, που έδωσε την 10.1.1979 στον Πειραιά. 

Τους πόντους της ομάδας μας σε εκείνο τον αγώνα σημείωσαν οι: Τζένκινς 23 (ένας πολύ καλός Αμερικανός ύψους 2,01 μ, που είχε αγωνιστεί προηγουμένως και στον ΠΑΟ, με μέσο όρο 19,5 πόντων) ο Καστρινάκης 22, Γιαντζόγλου 16, Διάκουλας 10, Μελίνι 8, ενώ αγωνίστηκαν χωρίς να σκοράρουν οι Μπαρλάς και Σισμανίδης. 

Οι Γιώργος Καστρινάκης και ο Τζέρυ Τζένκινς ήταν μακράν και οι κορυφαίοι της ομάδας μας, αλλά και του γηπέδου. Ο τελευταίος μάλιστα ήταν αυτός που έδωσε την νίκη όταν τρία δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη, και ενώ το σκορ ήταν ισόπαλο 77-77, πήρε το επιθετικό ριμπάουντ σε άστοχο σουτ του Μπαρλά και κέρδισε φάουλ. Με τις δύο προσωπικές βολές, στις οποίες ευστόχησε ο Ολυμπιακός νίκησε, μέσα σε άνευ προηγουμένου πανηγυρισμούς. 

Υπενθυμίζουμε ότι τότε στις ελληνικές ομάδες επιτρεπόταν να παίζει ένας μόνο ξένος παίκτης και αυτός μόνο για διεθνείς αγώνες.

Η συγκεκριμένη περίοδος (1978/79) είναι αξιοσημείωτη και για ένα ακόμη λόγο. Είναι η πρώτη φορά που μπαίνει διαφήμιση στη φανέλα της ομάδας μας. Ποιος ήταν ο πρώτος χορηγός; Η «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια». Η προβολή του κομμουνιστικού λόγου κανονικά δεν θα έπρεπε να ξενίζει, αφού μιλάμε για τον Ολυμπιακό, την ομάδα του λαού ! Α… και ο Στιβ φόρεσε τη φανέλα αυτή, για όσους αναρωτιούνται… Ίσως αν παιζόταν η «διεθνής» από τα μεγάφωνα πριν από τους αγώνες να είχαμε και μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη. 

Η νίκη του Ολυμπιακού επί της Μακάμπι Τελ Αβίβ μπορεί να ήταν η μοναδική στην τελική φάση, ωστόσο παρέμεινε αξιομνημόνευτη. Όχι μόνο για τον Ολυμπιακό, αφού λογίζεται, λόγω της αξίας του αντιπάλου και του κύρους της διοργάνωσης, ως η πρώτη πραγματικά μεγάλη ευρωπαϊκή νίκη της ομάδας, η οποία σημειώθηκε μάλιστα στον εναρκτήριο αγώνα του για την διοργάνωση. Επιπλέον όμως η νίκη αυτή ήταν σημαντική για την όλη διοργάνωση, αφού επηρέασε όλο τον όμιλο και την βαθμολογία του. Βλέπετε η πανίσχυρη τότε Μακάμπι ήταν η μόνη από τις ομάδες του ομίλου, που έχασε από τον Ολυμπιακό. 

Η ήττα αυτή που έγινε μάλιστα στην αρχή-αρχή, από τον πρώτο αγώνα στέρησε από ό, τι αποδείχθηκε εκ των υστέρων ουσιαστικά από τους Ισραηλινούς τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τον τίτλο της πρωταθλητών Ευρώπης. 

Στην πρώτη θέση της τελικής κατάταξης του βαθμολογικού πίνακα ισοβάθμησαν με 17 βαθμούς δύο ομάδες, που είχαν απολογισμό 7 νίκες και 3 ήττες: η εκπληκτική Μπόσνα Σεράγεβο και η ιταλική Έμερσον, ενώ η Μακάμπι με 16 βαθμούς κατατάχθηκε τρίτη, έχοντας 6 νίκες και 4 ήττες. 

Στον τελικό των δύο πρώτων της κατάταξης, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, για αρκετούς θεωρείται ακόμη και σήμερα ο καλύτερος στην ιστορία του θεσμού, η Μπόσνα νίκησε την Βαρέζε με 96-93. 

Το περίφημο Αμερικανικό δίδυμο Μόρς και Γέλβερτον μπορεί να σημείωσε συνολικά 57 πόντους, αλλά αυτοί όχι μόνο δεν έφτασαν για να κερδίσει η Ίνις τον αγώνα, αλλά ούτε καν πλησίασαν τους συνολικά 75 (!) πόντους του επίσης τρομερού Γιουγκοσλαβικού διδύμου Βάραζιτς και Ντελίμπασιτς. 

Σημειωτέον ότι ο Ολυμπιακός, που πάλεψε πολύ όλα τα εντός έδρας παιχνίδια του ομίλου, έφτασε μια ανάσα από τη νίκη και στους δύο αγώνες με την πρωταθλήτρια Ευρώπης Μπόσνα, χάνοντας στα τελευταία δευτερόλεπτα, στις σούπερ λεπτομέρειες, δύο φορές: 72-69 στη Σεράγεβο και 83-88 στον Πειραιά. 

Τι σήμαινε όμως τότε Μακάμπι; 

Εκείνη την εποχή η Μακάμπι διέθετε μια από τις καλύτερες ομάδες της ιστορίας της. Το 1977 είχε ήδη αναδειχθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης, ενώ τον επόμενο χρόνο (1980) θα έφθανε στον τελικό και τον μεθεπόμενο χρόνο (1981) θα κατακτούσε και πάλι τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης. Το 1979, για το οποίο μιλάμε, θεωρείτο ένα από τα δύο μεγαλύτερα φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου.

Ο αγώνας, που έγινε στους τσίγκους και τις λαμαρίνες του Παπαστράτειου τον Γενάρη του 1979, ήταν συγκλονιστικός και επεισοδιακός. Ο Ολυμπιακός ερχόταν με τον ενθουσιασμό του πρωτοεμφανιζόμενου και η Μακάμπι με τη νοοτροπία του ανώτερου, που έπρεπε οπωσδήποτε να νικήσει έναν σχετικά άγνωστο και χωρίς περγαμηνές και φήμη αντίπαλο. 

Το γήπεδο ήταν παραπάνω από κατάμεστο, αφού είχε πλημμυρίσει από υπεράριθμους. Ίσως και να ήταν μέσα 2.500 άτομα σε ένα γήπεδο, που με το ζόρι χωρούσε 1.500-1.700 άτομα. Ταυτόχρονα έξω από το γήπεδο περιφερόντουσαν άλλοι τόσοι, που έψαχναν εναγωνίως να βρουν τρόπους να μπούνε. Πολλοί από αυτούς μάλιστα, αντί να πάνε να δούνε τον αγώνα στην τηλεόραση, προτίμησαν ή μάλλον αρκέσθηκαν στο να παραμείνουν στα βιοτεχνικά και επαγγελματικά στενοσόκακα της περιοχής, έξω και γύρω από το γήπεδο και να ζούνε το ματς ακούγοντας τις αντιδράσεις των τυχερών που βρισκόντουσαν μέσα.  

Το ματς ήταν ντέρμπι, καθ’ όλη τη διάρκειά του, όπως μαρτυρά και το σκορ του ημιχρόνου, που έληξε ισόπαλο 44-44. Μόνο μια φορά αποσπάστηκε σημαντικά μια ομάδα και αυτό συνέβη στο πρώτο ημίχρονο, όταν ένα εκρηκτικό τρίλεπτο του Ολυμπιακού έφερε ένα σερί 10-0, που μετέτρεψε το σκορ από 22-18 στο 32-18. Όμως η Μακάμπι ανέκαμψε γρήγορα. 

Τελικά ο Ολυμπιακός νίκησε 79-77 χάρις στις βολές του Τζένκινς, για να επακολουθήσει ένα σούπερ επεισοδιακό φινάλε.

Το τελικό αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά ομαλά το αποδέχθηκαν οι Ισραηλινοί, οι οποίοι στο τέλος του αγώνα ήταν όλο παράπονα και διαμαρτυρίες γι’ αυτήν την απροσδόκητη γι’ αυτούς ήττα. Όλα τους έφταιγαν: οι διαιτητές (αν και ο ένας από αυτούς, ο γκριζομάλλης Αραμπατζιάν θεωρείτο τότε από όλους ως ο πρύτανης των διαιτητών), οι θεατές, το γήπεδο, οι συνθήκες του αγώνα κ.λπ. Θα σταθώ ειδικότερα στον Βούλγαρο διαιτητή Απαμπατζιάν που συγκέντρωσε τα πυρά των ισραηλινών εκείνο το βράδυ. Επρόκειτο για ένα διαιτητή τεράστιου διεθνούς κύρους και βεληνεκούς για τα παγκόσμια χρονικά του αθλήματος, που αποτέλεσε έναν από τους ελαχιστότατους διεθνείς διαιτητές που έχουν γίνει μέλη του FIBA Hall of Fame. 

Το χαρακτηριστικότερο γεγονός του αγώνα ήταν η έξαλλη συμπεριφορά μετά τη λήξη του αγώνα του παίκτη της Μακάμπι Όλσυ Πέρρυ, ο οποίος, αφάνταστα εκνευρισμένος από την εξέλιξη του αγώνα, αλλά και την ατμόσφαιρα του γηπέδου, αφού το γήπεδο έβραζε κυριολεκτικά, πέταξε με μεγάλη δύναμη την μπάλα πάνω στους θεατές, κτυπώντας κάποιον από αυτούς. Στη συνέχεια, εκτός εαυτού, επιτέθηκε στον διαιτητή Αραμπατζιάν, ακολουθούμενος από κάποιους άλλους συμπαίκτες του.

Καταλαβαίνετε το τι επακολούθησε. Χρειάστηκε η παρέμβαση όλων των αστυνομικών δυνάμεων του γηπέδου (ήλθαν και ενισχύσεις κρανοφόρων), των διαιτητών, των παραγόντων της διοργανώτριας αρχής, των παραγόντων των ομάδων, των υπολοίπων παικτών κ.λπ. προκειμένου να ηρεμήσει η κατάσταση και να αναχωρήσει τελικά από το γήπεδο και δη με όλα τα μέλη της η αποστολή της Μακάμπι, αφού είχε τεθεί στα σοβαρά θέμα σύλληψης του Πέρρυ, όχι μόνο για την επεισοδιακή συμπεριφορά του, αλλά και για αντίσταση κατά των αστυνομικών. 

Στην υπόθεση αναμίχθηκαν και πράκτορες της Μοσάντ, που συνόδευαν για λόγους ασφαλείας την αποστολή. Έκτοτε μάλιστα και για πολλά χρόνια ο αριθμός τους όταν η Μακάμπι ερχόταν στην Ελλάδα ήταν πολύ αυξημένος.

Ο Πέρρυ ήταν κυριολεκτικά ασυγκράτητος στις αντιδράσεις του ακόμη και μετά την είσοδο και επέμβαση των αστυνομικών, με τους οποίους συνεπλάκη. Για την συμπεριφορά του αυτή τιμωρήθηκε αργότερα από την FIBA. 

Μια που μιλάμε όμως για τον δράστη, ας πούμε όμως και μερικά πράγματα για αυτόν. Ο Πέρρυ είχε ύψος 2.09, έπαιζε σέντερ και θεωρείτο τότε ο καλύτερος ψηλός της Μακάμπι και ένας από τους καλύτερους στην Ευρώπη. Έπαιξε 9 χρόνια (1976-1985) στην Μακάμπι και ταυτίστηκε μαζί της, αφού πέρασε στο Hall of Fame της ομάδας. Αν και μαύρος Αμερικανός ασπάστηκε το 1978 τον ιουδαϊσμό, έγινε Ισραηλινός πολίτης και έπαιξε στην Εθνική ομάδα του Ισραήλ. Στο Ισραήλ εξελίχτηκε σε μια μεγάλη μορφή και σε ισραηλινό celebrity, όταν σταμάτησε το μπάσκετ. 

Η προσήλωσή του στην εβραϊκή θρησκεία έπαιξε ρόλο και στο επεισόδιο στο Παπαστράτειο, αφού εκείνη την περίοδο μόλις είχε προσηλυτιστεί σε αυτήν και τον διέκρινε ο ιδιαίτερος φανατισμός, που χαρακτηρίζει τους νεοφώτιστους στα θρησκευτικά και στα εθνικιστικά. 

Στο μυαλό και στην ψυχή του πιθανότατα νόμιζε ότι οι σε βάρος του τρομερές αποδοκιμασίες στο Παπαστράτειο οφείλονταν σε ένα διπλό ρατσισμό: έναν αντισημιτικό και ένα φυλετικό, επειδή ήταν έγχρωμος. Στη πραγματικότητα όμως ο μόνος ρατσισμός που υπήρχε στο γήπεδο ήταν ο οπαδικός (αν μπορούμε να τον πούμε έτσι). 

Μπορεί ίσως και να κατάλαβε αυτή τη διαφορά μετά από λίγα χρόνια και ο ίδιος όταν το 1982 σε έναν άλλο αγώνα της Μακάμπι με τον ΠΑΟ, για την ίδια διοργάνωση, στο κλειστό της Λεωφόρου το γήπεδο κόχλαζε από ένα πραγματικό και οργανωμένο από ναζί βάζελους αντισημιτικό μένος. Στις εξέδρες κυμάτιζαν σβάστικες, στους Ισραηλινούς πετούσαν αντικείμενα, ενώ το σύνθημα που εξαρχής δονούσε το γήπεδο από τους πράσινους οπαδούς ήταν: «Εβραίοι, Ούνοι (από πού και ως πού;), θα γίνετε σαπούνι». Μετά τη λήξη του αγώνα και την ήττα του ΠΑΟ, χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας για να αποτραπεί σχέδιο μαζικής επίθεσης οπαδών στην αποστολή της Μακάμπι. 

Όμως τότε και εκεί ο Πέρρυ δεν αντέδρασε παρόμοια, όπως στον Πειραιά, μολονότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο κραυγαλέα και πολύ χειρότερα, αν και η αλήθεια είναι πως υπήρξαν άλλοι παίκτες της Μακάμπι όπως κυρίως ο Ουίλλαμς, που είχαν γίνει έξαλλοι και είχαν αντιδράσει πολύ πιο έντονα…

Σε κάθε περίπτωση η αχώνευτη για τους Ισραηλινούς ήττα στο Παπαστράτειο δημιούργησε ένα κίνητρο εκδίκησης στην Μακάμπι, η οποία στη ρεβάνς του δεύτερου γύρου στο Γιάντ Ελιάου συνέτριψε έναν χωρίς κίνητρο και με μύρια προβλήματα Ολυμπιακό με 95-51.

Για την ιστορία, ο Πέρρυ σημείωσε από 18 πόντους σε βάρος μας και στους δύο αγώνες, τόσο στον Πειραιά, όσο και στο Τελ Αβίβ.

Ο εύθικτος και θρησκευόμενος Πέρρυ δεν ήταν και το καλύτερο άτομο στον κόσμο. Το 1987 καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια κάθειρξη στην Αμερική (όπου στο μεταξύ είχε επιστρέψει) ως εγκέφαλος μιας συμμορίας, που έκανε συστηματικό εμπόριο και πολυετή διακίνηση ναρκωτικών (ηρωίνης). Τελικά αφού πέρασε πέντε χρόνια στη φυλακή αποφυλακίσθηκε το 1992, μετά από παρέμβαση υψηλόβαθμων ισραηλινών κυβερνητικών αξιωματούχων, και επέστρεψε για μόνιμη εγκατάσταση στο Ισραήλ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου