Σε όλη την ιστορία του ο Ολυμπιακός όταν αγωνίζεται στην έδρα του είναι γενικά ασυναγώνιστος. Οι νίκες αποτελούν τον κανόνα. Όταν όμως μια ομάδα παίζει εκτός έδρας είναι φυσιολογικό τα πράγματα να γίνονται πιο δύσκολα. Ο συγκεκριμένος κανόνας, παρά τις όποιες εξαιρέσεις του, ισχύει για όλους και σε όλα τα ομαδικά αθλήματα. Ισχύει λοιπόν και για τον ποδοσφαιρικό Ολυμπιακό.
Η ομάδα μας στην μακρόχρονη ένδοξη ιστορική διαδρομή της έχει αντιμετωπίσει πάρα πολλές ελληνικές ομάδες σε εκτός έδρας αγώνες. Φυσικά οι αναμετρήσεις στις έδρες των παραδοσιακά μεγάλων ή ισχυρών αντιπάλων ομάδων κρύβουν πάντοτε αυξημένη πιθανότητα ήττας ή απώλειας βαθμών.
Κάνοντας μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή, θα μπορούσε να πει κανείς, πάνω σε αυτό το θέμα, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και τα αντίπαλα μεγέθη, ότι ο Ολυμπιακός δυσκολεύεται πολύ περισσότερο όταν αγωνίζεται εκτός έδρας με τον ΠΑΟΚ, παρά με οποιονδήποτε άλλο μεγάλο αντίπαλο. Ούτε ο ΠΑΟ, ούτε η ΑΕΚ, αν και πολύ μεγαλύτερα ιστορικά και παραδοσιακά ποδοσφαιρικά μεγέθη από τον ΠΑΟΚ, έχουν αποδειχθεί τόσο ζόρικοι αντίπαλοι για τον Ολυμπιακό όταν τους αντιμετωπίζουμε εκτός έδρας, σε σύγκριση με τον ΠΑΟΚ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τον υπερδιπλάσιο αριθμό ηττών (31) σε σχέση με τις νίκες (15) που έχει ο Ολυμπιακός σε αγώνες πρωταθλήματος με τον ΠΑΟΚ εκτός έδρας.
Και μη νομίζετε ότι μιλάμε μόνο για την Τούμπα και τη γνωστή σούπερ επεισοδιακή και βάρβαρη ατμόσφαιρά της. Θυμίζω ότι οι βαρύτερες και ταπεινωτικότερες ήττες του Ολυμπιακού από τον ΠΑΟΚ έχουν σημειωθεί σε εκτός έδρας αγώνες πρωταθλήματος, που έχουν διεξαχθεί στο δημοτικό γήπεδο των Σερρών, το οποίο είχε χρησιμοποιήσει περιστασιακά, λόγω τιμωριών, ο ΠΑΟΚ ως έδρα. Το 1983 επί Χέερ είχαμε χάσει 4-0, ενώ το 1987 επί Λίμπρεχτς είχαμε συντριβεί 6-1, και τις δύο φορές στις Σέρρες.
Σήμερα όμως θα μιλήσουμε για τις άλλες ομάδες, τις λεγόμενες μικρές, συνοικιακές ή επαρχιακές, δηλαδή αυτές που δεν σου γεμίζουν καθόλου το μάτι και τις οποίες εύλογα περιμένει κανείς να τις κερδίζουμε εύκολα ή δύσκολα, ακόμη και όταν παίζουμε εκτός έδρας.
Υπήρξαν άραγε στην ιστορία μας ομάδες με τις οποίες όταν παίζαμε για το πρωτάθλημα εκτός έδρας όχι απλώς ζοριζόμασταν πολύ, αλλά τις πιο πολλές φορές δεν κερδίζαμε; Με άλλα λόγια υπήρχαν ομάδες-«κακοί δαίμονες» του Ολυμπιακού όσον αφορά πάντα εκτός έδρας αγώνες πρωταθλήματος, αφού στο Καραϊσκάκη η ήττα τους ήταν δεδομένη;
Πριν προχωρήσω σε λεπτομέρειες θα πρέπει να διευκρινίσω δύο πράγματα:
(α) Για να υπάρχει ουσιαστική σημασία στο σημερινό θέμα μας θα πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές δείγμα αγώνων πρωταθλήματος. Δεν είναι δυνατό να βγει σωστό συμπέρασμα εφόσον έχουν γίνει ελάχιστοι μόνον εκτός έδρας του Ολυμπιακού με τέτοιες ομάδες.
Για παράδειγμα, την ομάδα του Παγκορινθιακού την αντιμετωπίσαμε μόνο μια φορά για το πρωτάθλημα την περίοδο 1959/60 και έτυχε να χάσουμε 1-0. Αυτό όμως δεν αποδεικνύει τίποτε. Το δείγμα δεν είναι επαρκές. Ήταν ένας μόνο αγώνας εκτός έδρας, που έτυχε να χαθεί.
Εκείνο που έχει σημασία είναι η επανάληψη και η διάρκεια των αποτελεσμάτων στον συνολικό απολογισμό των εκτός έδρας αγώνων του Ολυμπιακού με αυτές τις ομάδες.
(β) Όταν μιλάμε για κακούς δαίμονες δεν εννοούμε απλώς και μόνο ομάδες, που κατά κανόνα μας δυσκόλευαν, αλλά τις οποίες, έστω και δύσκολα, τις κερδίζαμε τις περισσότερες φορές. Εννοούμε ομάδες, με τις οποίες όταν παίζαμε εκτός έδρας τις περισσότερες φορές δεν καταφέρναμε να τις νικήσουμε.
Θα ξεχωρίσω δύο: τον Φωστήρα και την Καστοριά, δύο ομάδες, που, παρά τη μακρόχρονη παρουσία τους σε πρωταθλήματα, δεν συνέπεσε να αγωνιστούν ποτέ μαζί, δηλαδή να συμπέσουν ταυτόχρονα στη μεγάλη εθνική κατηγορία.
Αρχίζουμε χρονολογικά, δηλαδή από τον Φωστήρα, που έκανε πρώτος την εμφάνισή του στο πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής τη δεκαετία του 1960.
Σε 7 συνολικά εκτός έδρας αγώνες του Ολυμπιακού με τον Φωστήρα, η ομάδα των Νέων Σφαγείων (που για όσους δεν το ξέρουν είχε ως συνιδρυτή τον πολιτικό Μπενάκη) έχει απέναντι μας 3 νίκες, 3 ήττες και μια ισοπαλία. Αυτή η επίδοση δεν είναι καθόλου αμελητέα, αλλά αντίθετα πολύ σημαντική, εφόσον σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για μια ομάδα συνοικίας, που βρίσκεται πολύ κοντά στο Πειραιά και για εκτός έδρας ματς, που γίνονταν στο λεκανοπέδιο.
Μάλιστα η επίδοση του Φωστήρα γίνεται ακόμη πιο σπουδαία αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι μόνο μια από τις τρεις συνολικά νίκες του (και αντίστοιχα ήττες μας) την πέτυχε στη φυσική-πραγματική του έδρα στο ξερό γήπεδο του Ταύρου το 1972. Τις υπόλοιπες δύο τις είχε πετύχει αγωνιζόμενος ως γηπεδούχος σε ουδέτερο γήπεδο, στη Νέα Σμύρνη (1961) και στη Λεωφόρο (1970).
Ο Φωστήρας είχε βαφτιστεί «Φονέας των γιγάντων» ακριβώς λόγω της νίκης του το 1961 επί του Ολυμπιακού. Επιπλέον, η νίκη της ομάδας των Ν. Σφαγείων σε βάρος μας με 3-1 στην περίοδο 1971/72 αποτέλεσε ουσιαστικά την ταφόπλακα των ελπίδων μας για τον τίτλο. Εκείνη τη μέρα στον Ταύρο τέλειωσαν όλα για τον Ολυμπιακό για την προαναφερόμενη περίοδο.
Πηγαίνουμε τώρα στην Καστοριά, που εμφανίστηκε στο πρωτάθλημα ακριβώς στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (1975). Εδώ τα αποτελέσματα για μας είναι ακόμη χειρότερα. Επί συνόλου 10 εκτός έδρας αγώνων πρωταθλήματος της ομάδας μας η Καστοριά έχει στο γήπεδο της περισσότερες νίκες από τον Ολυμπιακό (!) κάτι πολύ σπάνιο για επαρχιακή ομάδα παρόμοιου μεγέθους.
Συγκεκριμένα η Καστοριά στους αγώνες, που έχει δώσει στο γήπεδο της με αντίπαλο τον Ολυμπιακό έχει 3 νίκες, 2 ήττες και 5 ισοπαλίες.
Και πάλι καλά να λέμε, αφού κατορθώσαμε να πλησιάσουμε και κάπως να ισορροπήσουμε, χάρις στην τελευταία νίκη μας το 1996 στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος 1996/97, όταν η Καστοριά είχε επανέλθει στην Α΄ Εθνική μετά από 13 χρόνια (είχε υποβιβαστεί το 1983).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ολυμπιακός κατάφερε να νικήσει για πρώτη φορά στην Καστοριά (με γκολ του Κουσουλάκη) μόλις το 1982, δηλαδή αφού είχαν περάσει επτά ολόκληρα και συναπτά χρόνια αγώνων πρωταθλήματος με τους «γουναράδες».
Αλλά και όσον αφορά ευρύτερα τα χουνέρια που μας έχει κάνει η Καστοριά δεν είναι λίγα. Το 1977 μας στέρησε το πρωτάθλημα της περιόδου 1976/77, αφού αν και βαθμολογικά αδιάφορη, μας νίκησε 1-0 την τελευταία αγωνιστική στην έδρα της, με αποτέλεσμα να πάρει το πρωτάθλημα στο βαθμολογικό νήμα ο ΠΑΟ.
Δεν μπορούμε επίσης να λησμονήσουμε και το κάζο που η Καστοριά μας έκανε ακόμη και στην έδρα μας την περίοδο 1978/79 όταν 4 αγωνιστικές πριν από την λήξη του πρωταθλήματος και ενώ ήμασταν πρωτοπόροι μας υποχρέωσε σε ισοπαλία 0-0 στο Φάληρο (σε αγώνα που χάσαμε 3 πέναλτι!), ένα αποτέλεσμα καθοριστικό για τη μετέπειτα ισοβαθμία μας με την ΑΕΚ και την απώλεια του πρωταθλήματος, λόγω της απόφασης της διοίκησης μας να μην κατέβουμε στον αγώνα μπαράζ του τίτλου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαιτησία.
Ωστόσο ένα πράγμα που πάντα μου άρεσε στον Ολυμπιακό είναι ότι δεν ξεχνούσε. Έτσι όταν έβρισκε την ευκαιρία ανταπέδιδε και μάλιστα υπέρμετρα, τιμωρώντας σκληρά και εκδικητικά όσους τον είχαν ζορίσει ή πληγώσει.
Αυτό συνέβη και με τις δύο προαναφερόμενες ομάδες, που είχαν προβληματίσει τόσο πολύ τον Ολυμπιακό στους εκτός έδρας αγώνες του Θρύλου με αυτές.
Τον μεν Φωστήρα ο Ολυμπιακός τον ισοπέδωσε με το εξουθενωτικό 11-0 το 1974. Η οργή για την προϊστορία είχε φθάσει στο αποκορύφωμα της λόγω του αγώνα, που είχε προηγηθεί στον πρώτο γύρο της ίδιας περιόδου 1973/74. Τότε το ματς μεταξύ των δύο ομάδων στον Ταύρο είχε λήξει ισόπαλο 1-1. Το πιο χαρακτηριστικό όμως ήταν ότι έγινε ένα ματς «αίμα και άμμος», που είχε στοιχίσει σε εκείνη την περίφημη ομάδα του Ολυμπιακού του ανεπανάληπτου ρεκόρ των 102 γκολ απώλεια βαθμών, γεγονός πολύ σπάνιο για εκείνη την εποχή της απόλυτης παντοδυναμίας της.
Στο ματς εκείνο, οι παίκτες του Φωστήρα είχαν παίξει πολύ αντιαθλητικά, τραυματίζοντας ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού τόσο πάνω στις φάσεις όσο και σε εκτεταμένα επεισόδια και συμπλοκές μεταξύ των αγωνιζομένων.
Αυτό εξηγεί τη λύσσα που είχε πιάσει τον Ολυμπιακό στον αγώνα του β΄ γύρου, στο Φάληρο. Ο Γουλανδρής είχε τάξει ειδικά πριμ για επίτευξη πολλών τερμάτων, ενώ και οι παίκτες, που θυμόντουσαν την περιπέτεια του Ταύρου, έμοιαζαν αφιονισμένοι. Ήμουν μέσα στο γήπεδο στο συγκεκριμένο ματς, που είχε γίνει αρχές Μαρτίου, και εκείνο που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν ότι μετά από κάθε γκολ η πρώτη έγνοια των παικτών μας ήταν να πάρουν την μπάλα από τα δίχτυα και τρέχοντας να την φέρουν γρήγορα στη σέντρα, για να ξαναρχίσει αμέσως το παιχνίδι.
Την δε Καστοριά ο Ολυμπιακός την διέλυσε 0-5 το 1996 στον εναρκτήριο αγώνα της περιόδου 1996/97. Μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια ήταν ότι το ματς εκείνο στην Καστοριά ήταν το πρώτο και το μόνο που έγινε σε γήπεδο με χόρτο, καθώς όλα τα προηγούμενα είχαν γίνει στο ξερό και σκληρό γήπεδο της πόλης.
Δεν ήταν δύο απλές συντριπτικές ήττες αυτές που υπέστησαν Φωστήρας και Καστοριά.
Το απίθανο σκορ με το Φωστήρα αποτελεί το απόλυτο ρεκόρ στην Ελλάδα. Είναι η βαρύτερη ήττα όλων των εποχών, που έχει υποστεί ελληνική ομάδα στο ελληνικό πρωτάθλημα εθνικής κατηγορίας. Η δε πεντάρα στην Καστοριά αποτελεί τη βαρύτερη ήττα όλων των εποχών, που έχει υποστεί η Καστοριά στο γήπεδό της σε αγώνα πρωταθλήματος Α΄ Εθνικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι εκείνο τον αγώνα του 1996, σε ένα σύνολο 9 αγώνων πρωταθλήματος, ο Ολυμπιακός είχε καταφέρει να βάλει σε βάρος της Καστοριάς συνολικά μόλις 4 γκολ, εκ των οποίων ένα ήταν με πέναλτι και ένα άλλο με αυτογκόλ. Και ξαφνικά, μέσα σε ένα μόνο ματς κατάφερε να βάλει περισσότερα (5) από όσα είχε πετύχει συνολικά επί 9 χρόνια (!)
Αξιοσημείωτο και κατά τη γνώμη μου όχι τυχαίο είναι το γεγονός ότι και για τις δύο προαναφερόμενες ομάδες οι εν λόγω συντριπτικές ήττες συνέπεσαν με τον τελευταίο χρόνο παρουσίας και συμμετοχής τους στο πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής.
Και οι δύο εν λόγω ομάδες τις χρονιές που υπέστησαν τις δύο πιο πάνω συντριβές από τον Ολυμπιακό υποβιβάστηκαν στη Β΄ Εθνική και έκτοτε ποτέ πια δεν επανήλθαν στη μεγάλη κατηγορία. Αντίθετα, η πτώση τους συνεχίσθηκε μέχρι την πλήρη παρακμή και τον υποβιβασμό τους σε ακόμη μικρότερες τοπικές κατηγορίες.
Σε ποιο βαθμό συντέλεσαν οι δύο αυτές συντριβές από τον Ολυμπιακό στην πτωτική πορεία τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ασφάλεια. Δεν αποκλείεται, που λέει ο λόγος, οι νίκες αυτές του Ολυμπιακού να λειτούργησαν και μεταφυσικά, περίπου σαν κατάρες. Δεν αποκλείεται να τσάκισαν ανεπανόρθωτα το ηθικό τους.
Πάντως είναι γεγονός ότι ο Φωστήρας δεν συνήλθε ποτέ στη συνέχεια του πρωταθλήματος της περιόδου 1973/74 από το ρεζιλίκι του 11-0.
Το ίδιο και η Καστοριά, που επίσης δεν συνήλθε ποτέ την περίοδο 1996/97 από το αδιανόητο γι' αυτήν 0-5 στην δύσκολη έδρα της, όπου κυριαρχούσαν, διαρκώς και μόνιμα, μόνο μικρά σκορ. Μετά από την πιο πάνω συντριβή στη πρεμιέρα η Καστοριά επηρεάστηκε τόσο πολύ, που στη συνέχεια δεν μπόρεσε να ξεκολλήσει ποτέ από την ουρά της βαθμολογίας.
* * *
ΥΓ Και μια που μιλήσαμε για ομάδες κακούς δαίμονες, ας κάνουμε και μια αναφορά σε ποδοσφαιριστές κακούς δαίμονες του Ολυμπιακού. Δεν υπάρχουν πολλοί, που να δικαιολογούν αυτό τον τίτλο, που απαιτεί όχι μόνο μεγάλη ικανότητα, αλλά και διάρκεια. Για μένα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου υπήρξε, κυρίως, μόνον ένας, που αξίζει μιας πιο εκτεταμένης αναφοράς.
Ο μεγαλύτερος κακός δαίμονας του Ολυμπιακού στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ήταν και ο μάλλον καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής, που έχω δει στην ζωή μου (εκτός φυσικά από τους δικούς μας). Ο Μίμης Παπαϊωάννου της ΑΕΚ.
Ο Παπαϊωάννου μόνο σε αγώνες πρωταθλήματος σημείωσε στη καριέρα του συνολικά 14 γκολ σε βάρος του Ολυμπιακού.
Το πιο χαρακτηριστικό ήταν ότι σε όσα ματς μας έβαλε γκολ (και αυτά δυστυχώς δεν ήταν λίγα) ποτέ δεν κερδίσαμε. Είτε χάναμε (τις περισσότερες φορές) είτε το πολύ-πολύ να φέρναμε ισοπαλία. Το μυστικό λοιπόν για να κερδίσουμε την ΑΕΚ ήταν να μην επιτρέψουμε στον Παπαϊωάννου να σκοράρει. Όποτε το καταφέρναμε, η ΑΕΚ δεν μπορούσε να μας νικήσει και σχεδόν πάντα έχανε. Όταν γινόταν πραγματικότητα το σύνθημα, που δονούσε το γήπεδο, με σκοπό να του κάμψει το ηθικό και να του προκαλέσει εκνευρισμό. Ποιο ήταν το σύνθημα αυτό; To «Παπαγιάννη δεν μπορείς !»
Επίσης 14 γκολ κατά του Ολυμπιακού έχει σημειώσει και ο Θωμάς Μαύρος. Παρ' όλα αυτά, ο Παπαϊωάννου, στην πραγματικότητα, υπήρξε σαφώς μεγαλύτερος κακός δαίμονας για την ομάδα μας. Και τούτο γιατί κανένα από τα 14 γκολ που μας έβαλε δεν πέτυχε με πέναλτι, σε αντίθεση με τον Μαύρο, αλλά και γιατί τα γκολ που σημείωσε εναντίον του Ολυμπιακού τα πέτυχε με τη φανέλα μόνο μιας ομάδας, της ΑΕΚ, ενώ ο Μαύρος έχει σκοράρει σε βάρος μας αρκετές φορές και με την φανέλα του Πανιωνίου. Επιπλέον ο Μαύρος έχει παίξει και αρκετά περισσότερους αγώνες στο ελληνικό ποδόσφαιρο, συγκριτικά με τον Παπαϊωάννου. Όσο δε για ποδοσφαιρική του αξία/ ποιότητα του τελευταίου αυτή ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του Μαύρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου