Σήμερα ξέρετε όλοι πώς γίνονται οι μεταγραφές. Απόλυτα επαγγελματικά όπως στα εμπορεύματα. Κυριαρχούν μάνατζερ και ατζέντηδες. Ουσιαστικά η απόδοση των παικτών παρακολουθείται και κρίνεται από τηλεόραση, βίντεο, διαδίκτυο και λοιπά πολυμέσα. Η προσωπική παρακολούθηση από μέλη scouting team γίνεται κυρίως όταν υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες και εφόσον οι εικόνες και βιογραφικά δεν είναι απόλυτα επαρκή ή ικανά για να πείσουν. Μόνο οι παίκτες πολύ μικρών κατηγοριών παρακολουθούνται από αρμόδια στελέχη ομάδων, που είναι άγνωστο πόσο σχετικοί είναι.
Παλιά βέβαια τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Οι μεταγραφές δεν ήταν μπίζνες, αλλά περίπου ιεροτελεστίες, εντασσόμενες στο πλαίσιο μιας έντονης προσπάθειας και μιας αέναης διαδικασίας για ενίσχυση της ομάδας. Οι μεταγραφές ήταν πραγματικές μάχες, στις οποίες βασίλευαν ο συλλογικός ανταγωνισμός, που γινόταν με απίθανο μεράκι, αφού εκτός από την ενδυνάμωση, συχνά διακυβευόταν και το γόητρο των ομάδων.
Έμπειροι παράγοντες γνώστες του αθλήματος, που διέθεταν «μάτι» και «μύτη», παρακολουθούσαν για καιρό, συχνά μάλιστα ολόκληρες σεζόν, ποδοσφαιριστές προκειμένου να διαπιστώσουν την αξία τους και κυρίως το αν όντως ήταν κατάλληλοι να αγωνιστούν σε μεγάλη ομάδα. Στη συνέχεια, εισηγούνταν ή και διαπραγματεύονταν τις μεταγραφές τους. Αλλά και κάθε μεγάλη ομάδα παρακολουθούσε τις κινήσεις των ανταγωνιστών της, για να παρέμβει στη διαδικασία μεταγραφής, είτε για να τη χαλάσει είτε για να πλειοδοτήσει και αποκτήσει αυτή τον παίκτη.
Σήμερα θα σας διηγηθώ μια περιπετειώδη και δυστυχώς αποτυχημένη για τον Ολυμπιακό ιστορία μεταγραφής ενός μεγάλου έλληνα άσου του παρελθόντος, η οποία ίσως φανεί απίθανη, αλλά είναι αληθινή.
Πρόκειται για τη μεταγραφή του Κώστα Ελευθεράκη, ενός σπουδαίου χαφ, από τους καλύτερους μέσους όλων των εποχών στο ελληνικό ποδόσφαιρο, τον οποίο στις δεκαετίες του 1960 και 1970 που έπαιξε τον αποκαλούσαν «ελάφι», λόγω του στυλ τρεξίματος και γενικά παιχνιδιού του.
Ο Ελευθεράκης έπαιζε στον Φωστήρα, ο οποίος τότε δεν αγωνιζόταν στην Α΄ Εθνική. Παρόλα αυτά οι ικανότητές του και η απόδοσή του έβγαζαν μάτια. Άλλωστε την εποχή εκείνη πολλοί παίκτες Β΄ Εθνικής ή και ερασιτεχνικών κατηγοριών ήταν τόσο καλοί και έτοιμοι παίκτες, που μπορούσαν να παίξουν απευθείας στην πρώτη ομάδα συλλόγων Α΄ Εθνικής, ακόμη και μεγάλων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι μεταγραφές τους κάθε άλλο παρά ντούκου περνούσαν. Αντίθετα, πολλές φορές είχαν γίνει σήριαλ, που είχαν το μήλο της έριδας –ποδοσφαιριστή-- σε ρόλο επάθλου διαγωνισμού.
Ο ίδιος ο παίκτης όταν ήταν μικρός ήταν φίλαθλος της ΑΕΚ, αλλά όταν ήρθε η ώρα μεταγραφής δεν είχε ποδοσφαιρικές προτιμήσεις. Θα πήγαινε σε όποιον κατόρθωνε να επικρατήσει στη μάχη για την απόκτησή του.
Το 1967 ο Πετρόπουλος, ο οποίος είχε εντοπίσει την αξία του Ελευθεράκη, από τότε που ήταν προπονητής στην Εθνική Νέων, ανέλαβε πρώτος προπονητής στον ΠΑΟ στη θέση του Μπόμπεκ. Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν η απόκτηση του Ελευθεράκη.
Ο Ολυμπιακός όμως καραδοκούσε. Δύο άνθρωποι ανέλαβαν την πρωτοβουλία να τον φέρουν στον Ολυμπιακό, βάζοντας τα στήθια τους μπροστά στην προσπάθειά τους να πείσουν τη διοίκηση. Ο ένας ήταν ο μέγας κανονιέρης Γιώργος Σιδέρης και ο άλλος ο μεγάλος οπαδός της ομάδας, εξωδιοικητικός και μεταγραφικός εξπέρ, Διονύσης Μολφέτας (αυτός που είχε πρωταγωνιστήσει και στην υπόθεση Κούδα).
Σιδέρης και Μολφέτας έπεισαν τη διοίκηση να προσφέρει το αστρονομικό για την εποχή ποσό του 1.400.000 δραχμών στον Φωστήρα και επιπλέον ως έμψυχα ανταλλάγματα μέχρι 4 παίκτες, στους οποίους θα συμφωνούσαν τα δυο μέρη.
Σαν να μην έφταναν αυτά, ο Μολφέτας, (ο οποίος είχε ένα από τα μεγαλύτερα εκτελωνιστικά γραφεία στον Πειραιά και έμενε σε έπαυλη στη Φιλοθέη) υποσχέθηκε προσωπικά στον Ελευθεράκη μια Σιτροέν (τον πασίγνωστο και πανάκριβο τότε «Βάτραχο») ακριβώς όμοια με τη δική του, που είχε κατακόκκινο χρώμα.
Ο Ελευθεράκης φάνηκε να λυγίζει και άρχισε προπονήσεις με τον Ολυμπιακό, χωρίς όμως να εντυπωσιάσει ιδιαίτερα τον τότε προπονητή της ομάδας Λιούμπισα Σπάιτς, που έκρινε υπερβολικό το ποσό της μεταγραφής του.
Ο Σιδέρης, που διέγνωσε ότι κάτι μπορεί να στραβώσει, έβαλε τότε τα μεγάλα μέσα. Εγγυήθηκε προσωπικά για την ποδοσφαιρική αξία του Ελευθεράκη και πρότεινε να πληρώσει ο ίδιος από την τσέπη του τη μεταγραφή σε περίπτωση που ο Ελευθεράκης δεν θα «έπιανε» στον Ολυμπιακό!
Στο μεταξύ, ο ΠΑΟ δεν είχε μείνει κι αυτός με σταυρωμένα τα χέρια, μπροστά στον κίνδυνο να πάρει τον παίκτη ο αιώνιος αντίπαλος. Έχοντας ως σύμμαχο τον «πράσινο» πρόεδρο του Φωστήρα Κόντο, ο οποίος φρόντιζε να ενημερώνει συνεχώς τους βάζελους για την πορεία της υπόθεσης της μεταγραφής του παίκτη, αύξησε την προσφορά του στο ποσό του 1.000.000 δραχμών. Η πρόταση αυτή μπορεί να υπολειπόταν του αντίστοιχου χρηματικού ανταλλάγματος του Ολυμπιακού , αλλά είχε ένα πολύ ισχυρό συμπληρωματικό ατού. Ο ΠΑΟ παραχωρούσε στον Φωστήρα ούτε έναν ούτε δύο, αλλά δέκα (10) ποδοσφαιριστές (!) και μάλιστα όλους νέους και πολύ ελπιδοφόρους. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν και οι: Ρέλλης, Σινανίδης, Ρεμούνδος, Καπίρης, Αβαγιαννέλης κ.λπ., που έκαναν λαμπρή καριέρα στον Φωστήρα. Επιπλέον έδινε στην ομάδα των Σφαγείων και έτοιμο προπονητή, τον παλιό διεθνή παίκτη του Λινοξυλάκη.
Η προσφορά του ΠΑΟ κρίθηκε από τον Φωστήρα πιο συμφέρουσα. Δεν ήταν άλλωστε και μικρή. Με αυτούς τους παίκτες και με αυτόν τον προπονητή θα ανέβαινε ο Φωστήρας στην Α΄ Εθνική την επόμενη χρονιά. Αυτοί οι παίκτες θα αποτελούσαν για πολλά χρόνια τον στυλοβάτη κορμό του Φωστήρα, που θα διατηρούσε άνετα την ομάδα στην μεγάλη κατηγορία.
Από την άλλη πλευρά βέβαια το κύρος και η υπόληψη του Φωστήρα ως συλλόγου θα δέχονταν μεγάλο πλήγμα, αφού εξαιτίας της εν λόγω μεταγραφής θα θεωρείτο στο μέλλον από όλους ως πράσινο παράρτημα.
Φαινόταν λοιπόν ότι ο ΠΑΟ θα κέρδιζε τη μεταγραφική μάχη.
Η ιστορία όμως δεν είχε τελειώσει ακόμη. Υπήρξαν και άλλα επεισόδια, πολύ πιο… συναρπαστικά.
Το πρωί της ημέρας που ο Ελευθεράκης θα υπέγραφε στον ΠΑΟ, ένα στρατιωτικό τζιπ εμφανίστηκε στο σπίτι του. Δύο φαντάροι κατέβηκαν και ζήτησαν από τον παίκτη να τους ακολουθήσει. Ήταν χούντα τότε και μάλιστα πολύ φρέσκια, οπότε και ο Ελευθεράκης υπάκουσε αμέσως, αφού νόμιζε ότι πήγαινε να υπογράψει στον ΠΑΟ.
Έκανε λάθος όμως. Το τζιπ το είχε στείλει ο περιβόητος αντισυνταγματάρχης Παπαποστόλου, που έλυνε και έδενε στον Ολυμπιακό ως εκπρόσωπος της χούντας. Το τζιπ κατέληξε στο Μεγάλο Πεύκο στις εγκαταστάσεις των καταδρομέων, όπου τα παιδιά του Παπαποστόλου κρύψανε τον παίκτη.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο ο αντίστοιχος χουντικός κουμανταδόρος στρατιωτικός (και μάλλον ομοιόβαθμός του) Κίτσιος, που μάλιστα ήταν και αναπληρωτής ΓΓΑ, έγινε έξαλλος, όταν κατόρθωσε με τα πολλά να μάθει τι είχε συμβεί. Δημιούργησε αμέσως μεγάλο εσωτερικό θέμα στη χούντα και μάλιστα στα υψηλά κλιμάκιά της, ζητώντας άνωθεν παρέμβαση, «απελευθέρωση» και παράδοση του Ελευθεράκη στο γραφείο του στο κτίριο της ΓΓΑ, που τότε στεγαζόταν στην οδό Πανεπιστημίου.
Έτσι και έγινε, μετά από πολλές ενδοχουντικές διενέξεις και καυγάδες. Ο Ελευθεράκης έφτασε στην Πανεπιστημίου και εκεί στο ισόγειο του κτιρίου τον υποδέχθηκε ένας στρατιωτικός, που θα τον πήγαινε στο γραφείο του Κίτσιου για να υπογράψει. Ξαφνικά, το ασανσέρ σταμάτησε την άνοδο του και ο συνοδός του είπε στον Ελευθεράκη: «Δεν θα πας στον ΠΑΟ. Ήρθαμε να σε πάρουμε να πάμε στο Πασαλιμάνι να υπογράψεις στον Ολυμπιακό».
Η καινούργια απόπειρα όμως τελικά δεν ευοδώθηκε, καθώς οι πράσινοι που είχαν πλημμυρίσει το κτίριο, από τον φόβο που προκαλεί το αντίπαλο δέος, αντιλήφθηκαν έγκαιρα τι συμβαίνει και μπλόκαραν την έξοδο. Νέα επεισόδια, νέα τηλέφωνα, νέες φωνές και νέοι καυγάδες. Τελικά ο Κίτσιος, που διαμαρτυρόταν διαρκώς για ανέντιμες παραβιάσεις αρχών και ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις, απαιτεί ρητή εντολή προερχόμενη από ανώτατο επίπεδο, που να απαγορεύει κάθε ανάμιξη του Ολυμπιακού και του Παπαποστόλου στην κλεισμένη και συμφωνημένη μεταγραφή του παίκτη.
Έτσι και έγινε. Ο παίκτης μεταφέρθηκε με όλα τα μέτρα ασφαλείας και υπόγραψε λίγο αργότερα στα γραφεία του ΠΑΟ, τα οποία τότε βρισκόντουσαν στην οδό Πανόρμου στους Αμπελόκηπους και η ιστορία έληξε οριστικά.
Τέτοιες περιπετειώδεις μεταγραφές γινόντουσαν εκείνη την εποχή.
Όσο για τον Μολφέτα, μπορεί να μην κατάφερε να φέρει τον Ελευθεράκη στον Ολυμπιακό, αλλά άρπαξε τον Σιώκο από τα πράσινα χέρια, ενώ ο ίδιος αργότερα, μολονότι είχε πάψει να είναι εξωδιοικητικός και είχε γίνει μέλος στο ΔΣ του συλλόγου επί Γουλανδρή, όταν ο Παύλος Γιαννακόπουλος προσπαθούσε να αποκτήσει τον Μπάμπη Σταυρόπουλο από το Αιγάλεω τον είχε κρύψει ως δήθεν νοσηλευόμενο ασθενή με άλλο όνομα στο Τζάνειο νοσοκομείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου