Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Από την καθιστική διαμαρτυρία στην μπουνιά του Σιδέρη

Σήμερα οι θαμώνες αυτού του διαδικτυακού τόπου θα είναι οι κατ’ αποκλειστικότητα πρώτοι, που θα διαβάσουν αυτή την άγνωστη και ασυνήθιστη ιστορία, η οποία ουδέποτε έχει δει το φώς της δημοσιότητας. Δεν είναι επετειακή, αλλά αξίζει τον κόπο, γιατί είναι ενδιαφέρουσα και αφορά ένα μάλλον πρωτοφανές, ακόμη και για τα επίσημα διεθνή ποδοσφαιρικά χρονικά, γεγονός, που συνέβη ένα λεπτό πριν από τη λήξη ενός διεθνούς αγώνα της ομάδας μας. 












Την άνοιξη (Μάρτιο) του 1965, ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε και νίκησε 3-1 στο Καραϊσκάκη για το Βαλκανικό Κύπελλο τη βουλγαρική Σπαρτάκ Πλόβντιβ (ή Σπάρτακ Φιλιππούπολης επί το ελληνικότερο). 


Στο 89΄, λοιπόν, με το σκορ στο τελικό 3-1 και ενώ σχεδόν όλοι οι Βούλγαροι βρίσκονταν στην επίθεση, προσπαθώντας να μειώσουν το σκορ, η μπάλα έφτασε στον Γιώργο Σιδέρη, που βρισκόταν περίπου ανεπιτήρητος λίγο πίσω από τη γραμμή της σέντρας του γηπέδου. Άλλο που δεν ήθελε ο Σιδέρης, ο οποίος φημιζόταν για την εκρηκτικότητα και την επιτάχυνσή του, χωρίς όμως να υστερεί και σε τελική ταχύτητα. 

Ο Σιδέρης ξεχύθηκε λοιπόν μπροστά και πολύ γρήγορα έφτασε σε θέση τετ-α-τετ με τον τερματοφύλακα της βουλγαρικής ομάδας τον οποίο πέρασε και μπήκε με την μπάλα στο ανυπεράσπιστο τέρμα. Πέρασε τη γραμμή και μετά από κλάσματα δευτερολέπτου την ξαναπέρασε γυρίζοντας πίσω, βγαίνοντας δηλαδή πάλι στο γήπεδο. Και τι έκανε; Κάθισε, βουβός και συνοφρυωμένος πάνω στην μπάλα που με το πόδι την έβαλε σχεδόν πάνω στη γραμμή του τέρματος ή για να ακριβολογούμε ελάχιστα εκατοστά μπροστά από αυτήν!

Τι είχε συμβεί; Ο Ρουμάνος διαιτητής του αγώνα Ντισέσκου είχε σφυρίξει πολύ καθυστερημένα τον Σιδέρη οφσάιντ. Ο Σιδέρης είχε ακούσει το σφύριγμα (που αν και καθυστερημένο, στο τέλος --εκεί που έμπαινε το γκολ-- ήταν πιο παρατεταμένο και έντονο) και είχε αγανακτήσει, γιατί γνώριζε ότι δεν υπήρχε τίποτε το αντικανονικό στο γκολ, αφού είχε πάρει την μπάλα και ξεκινήσει την κούρσα του πίσω από το κέντρο του γηπέδου. 

Διάλεξε λοιπόν αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο για να διαμαρτυρηθεί και να δείξει τη δυσφορία και τη διαφωνία του με τη διαιτητική απόφαση. 

Η στάση του Σιδέρη προκάλεσε την αντίδραση των Βουλγάρων, που τη θεώρησαν προκλητική. Έτσι ο Βούλγαρος σέντερ-μπακ Μπότεφ, εκνευρισμένος που έβλεπε τον Σιδέρη να εξακολουθεί να κάθεται πάνω στην μπάλα και να μην την δίνει για να συνεχιστεί το ματς, πήρε φόρα και τρέχοντας κλώτσησε με πολλή δύναμη την μπάλα πάνω στην οποία καθόταν ο Σιδέρης. Φυσικά ο Σιδέρης έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο έδαφος (κωλοκάθισε κατά το κοινώς λεγόμενο). 

Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκνευριστεί από τη συμπεριφορά του Βούλγαρου παίκτη ο ήδη εκνευρισμένος από την αδικαιολόγητη ακύρωση του γκολ Σιδέρης. Έτσι όταν σηκώθηκε από το έδαφος, που είχε κωλοκαθίσει, του έριξε μια γροθιά. 

Ο Βούλγαρος έπεσε ξερός. Το αν έκανε τον ξερό ή αν πραγματικά ξεράθηκε από την μπουνιά παραμένει άγνωστο ή αβέβαιο. Ο αγώνας διακόπηκε. Επακολούθησαν εντάσεις και επεισόδια μεταξύ παικτών, διαμαρτυρίες προς τον διαιτητή. Αρχικά φάνηκε ότι ο Ρουμάνος διαιτητής θα απέβαλε τον Σιδέρη. Τελικά όμως τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Αφού τα πνεύματα ηρέμησαν, το παιχνίδι συνεχίσθηκε κανονικά για ένα λεπτό και έληξε κανονικά, με τον Σιδέρη παρόντα. 

Ως βασικός λόγος για την εξέλιξη αυτή αναφέρθηκε η επιθυμία όλων να αποφευχθεί κλιμάκωση των επεισοδίων και να επέλθει ομαλή περάτωση του αγώνα, που έτσι κι αλλιώς είχε σχεδόν τελειώσει. Κάποιοι άλλοι, μεταξύ σοβαρού και αστείου, είπαν ή έγραψαν ότι ο διαιτητής δεν είχε δει καλά τη γροθιά του Σιδέρη, γιατί επρόκειτο περί χτυπήματος «άπερκατ», που δεν φαίνεται τόσο πολύ ή τόσο καλά όπως ένα «κροσέ» ή ένα «ντιρέκτ».


Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η αντιμετώπιση του επεισοδίου από τον Τύπο της εποχής, την επόμενη ημέρα. Η επικοινωνιακή αθλητική κουλτούρα ήταν διαφορετική από αυτήν που επικρατεί σήμερα. Ουδείς (ή σχεδόν ουδείς) προσπάθησε να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του Σιδέρη, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα. Ουδείς (ή σχεδόν ουδείς) προσπάθησε να βρει δικαιολογίες ή ελαφρυντικά για τη στάση του, μολονότι υπήρχαν. Ακόμη και οι προσκείμενοι στον Ολυμπιακό δημοσιογράφοι καυτηρίασαν την συμπεριφορά του Σιδέρη, στον οποίο απέδωσαν την ολοκληρωτική ευθύνη. 

Θα παραθέσω ενδεικτικά κάποια παραδείγματα, που σταχυολόγησα από τον Τύπο της εποχής: 
Μακεδονία: οι θεαταί του αγώνος απογοητεύθησαν από την αχαρακτήριστη συμπεριφορά του Γιώργου Σιδέρη, ο οποίος όλως αναιτίως κτύπησε αντίπαλο του χωρίς να αποβληθεί. 
Έθνος: Την ωραίαν εντύπωσιν από την σημαντικήν διεθνή νίκην του Ολυμπιακού ημαύρωσεν η επίδειξις ανταθλητικής αγωγής του Σιδέρη στο 89΄.
Ελευθερία: Μελανόν σημείον του αγώνος ήτο η αχαρακτήριστος διαγωγή του Σιδέρη, ο οποίος προς το τέλος εγρονθοκόπησεν εν ψυχρώ τον αντίπαλο του σέντερ-μπακ.
Τα χειρότερα γράφτηκαν στην Αθλητική Ηχώ: Ένα θλιβερόν επεισόδιον εις το τέλος του αγώνος ήλθε να πληγώση τους φιλάθλους και να ψυχράνη την ωραίαν εντύπωσιν που είχε δημιουργήσει η σημαντική και καθαρή νίκη του Ολυμπιακού… Ο Γιώργος Σιδέρης εσταμάτησεν και εκάθησεν επάνω στη μπάλλα κατά τρόπον προκλητικόν και ειρωνικόν και πρωτοφανή διά τα ποδοσφαιρικά μας χρονικά… Ο Σιδέρης αδικαιολογήτως εσηκώθη και του κατέφερε γροθιά εις το πρόσωπον… Με παγερότητα η εξέδρα παρακολούθησε το γεγονός και οι φίλαθλοι απεδοκίμασαν τον Σιδέρη… Πρόκειται περί ενός ηθικού θέματος τεραστίας σημασίας δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται περί διεθνούς αγώνος. Οι αρμόδιοι όχι μόνον του Ολυμπιακού, αλλά και της ΕΠΟ θα πρέπει να ασχοληθούν με την υπόθεσιν αυτήν και να αποδείξουν ότι το ελληνικόν ποδόσφαιρον και ο θρυλικός Ολυμπιακός, με την γιγαντιαίαν ιστορίαν του, γνωρίζει να διατηρή τας παραδόσεις του.
Με άλλα λόγια αποκλειστικός υπεύθυνος για όλα, χωρίς κανένα ελαφρυντικό και χωρίς καμία δικαιολογία, θεωρήθηκε ο Σιδέρης. Αποτέλεσμα αυτής της ενορχηστρωμένης πίεσης του Τύπου και της εκ μέρους του καταγγελίας της συμπεριφοράς του Σιδέρη ήταν να τιμωρηθεί το ίδιο βράδυ ο παίκτης από τον ίδιο τον σύλλογο του, τον Ολυμπιακό, με δεκαπενθήμερο αποκλεισμό από κάθε αγώνα της ομάδας εξαιτίας της συμπεριφοράς του. 

Στην πράξη, λόγω διακοπής του πρωταθλήματος, έλλειψε μόνο από ένα παιχνίδι, αυτό με τη Νίκη Βόλου στο Φάληρο, όπου ο Αριστείδης Παπάζογλου μεταμορφώθηκε σε Σιδέρη και καθάρισε πετυχαίνοντας και τα 4 γκολ στη νίκη του Ολυμπιακού με 4-1. 

Η αντιμετώπιση του Τύπου απέναντι στο περιστατικό μπορεί να ανταποκρινόταν στην ηθική αθλητική κουλτούρα της εποχής, που απέδιδε όλο το βάρος της ευθύνης και της υπαιτιότητας στη βαρύτερη και σοβαρότερη πράξη, που ασφαλώς ήταν η γροθιά. Επίσης σύμφωνα με την κουλτούρα της εποχής --αυτή του Ξενίου Διός-- οι φιλοξενούμενοι, ιδίως όταν ήταν ξένοι, έπρεπε πάντοτε να τυγχάνουν καλής μεταχείρισης και να μην έχουν ποτέ παράπονα από τυχόν σε βάρος τους συμπεριφορές κατά τη διάρκεια παραμονής τους στη χώρα μας. Διαφορετικά το κύρος της χώρας υφίστατο πλήγμα, κοινώς γινόμασταν ρεζίλι, από τέτοιες συμπεριφορές, που, κατά την επικρατούσα άποψη, μας ντρόπιαζαν. 

Όσον αφορά το γεγονός των αποδοκιμασιών προς τον Σιδέρη από φιλάθλους του Ολυμπιακού, αυτό είχε υπέρ-μεγαλοποιηθεί. Πράγματι υπήρξαν κάποιες ελάχιστες επικρίσεις μετά τη λήξη του αγώνα, όμως αυτές δεν εστράφησαν κυρίως κατά του Σιδέρη, αλλά περισσότερο κατά του Μποτίνου, ο οποίος τα είχε βάλει, κάνοντας μάλιστα άσχημες χειρονομίες, με κάποιους λίγους φιλάθλους, που τα έλεγαν κόσμια στον Σιδέρη.

Κρίνοντας εκ των υστέρων, η αντιμετώπιση αυτή εκ μέρους του Τύπου μού φαίνεται υπερβολική, ετεροβαρής και άδικη, όχι μόνο με τα σημερινά δεδομένα, αλλά, έως ένα βαθμό τουλάχιστον ακόμη και με τα δεδομένα της εποχής εκείνης.

Σε καμία εφημερίδα δεν αναγνωρίστηκαν τα ελαφρυντικά, που θα έπρεπε στον Σιδέρη. Πουθενά σχεδόν δεν παρουσιάστηκε ως δικαιολογημένος ο εκνευρισμός του Σιδέρη, πρώτα-πρώτα λόγω του γεγονότος της άδικης ακύρωσης του γκολ, αλλά και στη συνέχεια λόγω της απροσδόκητης και αντιαθλητικής συμπεριφοράς του Βούλγαρου παίκτη. 

Ειδικά το τελευταίο αυτό γεγονός προκαλεί εντύπωση. Ουδείς βρέθηκε να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά του Μπότεφ ως απρόσμενη, απρεπή, προκλητική, απαράδεκτη, αντιαθλητική και εν πολλοίς βίαιη, όπως πράγματι ήταν. Όλοι έκαναν σαν να επρόκειτο για μια απόλυτα φυσιολογική και κανονική πράξη. Σήμερα μια ανάλογη συμπεριφορά στο γήπεδο μπορεί να μετατρέψει ένα αγώνα σε πεδίο σύρραξης και πιθανή πυριτιδαποθήκη. 

Τι έκανε ο Σιδέρης; Αρχικά αυτό που έκανε πιθανόν να αποτελούσε το πολύ-πολύ μια καινοφανή, ίσως και την πρώτη ήσυχη καθιστική διαμαρτυρία στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Παρ’ όλα αυτά, η πράξη του θεωρήθηκε περίπου έγκλημα, δαιμονοποιήθηκε και καταγγέλθηκε με τα μελανότερα χρώματα. Από τον ελληνικό και δη τον ποδοσφαιρικά ουδέτερο πολιτικό Τύπο. 

Από την άλλη πλευρά, όπως προαναφέραμε, η στάση του Βούλγαρου αμυντικού δεν κατακρίθηκε από κανένα δημοσιογράφο. Αντιμετωπίστηκε σαν μια απόλυτα ομαλή και επιτρεπτή αθλητική συμπεριφορά, καθόλου προκλητική και σύμφωνη με τα αθλητικά ιδεώδη και την αγωνιστική savoir vivre. Κανένας δεν έλαβε υπόψη του ότι η αντίδραση του Σιδέρη προκλήθηκε αποκλειστικά και μόνο από τη συμπεριφορά του Βούλγαρου και ότι ποτέ δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτή η αδικαιολόγητη συμπεριφορά του τελευταίου. Ο Σιδέρης δεν είχε τίποτε στην αρχή με τον Βούλγαρο παίκτη. Με τον διαιτητή τα είχε και σε αυτόν απευθυνόταν η πρωτότυπη διαμαρτυρία του. Με τον Βούλγαρο τα έβαλε αργότερα, όταν εκ προθέσεως και με δύναμη τον γκρέμισε από εκεί που καθόταν. Δεν τρελάθηκε λοιπόν ξαφνικά ο «αχαρακτήριστος» Σιδέρης και δεν έκανε «όλως αναιτίως» απρόκλητη επίδειξη μαγκιάς και τσαμπουκά σε βάρος του «αθώου» Μπότεφ. Ο Μπότεφ ήταν αυτός που πρώτος που θέλησε να πουλήσει μαγκιά και τσαμπουκά. Και βρήκε τον δάσκαλο του, έστω και ασύμμετρα. 

Βέβαια από τη στιγμή της βίαιης αντίδραση του Σιδέρη στην ενέργεια του Βούλγαρου και μετά, η ευθύνη του Γιώργου μετατοπίστηκε και πολλαπλασιάστηκε. Ο Σιδέρης θα έπρεπε να αποβληθεί για τη γροθιά που έδωσε. Μάλιστα πάντα υποθετικά, με βάση τα σημερινά δεδομένα, αν υπήρχαν τότε, θα μπορούσε να αποβληθεί και πριν από την μπουνιά, με δύο κίτρινες κάρτες, μία για τη συνέχιση της φάσης, παρά το σφύριγμα του διαιτητή, και μία για την καθιστική διαμαρτυρία, που ακολούθησε. Αλλά και ο αντίπαλος ασφαλώς θα είχε τιμωρηθεί οπωσδήποτε με κίτρινη, αλλά ενδεχομένως και με κόκκινη κάρτα, λόγω της πρόθεσης της ενέργειας του. 

Πάντως, όπως έχουμε ξαναπεί, ο Γιώργος Σιδέρης, μολονότι καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του είχε μπλεχτεί σε ένα σωρό καυγάδες, επεισόδια, συμπλοκές, διαμαρτυρίες και εντάσεις στο γήπεδο, ποτέ δεν αποβλήθηκε σε επίσημο αγώνα του Ολυμπιακού. Και αυτό είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός για τον πρόσθετο λόγο ότι εκείνη την εποχή πολλοί αγώνες και ιδίως τα κρίσιμα ντέρμπι γινόντουσαν με ξένους διαιτητές, όπως, άλλωστε, ξένος ήταν και ο διαιτητής του συγκεκριμένου αγώνα, για τον οποίο γράφουμε σήμερα. 

Καλά, για ντόπιους διαιτητές δεν συζητάμε καν. Δεν υπήρχε Έλληνας διαιτητής που να τολμούσε να αποβάλει τον Σιδέρη. 

Μια φορά μόνο, σε ένα φιλικό αγώνα Ολυμπιακού-ΑΕΚ 5-3 τον Ιανουάριο του 1961, βρέθηκε διαιτητής, που διέταξε την αποβολή του Σιδέρη για εξύβριση. Λεγόταν Στεφανίδης. Αποτέλεσμα της απόφασής του ήταν να γίνει τέτοιος χαμός στο γήπεδο, αφού ο Σιδέρης αρνούταν πεισματικά να αποχωρήσει, καθώς θεωρούσε ανυπόστατο τον λόγο της αποβολής του. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής που κράτησε σχεδόν μισή ώρα (!) ήταν να μην μπορέσει ο διαιτητής να συνεχίσει το ματς και να υποχρεωθεί να αποχωρήσει «οικειοθελώς». Τον αντικατέστησε ο ένας επόπτης ονόματι Πάρπογλου, ενώ ο αγώνας συνεχίσθηκε με ένα μόνο επόπτη (!) 

Ο Σιδέρης, όπως έχω ξαναγράψει, αποτέλεσε το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό σύμβολο όλων των εποχών στην ιστορία του Ολυμπιακού. Είχε μια πολύ ισχυρή και έντονη προσωπικότητα, μια από τις πιο ισχυρές και έντονες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Σε αυτή την προσωπικότητα του Σιδέρη κρύβεται, κατά την άποψη μου, η υπέρμετρα δυναμική αντίδρασή του απέναντι στον Βούλγαρο αμυντικό. 

Ο Σιδέρης δεν περίμενε τη συγκεκριμένη ενέργεια-αντίδραση του Βούλγαρου. Δεν περίμενε ότι αυτός, το καμάρι του Ολυμπιακού, θα βρεθεί γκρεμισμένος με τον κώλο στο έδαφος, λες και ήταν κανένα μαθητούδι του δημοτικού. Το θυμικό του ταχύτατα έκρινε ότι το γεγονός αυτό ήταν μειωτικό για την προσωπικότητά του. Συνεπώς δεν μπορούσε ούτε έπρεπε να περάσει ντούκου, αλλά έπρεπε να απαντηθεί κατάλληλα, όπως θα άρμοζε σε ένα άντρα. 

Και όπως λέει μια ξένη παροιμία: «Υπάρχουν φορές που είναι πιο εύκολο, αλλά και πιο αξιοπρεπές να ρίξεις μια μπουνιά σε κάποιον, παρά να κάνεις χειραψία μαζί του». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου