Ήταν αρχές Ιουλίου 2008 όταν από τον Ολυμπιακό ανακοινώθηκε κάτι το ασύλληπτο. Η απόκτηση του κορυφαίου διαγώνιου του κόσμου, του Σέρβου Ιβάν Μίλκοβιτς, που εκείνη την περίοδο έκανε πράγματα και θαύματα, οδηγώντας τη Σερβία στο τελικό του World League, με ένα μέσο όρο 20,5 πόντων ανά αγώνα και ένα ποσοστό επιτυχημένων επιθέσεων 51,5% στη διοργάνωση. Φρενίτιδα ενθουσιασμού ακολούθησε την εντυπωσιακή είδηση. Σχεδόν όλοι μέχρι τότε πίστευαν ότι το πολύ-πολύ να παίρναμε τον Βενεζουελανό Τεχέδα.
Του Θεολόγου Μιχαηλίδη
Είχαν προηγηθεί πέντε-έξι χρόνια συνεχών αποτυχιών, με όλους τους τίτλους να μοιράζονται μόνιμα, μεταξύ τους, δύο αντίπαλοί μας, οι ΠΑΟ και Ηρακλής.
Ωστόσο με την απόκτηση του Μίλκοβιτς φαινόταν καθαρά ότι, επιτέλους, μετά από μια ασυνήθιστα παρατεταμένη και έντονη αγωνιστική πτώση, ανοίγονταν νέες λαμπρές προοπτικές και ένας άνεμος αισιοδοξίας έπνεε πλέον στο τμήμα βόλεϊ της ομάδας.
Ο ηλικίας τότε 29 ετών και ύψους 2,06 μ. χρυσός Ολυμπιονίκης του Σίδνεϊ το 2000, ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες του κόσμου στην ιστορία του αθλήματος, αποκτήθηκε για δύο χρόνια. Προηγουμένως έπαιζε στο ιταλικό πρωτάθλημα με τη Ρόμα, η οποία όμως εκείνη την εποχή είχε μεγάλα οικονομικά προβλήματα και δεν μπορούσε να τον κρατήσει.
Η αμοιβή του, όπως ανακοινώθηκε, ήταν 550.000 ευρώ για κάθε χρόνο του διετούς συμβολαίου. Το ποσό αυτό, όπως γνωστοποιήθηκε από τον Ολυμπιακό, θα καλυπτόταν κατά ένα ασυνήθιστο τριμερή χρηματοδοτικό τρόπο, μικτής προέλευσης, τόσο διοικητικής όσο και εξωδιοικητικής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ό,τι βγήκε προς τα έξω (που όχι μόνο δεν διαψεύστηκε, αλλά σχεδόν επισημοποιήθηκε), η κατανομή των βαρών του συμβολαίου του θα ήταν η εξής: ο Βαγγέλης Μαρινάκης θα έβαζε το 40%, ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος το 20% και ο ερασιτέχνης Ολυμπιακός το υπόλοιπο 40%.
Αν νομίζετε ότι η συλλογική αυτή προσπάθεια ήταν εύκολη και απλή υπόθεση, είστε γελασμένοι. Και αυτό για τους εξής λόγους: (α) δεν υπήρχε καμία εγγύηση για την οικονομική φερεγγυότητα και αξιοπιστία της διοίκησης του συλλόγου εκείνη την εποχή. Συνεπώς το πιο πιθανό ήταν ότι, αργά ή γρήγορα, μάλλον θα καλούνταν Μαρινάκης και Αγγελόπουλος να πληρώσουν ό,τι δεν θα πλήρωνε ο ερασιτέχνης• και (β) οι σχέσεις μεταξύ Μαρινάκη και Αγγελόπουλων δεν ήταν άψογες, αν και σε προσωπικό επίπεδο δεν υπήρχε κάποιο άμεσο και απευθείας πρόβλημα μεταξύ τους. Υπήρχε όμως μια ανταγωνιστική σκιά ανάμεσά τους, που είχε δημιουργηθεί από το 2004, όταν ο Κόκκαλης είχε απορρίψει πρόταση του Μαρινάκη να αναλάβει την ΚΑΕ και προτίμησε να τη δώσει στους αδελφούς Αγγελόπουλος, τους οποίους έκρινε καταλληλότερους.
Παρόλα αυτά, λόγω του ονόματος Μίλκοβιτς, οι δισταγμοί παραμερίσθηκαν και συμφωνήθηκε ο προαναφερθείς τρόπος τριμερούς χρηματοδότησης.
Οι στάνταρτ αμοιβές στο συμβόλαιο του αθλητή ανέρχονταν στις 500.000, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 50.000 ευρώ προβλεπόταν ως έξτρα πριμ, με μια κλιμακωτή κατανομή για τρεις στόχους: κατάκτηση πρωταθλήματος, κατάκτηση κυπέλλου και ανάδειξη του παίκτη ως MVP. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, το εν λόγω έκτακτο ποσό για τον δεύτερο χρόνο συμβολαίου ανήρθε τελικά σε 100.000 ευρώ.
Ο Ιβάν είχε σχεδόν διπλάσια πρόταση από τη ρωσική Ούφα Νοβοσιμπίρσκ και μια λίγο μεγαλύτερη πρόταση από τη Φενέρ στην Τουρκία. Όμως ο ίδιος προτιμούσε την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό. Η μόνη πρόταση, που τον προβλημάτισε κάπως περισσότερο ήταν της ιταλικής Μόντενα, που ήταν παραπλήσια με αυτή των ερυθρολεύκων.
Αργότερα, ο ίδιος ο Ιβάν δήλωσε ότι στην επιλογή του τον είχαν προσελκύσει το όνομα του Ολυμπιακού, που ήταν πολύ γνωστός στην Σερβία για την ιστορία και τους οπαδούς του, καθώς και η Ελλάδα, ως χώρα, για τις ομορφιές της. Επιπλέον, με τον ερχομό του επεδίωκε να επαναφέρει τον Ολυμπιακό στην κορυφή, να κατακτήσει μαζί του τίτλους, αλλά και να επιτύχει στην Ευρώπη, γιατί πίστευε ότι η ομάδα είχε τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο.
Τις επιτυχείς διαπραγματεύσεις για τη μεταγραφή του Μίλκοβιτς, με τη Βόσνια μάνατζερ του παίκτη, τη «σιδηρά κυρία» Μίρα Πόλιο, τις έκανε αποκλειστικά και μόνο ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος, ο οποίος αγαπούσε το άθλημα του βόλεϊ και βοηθούσε οικονομικά τη γυναικεία ομάδα. Άλλωστε η σύζυγος του Αγγελόπουλου, Ελευθερία Κούκου, υπήρξε παίκτρια και αρχηγός της γυναικείας ομάδας του Ολυμπιακού. Ο Αγγελόπουλος γνώριζε καλά την Πόλιο, κυρίως από τον χώρο του μπάσκετ, αφού η τελευταία ήταν επί χρόνια πετυχημένη ατζέντης πολλών μεγάλων μπασκετμπολιστών της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Το πρώτο φλερτ του Μίλκοβιτς με τον Ολυμπιακό είχε ξεκινήσει λίγο πριν από το 2000, αλλά σε πολύ πρωτόλεια μορφή, που δεν θα μπορούσε να έχει συνέχεια. Μάλιστα λέγεται ότι αυτό είχε συμβεί σε μια προκαταρκτική συνάντηση στο κότερο του Μαρινάκη. Δεν είχε όμως συνέχεια. Το 2004, ο ίδιος ο Ιβάν είχε δηλώσει ότι κάποτε ήθελε να παίξει στην Ελλάδα, από την οποία γνώριζε τον Ολυμπιακό. Αλλά ίσως το πιο εκπληκτικό στις διαχρονικές σχέσεις Ολυμπιακού και Μίλκοβιτς είναι το γεγονός ότι ακόμη και πολύ αργότερα, στη σύγχρονη εποχή (το 2017), όταν ο Ιβάν ήταν πλέον 38 ετών, ο Ολυμπιακός και πάλι τον προσέγγισε για να αγωνιστεί ως παίκτης της ομάδας, προσπάθεια που δεν ευδοκίμησε, επειδή ο Μίλκοβιτς είχε αυξημένα καθήκοντα ως πρώτος αντιπρόεδρος της σερβικής ομοσπονδίας του βόλεϊ. Η σχέση Ολυμπιακού-Μίλκοβιτς, λοιπόν, είναι μακροχρόνια, με πολλές διακυμάνσεις.
Όσον αφορά την πολυμετοχική πρωτοβουλία για την κάλυψη του κόστους συμβολαίου του παίκτη πρέπει να πούμε κάποια πράγματα. Κατ’ αρχάς, η πρωταγωνιστική συμμετοχή του Μαρινάκη δεν αποτελούσε έκπληξη, όπως θα εξηγήσουμε.
Ο Μαρινάκης έφερε βαρέως την προ τριετίας αποτυχημένη απόπειρά του να επαναφέρει την ομάδα του βόλεϊ στην κορυφή. Μη ξεχνάμε ότι ξεκίνησε την επίσημη ανάμιξή του στον Ολυμπιακό ως ηγέτης του τμήματος βόλεϊ. Βέβαια, για όποιον πιστεύει στις προλήψεις οι κακοί οιωνοί είχαν φανεί εξαρχής όταν, λόγω κάποιων έκτακτων επαγγελματικών δραστηριοτήτων του, δεν μπόρεσε να παρευρεθεί ο ίδιος στην επίσημη παρουσίαση της ομάδας για τη νέα περίοδο του έτους 2006. Παρουσιάστηκε λοιπόν στο ξεκίνημά της η πολλά υποσχόμενη ομάδα χωρίς τον άνθρωπο, που αποτελούσε τη μεγαλύτερη εγγύηση και δύναμη για την αναγέννηση και επιστροφή της στον δρόμο των επιτυχιών.
Ο Ολυμπιακός εκείνη την χρονιά δεν έφτασε ούτε στον τελικό του Κυπέλλου, αφού αποκλείστηκε στα ημιτελικά από τη Λαμία (!), αλλά ούτε μπόρεσε να διεκδικήσει τον τίτλο του πρωταθλητή, αφού δεν μπήκε ούτε καν στον τελικό του πρωταθλήματος. Παταγώδης αποτυχία….
Ο Μαρινάκης βέβαια ήταν άσχετος από βόλεϊ και κατά βάση εμπιστεύθηκε αποτυχημένους συμβούλους. Αλλά και ο ίδιος φάνηκε ισχυρογνώμων σε κάποια θέματα, που δεν κατείχε, κάνοντας --παρά τις επιφυλάξεις πεπειραμένων στελεχών-- προσωπικές επιλογές και παίρνοντας προσωπικές αποφάσεις, υπαγορευμένες από ένα πνεύμα ολυμπιακοφροσύνης, οι οποίες όμως, τελικά, δεν τον δικαίωσαν.
Επανέφερε τον Γκιούρδα και ανέθεσε την ομάδα στον Κουμπλή. Και οι δύο κινήσεις αποδείχθηκαν λανθασμένες. Η σεζόν 2006/07 χαρακτηρίστηκε από πειθαρχικά παραπτώματα, όπως η ανταρσία του Γκιούρδα (που οδήγησε σε πολύμηνη διακοπή συμβολαίου του), αλλαγές προπονητών σαν πουκάμισα (Κουμπλής, Νικολάκης, Δρίκος), αμφιλεγόμενες ή αποτυχημένες μεταγραφές ξένων (Μπόγιοβιτς, Πέτκοβιτς, Μεάνα, Ελγέτα, Ντίαζ) και από πολύ πιο επιτυχημένες, αλλά καθυστερημένες αντικαταστάσεις τους (Γιορντάνωφ).
Το κυριότερο όμως ήταν η έλλειψη στοιχειώδους πλάνου αγωνιστικής οργάνωσης. Η ομάδα έμοιαζε σαν να μην ήξερε τι ζητούσε ή τι ήθελε. Σε κάποιες θέσεις υπήρχε πληθώρα παικτών και σε κάποιες άλλες μεγάλη γύμνια.
Ο Μαρινάκης, ο οποίος είχε επενδύσει πάρα πολλά χρήματα στην πλήρη ανακαίνιση της έδρας της ομάδας, του γηπέδου Ρέντη «Μελίνα Μερκούρη» ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Είχε έρθει με όνειρα, αλλά είχε αποτύχει. Επιπλέον η στήριξη από τον κόσμο ήταν ανύπαρκτη. Στενοχωρήθηκε πολύ που η χρονιά ήταν τόσο αποτυχημένη, παρά τα χρήματα, που είχε δαπανήσει.
Ο Μαρινάκης αλλιώς περίμενε τα πράγματα. Πολύ γρήγορα και μολονότι είχε αρχικά αναγγείλει μια τουλάχιστον τριετή πρώτη θητεία στο τιμόνι της ομάδας, δεν έδειξε διάθεση να συνεχίσει. Αποχώρησε λοιπόν προτού τελειώσει ουσιαστικά η πρώτη σεζόν. Φεύγοντας, φρόντισε να πληρώσει επιλεκτικά το συμβόλαιο του Γιορντάνωφ, και υποσχέθηκε να διαθέσει ένα ποσό 250.000 ευρώ προκειμένου να αποκτηθούν συγκεκριμένος προπονητής και παίκτες από τη Βραζιλία, με τους οποίους είχε έρθει σε μια πρώτη επαφή.
Στο πλάνο όμως αυτό του Μαρινάκη δεν συμφώνησε ο ερασιτέχνης, που δεν το θεώρησε σωστό και επαρκές. Μάλιστα, αρκετοί σχολίαζαν αρνητικά ότι οι επαφές και κινήσεις του Μαρινάκη γινόντουσαν από την Κίνα, στο περιθώριο των επιχειρηματικών συναλλαγών, που ο ίδιος είχε τότε εκεί. Ίσως όμως η αρνητική στάση του ερασιτέχνη να αποτελούσε μια απάντηση σε μια σειρά από δημοσιεύματα και διαρροές στον Τύπο, που ήθελαν τον Μαρινάκη να είναι δυσαρεστημένος με ανθρώπους του ερασιτέχνη όπως τους Θεοδωρακάκη, Κούβαρη κ.λπ., που δεν τον είχαν βοηθήσει, όπως και όσο θα ήθελε, και στους οποίους απέδιδε το μεγαλύτερο μερίδιο για τις αποτυχίες της ομάδας.
Τα δημοσιεύματα αυτά συμμεριζόταν η πλειοψηφία του κόσμου της ομάδας, που θεωρούσε κι αυτή υπεύθυνους τους ανθρώπους του ερασιτέχνη τόσο για την αποτυχία, όσο και για την εσπευσμένη αποχώρηση του Μαρινάκη. Υπήρχε βέβαια και μια μικρότερη μερίδα φιλάθλων, που δεν δικαιολογούσε τον Μαρινάκη για την τόσο γρήγορη αποχώρησή του και ήθελε από αυτόν να παραμείνει και να παλέψει, αφού η παρουσία του αποτελούσε εγγύηση για την αποτροπή του χάους στο τμήμα βόλεϊ.
Ο Μαρινάκης, αν και έχει δηλώσει πως η φράση «τα παρατάω» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό του, ήξερε ότι πολλοί ολυμπιακοί πίστευαν ότι δεν έπρεπε να είχε αφήσει με αυτόν τον γρήγορο και απότομο τρόπο την ομάδα του βόλεϊ.
Όσοι όμως γνώριζαν τον Μαρινάκη, το πείσμα και την φιλοδοξία του, καταλάβαιναν ότι δεν θα ξεχνούσε ποτέ την αποτυχία στο βόλεϊ και θα φρόντιζε να ξεπλύνει κάθε κατηγορία για φυγομαχία. Μάλιστα η εν λόγω αποτυχία, σε μεγάλο βαθμό, λειτούργησε ως πρόσθετο κίνητρο για τον ίδιο και για την ανάληψη της ΠΑΕ, αφού ήθελε να δείξει ότι ο ίδιος είναι απόλυτα ικανός να φέρει σε πέρας με επιτυχία έργα ασύγκριτα μεγαλύτερα, δυσκολότερα και πιο απαιτητικά.
Τα προαναφερόμενα εξηγούν την πρωταγωνιστική συμμετοχή του Μαρινάκη στην απόκτηση του Μίλκοβιτς, που θεωρήθηκε από τον ίδιο ως ένα γραμμάτιο, που χρωστούσε, το οποίο και όφειλε να εξοφλήσει.
Και επειδή ο Μαρινάκης δεν είναι low profile τύπος, αλλά συνηθίζει να προβάλλει και να διαφημίζει τις επιτυχίες του, έφερε τον Μίλκοβιτς να υπογράψει ενώπιον των μέσων το συμβόλαιο του με τον Ολυμπιακό σε εταιρεία συμφερόντων του και όχι στα γραφεία του Ολυμπιακού, όπως θα ήταν το δεοντολογικά ορθόδοξο. Στην ίδια αίθουσα, αλλά σε κάποια απόσταση από το γραφείο, όπου έπεσαν οι υπογραφές, στέκονταν, σαν παραμερισμένοι, οι Θεοδωρακάκης και Κούβαρης, ως εκπρόσωποι του Ερασιτέχνη Ολυμπιακού.
Μάλιστα ο Μαρινάκης την ημέρα εκείνη δήλωσε ότι, από τη στιγμή που ο ερασιτέχνης Ολυμπιακός είχε ζητήσει την οικονομική του βοήθεια για ένα τόσο σπουδαίο παίκτη, ήταν αδύνατο για τον ίδιο να μην ανταποκριθεί.
Εκεί, λοιπόν, σε εταιρεία του Μαρινάκη υπέγραψε την 30/7/2008 ο Ιβάν και αναχώρησε για τη Σερβία, για να ενταχθεί στην εθνική της χώρας του, που θα έπαιζε στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου.
Αντίθετα ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος, αν και θα συγχρηματοδοτούσε κι αυτός την υπόθεση Μίλκοβιτς, δεν εμφανίσθηκε στην προαναφερόμενη εκδήλωση για την υπογραφή του συμβολαίου του Ιβαν, μολονότι είχε προσκληθεί κανονικά. Ο Αγγελόπουλος ήταν ανέκαθεν ένας τελείως διαφορετικός χαρακτήρας, που δεν γοητεύεται από τη δημοσιότητα και την προβολή. Οι εκπρόσωποι της διοίκησης έσπευσαν να δικαιολογήσουν την απουσία του στους δημοσιογράφους.
Την τελετή σφράγισαν τα δύο πανάκριβα χρυσά ρολόγια Bvlgari, δώρα για τον Ιβάν και τη μνηστή του Ζέλικα.
Αναφορικά με οικονομικούς όρους του συμβολαίου του Ιβάν, οφείλουμε καταρχήν να πιστέψουμε την προαναφερθείσα ανακοίνωση του συλλόγου, που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2008, πριν από τη σύναψη του διετούς συμβολαίου, περί πολυμετοχικής (τριμερούς) κάλυψης της δαπάνης συμβολαίου του παίκτη.
Συνεπώς μπορεί να γίνει δεκτό ότι, τουλάχιστον όσον αφορά τον πρώτο χρόνο συμβολαίου, ίσχυσαν τα συμφωνηθέντα περί κατανομής των οικονομικών βαρών. Πάντως, ακόμη και για τον πρώτο χρόνο του συμβολαίου (περίοδος 2008/09), υπάρχουν πολλοί που επιμένουν ότι η συμμετοχή των μερών στην πληρωμή του παίκτη τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ακριβώς με τον τρόπο που είχε συμφωνηθεί. Κατά τις ίδιες πληροφορίες (που δημοσιοποιήθηκαν σε κάποια μέσα), ο Αγγελόπουλος ήταν αυτός που κατέβαλε εξ ιδίων 75.000 ευρώ, που αντιστοιχούσαν σε όλα τα πριμ του συμβολαίου του παίκτη, αλλά και κάποιο υπολειπόμενο ποσό.
Όσον αφορά όμως τον δεύτερο χρόνο συμβολαίου (περίοδος 2009/10), υπάρχει η ρητή μαρτυρία της ίδιας της Πόλιο (η οποία, σημειωτέον, σήμερα δεν βρίσκεται πια στη ζωή) που βεβαίωσε κατηγορηματικά ότι ολόκληρη η αμοιβή του παίκτη καταβλήθηκε αποκλειστικά από τον Παναγιώτη Αγγελόπουλο. Η Πόλιο, στις ίδιες δηλώσεις της, ευχαρίστησε τον Αγγελόπουλο, τονίζοντας ότι χάρις σ’ αυτόν ο Ιβάν πληρωνόταν πάντοτε στην ώρα του, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η ομάδα του Ολυμπιακού.
Θα περίμενε λοιπόν λογικά κανείς ότι η θητεία του Ιβάν στον Ολυμπιακό θα ήταν ανέφελη, εφόσον το πρώτης προτεραιότητας θέμα, που είναι το οικονομικό, δεν αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα. Δεν συνέβη όμως κάτι τέτοιο.
Τον Μάιο του 2009, ο Ιβάν έφτασε πολύ κοντά στην πόρτα της εξόδου, πριν από τη λήξη του συμβολαίου του. Ο βασικός λόγος ήταν ένα χοντρό επεισόδιο μεταξύ του Μίλκοβιτς και της συζύγου του Παναγιώτη Αγγελόπουλου, για ένα θέμα που σχετιζόταν με τη γυναικεία ομάδα βόλεϊ του Ολυμπιακού, για την οποία η σύζυγος του προέδρου ενδιαφερόταν ιδιαίτερα και ένιωθε υπεύθυνη, λόγω του δεσμού της με το άθλημα και τον σύλλογο. Στην υπόθεση, που επηρέαζε την εύρυθμη λειτουργία του τμήματος, αναμίχθηκε εκτός από το όνομα του Ιβάν και το όνομα της καλής Γιουγκοσλάβας αθλήτριας βόλεϊ του Ολυμπιακού Μπλιάνα Γριγκόροβιτς. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο Μίλκοβιτς., εκνευρισμένος, όταν του έγιναν συστάσεις και ζητήθηκαν εξηγήσεις, δεν συγκρατήθηκε και έβρισε τη γυναίκα του ανθρώπου, που ουσιαστικά τον πλήρωνε.
Μετά το επεισόδιο αυτό, ο Μίλκοβιτς εκτίμησε ότι δεν θα μπορούσε να έχει θέση στην ομάδα και άρχισε μάλιστα να ψάχνει για ομάδα στην Ιταλία, αφού εύλογα περίμενε ότι δεν θα συνέχιζε στον Ολυμπιακό.
Η εκτίμησή του όμως αυτή δεν αποδείχθηκε σωστή. Ο Αγγελόπουλος μπορεί να εκνευρίστηκε ή να θύμωσε, αλλά δεν έβαλε τα προσωπικά του αισθήματα πάνω από την ομάδα. Διαβεβαίωσε την Πόλιο για την πλήρη τήρηση-πληρωμή του συμβολαίου του Ιβάν και για τον δεύτερο χρόνο, όπως είχε συμφωνηθεί και μάλιστα με δική του προσωπική εγγύηση. Παρ’ όλα αυτά, άφησε να φανεί με έμμεσο τρόπο η δυσαρέσκειά του, αφού της γνωστοποίησε ότι στην νέα περίοδο θα ήθελε να ασχοληθεί αποκλειστικά και μόνο με την ΚΑΕ και το τμήμα μπάσκετ και με τίποτε άλλο. Με αυτό τον τρόπο της έδωσε να καταλάβει ότι δεν είχε πρόθεση να χρηματοδοτήσει ένα νέο ακριβό συμβόλαιο του Ιβάν.
Έτσι ο Ιβάν παρέμεινε κανονικά στην ομάδα και για τον δεύτερο χρόνο του συμβολαίου του. Είχε πάρει όμως ήδη το μήνυμα ότι η ανανέωση του συμβολαίου του για τρίτο χρόνο δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση.
Υπήρξαν και κάποια άλλα θέματα, που είχαν να κάνουν με διάφορα οργανωτικά στραβά του συλλόγου, απέναντι στα οποία ο Ιβάν αντιδρούσε έντονα. Άλλωστε δεν είχε διστάσει να παραιτηθεί από αρχηγός, λόγω των διαφόρων προβλημάτων, που αντιμετώπιζε η ομάδα και κυρίως των οικονομικών οφειλών του συλλόγου προς τους απλήρωτους συμπαίκτες του, αν και, όπως προαναφέραμε, ο ίδιος πληρωνόταν κανονικά.
Ο Ιβάν γενικά δεν παρέλειπε να σχολιάζει και να επικρίνει δηκτικά τα κακώς κείμενα στην ομάδα. Παροιμιώδης έχει μείνει η ατάκα του όταν ρωτήθηκε για το αν και πότε θα μπορούσε να παίξει μετά τον τραυματισμό του στο πρόσωπο σε αγώνα με τη Δυναμό Μόσχας: «Δεν ξέρω εγώ από αυτά. Ρωτήστε τον γιατρό. Μα τι λέω, ξέχασα ότι δεν υπάρχει γιατρός στην ομάδα!» Εξαιτίας των συχνών δηλώσεών του μάλιστα, η διοίκηση αναγκάστηκε να εκδώσει επίσημο απαγορευτικό δηλώσεων για όλους τους παίκτες σε όλα τα ΜΜΕ.
Επίσης εκνευριζόταν όταν μετά από κάποιες ήττες, αισθανόταν παράγοντες της ομάδας και ανθρώπους του συλλόγου να τον κοιτούν με μισό μάτι, επειδή περίμεναν από αυτόν συνέχεια νίκες, μόνο και μόνο λόγω των υψηλών απολαβών του.
Η παρουσία της έντονης προσωπικότητάς του στην ομάδα δεν μπορούσε παρά να έχει μεγάλες επιπτώσεις και να συνδεθεί με ένα σωρό θέματα. Σε ό,τι γινόταν στο βόλεϊ του Ολυμπιακού, αναμιγνυόταν το όνομα του Ιβάν, ο οποίος, κατά κανόνα, θεωρείτο ότι πάντα είχε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη συμμετοχή. Όταν, το δεύτερο χρόνο του συμβολαίου του, έφυγε ο Κρίστιανσον και ο Κουρνέτας πολλοί υποστήριξαν ότι είχε παίξει ενεργό ρόλο ο ίδιος, επειδή, όπως έλεγαν, τόσο ο πρώτος, ως προπονητής, όσο και ο δεύτερος ως πασαδόρος δεν αξιοποιούσαν σε απόλυτο βαθμό τα τρομερά προσόντα του Μίλκοβιτς.
Πάντως η μόνη επιβεβαιωμένη «ιστορία», που τον αφορούσε ήταν αυτή του Ρουμελιώτη, ο οποίος τόνισε ότι λόγος αποχώρησης του από τον Ολυμπιακό, που ο ίδιος ζήτησε, οφειλόταν αποκλειστικά στην υπερβολική αγωνιστική του απραξία, στην οποία τον είχε καταδικάσει η παρουσία του Μίλκοβιτς.
Όταν πλησίαζε η λήξη του συμβολαίου του Ιβάν, οι συζητήσεις των δύο πλευρών εντάθηκαν στο χρονικό διάστημα από τα τέλη Μαΐου μέχρι αρχές Ιουνίου 2010.
Ο Μίλκοβιτς όμως ήταν ήδη δυσαρεστημένος επειδή ο Ολυμπιακός δεν του είχε κάνει πολύ νωρίτερα πρόταση ανανέωσης, όπως ο ίδιος περίμενε. Πολλοί λένε ότι αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, πιθανώς να συνέχιζε, ακόμη και με χαμηλότερο ύψος συμβολαίου, αφού αγαπούσε την ομάδα και τη χώρα μας.
Όπως προαναφέραμε όμως ο Αγγελόπουλος δεν είχε πλέον την ίδια καλή και πρόθυμη διάθεση. Είχε αποστασιοποιηθεί φανερά. Η Πόλιο, που εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Αγγελόπουλο, δεν σταμάτησε να επικοινωνεί μαζί του και να τον προτρέπει να ασχοληθεί εκ νέου. Ο πρόεδρος του ερασιτέχνη Συγγελίδης στη πραγματικότητα δεν μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο και επιπλέον δεν ενδιαφερόταν και πολύ, γεγονός που είχε γίνει αντιληπτό από τον Ιβάν και τον εκνεύριζε. Ο Ερασιτέχνης, άλλωστε, είχε τότε μεγάλα προβλήματα.
Εκείνη την εποχή, επανεμφανίστηκε ο Μαρινάκης, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Αγγελόπουλο, είχε συμμετάσχει στον επινίκιο εορτασμό για την κατάκτηση του τίτλου, που, παρεμπιπτόντως, λόγω των οικονομικών προβλημάτων του Ερασιτέχνη, δεν έγινε, ως είθισται, «στα μπουζούκια», δηλαδή σε κάποιο μεγάλο και γνωστό κέντρο διασκέδασης, αλλά σε ένα απλό bar/club restaurant, στο «Villa Mercedes». Στον εορτασμό αυτό, ο Ιβάν είχε έρθει εντελώς μόνος και χωρίς να βρίσκεται σε τρελή χαρά. Προηγουμένως, ο Μαρινάκης είχε παρακολουθήσει τον αγώνα και είχε φωτογραφηθεί, πανηγυρίζοντας, στα αποδυτήρια με τον Μίλκοβιτς και το κύπελλο του πρωταθλητή. Εκείνο το εορταστικό βράδυ, ο Ιβάν, με δική του προσωπική πρωτοβουλία, ζήτησε από τον Μαρινάκη να του κάνει μια καλή προσφορά, γιατί ήθελε να μείνει στην ομάδα. Αντίθετα ο Αγγελόπουλος δεν συμμετείχε πουθενά.
Ο Μαρινάκης που είχε, όπως είπαμε, μια ιδιαίτερη ευαισθησία με το βόλεϊ, λόγω της προηγούμενης ανάμιξής του στο τμήμα προσωπικά και δημοσίως υποσχέθηκε τότε να αναλάβει την πληρωμή ολόκληρου του συμβολαίου του Ιβάν, υπό τον όρο ότι οι απαιτήσεις του παίκτη θα ήταν λογικές. Οι δηλώσεις του Μαρινάκη μπορεί να ευχαρίστησαν τον κόσμο, αλλά ο όρος περί επίδειξης λογικής εκ μέρους του παίκτη δεν άρεσε στην Πόλιο.
Την ίδια ώρα, δημοσιεύματα και διαρροές στον Τύπο καθιστούσαν σαφή την ποσοτικοποίηση της λογικής. Επρόκειτο για ένα ποσό μεταξύ 350.000 και 375.000 ευρώ τον χρόνο, που πιθανότατα θα μπορούσε εν ανάγκη να φτάσει ακόμη και μέχρι το ποσό των 400.000 ευρώ, αλλά ούτε ευρώ παραπάνω.
Η αλήθεια είναι ότι η προσφορά που υπήρχε από την Φενέρμπαξε στον παίκτη ήταν ψηλότερη (450.000-500.000 ευρώ), ενώ οι προσφορές των ρωσικών ομάδων ήταν, όπως πάντα, ακόμη υψηλότερες. Αλλά αυτό είχε συμβεί και στο παρελθόν χωρίς να επηρεαστεί ο παίκτης.
Παρά τη διαφορά των προσφορών λίγο η δεδομένη αρνητική διάθεση του Ιβάν για εγκατάσταση σε Τουρκία και πολύ περισσότερο σε Ρωσία, λίγο η ελπίδα επαναπροσέγγισης από τον Αγγελόπουλο, λίγο η διάθεση Μαρινάκη, λίγο το δέσιμο του παίκτη με τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα, έκαναν πολλούς να θεωρούν ότι στο τέλος ο Μίλκοβιτς θα ανανέωνε για τρίτη χρονιά στην ομάδα.
Μεταξύ αυτών που το πίστευαν ήταν και έμπειροι και ειδικευμένοι στο άθλημα δημοσιογράφοι όπως ο Λεμονίδης, ο οποίος αργότερα αναγκάστηκε να ζητήσει δημόσια συγγνώμη για την άστοχη πρόβλεψη-εκτίμησή του και να τα φορτώσει όλα στην Πόλιο.
Η συνέχεια της υπόθεσης ήταν απροσδόκητη και σόκαρε τον Ολυμπιακό, που περίμενε να δώσει αγώνα για τον παίκτη με την Φενέρμπαξε, με την προσφορά της οποίας δεν υπήρχε καμιά χαώδης διαφορά. Ξαφνικά, την 7/6/2010, η Πόλιο ενημέρωσε τον Ολυμπιακό ότι για να μείνει ο παίκτης στον Πειραιά την επόμενη χρονιά θα πρέπει του καταβληθούν ούτε λίγο ούτε πολύ 700.000 ευρώ (!)
Με μια τέτοια υπερβολική αξίωση, ήταν σαφές ότι κοβόντουσαν οι γέφυρες και ο παίκτης δεν ήταν πλέον δυνατόν να παραμείνει στον Ολυμπιακό, αφού όλοι καταλάβαιναν πως ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να δώσει ένα τόσο υψηλό ποσό. Φυσικά ο Μαρινάκης αρνήθηκε να αυξήσει την προσφορά του.
Φαίνεται ότι μόλις η Πόλιο συνειδητοποίησε οριστικά ότι ο μόνιμος συνομιλητής της Αγγελόπουλος --που γνώριζε και εμπιστευόταν-- δεν επρόκειτο να ενδιαφερθεί, θέλησε να πάρει τον παίκτη από την Ελλάδα. Τελικά, ο Ιβάν κατέληξε στη Φενέρ, με ένα ποσό πολύ χαμηλότερο από αυτό που ζητούσε ειδικά από τον Ολυμπιακό, αλλά πάντως υψηλότερο από αυτό που του πρόσφερε ο Ολυμπιακός. Στην Τουρκία κατέκτησε άλλους δύο τίτλους.
Ο Ολυμπιακός περιορίστηκε στο να εκδώσει, την 8/6/2010, μια ανακοίνωση επίσημου διαζυγίου με τον παίκτη, στην οποία αναγνώρισε την προσφορά του Ιβάν, τον ευχαρίστησε, δηλώνοντας ταυτόχρονα την αδυναμία του συλλόγου να ανταποκριθεί σε τόσο υψηλές οικονομικές απαιτήσεις, που θα τίναζαν στον αέρα όλες τις ισορροπίες και τις προοπτικές στο τμήμα. Στο τέλος η ανακοίνωση από διοικητική γινόταν και λίγο τεχνική-προπονητική, αφού δεν παρέλειπε να τονίσει ότι το κενό του Μίλκοβιτς θα κάλυπτε ο Τζούριτς, ο οποίος πλέον θα αγωνιζόταν μόνιμα ως διαγώνιος (!)
Όσον αφορά την σχέση των οπαδών με τον παίκτη, αυτή ήταν ένα περιβόλι υπερβολών και αντιφάσεων ως συνήθως. Στην αρχή, όταν ήρθε ο Ιβάν, ένα σωρό διθύραμβοι και θριαμβολογίες και καλέσματα για υποδοχές στο αεροδρόμιο. Μετά από λίγους μήνες, όταν στη κανονική φάση του πρωταθλήματος έγιναν κάποιες απροσδόκητες ήττες, επικράτησε απογοήτευση και μουρμούρα. Από εκεί που όλοι έλεγαν ότι ο Ιβάν μόνο με τριπλό μπλοκ θα μπορούσε ίσως να κοπεί, φτάσαμε στο σημείο κάποιοι να λένε ότι δεν μπορεί να τρυπήσει ούτε μονό μπλοκ. Όταν στη συνέχεια, στα play-offs, ήρθαν οι θριαμβευτικοί τίτλοι, παρά τις αντίξοες συνθήκες, φούντωσε πάλι ο ενθουσιασμός, φτάνοντας στο απόγειό του. Ο Ιβαν θεωρήθηκε ένας υπεράνθρωπος, που μπορεί να καταφέρει μόνος του τα πάντα.
Όταν, εντελώς τρελαμένος, ο Ιβάν σκαρφάλωσε στην εξέδρα στο Ρέντη μετά τη λήξη του νικηφόρου τελικού του πρωταθλήματος με τον ΠΑΟ το 2010, ενέργεια που κανείς άλλος δεν έχει ποτέ επιχειρήσει να κάνει, η αποθέωση έγινε καθολική και αναγνωρίστηκε ως ο παίκτης με το κλασικότερο δείγμα ερυθρόλευκου DNA όλων των εποχών, με τις κλασικές χιλιοειπωμένες κλισέ ατάκες «ένας από μας» κ.λπ. Όταν, λίγες μέρες αργότερα, αποχώρησε, χαρακτηρίστηκε αδίστακτος μισθοφόρος και φραγκοφονιάς, που προσκυνά το τούρκικο χρήμα, το δε σκαρφάλωμά του λοιδορήθηκε και θεωρήθηκε ανάξιο ανάμνησης. Κάποιοι έγραψαν ειρωνικά: «κρίμα το σκαρφάλωμα που έκανες ρε Ιβάν, τζάμπα πήγε η παράσταση…»
Τι μπορεί να πει όμως κανείς για τους οπαδούς. Τα θέλουν όλα και ξεχνούν εύκολα. Ίσως γιατί αγαπούν πολύ έντονα, αλλά και πολύ άκριτα. Θυμάμαι ένα φίλο μου που, την εποχή του Μίλκοβιτς, όταν στις 10/5/2010 κερδίσαμε τον ΠΑΟ εκτός έδρας 3-2 σετ και φτάσαμε μια ανάσα από τον τίτλο, χαιρόταν μεν για τη νίκη, πλην όμως δεν μπορούσε να πανηγυρίσει ολόψυχα. Και ξέρετε γιατί; Επειδή είχαμε χάσει το τρίτο σετ, ενώ προηγούμασταν με 4-16. Αυτό, κατά τη γνώμη του, αποτελούσε μια ντροπή για τον Ολυμπιακό, που τον είχε στενοχωρήσει τόσο πολύ, ώστε δεν τον άφηνε να απολαύσει πλήρως την ουσία, δηλαδή τη νίκη.
Μετά την αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό, ακολούθησε ένας διχαστικός απολογισμός της αξίας και της προσφοράς του Μίλκοβιτς, αλλά πάντα σε σχέση με τις αμοιβές του. Πολλοί τον θεώρησαν, τηρουμένων των αναλογιών (value for money), κατώτερο του Γιορντάνωφ, ενώ πρόβλεψαν ότι ο Τζούριτς θα αποδειχτεί πολύ καλύτερός του.
Υπήρξε όμως και μια αξιόλογη μειοψηφία, που τον θεώρησε μια μεγάλη παγκόσμια προσωπικότητα και ένα τεράστιο παίκτη-κολώνα, με ανεκτίμητη προσφορά, πάνω στον οποίο στηρίχτηκε όλος ο Ολυμπιακός και η αναγέννησή του.
Ίσως οι αγωνιστικές επιδόσεις της ομάδας επί Μίλκοβιτς, που τις αφήσαμε τελευταίες, να μπορούν να μας διαφωτίσουν περισσότερο:
Αν κάνουμε ένα πολύ συνοπτικό απολογισμό του Ολυμπιακού όταν είχε ηγέτη τον Μίλκοβιτς θα δούμε αρκετές χαρακτηριστικές ομοιότητες.
Ο Ολυμπιακός και τις δύο χρονιές έκανε μια πολύ μέτρια κανονική περίοδο. Την περίοδο 2008/09 τερμάτισε δεύτερος, σε απόσταση πίσω από τον πρώτο ΠΑΟ. Την περίοδο 2009/10 τα ίδια και χειρότερα. Τρίτος σε απόσταση στη κανονική περίοδο με πρώτο πάλι τον ΠΑΟ. Κατά τη διάρκεια της κανονικής σεζόν, έχασε και τις δύο χρονιές από τον ΠΑΟ μέσα στο Ρέντη, σκορπίζοντας θλίψη στους οπαδούς του. Έχασε επίσης εντός έδρας και άλλα παιχνίδια με πολύ κατώτερους αντιπάλους.
Όταν άρχισαν όμως τα play offs, η ομάδα μεταμορφώθηκε σε ένα ασταμάτητο τρένο. Και τις δύο χρονιές, σάρωσε χωρίς να χάσει αγώνα (και κατά κανόνα ούτε σετ) τους αντιπάλους της σε προημιτελική και ημιτελική φάση.
Έτσι, έφτασε στον τελικό και στις δύο χρονιές, με τον ίδιο, τον αιώνιο αντίπαλο τον ΠΑΟ, που τότε ήταν σε πλήρη ακμή. Και τις δύο φορές τον αντιμετωπίσαμε με μειονέκτημα έδρας. Και τις δύο φορές, νικήσαμε στην σειρά των τελικών, με το ίδιο και τις δύο φορές συνολικό σκορ νικών 3-1.
Και τις δύο χρονιές πήραμε τους τελικούς με άνετο τρόπο, αφού κάναμε 4 συνολικά νίκες με 3-0 σετ ,έναντι ουδεμιάς ανάλογης έκτασης νίκης του αντιπάλου, ενώ πήραμε 6 συνολικά σετ με διαφορά πόντων από οκτώ και πάνω, έναντι ουδεμιάς ανάλογης επιτυχίας των αντιπάλων μας. Μάλιστα πήραμε δύο φορές σετ με 11 πόντους διαφορά το καθένα.
Τέλος σπάσαμε και τις δύο χρονιές στον τελικό την έδρα του αντιπάλου μας στη Γλυφάδα, διατηρώντας παράλληλα και τις δύο χρονιές αλώβητη την έδρα του Ρέντη.
Αναλυτικά θυμίζουμε λεπτομερέστερα τους τελικούς αγώνες:
Περίοδος 2008-200927/4/2009: ΠΑΟ-Ολυμπιακός 0-3 (22-25,20-25,27-29)
30/4/2009: Ολυμπιακός-ΠΑΟ 3-0 (25-21,25-19,25-14)
4/5/2009: ΠΑΟ-Ολυμπιακός 3-2 (14-25,26-24,25-21,18-25,16-14)
7/5/2009: Ολυμπιακός-ΠΑΟ 3-0 (30-28,25-16,25-19)
Περίοδος: 2009-2010:3/5/2010: ΠΑΟ-Ολυμπιακός 3-2 (25-19,25-22,22-25,16-25,15-12)
8/5/2010: Ολυμπιακός-ΠΑΟ 3-0 (25-23,25-21,25-15)
10/5/2010: ΠΑΟ-Ολυμπιακός 2-3 (21-25,27-25,25-23,17-25,10-15)
13/5/2010: Ολυμπιακός-ΠΑΟ 3-1 (25-20, 25-18, 22-25,25-17)
Επίσης το 2009 κατακτήσαμε στο Τροκαντερό το κύπελλο Ελλάδας νικώντας τον ΠΑΟ στον τελικό μετά από δραματικό ματς 3-2 (25-23,22-25,23-25,25-20,17-15).
Το κυριότερο όμως είναι ότι οι τρεις αυτοί τίτλοι που ήρθαν μέσα σε δύο χρόνια κατακτήθηκαν μετά από μια μεγάλη περίοδο ανομβρίας τίτλων.
Ποια ήταν η συμβολή του Μίλκοβιτς σε όλα αυτά τα επιτεύγματα; Δύο αριθμούς θα περιοριστώ να δώσω ενδεικτικά και μόνο: το 2009 στους τελικούς με τον ΠΑΟ είχε μέσο όρο 20,5 πόντους ανά παιχνίδι, με τους περισσότερους (34) στο τελευταίο στο οποίο κρίθηκε ο τίτλος
Όσον αφορά δε την Ευρώπη, δεν είχαμε τεράστιες επιτυχίες, αλλά πετύχαμε, με ηγέτη τον Ιβάν, μια ιστορική νίκη στις αρχές Μαΐου του 2010 επί της Τρεντίνο μέσα στην Ιταλία με 3-2 (25-23,14-25,25-21,23-25,15-13). Ας μη ξεχνάμε ότι, μετά από λίγες μέρες, η Τρεντίνο αναδείχτηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης του 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου