Την 15/6/1950 γεννήθηκε ο Χούλιο Λοσάντα, τον οποίο θα γνωρίζετε, αφού πολλά έχουν γραφτεί για αυτόν. Ασφαλώς είναι γνωστό το σύνθημα, που δονούσε τα γήπεδα την δεκαετίας του 1970: «Στην μπάντα, στην μπάντα, έρχεται ο Λοσάντα». Θα έχετε διαβάσει ότι είναι δεύτερος ξένος στην ιστορία του Ολυμπιακού σε συμμετοχές μετά τον Τζόλε (αν και εγώ προσωπικά δύσκολα μπορώ να θεωρήσω ξένο τον Τζόρτζεβιτς). Θα έχετε πληροφορηθεί ότι έχει σημειώσει με τον Ολυμπιακό συνολικά σχεδόν 40 επίσημα γκολ, σε συνολικά περίπου 185 επίσημες συμμετοχές.
Η χθεσινή επέτειος των γενεθλίων του Χούλιο μου έφερε στο μυαλό μια σύγκριση που επιχείρησε τον περασμένο Μάρτιο ο δημοσιογράφος Κ. Χαλέμος από το ΦΩΣ, που αποκάλεσε τον Ποντένσε ως τον νέο Λοσάντα, του 2019.
Δεν αντέχω το να γράφει κάποιος στομφώδεις και ιερόσυλες υπερβολές, συνειδητές ή ασυνείδητες, για πράγματα που είναι σαφές ότι δεν τα γνωρίζει. Είναι κάτι που με δαιμονίζει. Έτσι αποφάσισα να γράψω σήμερα για την άστοχη αυτή σύγκριση, που ισοπεδώνει ένα σωρό πράγματα.
Κατ’ αρχάς, αν και οι δύο έπαιζαν στα άκρα, πρόκειται για δύο διαφορετικούς παίκτες, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του τρόπου παιχνιδιού τους. Μόνο και μόνο από αυτό, η σύγκριση είναι άστοχη. Στο μόνο σημείο στο οποίο όντως μοιάζουν πολύ είναι στο πολύ χαμηλό μπόι.
Ο Λοσάντα ήταν καθαρόαιμος εξτρέμ, που δημιουργούσε με απίστευτη ευχέρεια ρήγματα από τα άκρα. Εκείνο που επεδίωκε ήταν να μπει όσο πιο πολύ μπορούσε στην περιοχή, κοντά στο πρώτο δοκάρι, χρησιμοποιώντας τη φοβερή ευχέρειά του στη ντρίμπλα. Για τον λόγο αυτό, εφορμούσε κατευθείαν πάνω στον αντίπαλο μπακ, με πρόθεση να τον περάσει. Δεν ήταν όμως μόνο η τρομερή ικανότητα και άνεση, αλλά και η μεγάλη ποικιλία, που είχε στη γρήγορη και κοφτή ντρίμπλα. Ο Λοσάντα στηριζόταν περισσότερο στην τεχνική, παρά στην ταχύτητά του, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι ήταν αργός.
Τέτοιες ικανότητες σαν αυτές που είχε ο Λοσάντα και στον βαθμό που τις είχε ο Λοσάντα δεν τις έχει ο Ποντένσε, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν μπορεί να περάσει κάποιον αντίπαλό του. Αλλά και γενικότερα ο Ποντένσε δεν είναι γνήσιος εξτρέμ τύπου Λοσάντα. Δεν παίζει πάντα στα άκρα, καθαρά και μόνιμα. Είναι περίπου ένας all around παίκτης, που αρέσκεται στο να αλλάζει θέσεις, να μπαίνει από πλάγια (αλλά όχι μόνο), αλλά και να συγκλίνει προς τα μέσα. Πολλές φορές θυμίζει μια σβούρα, που γυρίζει παντού. Στηρίζεται περισσότερο στην ταχύτητα, παρά στην τεχνική του, ενώ διαθέτει και καλή αντοχή, που φαίνεται και στις πολλές κούρσες που επιχειρεί κουβαλώντας την μπάλα.
Δεν θα συγκρίνω την ικανότητά τους στο σκοράρισμα, πεδίο στο οποίο μέχρι τώρα ο Ποντένσε δείχνει να υστερεί πολύ έναντι του Χούλιο.
Εκεί όμως που οι συγκρίσεις γίνονται πολύ ανόμοιες είναι όταν φτάνουμε στην ποδοσφαιρική αξία και στο ποδοσφαιρικό βιογραφικό-ιστορικό των δύο παικτών. Έχει άραγε καταλάβει ο δημοσιογράφος ποια είναι τα ποδοσφαιρικά μεγέθη που συγκρίνει; Για ποιους ποδοσφαιριστές μιλά; Ποιος ήταν ο ένας και ποιος είναι ο άλλος;
Ας δούμε τα δεδομένα τα οποία, παρόλο που σε πολλούς είναι άγνωστα, μιλάνε από μόνα τους και μάλιστα καταλυτικά:
Ο Λοσάντα, σε μια πολύ νεαρή ηλικία (μόλις 19 ετών), έπαιζε βασικός σε μια ασύγκριτα μεγαλύτερη, ιστορικότερη και ενδοξότερη ομάδα, με πολύ βαριά φανέλα και πολύ βαρύ όνομα. Έπαιζε στην Πενιαρόλ, μια από τις πιο φημισμένες ομάδες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, με αμέτρητους τίτλους στη χώρα της, πολλές φορές νικήτρια του Κόπα Λιμπερταδόρες και Διηπειρωτικών Κυπέλλων.
Μάλιστα η Πενιαρόλ, κατά τους ιστορικούς στατιστικολόγους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου (των οποίων τα κριτήρια, πάντως, συχνά δεν εμπιστεύομαι), πρόσφατα θεωρήθηκε ως η μεγαλύτερη ομάδα όλης της Νότιας Αμερικής και μια από τις δυο-τρεις μεγαλύτερες του πλανήτη στον προηγούμενο αιώνα. Όλοι γνωρίζουν ότι για να παίξει κανείς βασικός στην πρώτη ομάδα της Πενιαρόλ και ιδίως στην επίθεση της πρέπει οπωσδήποτε να κατέχει άριστα το τόπι και να έχει μεγάλη ποδοσφαιρική ποιότητα και παιδεία.
Ο Λοσάντα σε ηλικία 20 ετών έπαιξε στην τελική φάση του θεαματικότερου Παγκοσμίου Κυπέλλου όλων των εποχών, αυτού του 1970 στο Μεξικό, με την φανέλα της Εθνικής Ουρουγουάης, μιας παραδοσιακά μεγάλης ποδοσφαιρικής δύναμης, που έχει κατακτήσει δύο παγκόσμια κύπελλα. Τότε και εκεί η ομάδα του έφτασε να παίξει μικρό τελικό.
Στο σημείο αυτό βρίσκω ευκαιρία να διορθώσω τα στοιχεία κάποιων που γράφουν εντελώς ανόητα και πρόχειρα για δύο μόνο συνολικά συμμετοχές του Χούλιο στην εθνική της χώρας του. Εδώ δύο ήταν μόνο οι καταγεγραμμένες επίσημες συμμετοχές του στα τελικά του Μουντιάλ. Μια στοιχειώδης δημοσιογραφική ή και απλώς λογική ποδοσφαιρική σκέψη θα αρκούσε. Θα ήταν άραγε ποτέ δυνατό να μπει κανείς στην ενδεκάδα Εθνική Ουρουγουάης σε αγώνα μουντιάλ, απευθείας από το πουθενά χωρίς να έχει παίξει προηγουμένως σε κάποιους διεθνείς αγώνες προετοιμασίας; Τέτοια πράγματα δεν γίνονται ούτε στην Εθνική του Σαν Μαρίνο! Αν ψάχνανε λίγο αυτοί οι «δημοσιογράφοι» θα βρίσκανε ότι μόνο τους δύο τελευταίους μήνες πριν από το Μουντιάλ ο Λοσάντα είχε παίξει βασικός σε τέσσερις φιλικούς αγώνες προετοιμασίας: δυο με την Αργεντινή και δύο με το Περού, που έγιναν αμοιβαία εντός και εκτός έδρας.
Το πιο αξιοσημείωτο από όλα όμως ίσως είναι ότι ο Λοσάντα ήταν ο δεύτερος (μετά από τον Βραζιλιάνο Μάρκο Αντόνιο) νεαρότερος σε ηλικία παίκτης που βρέθηκε στο Μουντιάλ του 1970, ανάμεσα σε όλους τους παίκτες όλων των αποστολών όλων των ομάδων, που συμμετείχαν στο Μουντιάλ του 1970.
Ο Λοσάντα, πριν ακόμη κλείσει τα είκοσι, αγωνίστηκε στο Κόπα Λιμπερταδόρες του 1970 με την Πενιαρόλ, η οποία εκείνη την χρονιά έφτασε στον τελικό της διοργάνωσης, όπου έχασε μετά από δύο δραματικούς αγώνες από την Εστουντιάντες της Αργεντινής.
Επιπλέον έχει παίξει στον ιστορικό αγώνα της Πενιαρόλ με την Βαλέντσια της Βενεζουέλας την 15/3/1970, όπου έχει σημειωθεί το μεγαλύτερο σκορ στην ιστορία του σημαντικού αυτού θεσμού, το 11-2 υπέρ της Πενιαρόλ. Σε εκείνο τον αγώνα μάλιστα ο Λοσάντα είχε σημειώσει 2 γκολ, καταγράφοντας έτσι διά παντός το όνομά του στα ιστορικά ποδοσφαιρικά χρονικά των ρεκόρ της Νότιας Αμερικής.
Επίσης ο Λοσάντα, προτού ακόμη κλείσει τα δεκαεννιά, μαζί με τους θρυλικούς συμπαίκτες του Πέντρο Ρότσα, Σπένσερ, Μαζούρκεβιτς, Φιγκουερόα, Γκονσάλβεζ, Μάτοσας, Ονέγκα, Φορλάν, Κορτέζ, Γκαετάνο κατέκτησε το 1969 το επίσημο «Υπερκύπελλο των Διηπειρωτικών Πρωταθλητών», στο οποίο συμμετείχαν --παίζοντας όλες εναντίον όλων-- οι ομάδες της Νότιας Αμερικής που είχαν κατακτήσει μέχρι τότε Διηπειρωτικό Κύπελλο (Εστουντιάντες, Ρασίνγκ, Σάντος). Επρόκειτο για ένα θεσμό ιδιαίτερου κύρους και τιμής για τα δεδομένα της Νότιας Αμερικής. Ο Λοσάντα όχι μόνο σκόραρε, αλλά ήταν από τους καλύτερους παίκτες της συγκεκριμένης διοργάνωσης.
Αυτός λοιπόν ο μουντιαλικός παικταράς με όλες αυτές τις περγαμηνές μεταγράφηκε το 1972 στον Ολυμπιακό από την Πενιαρόλ, σε ηλικία μόλις 22 ετών. Και φυσικά είχε τεράστια προσφορά στην ομάδα μας στην οποία αγωνίστηκε σχεδόν δέκα χρόνια. Πρωταγωνίστησε σε 3 πρωταθλήματα (1973, 1974, 1975, ενώ συμμετείχε σε άλλα δύο (1980 και 1982). Πήρε δύο κύπελλα (1973, 1975).
Επίσης σκόραρε ορισμένα αποφασιστικά γκολ σε κρίσιμα ντέρμπι, που ουσιαστικά έδωσαν τίτλους. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Πολύ πρόχειρα θα αναφέρω τα γκολ που είχε πετύχει το 1973 και το 1978 σε τρεις αγώνες εναντίον του ΠΑΟ σε Λεωφόρο και Καραϊσκάκη (3-2 και διακοπή, 3-2 και 1-1) και σε δύο αγώνες με τον ΠΑΟΚ στο Καραϊσκάκη (1-0 και 1-0).
Τι έχει να αντιπαρατάξει απέναντι σε όλα αυτά η πλευρά όσων παρουσιάζουν Ποντένσε ως σωσία του Χούλιο; Το γεγονός ότι σήμερα, σε ηλικία σχεδόν 24 ετών δεν έχει ακόμη καταφέρει χρισθεί διεθνής με την Εθνική Πορτογαλίας; Τη θητεία του ως παίκτη στην μακράν τρίτη σε δυναμικότητα ομάδα της Πορτογαλίας, τη Σπόρτινγκ, που έχει πενήντα πέντε χρόνια να πετύχει μια διεθνή διάκριση;
Υπάρχει κανείς εχέφρων που να πιστεύει ότι o Ποντένσε θα καθίσει στον Ολυμπιακό έστω τα μισά από τα χρόνια που κάθισε ο Λοσάντα; Υπάρχει κανείς νουνεχής που πιστεύει ότι θα φτάσει την προσφορά, τα γκολ και τις συμμετοχές του Χούλιο;
Νομίζω ότι όσοι αναγνώστες δεν εθελοτυφλούν συγκρίνουν και συνειδητοποιούν όχι μόνο τι επιπέδου παίκτες είχαμε τότε και τι επιπέδου παίκτες έχουμε σήμερα, αλλά και τι επιπέδου μεταγραφές γινόντουσαν τότε (επί Γουλανδρή) και τι είδους μεταγραφές γίνονται σήμερα (πέρα από το ότι τον Ποντένσε τον πήραμε «ελεύθερο»).
Αυτά τα λέω και για ένα ακόμη λόγο. Διάβασα τις προάλλες δήλωση ερυθρόλευκης υποψήφιας βουλευτίνας που έλεγε ότι ο Μαρινάκης είναι ο μεγαλύτερος Πρόεδρος στην ιστορία του Ολυμπιακού επειδή πρόσφερε τα πάντα χωρίς να πάρει πίσω τίποτε ως αντάλλαγμα, δίχως καμιά προσωπική ωφέλεια και ιδιοτέλεια. Αν όλα αυτά λέγονται για τον Μαρινάκη τι θα έπρεπε άραγε να λέγεται για τον Γουλανδρή; Ο πατέρας του νυν Προέδρου, μέγας Ολυμπιακός Μιλτιάδης Μαρινάκης (ο άνθρωπος που είχε αρνηθεί να πουλήσει τις μετοχές του στον Κοσκωτά) είχε δηλώσει στη ΓΣ του Ολυμπιακού ότι ο Γουλανδρής μόνο έδωσε και μάλιστα υπερβολικά και ποτέ δεν πήρε παρά μόνο στο τέλος πίκρα και απογοήτευση.
Για να συγκρίνετε ακόμη καλύτερα τη σημασία της μεταγραφής του Λοσάντα με τη σημασία των σύγχρονων μεταγραφών πρέπει επιπλέον να λάβετε υπόψη ότι στην σημερινή επικοινωνιακή εικονικότητα του διεθνούς ποδοσφαίρου εμφανιζόμαστε, όντως, ως μια διάσημη και τοπ ομάδα στην Ευρώπη και εν γένει σε διεθνές επίπεδο, σε αντίθεση με την εποχή του Λοσάντα, όταν σε διεθνές επίπεδο λίγοι ήξεραν και ακόμη λιγότεροι υπολήπτονταν τον Ολυμπιακό.
Θα πρέπει να πούμε και κάποια άλλα αξιοσημείωτα πράγματα για τον Λοσάντα, από αυτά που γράφονται μόνον εδώ.
Ο Λοσάντα συνέπεσε χρονικά με τον Βιέρα και υπήρξαν συμπαίκτες στην Πενιαρόλ όπως και στον Ολυμπιακό. Οι μεταξύ τους προσωπικές σχέσεις στον Ολυμπιακό πάντως, ήταν απλώς καλές και δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα στενές και κολλητές, τόσο όσο θα περίμενε κανείς από δύο συμπατριώτες και συμπαίκτες, που βρέθηκαν μαζί στην ίδια ομάδα, σε μια ξένη χώρα.
Το γεγονός γίνεται κάπως πιο περίεργο, λόγω μιας δήλωσης του Χούλιο στη χώρα μας (σε συνέντευξή του το 2014) ότι δήθεν δεν υπήρξε συμπαίκτης με τον Βιέρα στην Πενιαρόλ, και τούτο γιατί, όπως είπε, ο Βιέρα ήταν αρκετά χρόνια (έξι όπως είπε) μεγαλύτερός του σε ηλικία. Το γεγονός αυτό δηλαδή των ανακριβειών του Χούλιο δεν εξηγείται εύκολα (άλλωστε ο Χούλιο μιλά ακόμη έξοχα ελληνικά, ώστε να μην περάσει από το μυαλό μας μεταφραστικό λάθος). Ίσως να μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο βαθμό στο γνωστό στην Ουρουγουάη κοινωνικό χάσμα που υπάρχει μεταξύ των βέρων πρωτευουσιάνων του Μοντεβίδεο (όπως ήταν ο Χούλιο) και των επαρχιωτών της χώρας, που μετοικούν στην πρωτεύουσα (όπως ήταν ο Βιέρα).
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ο Βιέρα ήταν όντως μεγαλύτερος από τον Χούλιο, αλλά μόνο τέσσερα και όχι έξι χρόνια. Η αλήθεια επίσης είναι ότι το από το 1969 μέχρι το 1971 συνυπήρξαν ως συμπαίκτες στο έμψυχο δυναμικό της Πενιαρόλ. Παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας άγνωστων και κάπως αξιοπερίεργων συγκυριών, όντως δεν βρέθηκαν συχνά μαζί ως συμπαίκτες στην ίδια ενδεκάδα, τουλάχιστον σε διεθνείς αγώνες, όταν και οι δύο έπαιζαν στην Πενιαρόλ.
Για παράδειγμα στο Κόπα Λιμπερταδόρες του 1970, αν και η Πενιαρόλ έπαιξε 14 αγώνες και οι δύο τους αγωνίστηκαν σε πολλά από αυτά, μόνο σε δύο από αυτά συναντήθηκαν (έστω και ως αλλαγές) στην ίδια ενδεκάδα. Θα έλεγε κανείς ότι πιο πολύ αγωνίστηκαν μαζί στα γήπεδα ως συμπαίκτες όταν συναντήθηκαν στον Ολυμπιακό, παρά όσο συνυπήρχαν στην Πενιαρόλ.
Σημειωτέον ότι και τους δύο παίκτες τους είχε φέρει στην Ελλάδα ο κολλητός του Γουλανδρή Ελληνοαμερικάνος Νίκος Σκλαβούνος, ένας δαιμόνιος Κεφαλλονίτης, που ήταν εστιάτορας στη Νέα Υόρκη και πρόεδρος του γνωστού τοπικού συλλόγου «Greek-American FC».
Εκείνο όμως που άρεσε πιο πολύ στον Σκλαβούνο ήταν να κάνει τον μάνατζερ, με το αζημίωτο φυσικά. Τα βήματά του ακολούθησε ο Μιχάλης Φωτίου, ο οποίος από τα καράβια βρέθηκε στον Ολυμπιακό, όπου θήτευσε για πολλά χρόνια, αποκτώντας οργανική θέση (επιμελητής του ποδοσφαιρικού τμήματος) και στη συνέχεια, αποφάσισε να γίνει ο πρώτος επίσημος και αναγνωρισμένος από τη FIFA (σε αντίθεση με τον Σκλαβούνο) μάνατζερ παικτών.
Ο Λοσάντα έχει ένα επιδείξει κατά την ερυθρόλευκη θητεία του κάτι, αν όχι πρωτοφανές, τουλάχιστον πολύ σπάνιο και ασυνήθιστο για τα διεθνή ποδοσφαιρικά δεδομένα. Μια ιστορία, που ανήκει σε αυτές, για τις οποίες ισχύει η έκφραση «αυτά συμβαίνουν μόνο στα σινεμά».
Την περίοδο 1979/80 και μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος από τον Ολυμπιακό αποφάσισε να αποσυρθεί από τα γήπεδα. Άλλωστε είχε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα εκείνη την χρονιά (μόνο σε 6 αγώνες και στους περισσότερους από αυτούς ως αλλαγή). Τελευταίο του ματς εκείνη τη σεζόν ήταν την 3/2/1980 με την Καστοριά.
Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο παρέμεινε στην Ελλάδα, την οποία είχε αγαπήσει σαν να ήταν η πατρίδα του. Άλλωστε είχε μάθει σε χρόνο ρεκόρ να μιλά σχεδόν άψογα ελληνικά, είχε αποκτήσει ελληνική υπηκοότητα, είχε κάνει τη στρατιωτική του θητεία στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, ενώ εδώ είχαν γεννηθεί οι δύο κόρες του. Μετά το ποδόσφαιρο, είχε αρχίσει να κάνει επενδύσεις σε ακίνητα στη (νησιωτική) χώρα μας, ενώ είχε ανοίξει επιχείρηση ανδρικής ένδυσης, διαφημίζοντας μάλιστα και ο ίδιος τη μάρκα πουκαμίσων που πουλούσε, τα γνωστά τότε «mag george».
Η επόμενη περίοδος 1980/81 πέρασε ομαλά, με τον Λοσάντα κανονικό θεατή πλέον των αγώνων του Ολυμπιακού.
Η περίοδος όμως που ακολούθησε (1981/82) δεν ήταν ανέφελη. Ο Ολυμπιακός είχε κάποιες απανωτές αποτυχίες και τα πράγματα φαινόντουσαν σκούρα.
Τότε ο Νταϊφάς, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει για να αντιστρέψει την κατάσταση, ζήτησε από τον Λοσάντα να επιστρέψει στην αγωνιστική δράση κανονικά ως παίκτης της ομάδας. Όταν ο Χούλιο του απάντησε ότι, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε πλέον να βοηθήσει σημαντικά, ο Πρόεδρος του Ολυμπιακού του είπε ότι τον ήθελε οπωσδήποτε πίσω, επειδή πίστευε πως και μόνο η παρουσία του θα αρκούσε και θα μπορούσε να εμψυχώσει την ομάδα.
Ο Λοσάντα είχε δεθεί πολύ με τον Ολυμπιακό και τον αγαπούσε τόσο, που δεν μπόρεσε να πει όχι σε αυτό το αδιανόητο κάλεσμα της αγαπημένης του ομάδας.
Έτσι επέστρεψε στην ενεργό δράση και στον Ολυμπιακό και άρχισε κανονικά προπονήσεις. Στις 10 του Γενάρη του 1982, δηλαδή με τη συμπλήρωση σχεδόν δύο χρόνων (!) από τότε που είχε παίξει για τελευταία φορά στον Ολυμπιακό γύρισε στα γήπεδα, φορώντας την ερυθρόλευκη σε ένα ματς με τον ΟΦΗ στον Πειραιά.
Μολονότι δυσκολεύθηκε, ως ήταν εύλογο, από πλευράς φυσικής κατάστασης, αγωνίστηκε σε τρία ακόμη ματς πρωταθλήματος, με το τελευταίο να είναι ένα απέναντι στον Ηρακλή στις 21/2/1982.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι από τότε που επέστρεψε στην ομάδα ο Ολυμπιακός έκανε ένα αήττητο σερί 20 αγώνων και κατέκτησε ξανά το πρωτάθλημα. Η εμψύχωση της ομάδας, εκ του αποτελέσματος τουλάχιστον, φαίνεται ότι πέτυχε.
Μετά τη λήξη του πρωταθλήματος, ο Λοσάντα αποσύρθηκε, αυτή τη φορά οριστικά, αφού η αποστολή είχε εκτελεσθεί. Μιλάμε για ένα εξαιρετικά αξιοσημείωτο στα παγκόσμια ποδοσφαιρικά χρονικά γεγονός. Ένα πραγματικά κινηματογραφικό σενάριο.
Το γεγονός αυτό έρχεται να προστεθεί στα υπόλοιπα που προαναφέραμε για να αποδειχθεί ότι στην εποχή μας, στην εποχή του σύγχρονου φουλ εμπορευματοποιημένου και επικοινωνιακού ποδοσφαίρου δεν υπάρχουν συνθήκες και δυνατότητες για ένα νέο Λοσάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου