Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Β. Σιώκος: Ο απροσπέλαστος αμυντικός βράχος

«Ο Μπαρμπαγιώργος ο ψηλός, είναι ένας γίγαντας σωστός»: Αυτό το στιχάκι εκφωνούσε ο Αττίλιο στη δεκαετία του 1970 και ακολουθούσε το τραγουδιστό «ρουλαλα» των οπαδών της ομάδας μας, που τον περιστοίχιζαν. «Μπαρμπαγιώργος», εμπνευσμένο από τον γνωστό χαρακτήρα του θεάτρου σκιών, ήταν το παρατσούκλι του Βασίλη Σιώκου, λόγω της σωματικής του διάπλασης. Τώρα που μπήκε ο Μάιος, ήρθε η ώρα να γράψω και για τον πραγματικά πολύ μεγάλο σέντερ-μπακ του Ολυμπιακού. Αυτόν που θεωρώ τον καλύτερο από όλους όσους έχω δει, μαζί με τον Ζαντέρογλου. 

Ας με συγχωρήσουν οι θαυμαστές των επίσης μεγάλων αμυντικών παικταράδων Καραταΐδη, Νοβοσέλατς, Γκλέζου, Μίχου, ακόμη και του Παπαδόπουλου (του Σταύρου εννοείται) που κι αυτούς τους έχω στην καρδιά μου και τους αναφέρω και μάλιστα με ιεραρχημένη και όχι τυχαία σειρά. 





Η σχέση του Σιώκου με τον μήνα Μάιο είναι πολύπλευρη και σημαδιακή. Πρώτα-πρώτα γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1947. Πέτυχε το πρώτο γκολ του με τον Ολυμπιακό με κεφαλιά την 17/5/1970 στην Κατερίνη, σε αγώνα με τον Πιερικό (3-3). Το αποφασιστικότερό του γκολ με τον Θρύλο, που ισοδυναμούσε με πρωτάθλημα, όπως θα πούμε στη συνέχεια, το πέτυχε την 20/5/1973. Το τελευταίο του παιχνίδι στον Ολυμπιακό για το πρωτάθλημα έγινε την 14/5/1978 στη Καβάλα εναντίον της τοπικής ομάδας, ενώ τελευταία φορά που φόρεσε την φανέλα της ομάδας ήταν την 17/5/1978 στον εφιαλτικό εκείνο αγώνα κυπέλλου με την ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, τότε που σε ηλικία 34 ετών είχε πάψει πλέον να είναι ο «κανονικός» ασυναγώνιστος και απροσπέλαστος Σιώκος. 

Ποια ήταν τα κύρια προσόντα του Βασίλη; Δεν ήταν μόνο η ικανότητα. Αν ήταν έτσι, τότε θα υποκλινόμασταν όλοι π.χ. στον Στεφανάκο και την πανθομολογούμενη κλάση του και θα τελείωνε εκεί το θέμα. 

Ήταν κυρίως η απίστευτη σταθερότητα και συνέπειά του. Ο Σιώκος αποτελούσε αυτό που λέμε αμυντική εγγύηση. Το να μην αποδώσει καλά ήταν κάτι πάρα πολύ σπάνιο. Με τον Σιώκο πίσω, είχες το κεφάλι σου ήσυχο. Ήξερες ότι υπάρχει η λεγόμενη «στάση Σιώκου», σε περίπτωση που οι αντίπαλοι επιθετικοί προσπαθούσαν να επιτεθούν. 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ήταν η σοβαρότητα, με την οποία αντιμετώπιζε όλους τους αγώνες, ακόμη και τους φιλικούς. Για τον λόγο αυτό μάλιστα σε ένα φιλικό αγώνα Ολυμπιακού-Αργοναύτη, που είχε γίνει το 1969, προκειμένου να διαπιστωθεί η αξία του Δεληκάρη, ο Ολυμπιακός έβαλε πάνω του τον Σιώκο. Ο Δεληκάρης αγωνιζόταν ως αριστερός εξτρέμ, ενώ ο Βασίλης είχε μεν αγωνιστεί κάποτε ως δεξιός μπακ, αλλά αυτό είχε γίνει παλιότερα, σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο. Η θέση του δεξιού οπισθοφύλακα δεν ήταν η κανονική του θέση. Παρ’ όλα αυτά ο Ολυμπιακός ήθελε να δει τον Δεληκάρη απέναντι σε ένα ικανό αγωνιστικό αμυντικό παίκτη, που θα τα έδινε όλα. Και έτσι επιλέχτηκε για τον ρόλο αυτό ο Σιώκος. 

Αποτέλεσμα: ο Δεληκάρης τα βρήκε μπαστούνια και αναγκάστηκε λόγω Σιώκου, προκειμένου να δείξει το ταλέντο του να συγκλίνει προς το κέντρο σε θέση περισσότερο μέσα αριστερά παρά έξω αριστερά, όπως συνήθως έπαιζε τότε. Μετά το τέλος του αγώνα, τα έμπειρα μάτια είχαν διακρίνει την αξία του Δεληκάρη και του είπαν ότι τον θέλουν οπωσδήποτε στον Ολυμπιακό. Ο Δεληκάρης σάστισε κάπως: «μα σήμερα δεν έπαιξα και τόσο καλά, μπορώ πολύ καλύτερα», είπε. Και τότε πετάχτηκε ο Γιώργος Σιδέρης: «μα γι’ αυτό σου βάλανε τον Σιώκο, που δεν χαρίζεται ούτε στη μάνα του. Γι’ αυτόν δεν υπάρχουν φιλικά και κανονικά ματς. Όλα ίδια είναι».  

Στο παιχνίδι του ο Βασίλης ήταν εξαιρετικά μαχητικός και φιλότιμος, αλλά και απίστευτα καθαρός για σέντερ-μπακ, όπως είχαν παραδεχτεί όλοι οι αντίπαλοί του. 

Η ικανότητα του στο τάκλινγκ ήταν μοναδική. Η ακρίβεια του όσον αφορά χρόνο και στόχο μοναδική. Το τάκλινγκ γινόταν την κατάλληλη στιγμή και έβρισκε σχεδόν πάντα μόνο την μπάλα. Βοηθούσαν πολύ και τα πολύ ψηλά του πόδια. 

Το τάκλινγκ του Σιώκου δεν ήταν σαν το τρομερά δυνατό τάκλινγκ του Συνετόπουλου, που ώρες-ώρες πραγματικά έκλεινες ασυναίσθητα τα μάτια, γιατί σου φαινόταν ότι έτσι όπως πήγαινε (ταχύτατα, πολύ δυναμικά και με μεγάλη φόρα) στη φάση θα έκοβε στα δύο τον αντίπαλο. Όταν έκανε τάκλινγκ ο Βασίλης, ο αντίπαλος έχανε την μπάλα, αλλά κατά κανόνα σηκωνόταν αμέσως άθιχτος. Το αντίθετο συνέβαινε με πολλά από τα σκληρά τάκλινγκ του Βολιώτη Τάκαρου, που έβρισκαν και τον αντίπαλο, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μένει κάτω στο γήπεδο και να κάνει πολλή ώρα να σηκωθεί, εκτός αν προτιμούσε να πηδήξει, για να γλιτώσει από την περιπέτεια.

Ο Βασίλης ήταν επίσης εξαιρετικός στο κεφάλι. Ήταν βέβαια ψηλός, αλλά όχι και κανένας γίγαντας, αφού το ύψος του ήταν 1.85 μ. Ήταν επίσης αρκετά ταχύς για το ύψος του και τη φαινομενικά βαριά σωματική του διάπλαση.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, που πολύ σπάνια βρίσκεις σε αμυντικό είναι ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει ως σωματοφύλακας όχι μόνο ψηλούς και σωματώδεις βαρείς επιθετικούς όπως π.χ. τον Αντωνιάδη του ΠΑΟ, αλλά και κοντούς και γρήγορους, όπως π.χ. τον Παπαϊωάννου της ΑΕΚ. Σε αυτό. συντελούσε η απόλυτη συγκέντρωση και προσήλωσή του στο παιχνίδι, καθώς και η μελέτη-ανάλυση προετοιμασίας, που είχε προηγηθεί από τον ίδιο, σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα όχι μόνο των αντιπάλων του, αλλά και του ίδιου του εαυτού του. 

Αποτελεί έναν από τους σούπερ-πιστούς της ομάδας μας. Με τον Ολυμπιακό, παρά την αρχική αναγκαστική περίοδο αγωνιστικής απραξίας του (όπως θα δούμε στη συνέχεια), αγωνίστηκε σε 279 αγώνες πρωταθλήματος και 40 αγώνες κυπέλλου, πετυχαίνοντας 17 γκολ στο πρωτάθλημα (τα 8 με πέναλτι) και 7 γκολ στο κύπελλο. Διατέλεσε αρχηγός της μεγάλης ομάδας του Γουλανδρή, κερδίζοντας μαζί της πρωταθλήματα και κύπελλα, από την περίοδο 1972/73 ως την περίοδο 1974/75. Είχε όμως πάρει ήδη και το κύπελλο της περιόδου 1970/71. 

Συνέδεσε την παρουσία του με δύο διαφορετικές εποχές του Ολυμπιακού, την προ και τη μετά Γουλανδρή. Πρόλαβε και έπαιξε και με τους άσους της εποχής του Μπούκοβι δηλαδή με: Γιώργο Σιδέρη, Βασιλείου, Μποτίνο, Αγανιάν, Ζαντέρογλου, Γιούτσο, αλλά και με τους άσσους της εποχής Πετρόπουλου: Υβ Τριαντάφυλλο, Βιέρα, Λοσάντα, Αργυρούδη, Κρητικόπουλο, Δεληκάρη, Περσίδη κ.λπ. Το αμυντικό δίδυμο, που συνέθεσε με τον Γκλέζο, είναι το καλύτερο στην ιστορία του Ολυμπιακού. Εκείνη την εποχή ο Ολυμπιακός, αν και έπαιζε φουλ επίθεση, δεν δεχόταν πάνω από 13-14 γκολ, σε πρωταθλήματα 34 αγωνιστικών.

Αξίζει να δούμε τώρα πώς ήρθε ο Σιώκος στον Ολυμπιακό. 

Ο Βασίλης δεν είχε σχέση με τον Πειραιά. Ήταν ένα φτωχόπαιδο μιας οικογένειας των Ιλισίων, που προσπαθούσε να επιβιώσει με ένα γαλακτοπωλείο της γειτονιάς. 

Ήταν παίκτης του Ηλυσιακού μιας καλής και γνωστής ομάδας που αγωνιζόταν στα τοπικά ερασιτεχνικά πρωταθλήματα, η οποία ήταν ανέκαθεν κατ’ ουσίαν παράρτημα του ΠΑΟ. 

Ο Ηλυσιακός λειτουργούσε --ιδίως τότε-- περίπου ως ανεπίσημο φυτώριο του ΠΑΟ. Όποιον παίκτη της ομάδας ξεχώριζε τον προξενεύανε ή τον πασάρανε κατευθείαν στον ΠΑΟ. Το γεγονός αυτό ήταν ένα παραδοσιακό έθιμο, ισχυρότερο και από νόμο. Η ομάδα των Ηλυσίων είχε ήδη δώσει στον ΠΑΟ ποδοσφαιριστές που έκαναν μεγάλη καριέρα στους πράσινους τη δεκαετία του 1960, όπως τον Πιτυχούτη, τον Κυριακίδη κ.λπ. Αυτό συνεχίστηκε και πολύ αργότερα με τους Στεφανάκη, αλλά ακόμη και στη σύγχρονη εποχή με τον Δημούτσο κ.λπ. Και αυτό δεν ίσχυε μόνο για ποδοσφαιριστές. Ο Ηλυσιακός λειτουργούσε και ως θερμοκήπιο της προπονητικής καριέρας πράσινων παλαιμάχων παικτών, όπως π.χ. του Δώνη.

Οι απαράβατος αυτός κανόνας μεταγραφικού μονόδρομου από Ηλυσιακό σε ΠΑΟ βρήκε την εξαίρεσή του στην περίπτωση Σιώκου. 

Ο Ολυμπιακός, χάρις στον δαιμόνιο εξωδιοικητικό παράγοντα του συλλόγου Μολφέτα, αποφάσισε να σπάσει το ταμπού. Με άκρα μυστικότητα προσέγγισε το καλοκαίρι του 1967 τον Σιώκο και του έδειξε το ενδιαφέρον του. Στον Βασίλη άρεσε πολύ ο τρόπος με τον οποίο τον πλησίασε ο Ολυμπιακός, που έδειχνε πώς εκτιμούσε την αγωνιστική του αξία. Έτσι, αν και δεν ήταν οπαδός της ομάδας μας, θέλησε να πάει στον Ολυμπιακό.

Ο Μπούκοβι, κάτω από συνθήκες της μεγαλύτερης δυνατής μυστικότητας, είδε τον παίκτη αγωνιζόμενο και έδωσε αμέσως «πράσινο φως», καθώς διέκρινε τα πλούσια προσόντα του. 

Απέμενε, βέβαια, το δυσκολότερο κομμάτι. Έπρεπε να ξεπεράσουν το εμπόδιο των σχέσεων ΠΑΟ-Ηλυσιακού. 

Το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού για τον Σιώκο και οι επαφές-συζητήσεις του παίκτη με τον Ολυμπιακό δεν μπορούσαν να μείνουν μυστικές για πολύ. Μαθεύτηκαν, και η διοίκηση του Ηλυσιακού έγινε έξαλλη. Συνεννοήθηκε αμέσως με τον αντιπρόεδρο του ΠΑΟ Αλούπη για τη χάραξη κοινής γραμμής αντιμετώπισης του θέματος. 

Κατ’ αρχάς έστειλαν τελεσίγραφο στον Βασίλη πως μόνο στον ΠΑΟ μπορούσε να πάει. 

Ο Βασίλης πείσμωσε και αρνήθηκε. Είχε δώσει τον λόγο του στον Ολυμπιακό πως ό,τι και να γινόταν, δεν θα πήγαινε ποτέ στον ΠΑΟ και δεν επρόκειτο με τίποτε να τον αθετήσει. Επιπλέον ο Μολφέτας με κάθε ευκαιρία χαρτζιλίκωνε τον Βασίλη, κάτι πολύ σημαντικό για όλη την οικογένεια του Βασίλη εκείνη την δύσκολη εποχή της βιοπάλης. 

Η υπόθεση βάλτωσε, καθώς εκείνο που ενδιέφερε πιο πολύ τον ΠΑΟ δεν ήταν να αποκτήσει ο ίδιος τον Σιώκο, αλλά περισσότερο να μην τον πάρει ο Ολυμπιακός. Ο παίκτης λοιπόν παρέμενε στον Ηλυσιακό.

Στη μετέπειτα θετική εξέλιξη της υπόθεσης συντέλεσε η χούντα. 

Αφενός μεν οι νόμοι της χούντας περί μεταγραφών επέτρεπαν τις μετακινήσεις από ομάδες κατωτέρων ερασιτεχνικών κατηγοριών σε μεγαλύτερες της ίδιας τοπικής περιφέρειας. Αφετέρου η στρατιωτική θητεία τότε ήταν μεγάλη και σκληρή, ιδίως για άσημους ποδοσφαιριστές ερασιτεχνικών ομάδων, όπως ήταν τότε ο Σιώκος. 

Όταν παρουσιάστηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του ο Βασίλης, ο Ηλυσιακός σταμάτησε να δείχνει τον ίδιο ζήλο για να αποτρέψει τη μεταγραφή του παίκτη, ενώ την ίδια ώρα και ο ΠΑΟ εξακολουθούσε να μη δείχνει κανένα ενδιαφέρον. 

Ο Ολυμπιακός όμως αγρυπνούσε και κατάφερε να πάρει την υπογραφή του Σιώκου σε ένα δελτίο στις παραμονές της στράτευσής του, λίγο προτού παρουσιαστεί στο κέντρο νεοσυλλέκτων στο Μεγάλο Πεύκο. Αυτό το έκανε κυρίως για να το χρησιμοποιήσει μετά ως επιχείρημα και ατού για την ολοκλήρωση της μεταγραφής. 

Πράγματι, ενώ ο Σιώκος υπηρετούσε, ο Ολυμπιακός δεν σταμάτησε να δουλεύει για να κλείσει και τυπικά τη μεταγραφή, εν ανάγκη ακόμη και χωρίς συναίνεση του Ηλυσιακού, βάσει των χουντικών νόμων. Τελικά το πέτυχε και ο παίκτης έγινε και τυπικά και ολοκληρωμένα πλέον παίκτης του Ολυμπιακού κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Η μεταγραφή κόστισε συνολικά 250.000-300.000 δραχμές και ο ίδιος πήρε 70.000.

Τη συμπλήρωση και αποστολή των εγγράφων και γενικά το όλο το τρέξιμο για το διαδικαστικό μέρος της πραγματοποίησης μεταγραφής το διεκπεραίωσε τότε ο Γιώργος Κούδας (!), ο οποίος είχε προσληφθεί, με αξιόλογο μάλιστα μισθό, ως υπάλληλος του γραφείου του Μολφέτα και ήταν πολύ επιμελής στη σύνταξη των εγγράφων. Ακόμη και στην στρατιωτική μονάδα όπου υπηρετούσε ο Σιώκος, ο Κούδας ήταν αυτός που του έστελνε έγγραφα. Ήταν η εποχή που ο Κούδας είχε φύγει από τη Θεσσαλονίκη και είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, επιδιώκοντας την μεταγραφή του από τον ΠΑΟΚ στον Ολυμπιακό. Η τυπική ολοκλήρωση της μεταγραφής του Σιώκου έγινε σε μια άδεια, που είχε καταφέρει να πάρει. 

Η στρατιωτική θητεία του Σιώκου μπορεί να τον βοήθησε στη μεταγραφή του, αλλά δεν τον βοήθησε --τουλάχιστον στην αρχή-- στην ποδοσφαιρική καριέρα του στον Ολυμπιακό. Η μακρά θητεία τον έθεσε εκτός αγωνιστικών πλάνων ομάδας, αφού δεν του επέτρεπε να προπονείται με την ομάδα. Άλλωστε οι εποχές εκείνες ήταν δύσκολες και ρουσφέτια ή εξαιρέσεις δεν γινόντουσαν εύκολα επί χούντας, ιδίως όταν επρόκειτο για ποδοσφαιριστές, που δεν ήταν σημαντικοί ή τουλάχιστον αρκετά γνωστοί. Και ο Σιώκος τότε δεν ήταν ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Επί πλέον του έτυχε η πρόσθετη δυσκολία να βρεθεί για σημαντικό χρονικό διάστημα στη Σάμο και να μην μπορεί καθόλου να έρχεται στον Πειραιά, καθώς υπήρξε περίοδος έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. 

Έτσι ο Σιώκος μολονότι μεταγράφηκε στον Ολυμπιακό την περίοδο 1967/68, μαζί με τον Στολίγκα και τον Αγγελή, αντίθετα με τους δυο προαναφερόμενους, δεν έπαιξε καθόλου την περίοδο εκείνη, αν και ο Μπούκοβι συχνά τον έψαχνε και τον ζητούσε. Έχασε δηλαδή μια χρονιά. Πάντως, έτσι κι αλλιώς, δύσκολα θα έπαιζε ύστερα από την αποχώρηση του Μπούκοβι, αφού ήταν επιλογή του τελευταίου και τότε, αφότου έφυγε ο Μπούκοβι, όποιος ήταν επιλογή του Ούγγρου έμπαινε σε μαύρη λίστα. Ο Σούλης, που διαδέχθηκε τον Μπούκοβι, ποτέ δεν χώνεψε τον Βασίλη. Έτσι ο Σιώκος, αν και ήταν «παιδί» του Μπούκοβι, δεν μπόρεσε να παίξει για τον Μπούκοβι και το γεγονός αυτό αποτέλεσε μεγάλο καημό για τον Βασίλη. 

Ο Βασίλης για πρώτη φορά κατάφερε να παίξει στην ενδεκάδα την επόμενη περίοδο (1968/69), με προπονητή τον Σπάιτς, ο οποίος διαδέχθηκε τον Σούλη και εκτίμησε πολύ την αξία του Βασίλη. Όμως και ο Σπάιτς δεν κάθισε πολύ. Έτσι η αβεβαιότητα επανήλθε. Έφτασε μάλιστα και ένα σημείο που ο Σιώκος προοριζόταν ως ένα από τα πολλά έμψυχα αντάλλαγμα, που πρόσφερε ο Ολυμπιακός στον Πανιώνιο, με σκοπό να αποκτήσει τον Χάιτα. 

Εκείνη την νέα κρίσιμη περίοδο τον βοήθησαν οι καλές εμφανίσεις του στο θερινό πρωτάθλημα ΟΠΑΠ 1969, ένα νέο θεσμό στον οποίο συμμετείχαν, παίζοντας σε ομίλους, όλες οι ομάδες του πρωταθλήματος, για τις οποίες η νέα διοργάνωση αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την προετοιμασία των ομάδων για το επόμενο πρωτάθλημα.

Από την περίοδο 1969/70 και έπειτα, ο Σιώκος καθιερώθηκε οριστικά στην πρώτη ομάδα. Η καριέρα του απογειώθηκε από το 1971 και έπειτα, επί Γουλανδρή. Στον Ολυμπιακό έπαιξε μέχρι το 1978, οπότε και έπεσε θύμα της ανανέωσης του Τόζα Βεσελίνοβιτς, όπως συνέβη και με πολλούς άλλους συμπαίκτες του, που απομακρύνθηκαν από την ομάδα.

Ακολούθησε η μετακίνηση του στον Εθνικό, από τον οποίο πήρε πολλά χρήματα (1.700.000 δραχμές). Η μεγάλη του επιθυμία να κλείσει την καριέρα του στον Ολυμπιακό δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί ποτέ. Κάθε φορά ο Εθνικός έφερνε προσκόμματα. 

Η τελευταία απόπειρα έγινε το 1982, αλλά οι παράγοντες του Εθνικού (και ιδίως ο Ν. Μουρκάκος) παρά τις υποσχέσεις τους, εξαφανίστηκαν, και η μετακίνηση-επιστροφή του στον Θρύλο ματαιώθηκε για μια ακόμη φορά. Έτσι ο Βασίλης, απογοητευμένος, αποφάσισε να αποσυρθεί από τα γήπεδα, χωρίς να μπορέσει να επανέλθει στον Ολυμπιακό, όπως διακαώς επιθυμούσε.

Από όλα τα παιχνίδια που έχει αγωνιστεί, ένα του έχει μείνει αξέχαστο. Ήταν το ματς στον Βόλο την 20/5/1973 (πάλι Μάιος!) εναντίον του τοπικού Ολυμπιακού, τρεις αγωνιστικές πριν λήξει το πρωτάθλημα, στο οποίο η ομάδα μας προπορευόταν, καταδιωκόμενη σε απόσταση αναπνοής από τον ΠΑΟΚ. Το σκορ ήταν 1-1 και έμεναν μόλις δυόμισι- τρία λεπτά για τη λήξη. 

Ο Σιώκος ήταν μέχρι τότε ο μοιραίος παίκτης, αφού είχε χάσει πέναλτι λίγο νωρίτερα, στέλνοντας την μπάλα στο δοκάρι. Μετά από αυτό το άτυχο γεγονός, δεν έχανε ευκαιρία να προωθηθεί στην επίθεση, μήπως τυχόν κατορθώσει να σκοράρει και πάρει το αίμα του πίσω. 

Έτσι και έγινε. Στο 87΄ και κάτι ο Σιώκος με προβολή έδωσε στον Ολυμπιακό τη νίκη και μαζί με αυτήν κατ’ ουσίαν και το πρωτάθλημα της περιόδου 1972/73. Μετά από το ματς αυτό, δεν είχε δύναμη να πάει ούτε στα αποδυτήρια. Είχε αδειάσει τελείως. 

Όταν έχεις δει τον Σιώκο να παίζει και βλέπεις τους σύγχρονους σέντερ-μπακ του Ολυμπιακού, ιδίως αυτούς της τελευταίας πενταετίας, οδηγείσαι μοιραία σε συγκρίσεις, ικανές να προκαλέσουν όχι απλώς θλίψη, αλλά ενδεχομένως και κατάθλιψη, και δη βαριάς μορφής. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου