Στις 15/4/1992 έγινε ένα ματς στο οποίο συμμετείχε ο Μαραντόνα, που ο μεγάλος άσος δεν θα ξεχάσει ποτέ. Κι αυτό όχι τόσο για τον αγώνα που έδωσε μέσα στο γήπεδο, όσο για τον αγώνα που έδωσε έξω από αυτό, προκειμένου να γίνει ο συγκεκριμένος αγώνας και να παίξει ο ίδιος.
Ήταν ένας αγώνας μεταξύ επίλεκτων Αργεντινής και επίλεκτων υπόλοιπης Νότιας Αμερικής, αφιερωμένος στη μνήμη του αποκαλούμενου «βούβαλου», φίλου και συμπαίκτη του στην Εθνική Αργεντινής, Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες, που χάθηκε τόσο πρόωρα. Επρόκειτο για ένα φόρο τιμής στον ίδιο τον παίκτη και ταυτόχρονα μια εκδήλωση συμπαράστασης, ενίσχυσης και αλληλεγγύης προς την οικογένειά του.
Την ιδέα της διοργάνωσης είχε ο ίδιος ο Μαραντόνα (στις μεγάλες του δόξες τότε) που ανέλαβε και την πρόσκληση των ποδοσφαιριστών και γενικά την υλοποίηση του όλου πλάνου.
Την ιδέα της διοργάνωσης είχε ο ίδιος ο Μαραντόνα (στις μεγάλες του δόξες τότε) που ανέλαβε και την πρόσκληση των ποδοσφαιριστών και γενικά την υλοποίηση του όλου πλάνου.
Ο Φούνες είχε πεθάνει τρεις μήνες νωρίτερα, σχεδόν στα χέρια του Μαραντόνα. Ο Μαραντόνα ήταν από αυτούς που είχαν σηκώσει το φέρετρο στην κηδεία του.
Εκείνη την εποχή ο Μαραντόνα ήταν τιμωρημένος. Παρ' όλα αυτά θεωρούσε δεδομένο ότι λόγω του χαρακτήρα του αγώνα δεν θα υπήρχε πρόβλημα συμμετοχής του σε αυτόν, εξαιτίας αυτής της κύρωσης.
Έπεσε έξω. Τόσο η διεθνής ομοσπονδία (FIFA) όσο και η ομοσπονδία Αργεντινής (AFA) δεν του επέτρεψαν να συμμετάσχει. Μάλιστα σε κάποια φάση απειλούσαν με κυρώσεις ακόμη και όσους τυχόν συμμετείχαν σε αγώνα, που θα γινόταν κατά παράβαση των κανόνων της FIFA. Η εξέλιξη αυτή ισοδυναμούσε πρακτικά με ακύρωση του αγώνα.
Ο Μαραντόνα δεν ήθελε πολύ για να τα «πάρει στο κρανίο». Κατ' αρχάς υπήρχε η οικονομική διάσταση, αφού χωρίς την παρουσία του Μαραντόνα δεν θα υπήρχε η αναμενόμενη εισπρακτική επιτυχία για την ενίσχυση της οικογένειας του παίκτη. Πάνω από όλα όμως ήταν η ηθική διάσταση.
Στον Ντιέγκο φαινόταν εντελώς αδιανόητο να ρυθμίζουν άλλοι (και μάλιστα αυτοί που σφόδρα αντιπαθούσε) με περιοριστικό μάλιστα τρόπο την προσωπική και κοινωνική του ζωή, με τις δικές του αξίες και τις επιλογές, απαγορεύοντάς του να κάνει αυτό που παραδοσιακά και πατροπαράδοτα κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει, δηλαδή να τιμήσει, όπως του άξιζε, τον νεκρό του φίλο.
Δεν υπήρχε περίπτωση βέβαια ο Μαραντόνα να κάνει πίσω. Το ματς θα γινόταν οπωσδήποτε. Έβαλε ανθρώπους, βρήκε τρόπους, χρησιμοποίησε γνωριμίες και μεταχειρίστηκε διάφορα αναγκαία νομικά κλπ τεχνάσματα και παραθυράκια.
Ο αγώνας τελικά έγινε στο κατάμεστο γήπεδο της Βέλεζ, τελευταίας ομάδας του Φούνες.
Ο Μαραντόνα μετά το ματς στο οποίο αγωνίστηκε κανονικά, σκοράροντας μάλιστα δήλωσε: «Απόψε οι ποδοσφαιριστές έδωσαν ένα μάθημα στην εξουσία, δείχνοντας την μεταξύ μας αλληλεγγύη, τιμώντας τον Φούνες και υποστηρίζοντας την οικογένειά του».
Κι όλα αυτά έγιναν για τον Φούνες, που υπήρξε και δικός μας παίκτης.
Επειδή βλέπω αρκετούς στη γωνιά αυτή να αγαπάνε τον Φούνες, αποφάσισα λοιπόν, με αφορμή την επέτειο του πιο πάνω αγώνα, να γράψω για την αποχώρηση του ινδιάνου «βούβαλου», ενός πραγματικά σπουδαίου και αγαπημένου σε μένα παίκτη, που μίλησε στην καρδιά μου. Ενός παίκτη, που είχε δημιουργήσει σε όλους τόσο πολλές και μεγάλες προσδοκίες για μια λαμπρή καριέρα στον Θρύλο.
Γιατί, δυστυχώς, αυτό είναι το κυρίαρχο στη μνήμη μου όταν σκέπτομαι τον Φούνες. Το πώς έφυγε από τον Ολυμπιακό. Ούτε η θριαμβευτική υποδοχή, που του έγινε όταν ήρθε, ούτε τα γκολ που έβαλε, ούτε ο δραματικός τελικός του Κυπέλλου (2-2) με τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ, με πρωταγωνιστή τον ίδιο, από το σημείο του πέναλτι. Με άλλα λόγια σκέπτομαι και θυμάμαι εντονότερα τις κακές και όχι τις καλές στιγμές.
Προειδοποιώ λοιπόν τους αναγνώστες. Πρόκειται για μια σχετικά άγνωστη και στενόχωρη υπόθεση. Γι’ αυτό άλλωστε δίσταζα και όλο και ανέβαλλα να γράψω. Ήρθε όμως η ώρα.
Πρέπει επιτέλους να γραφτούν κάποια πράγματα, που έχουν γίνει, τα οποία όμως δεν έχω δει να γράφονται, ούτε έχω ακούσει να λέγονται (όχι αναλυτικά και λεπτομερώς τουλάχιστον) ανεξάρτητα αν αυτό οφείλεται σε άγνοια ή σε αμνησία ή σε κάποιον άλλον λόγο. Πράγματα που δεν συμβαδίζουν με την ωραιοποιημένη (σχεδόν ειδυλλιακή) εικόνα μιας (δήθεν) απόλυτα ομαλής αποχώρησης του παίκτη από την ομάδα μας, όπως έχει μεταφερθεί προς τα έξω. Γι' αυτά τα πράγματα θα μιλήσω σήμερα, όπως τα έζησα.
Τέλη 1988-αρχές 1989. Οι απάνθρωπα σκληρές προπονητικές μέθοδοι του Γιάτσεκ Γκμοχ, αλλά και ο άσχημος και ύπουλος τρόπος συμπεριφοράς του είχαν από καιρό προκαλέσει αντιδράσεις μεταξύ των παικτών του Ολυμπιακού.
Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν ξέσπασε το σκάνδαλο Κοσκωτά και έγινε φανερή η διοικητική αστάθεια και αβεβαιότητα και τα οικονομικά προβλήματα.
Ο Ολυμπιακός, αν και δεν υστερούσε βαθμολογικά, ήταν ένα καζάνι, που έβραζε. Ούτε το κλίμα, ούτε οι συνθήκες, ούτε οι προοπτικές άφηναν χώρο για πολλή ελπίδα και αισιοδοξία.
Ο παμπόνηρος Γιάτσεκ, ο οποίος όταν αντιμετώπιζε δυσκολίες πάντα έψαχνε τρόπο να μεταθέσει τις ευθύνες και να δημιουργήσει άλλοθι, έπρεπε να βρει δικαιολογίες και εξιλαστήρια θύματα. Άλλωστε είχε αντιληφθεί αμέσως πού πήγαινε η κατάσταση και μάλλον προετοίμαζε την αποχώρηση του, καθώς καταλάβαινε ότι, έτσι όπως εξελισσόντουσαν τα πράγματα με την υπόθεση Κοσκωτά, όλα αυτά που προσδοκούσε στον Ολυμπιακό θα πήγαιναν οπωσδήποτε χαμένα και συνεπώς έπρεπε να απεμπλακεί όσο το δυνατό ταχύτερα και πιο ανώδυνα.
Ο Γκμοχ όταν είχε έρθει στον Ολυμπιακό είχε δηλώσει επί λέξει: «θα χρειαστούν λάσο για να πιάσουν τον Ολυμπιακό οι αντίπαλοι του». Όταν αργότερα μετά από κάποια ανεπιτυχή αποτελέσματα κάποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε για την δήλωση αυτή: «που είναι το λάσο, για το οποίο μας λέγατε;» απάντησε ξετσίπωτα, γελώντας μάλιστα: «το λάσο μας είναι στην… Αμερική», εννοώντας βέβαια τον Κοσκωτά.
Η δήλωση αυτή, που αποτελεί ντροπή για προπονητή του Ολυμπιακού, μεταφράζεται ξεκάθαρα ως εξής: «Όλα όσα σας είχα υποσχεθεί ότι θα πετυχαίναμε, θα τα πετυχαίναμε αποκλειστικά χάρις στον Κοσκωτά και τα λεφτά του».
Με άλλα λόγια, κατά τον Πολωνό, το βασικό ατού του Ολυμπιακού δεν ήταν το έμψυχο υλικό και η απόδοση της ομάδας, δηλαδή πράγματα για τα οποία ο ίδιος ήταν υπεύθυνος να τα διαχειριστεί και γι αυτό τον λόγο, άλλωστε, είχε προσληφθεί. Το όπλο της ομάδας ήταν στην πραγματικότητα ο Πρόεδρος, που θα «καθάριζε» τις παντοειδείς δυσκολίες.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής (άλλοθι + απεμπλοκή), που είχε σχεδιάσει ο Πολωνός, άφησε να διαρρεύσουν στον τύπο τα ονόματα των παικτών, που τον αμφισβητούσαν και συνεπώς προκαλούσαν προβλήματα στην ομαλή λειτουργία (ποια ομαλή λειτουργία εκείνη την εποχή, τρομάρα μας !). Είχε άλλωστε άριστες σχέσεις με πολλούς δημοσιογράφους από τη μακρά θητεία του στην Ελλάδα.
Έτσι βγήκαν στις εφημερίδες, κοινώς «κρεμάστηκαν στα μανταλάκια» τέσσερις παίκτες: Ο Φούνες, ο Χαντζίδης, ο Καλταβερίδης και ο Ντέταρι.
Η αλήθεια βέβαια ήταν και οι τέσσερις δεν χώνευαν τον Γκμοχ και διαφωνούσαν σε πολλά μαζί του. Η μεγαλύτερη πηγή αντίδρασης εναντίον του Γκμοχ ήταν ο Ντέταρι, του οποίου το όνομα έδωσε ο Γκμοχ με πολύπλευρο σκοπό: αφενός μεν να διευκολύνει την δική του αποχώρηση, γιατί όταν ο προπονητής συγκρούεται με την μακράν μεγαλύτερη και χρυσοπληρωμένη βεντέτα της ομάδας συνήθως ο προπονητής είναι που φεύγει, αφετέρου για να δικαιολογήσει τις τυχόν αποτυχίες, αφού όλοι θα σκέφτονταν ότι εφόσον ο καλύτερος παίκτης είναι προβληματικός, τότε και όλη η ομάδα επηρεάζεται απ’ αυτό και γίνεται κι αυτή προβληματική. Έτσι θα φορτωνόταν τις ευθύνες ο Λάγιος.
Επιπλέον ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που λαμβάνονταν πειθαρχικά μέτρα κατά του Ντέταρι και πάλι ωφελημένος θα ήταν ο Πολωνός, αφού θα αποδυναμωνόταν η κύρια πηγή αντίδρασης που υπήρχε εναντίον του, μέσα στην ομάδα.
Ο Γκμοχ με την κίνηση που έκανε θέλησε να έχει μαζί του τον κόσμο και περίμενε ότι οι οπαδοί θα στρέφονταν εναντίον των παικτών, θα τους θεωρούσαν και κατηγορούσαν, κατά τα συνήθη, ως σαμποτέρ και κλικαδόρους και ο ίδιος θα εξασφάλιζε ασυλία, όπως πολύ συχνά γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Ο κόσμος, μετά τις διαρροές, αντιμετώπισε διαφορετικά τους συγκεκριμένους παίκτες. Με τον Καλταβερίδη ασχολήθηκε ελάχιστα (σάμπως έπαιζε και συχνά;). Τον Ντέταρι δεν τον άγγιξε, παρά μόνο λίγο, γιατί ήταν ακόμη νωπό το δέος, που αισθανόταν για το πρόσωπο, την αξία και τη μεταγραφή του.
Έτσι εκείνοι που κυρίως την πλήρωσαν και άκουγαν μόνιμα τα πιο πολλά, σε προπονήσεις και αγώνες, ήταν οι άλλοι δύο ο «Αργεντίνος» και ο «Γερμανός» (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, είναι κι αυτός από τους αγαπημένους μου παίκτες, μια μεγάλη και αδικημένη παιχτούρα).
Και οι δύο τους βέβαια κατάλαβαν ποιος είναι ο υπεύθυνος για τις διαρροές στον Τύπο, μολονότι το γεγονός αυτό δεν προέκυπτε από πουθενά επίσημα, καθώς τυπικά ήταν απλά δημοσιεύματα. Έτσι οι παίκτες δεν μπορούσαν να κατηγορήσουν φανερά τον προπονητή τους, αφού θα έχαναν το δίκιο τους.
Στο μεταξύ ο παμπόνηρος Γκμοχ συνέχιζε να τους υπολογίζει κανονικά στην ομάδα και να τους βάζει και στην ενδεκάδα, θέλοντας να δείξει προς τα έξω ότι τους εμπιστεύεται και ότι ο ίδιος δεν έχει σχέση με τα δημοσιεύματα. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να εκθέσει τους παίκτες, χωρίς να εκτεθεί ο ίδιος.
Είχε φροντίσει όμως, μια που ήταν άσος στις στημένες δουλειές, να δημιουργηθεί ήδη ένα αρνητικό κλίμα σε βάρος των «ανταρτών».
Την 22/1/1989 παίζαμε με τον Απόλλωνα στη Ριζούπολη. Από το ζέσταμα κάποιοι οπαδοί κράζανε τους πάντες, αλλά κυρίως τον Φούνες και τον Χαντζίδη. Ο Μηνάς δεν αντέδρασε.
Ο Χουάν Χιλμπέρτο όμως δεν ήταν ίδια περίπτωση. Δεν ήταν όποιος και όποιος. Ήταν ο «βούβαλος», μια μεγάλη διεθνής μορφή, με μεγάλη ιστορία, που είχε παίξει σε μεγάλες ομάδες, είχε κατακτήσει σημαντικούς διεθνείς και εθνικούς τίτλους. Πάνω από όλα, ήταν μια έντονη προσωπικότητα, που δεν ανεχόταν ό,τι ο ίδιος θεωρούσε άδικο. Επιπλέον ήταν δυσαρεστημένος για οικονομικά θέματα, τις καθυστερήσεις πληρωμών, τις δυσμενείς εξελίξεις και εν γένει την όλη κατάσταση, που επικρατούσε στην ομάδα.
Παρ' όλα αυτά, έκανε και θα συνέχιζε να κάνει υπομονή, γιατί είχε δεθεί με την ομάδα και τον κόσμο. Παρά την δεδομένη αξία του δεν ήταν ποτέ αυτό που λέμε ψυχρός επαγγελματίας.
Πάμε στη Ριζούπολη πάλι. Οι αποδοκιμασίες και οι φωνές στην προθέρμανση κατά των παικτών γενικότερα και ιδίως (αλλά όχι μόνο) των «ανταρτών» δεν σταματούσαν.
Σε κάποια στιγμή ο Φούνες, πάνω στην προθέρμανση, εξαπολύει απροσδόκητα ένα πολύ δυνατό βολέ, στέλνοντας την μπάλα, ψηλά πάνω στους οργανωμένους στην κερκίδα, προς στο μέρος, από όπου προέρχονταν πολλές αποδοκιμασίες κατά των παικτών. Ήμουν μέσα στο γήπεδο. Πρέπει να είχε εκνευριστεί από το κράξιμο και όντως φάνηκε ότι το έκανε επίτηδες. Φυσικά οι αντιδράσεις των οπαδών έγιναν ακόμη περισσότερες μετά από αυτό το ατυχές περιστατικό.
Κατά την διάρκεια του αγώνα, που επακολούθησε υπήρξαν αποδοκιμασίες εναντίον του Φούνες, αλλά πιο περιορισμένες και από λίγους σχετικά οπαδούς.
Στο δεύτερο ημίχρονο οι «αντάρτες», όπως τους αποκαλούσαν, ανέλαβαν δράση. Πρώτα σκόραρε ο Χαντζίδης και μετά ο Φούνες με ένα πραγματικά υπέροχο βολέ.
Προσέξτε τώρα. Με το που βάζει το γκολ ο Φούνες, εκδηλωτικός όπως πάντα, φεύγει σφαίρα στην κερκίδα να πανηγυρίσει μαζί με τους οπαδούς, σε μια κίνηση προσέγγισης και συμφιλίωσης ή/και μάλλον συγγνώμης.
Όμως ο έντονος τρόπος πανηγυρισμού του παρεξηγήθηκε και ενώ οι περισσότεροι στις κερκίδες (μεταξύ των οποίων και εγώ) τον αποθέωναν υπήρξαν και κάποιοι που επέμειναν να μην τον συγχωρούν και εξακολούθησαν τον αποδοκιμάζουν, ακόμη και εκείνη την στιγμή, αλλά περισσότερο στη συνέχεια, δείχνοντας ότι πιθανώς να παρεξήγησαν και να θεώρησαν τον πανηγυρισμό ως μια επί πλέον πρόκληση απέναντι στους οπαδούς της ομάδας. Με άλλα λόγια νόμιζαν ότι ο Φούνες με τον πανηγυρισμό του «τους την είπε» (όπως λέγεται στη καθομιλουμένη) για τις προηγούμενες αποδοκιμασίες τους.
Όταν είδα αυτό το πράγμα σφίχτηκε η καρδιά μου και απογοητεύτηκα. Από εκείνη την στιγμή ήμουν πλέον βέβαιος ότι άνθρωπος με τον ψυχισμό του Φούνες δεν θα έμενε για πολύ ακόμη στην ομάδα μας, αφού φαινόταν καθαρά ότι δεν ήταν πλέον καθολικά αποδεκτός και αγαπητός από όλους, όπως παλιότερα.
Άλλωστε, έτσι όπως ήταν τότε οι συνθήκες και κυρίως όπως προδιαγραφόταν η κατάσταση στην ομάδα, η μόνη ελπίδα για να μείνει ο Φούνες ήταν το προηγούμενο μεγάλο δέσιμο του με τον κόσμο, που είχε δημιουργηθεί σε χρόνο ρεκόρ, σχεδόν αμέσως από τότε είχε έρθει. Πώς αλλιώς να έμενε σε μια ομάδα, όπου δεν πληρωνόταν κανονικά και συγχρόνως πολλοί οπαδοί τον είχαν βάλει πλέον στο στόχαστρο;
Εδώ είχε πετύχει μια τέτοια γκολάρα στη Ριζούπολη και οι οπαδοί αυτοί συνέχισαν και τότε, αλλά κυρίως τις επόμενες μέρες, το βιολί τους, λησμονώντας ότι τον προηγούμενο χρόνο ο Φούνες ήταν για αυτούς και γενικά για την ερυθρόλευκη εξέδρα ίσως ο πιο αγαπημένος παίκτης.
Από μια πλευρά τους κατανοώ. Ήταν μεγάλη η πίκρα και τεράστιος εκνευρισμός όλων των φιλάθλων εκείνη την εποχή, λόγω των απροσδόκητων εξελίξεων. Πάνω εκεί, που νόμιζαν ότι θα οικοδομηθεί, μετά από καιρό, μια αυτοκρατορία του Ολυμπιακού, την έβλεπαν να καταρρέει, χωρίς να προλάβει καν να κτιστεί. Ελάχιστοι καταλάβαιναν. Σε πολλούς έφταιγαν τα πάντα. Δεν γνώριζαν τι συνέβαινε, ανησυχούσαν για το τι θα γίνει, δεν ήξεραν με ποιον να τα βάλουν.
Ο Φούνες πάντοτε όπου πήγαινε γινόταν ένα με όλη την κερκίδα της ομάδας του. Στον Ολυμπιακό είχε ζήσει εκδηλώσεις λατρείας Αυτό όμως πλέον δεν ήταν δυνατό, έτσι όπως είχαν γίνει τα πράγματα.
Η κατάσταση παρέμεινε πάνω-κάτω αναλλοίωτη και μετά τη Ριζούπολη. Η απειλή των λαϊκών δικαστηρίων ήταν καθημερινή.
Ο Φούνες ήταν φανερό ότι είχε απογοητευθεί και χάσει κάθε διάθεση και όρεξη. Η κατάσταση στις προπονήσεις συνέχιζε να ήταν χάλια. Είχαν γίνει ήδη κάποια άσχημα σκηνικά με τους παίκτες και ιδίως τους «αντάρτες» και πιο πολύ με τον ίδιο τον Φούνες, τον οποίο κάποιοι εξακολούθησαν να βρίζουν και να κράζουν. Μια φορά μάλιστα μερικοί πήγαν να του την πέσουν ακόμη πιο άγρια, να τον προπηλακίσουν κλπ. Στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι εκείνοι που αποδοκίμαζαν τον Φούνες δεν ήταν βέβαια η πλειοψηφία. Δεν ήταν όμως και λίγοι, ούτε αμελητέοι, ιδίως όταν καθημερινά αρκετοί από αυτούς σύχναζαν στις προπονήσεις.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πω ότι ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα όταν η κατάσταση κρύωσε και ιδίως αφότου ο Φούνες είχε πεθάνει, σε γνωστά ερυθρόλευκα blogs και fora ανταλλαγής απόψεων αυτή η συμπεριφορά των οπαδών απέναντι στον παίκτη έγινε επανειλημμένα αντικείμενο κριτικής συζήτησης. Όλοι ομολόγησαν ότι η κατάσταση υπήρξε λυπηρή. Ανάμεσα τους ακόμη και κάποιοι από αυτούς που, κατά δήλωσή τους, ήταν «ενεργοί» στα συμβάντα της περιόδου, οι οποίοι δήλωσαν μετανιωμένοι και αναγνώρισαν, έστω εκ των υστέρων, ότι τότε το είχαν παρακάνει.
Ο Χουάν δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τη ριζικά διαφορετική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Ζήτησε έντονα να φύγει άμεσα από τον Ολυμπιακό. Τι το πιο φυσιολογικό για ένα ξένο ποδοσφαιριστή, που βρίσκεται σε μια προβληματική ομάδα, που έχει μια ανύπαρκτη ή αφερέγγυα διοίκηση, ένα εχθρικό προπονητή και μια επίσης εχθρική μερίδα οπαδών απέναντι του ;
Τα πράγματα μάλιστα εξελίχτηκαν πολύ γρηγορότερα από όσο περίμενα. Μετά από ελάχιστες λίγες, στις 5/2/1989, ο Φούνες έπαιξε το τελευταίο του παιχνίδι με την ερυθρόλευκη, κάνοντας αυτή τη φορά, μια όντως αδιάφορη εμφάνιση, για την οποία και πάλι αποδοκιμάστηκε. Αυτή τη φορά όμως το κράξιμο δεν τον πείραξε, αφού η αποχώρηση του από τον Ολυμπιακό είχε πλέον δρομολογηθεί και συμφωνηθεί και το γνώριζε. Μάλιστα κατά σύμπτωση στο τελευταίο του ματς για πρωτάθλημα αντιμετώπισε τον ίδιο αντίπαλο, που είχε αντιμετωπίσει και στο πρώτο του παιχνίδι για το πρωτάθλημα στην Ελλάδα και μάλιστα στο ίδιο γήπεδο: τον ΟΦΗ στο ΟΑΚΑ.
Έτσι ο παίκτης, που την 10/2/1988 είχε γελοιοποιήσει τον καλύτερο Έλληνα αμυντικό Στέλιο Μανωλά, ο οποίος δεν μπορούσε, ούτε με τα χέρια, να τον συγκρατήσει στο 3-1 του Ολυμπιακού σε βάρος της ΑΕΚ, για το Κύπελλο μέσα στη Φιλαδέλφεια (μέσα ήμουν και σε εκείνο το ματς) δυστυχώς έφυγε άδοξα και όχι με τον καλύτερο τρόπο από τον Ολυμπιακό.
Ήταν τόση η απογοήτευση και η βιασύνη του Φούνες να φύγει από την Ελλάδα, που δεν ολοκλήρωσε πλήρως τις διαπραγματεύσεις με τον Ολυμπιακό για την μεταγραφή του. Έφυγε στο εξωτερικό, αφήνοντας κάποιες εκκρεμότητες πίσω του. Οι εκκρεμότητες αυτές προκάλεσαν στη συνέχεια ορισμένες διαφωνίες με τον Ολυμπιακό και είχαν ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει αρκετά η μεταγραφή του σε γαλλική ομάδα, όπως ο Φούνες επεδίωκε τότε.
Μετά από λίγο καιρό ο Ντέταρι έδιωξε τον Γκμοχ και έφερε για προπονητή τον πεθερό του τον Κόμορα. Πάντως, όπως προαναφέρω, δεν νομίζω ότι ο Γκμοχ στενοχωρήθηκε ιδιαίτερα. Άλλωστε ο πολωνός είχε πάρει ήδη προκαταβολικά πολλά λεφτά, που δεν είχε δουλέψει. Γνώριζε λοιπόν ότι όσο λιγότερο καιρό θα καθόταν στην ομάδα τόσο πιο κερδισμένος θα ήταν σε σχέση με τα όσα είχε ήδη εισπράξει.
Και κάτι τελευταίο για τον Φούνες, που το αφήνω στη κρίση σας:
Ο γιός του Φούνες Χουάν Πάμπλο το 2009 μιλώντας (στο «Red Planet» νομίζω) αποκάλυψε ότι ο Ολυμπιακός ήταν η μόνη από τις ομάδες που αγωνίστηκε ο πατέρας του, που δεν είχε καμιά επικοινωνία με την οικογένεια τους μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Το γεγονός αυτό ήταν κάτι που τον είχε στενοχωρήσει, γιατί, όπως τουλάχιστον πάλι ο ίδιος διαβεβαίωνε, ο πατέρας του είχε αγαπήσει τον Ολυμπιακό και μάλιστα είχε φυλάξει με επιμέλεια δύο φανέλες του Θρύλου. Μάλιστα ο γιος Φούνες είχε εκφράσει τότε την επιθυμία να γίνει φιλικός αγώνας του Ολυμπιακού προς τιμήν του πατέρα του, ή τουλάχιστον να του απονεμηθεί από τον Ολυμπιακό κάποια τιμητική πλακέτα σε κάποια ειδική εκδήλωση.
Ακόμη περιμένει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου