Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Φλεβάρης του '80: Από τον Κλαφ στον Γκόρσκι

Από την πρώτη μέρα του Φλεβάρη του 1980 o Νταϊφάς, απογοητευμένος από τις επιδόσεις του «μεγάλου εργάτη» Τόζα Βεσελίνοβιτς, άρχισε τις συστηματικές προσπάθειες για να φέρει προπονητή στον Ολυμπιακό τον θρυλικό Μπράιαν Κλαφ. 







Tου Θεολόγου Μιχαηλίδη

Το ύψος της ετήσιας αμοιβής του διάσημου Κλαφ ήταν τεράστιο, αφού υπολογιζόταν τότε σε 100.000 στερλίνες (δηλαδή περίπου 8.500.000 δραχμές) χωρίς σε αυτό να συνυπολογίζεται η αμοιβή του βοηθού του Πήτερ Τέηλορ, με τον οποίο ήταν αχώριστοι. Λέγεται πάντως ότι τη μεγάλη επιθυμία του Νταϊφά ενίσχυε και η πρόθεση οικονομικής συνδρομής φίλων του Νταϊφά, από τον ελληνικό ναυτιλιακό και εφοπλιστικό κόσμο του Λονδίνου, οι οποίοι θα αναλάμβαναν και ενεργό ρόλο τόσο στον τομέα των διαπραγματεύσεων και όσο και στον τομέα χρηματοδότησης του εγχειρήματος. 

Εν τω μεταξύ, υπήρχαν φήμες πως ο Κλαφ είχε εκφράσει την επιθυμία να στήσει εξαρχής από το μηδέν ένα νέο φιλόδοξο πείραμα αλά Νότιγχαμ μακριά από την Αγγλία, στην Ευρώπη. Επιπλέον ήταν γνωστό ότι εφόσον ο Κλαφ αποφάσιζε, όντως, να φύγει, τότε η σχέση του με τη Φόρεστ είχε τέτοια ιδιαιτερότητα, που δεν θα στεκόταν μεγάλο εμπόδιο στην αποχώρησή του. 

Ο βρετανικός Τύπος της εποχής ασχολήθηκε με την υπόθεση, εκφράζοντας πρώτα από όλα, και μάλιστα με ειρωνικό τρόπο, έντονες αμφιβολίες για τις οικονομικές δυνατότητες του Ολυμπιακού να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Κλαφ. 

Αναφορά στο γεγονός και στο ενδιαφέρον του Ολυμπιακού έχει γίνει από τον συγγραφέα και ειδικό ερευνητή σε θέματα Φόρεστ Pete Attaway, σε βιβλία του, τα οποία αμφότερα κυκλοφόρησαν το 2010, με τίτλους Nottingham Forest: Οn this Day και Nottingham Forest: Brian Clough and his legacy 1975-2010. Αναφορά σε ενδιαφέρον για τον Κλαφ από ελληνική ομάδα, χωρίς όμως να κατονομάζεται ακριβώς ποια υπάρχει και στο περίφημο βιβλίο Damned United (2006) του David Peace.

Το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού για τον Κλαφ δεν ήταν καινούργιο, αφού ο πρώτος που τον ήθελε ήταν ο Γουλανδρής στην αρχή της δεκαετίας του 1970. Τότε μάλιστα οι πιθανότητες να έρθει ήταν θεωρητικά περισσότερες, αφού ο Κλαφ δεν ήταν ακόμη τόσο γνωστός, με συνέπεια οι οικονομικές απαιτήσεις του να είναι πολύ πιο προσιτές (20.000 λίρες για τον ίδιο και περίπου 10.000 λίρες για τον Τέηλορ). 

Μάλιστα ο επί σειρά πολλών ετών αυτοκόλλητος βοηθός του Κλαφ Πήτερ Τέηλορ είχε συνηγορήσει υπέρ της αποδοχής της πρότασης, παραβλέποντας ότι το καθεστώς της χώρας εκείνη την εποχή ήταν δικτατορικό. Γι αυτόν τα λεφτά στην Ελλάδα τότε θα ήταν αξιόλογα και το κυριότερο αφορολόγητα. 

Όμως ο γνωστός για τις αριστερές του ιδέες και τα δημοκρατικά του φρονήματα Μπράιαν απέρριψε αμέσως την πρόταση, λόγω της ύπαρξης χουντικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να δικαιολογήσει τον ερχομό του στην Ελλάδα αυτός που ανέκαθεν θεωρείτο «working class hero»; 

Έτσι ο Γουλανδρής, ο οποίος τότε ήθελε οπωσδήποτε Βρετανό προπονητή, κατέληξε στον Άλαν Άσμαν, ο οποίος διετέλεσε προπονητής της ομάδας μας την περίοδο 1971/72.   

Τελικά η υπόθεση των επαφών Νταϊφά και Κλαφ, που είχε απασχολήσει εκείνη την εποχή έντονα τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης έληξε άδοξα, αφού ο Κλαφ προτίμησε, όπως άλλωστε ήταν λογικό, να μείνει στην Αγγλία. Η όλη υπόθεση δεν ευοδώθηκε και άφησε απλώς κάτι σαν μια- ζωογόνα- φαντασίωση στους οπαδούς μας. Κι αυτό γιατί αφορούσε ένα άνθρωπο, που, αν και ξένος, μύριζες και ένιωθες ότι τα χνώτα του ταίριαζαν με το γενετικό υλικό του Ολυμπιακού. 

Ένας τέτοιος ήταν ο Κλαφ, ο οποίος μάλιστα σταδιοδρόμησε ως μεγάλος σκόρερ φορώντας τα ερυθρόλευκα της Σάντερλαντ. Υπάρχουν μάλιστα κάποιες παλιές φωτογραφίες του ως παίκτη, που θυμίζει έντονα ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, βγαλμένο από τη δεκαετία του 1950.

Πάντως ο Κλαφ καθυστέρησε πολύ να δώσει την οριστική αρνητική του απάντηση (κάτι που έγινε, ενώ πλησίαζε το τέλος του πρώτου δεκαπενθήμερου του Φεβρουαρίου) με αποτέλεσμα ο Ολυμπιακός, μην μπορώντας να περιμένει άλλο, να έχει ήδη στραφεί στην λύση Γκόρσκι. Ωστόσο το αξιοσημείωτο ήταν ότι ο Ολυμπιακός εξακολούθησε να μην εγκαταλείπει εντελώς την υπόθεση Κλαφ, ακόμη και όταν είχε συμφωνήσει με τον Γκόρσκι. Τέτοια ήταν η ψύχωση ορισμένων με τον Κλαφ, που δεν δίσταζαν ακόμη και να υποστηρίξουν διαζύγιο από τον Γκόρσκι έναντι παχυλής αποζημίωσης, σε περίπτωση που το θαύμα γινόταν και ο Κλαφ αποφάσιζε τελικά να έρθει στη χώρα μας και στον Ολυμπιακό. 

Όταν ναυάγησε τελεσίδικα η απόπειρα με τον Κλαφ ο Νταϊφάς οριστικοποίησε την στήριξη του προς τον Γκόρσκι, ο οποίος είχε στο ενεργητικό του τον απίστευτο για τα ελληνικά ποδοσφαιρικά δεδομένα άθλο της κατάκτησης του Κυπέλλου Ελλάδας με μια ομάδα όπως η Καστοριά και μάλιστα με μια φανταστική απόδοση στον τελικό. Ο Γκόρσκι ανέλαβε τυπικά τον Ολυμπιακό στο πρώτο δεκαήμερο του Φλεβάρη του 1980.

Από το ένα άκρο λοιπόν στο άλλο πήγε ο Ολυμπιακός. Από την ορμή, την τόλμη και την έκρηξη του Άγγλου «ριζοσπάστη» πήγε στην ηρεμία και την σωφροσύνη του Πολωνού «σοφού». Από τον αμφιλεγόμενο και αντιπαθή σε πολλούς, πολυλογά της δημοκρατικής αριστεράς, που διακρινόταν για την ελευθεροστομία του, στον καθολικά αποδεκτό, συγκρατημένο και φειδωλό στα λόγια πειθήνιο υποστηρικτή του κομμουνιστικού καθεστώτος. 

Ο Κάζιμιρ Γκόρσκι, ο αποκληθείς και «Πάπας του πολωνικού ποδοσφαίρου» από τον μεγαλύτερο Πολωνό τερματοφύλακα Τομασέφσκι, αποτέλεσε μια μεγάλη μορφή στα παγκόσμια ποδοσφαιρικά χρονικά, που οδήγησε την Εθνική Πολωνίας στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στην Ολυμπιάδα του 1972 και της τρίτης θέσης στο Παγκόσμιο Κύπελλο εθνικών ομάδων το 1974 στη Γερμανία. 

Στον Ολυμπιακό πέτυχε το απόλυτο των τίτλων. Κέρδισε τρία στα τρία πρωταθλήματα και μάλιστα επί εποχής Βαρδινογιάννηδων. 

Τον Ολυμπιακό ανέλαβε ως προπονητής δύο φορές και τις δύο Φλεβάρη μήνα. Η πρώτη φορά κράτησε κοντά στους 15 μήνες (από την 8/2/80 μέχρι 15/6/1981) και η δεύτερη φορά πάνω από 4 μήνες (από 7/2/1983 μέχρι 30/6/1983).

Όταν πρωτοήλθε το 1980 διαδέχτηκε ένα άξιο προπονητή, εργάτη και αναμορφωτή (παρά τα κουσούρια του) τον Τόζα Βεσελίνοβιτς. Όταν έφυγε το 1981 τον διαδέχθηκε ο παταγωδώς αποτυχών Αυστριακός Σενέκοβιτς 

Στην δεύτερη περίοδο του στον ερυθρόλευκο πάγκο το 1983 διαδέχθηκε, πάλι μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου όπως την πρώτη φορά, τον Αλκέτα Παναγούλια, ο οποίος τότε είχε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Όταν έφυγε τον διαδέχτηκε ο Γερμανός Χέερ, που ελάχιστα πρόσφερε. 

Όσον αφορά τα πρωταθλήματα που πήρε ο Γκόρσκι τι να πρωτοθυμηθεί κανείς ; 

Το 1980 το μπαράζ του Βόλου με τον Άρη (2-0); Το 1981, που o τίτλος συνδυάστηκε με κατάκτηση και του Κυπέλλου (νταμπλ); Ή το 1983 όταν --μετά από τα χάλια του Αλκέτα-- όλοι οι ειδήμονες δεν μας έδιναν καμία τύχη και παρ’ όλα αυτά έπειτα από μια ξέφρενη πορεία πήραμε τον τίτλο και μάλιστα με καλή διαφορά; 

Το ποδόσφαιρο που έπαιξε η ομάδα επί Γκόρσκι, χωρίς ποτέ να είναι άσχημο έδινε σημασία στο αποτέλεσμα. Διακρινόταν από ομαδικό πνεύμα, μολονότι είχαμε τότε αρκετές βεντέτες και παίκτες με έντονη προσωπικότητα, που όμως σέβονταν απεριόριστα τον προπονητή τους. 

Ο Γκόρσκι δεν τρελαινόταν με την σκληρή προπόνηση, ίσως και γι αυτό την απόδοση της ομάδας την χαρακτήριζε συνήθως μια φρεσκάδα. Επίσης δεν ήταν θιασώτης της αυστηρής και απόλυτης πειθαρχίας στρατιωτικού τύπου, όπως συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνει συχνά με πολλούς (ιδίως μεγάλους) προπονητές. Διέθετε όμως μεγάλο «μάτι» στον πάγκο. Ήταν ένας έμπειρος διορατικός αλλά και τολμηρός κόουτς. Έβλεπε και τολμούσε πράγματα που δεν μπορούσαν εύκολα να τα δουν ή να τα συλλάβουν άλλοι προπονητές. 

Ορισμένες κινήσεις του και μάλιστα σε πολύ κρίσιμα ματς ξένισαν ή αιφνιδίασαν αλλά αποδείχθηκαν αποτελεσματικές και δικαιώθηκαν. Θα θυμηθούμε μερικές από αυτές.

Το 1980 στο μπαράζ με τον Άρη ο αγώνας στο ημίχρονο ήταν στο 0-0. Ο Ολυμπιακός στο πρώτο μέρος δεν είχε διακριθεί επιθετικά και είχε χάσει λιγότερες ευκαιρίες από όσες ο Άρης. Όλοι περίμεναν περισσότερη και ποιοτικότερη επιθετικότητα από τον Ολυμπιακό στο δεύτερο μέρος. Με την έναρξη όμως του δευτέρου ημιχρόνου όλοι πάγωσαν όταν είδαν ένα από τα μεγάλα επιθετικά ατού της ομάδας τον Κρητικόπουλο να αντικαθίσταται από ένα… μεσοαμυντικό τον Πέτρο Μίχο. Όλοι αναρωτήθηκαν: «μα εδώ δεν μπορούμε να παίξουμε καλά στην επίθεση έχοντας τον Κρητικόπουλο μέσα, πώς λοιπόν τώρα θα μπορέσουμε να βάλουμε γκολ και να κερδίσουμε όταν ο Πολωνός τον βγάζει , αποδυναμώνοντας την επιθετική και ενισχύοντας την αμυντική λειτουργία της ομάδας»; 

Όμως ο Γκόρσκι ήξερε τι έκανε. Με την αλλαγή αυτή που έκανε άλλαξαν ρόλους και απελευθερώθηκαν οι υπόλοιποι πολύ καλοί μέσοι της ομάδας Νικολούδης, Κουσουλάκης, Καραβίτης, οι οποίοι μπορούσαν να προσφέρουν τόσο επιθετικά όσο και αμυντικά. Η ομάδα μπορεί να έπαιξε με ένα μόνο επιθετικό, τον Άλστρομ, αλλά έγινε πιο κινητική και επιθετική. Έπαιξε πολύ καλύτερα και κυκλοφόρησε καλύτερα την μπάλα, έκανε πιο πολλές επιθέσεις, έχασε περισσότερες ευκαιρίες και εν γένει έλεγξε πλήρως τον αγώνα και επικράτησε 2-0, κατακτώντας τον τίτλο. 


Το 1981 στον νικηφόρο (3-1) τελικό Κυπέλλου Ελλάδας στη Ν. Φιλαδέλφεια με τον ΠΑΟΚ έβαλε τον Λεμονή στην ενδεκάδα στη θέση του Αναστόπουλου, κίνηση που προκάλεσε έκπληξη, αφού ο Λεμονής σε εκείνη την περίοδο δεν είχε αγωνιστεί ούτε σε δέκα ματς στο πρωτάθλημα και από αυτά στα περισσότερα ως αλλαγή. Ο Λεμονής όμως απέδωσε έξοχα στον τελικό και μαζί με τους Γαλάκο και Ορφανό έκαναν την απουσία του Αναστόπουλου στην επίθεση να μην φανεί.  


Το 1983 στο ντέρμπυ με τον ΠΑΟ στη Λεωφόρο επέλεξε να ξεκινήσει με τον θεωρούμενο από τους ειδήμονες ως ανέτοιμο Εσταβίγιο, ο οποίος έλειπε από τα γήπεδα πάνω από τέσσερις μήνες μετά από σοβαρό τραυματισμό. Ο Γκόρσκι όμως και πάλι δικαιώθηκε απόλυτα. Ο Ουρουγουανός διακρίθηκε, σημειώνοντας μάλιστα και το μοναδικό γκολ της νίκης. Αλλά δεν ήταν αυτό το μόνο που έκανε σε εκείνον τον αγώνα. Όταν λίγο προτού τελειώσει το ημίχρονο αποβλήθηκε ο Άλμπερτσεν, αφήνοντας την ομάδα με δέκα παίκτες, ο Γκόρσκι αιφνιδίασε βάζοντας μέσα στο β΄ μέρος, ως αμυντικό χαφ, τον «απίθανο» Αργυρούλη (που είχαμε πάρει από την Λάρισα) ένα παίκτη που είχε παίξει ελάχιστα παιχνίδια μέχρι τότε, και αυτά ως αλλαγή. Η αλλαγή όμως τον δικαίωσε και πάλι και η ομάδα πολύ λίγο κινδύνεψε στην συνέχεια, διατηρώντας σχεδόν άνετα μέχρι τέλους το 1-0. 



Ο έμπειρος Γκόρσκι, μολονότι ήρεμος και πράος ως χαρακτήρας, έδωσε στην ομάδα το μαχητικό και αγωνιστικό πνεύμα του νικητή. Ταυτόχρονα ενέπνευσε αισθήματα σεβασμού, πίστης και εμπιστοσύνης στους παίκτες και οικοδόμησε ανάλογο κλίμα στα αποδυτήρια, μακριά από οικειότητες, καλαμπούρια και χαριεντισμούς. Στην σοβαρότητα αυτή της ομάδας ίσως να οφείλεται ότι επί Γκόρσκι νικήσαμε σε όλα τα ντέρμπυ πρωταθλήματος με τον ΠΑΟ, εκτός από ένα στο οποίο φέραμε ισοπαλία. Συγκεκριμένα πετύχαμε τρεις νίκες σε τέσσερα ντέρμπυ, χωρίς να δεχτούμε ούτε ένα γκολ από τους βάζελους. Επί πλέον αποκλείσαμε τον ΠΑΟ στο Κύπελλο Ελλάδας, διασύροντας τον με εκείνο το αξέχαστο 4-0. 


Ένα ιδιαίτερο όσο και βασικό χαρακτηριστικό του Γκόρσκι ήταν ότι ζητούσε από τους παίκτες του να κάνουν πολλά και συχνά σουτ, ακόμη και από μεγάλη απόσταση. Κάτι θα θυμάται περί αυτού ο Κωνσταντίνου. Κάποια πικρή ανάμνηση θα του έχει μείνει το 1980 στη Λεωφόρο από το σουτ του Κουσουλάκη. Ανάμνηση, που αποτυπώθηκε και διαιωνίσθηκε στην πασίγνωστη διαφήμιση της σοκολάτας «χρυσό ντέρμπυ της ΙΟΝ».

Ένα άλλο πράγμα, που θυμάμαι με ευχαρίστηση από τον Γκόρσκι ήταν το πώς άφησε στα κρύα του λουτρού την ΑΕΚ, που ισχυριζόταν ότι τον είχε κλείσει το 1983, μόνο και μόνο επειδή είχε κάνει κάποιες συνομιλίες με τον μάνατζερ του, γνωστό αθλητικό παράγοντα, δημοσιογράφο και δικηγόρο (από όλα είχε ο μπαχτσές) Βασίλη Κοντοβαζενίτη. Όταν ο Γκόρσκι υπέγραψε εκ νέου το 1983 στον Ολυμπιακό ο «παππούς» (όπως αποκλήθηκε) είχε δηλώσει: «Δεν καταλαβαίνω τον θόρυβο που έχει δημιουργηθεί; Μήπως η ΑΕΚ πλήρωσε τα έξοδα μου για να έλθω στην Ελλάδα, μήπως η ΑΕΚ είχε δεχτεί τους όρους που ήθελα, μήπως είχαμε συμφωνήσει, έστω και προφορικά με την ΑΕΚ; Συζητήσεις απλώς είχαν γίνει με τον κ. Αρκάδη. Αντίθετα ο Ολυμπιακός δέχτηκε τους όρους μου και συμφωνήσαμε».

Και έπειτα πρόσθεσε και κάτι τελευταίο, που αποτελεί και την ουσία της υπόθεσης: «Άλλωστε ο Ολυμπιακός είναι ομάδα στην οποία έχω ξαναδουλέψει, την γνωρίζω και την εκτιμώ» (στην εκ φύσεως συγκρατημένη γλώσσα του «παππού» αυτό το «εκτιμώ» μεταφράζεται σε «αγαπώ»). Πράγματι αγάπησε τον Ολυμπιακό πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη ομάδα στην Ελλάδα όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος πολύ αργότερα

Οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού τον αγάπησαν πολύ, μολονότι είχε θητεύσει στον ΠΑΟ την σεζόν 1976/77, οδηγώντας τον μάλιστα σε νταμπλ, με δύο νίκες σε βάρος μας. Άλλωστε ακόμη και όταν ήταν στους πράσινους όλοι οι φίλαθλοι τον είχαν σε εκτίμηση.

Ήταν πολύ ευγενής και σοβαρός και ουδέποτε προκαλούσε με λόγια ή πράξεις. Το κύρος του ήταν αδιαμφισβήτητο και τύγχανε καθολικής αναγνώρισης. 

Στο τέλος της αναφοράς μας για τον Γκόρσκι ασφαλώς θα έρχεται στο μυαλό όλων το ερώτημα: Μα γιατί δεν κράτησαν και μάλιστα όχι μια, αλλά δύο φορές (1981 και 1983) τον προπονητή του απόλυτου των πρωταθλημάτων του «τρία στα τρία»; Τι άλλο δηλαδή έπρεπε να κάνει για να ανανεώσουν το συμβόλαιο του; 

Τι να απαντήσει κανείς σε αυτό το εύλογο ερώτημα; Μόνο ένα «έλα ντε!» μπορεί να πει. Ο Νταϊφάς που ήταν ο αρμόδιος, αφού αυτός τον έφερνε και μετά τον έδιωχνε ποτέ δεν απάντησε καθαρά στο ως άνω ερώτημα. Διαρροές κύκλων του σε δημοσιογράφους και παράγοντες επικαλούνταν αστείες δικαιολογίες.

Καταρχήν μίλησαν για τη μεγάλη του ηλικία. Κι όμως τόσο σε ελληνικό όσο και διεθνές επίπεδο υπήρξαν παραδείγματα πολλών προπονητών, με μεγάλες επιτυχίες που είχαν πολύ μεγαλύτερη ηλικία από αυτήν που είχε τότε στον Ολυμπιακό ο Γκόρσκι (που δεν ήταν ούτε 60 ετών, όταν πρωτοήρθε στον Ολυμπιακό). 

Μετά άρχισαν οι διάφορες συνηθισμένες και μεθοδευμένες ιστορίες απαξίωσης από δημοσιογραφικά παπαγαλάκια. Γράφτηκε ότι συνήθιζε να παίρνει ένα υπνάκο στον πάγκο, ότι τον σκούνταγαν να ξυπνήσει, ότι έλεγε κοινοτοπικές ή και ανόητες αμπελοφιλοσοφίες, που προκαλούσαν το γέλιο κλπ

Μίλησαν επίσης για αποτυχία και ακαταλληλότητα του Γκόρσκι για τις διοργανώσεις της Ευρώπης. Ο Γκόρσκι θεωρήθηκε περίπου ανίκανος να οδηγήσει την ομάδα σε ευρωπαϊκή διάκριση. Τρίχες κατσαρές ! Καθαρή υποκρισία και υπεκφυγή. 

Πρώτα-πρώτα εκείνη την εποχή η ευρωπαϊκή ψύχωση δεν κυριαρχούσε στις ελληνικές ομάδες, όπως συμβαίνει στις τελευταίες δεκαετίες. Αλλά και οι ίδιες οι διοργανώσεις της Ευρώπης δεν ήταν τότε τόσο εξελιγμένες ούτε τόσο επικερδείς, όπως στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Οι ελληνικοί στόχοι ήταν λοιπόν τότε οι αυτοί που είχαν σχεδόν αποκλειστική προτεραιότητα. Αλλά στο κάτω-κάτω ο Γκόρσκι έφταιγε που ο Ολυμπιακός έπεσε πάνω στη πανίσχυρη Μπάγερν Μονάχου σε διπλό αγώνα νοκ-άουτ και αποκλείστηκε; 

Στη πραγματικότητα ο λόγος που δεν κράτησε ο Νταϊφάς τον Γκόρσκι και τις δύο φορές πρέπει να ήταν το κύρος, που έβγαζε η προσωπικότητα του Πολωνού. 

Ο Γκόρσκι είχε γίνει ήδη αγαπητός και σεβαστός στο ερυθρόλευκο κοινό και ασφαλώς όσο περισσότερο θα παρέμενε το φαινόμενο αυτό θα δυνάμωνε. 

Στο μυαλό του Νταϊφά περνούσε η ιδέα ότι μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα δεύτερο Μπούκοβι. 

Ο Νταϊφάς, ο οποίος ήταν μια πολύ συγκεντρωτική προσωπικότητα, παρόντος του έχοντος τεράστια και καθολική αναγνώριση «παππού», δεν ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε πάντοτε να κάνει, ως πρόεδρος, το δικό του απόλυτο κουμάντο στα πάντα, να χώνεται παντού, να αποφασίζει κατά το δοκούν και να τα ρυθμίζει όλα όπως ο ίδιος ήθελε. Έτσι φαίνεται ότι προτίμησε να τον ξεφορτωθεί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου