Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Σώκρατες: Τιμή που υπήρξε μέλος του Ολυμπιακού

Σήμερα θα γράψω, έχοντας περισσότερο ως αφορμή και όχι ως λόγο και σκοπό τον Ολυμπιακό. Όπως θα γνωρίζετε στα μητρώα μελών του Ολυμπιακού έχουν καταγραφεί πολλές χιλιάδες μέλη. Ανάμεσα σε αυτά το κατά την γνώμη μου ίσως σημαντικότερο δεν είναι ένας έλληνας, αλλά ένας ξένος, ένας Βραζιλιάνος, με ελληνικό όνομα. Ο Σώκρατες. Την 15/11/2006 οριστικοποιήθηκε τυπικά και οριστικά η εγγραφή του ως μέλος του Ολυμπιακού, με αριθμό μητρώου 8, όπως ο αριθμός της φανέλας που φορούσε, όταν έπαιζε.




Προηγουμένως ο Σώκρατες είχε παρακολουθήσει και τον αγώνα της ομάδας μας με την Καλαμαριά 5-0, που έγινε την 12/11/2006 στο Καραϊσκάκη, συνοδευόμενος και από τον παλιό αθλητή του Ολυμπιακού και πρωταθλητή άλματος σε ύψος Λάμπρο Παπακώστα, ο οποίος είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τη Βραζιλία, και λόγω συζύγου.

Τότε ο Σώκρατες είχε δηλώσει: «Θα είμαι Ολυμπιακός μέχρι το τέλος της ζωής μου, γιατί είναι ο λαοφιλέστερος σύλλογος στην Ελλάδα».

Όπως αντιλαμβάνεστε, ήξερε ή είχε διαβάσει τι σημαίνει Ολυμπιακός και καταλάβαινε ότι είναι η ομάδα του λαού, «των πολλών», δηλαδή αυτών, για τους οποίους πάντα σε όλη του τη ζωή νοιαζόταν και πάλευε.

Πρέπει να διευκρινίσω ότι όταν λέω τη φράση «σημαντικότερο μέλος» δεν εννοώ μόνο από πλευράς ποδοσφαιρικής αξίας, αλλά από ευρύτερης κοινωνικής πλευράς. Μπορεί άλλοι καλύτεροι και ενδοξότεροι ποδοσφαιριστές από τον Σώκρατες, όπως οι Μαραντόνα και Πελέ, να έχουν έλθει στον Πειραιά για τον ίδιο λόγο, αλλά σαν τον Σώκρατες δεν υπάρχει άλλος.

Ο Σώκρατες αποτέλεσε τον σπουδαιότερο οδοδείκτη, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, της δύναμης και επιρροής του ποδοσφαίρου. Έδειξε την κοινωνική αξία και σημασία του αθλητισμού και ιδίως του φουτμπωλ. Δίδαξε το πώς μέσα από το ποδόσφαιρο μπορεί να γεννηθούν προοδευτικές πολιτικές σκέψεις, να ευαισθητοποιηθούν και ξυπνήσουν κοιμισμένες ή παθητικές συνειδήσεις, να ενισχυθεί ο αγώνας για μια ανθρώπινη δημοκρατία, να αφυπνιστούν οικουμενικές κοινωνικές αξίες και να δρομολογηθούν ή ακόμη και να προκληθούν πολιτικές αλλαγές.

Σε ηλικία 10 ετών έζησε τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τη δικτατορία και εκείνο που θυμάται περισσότερο από όλα από την περίοδο εκείνη ήταν ότι ο πατέρας του το πρώτο πράγμα που έσπευσε τότε να κάνει ήταν, από όλα τα βιβλία του σπιτιού, να πάρει και να κάψει ένα βιβλίο που μιλούσε για την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Αυτό υπήρξε για τον Σώκρατες και το πρώτο ερέθισμα πολιτικής συνείδησης και προβληματισμού. Αργότερα στη ζωή του είχε πρότυπα τον Τσε Γκεβάρα και τον Φιντέλ Κάστρο. Μάλιστα έναν από τους γιούς του ονόμασε Φιντέλ, γι αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Αυτό που έκανε με την «Κορινθιανή Δημοκρατία» (1981-1984), της οποίας ήταν πρωτεργάτης, ήταν ασύλληπτο. Ήταν μια πλήρης ανανέωση, ριζοσπαστικοποίηση και επανάσταση στο ποδόσφαιρο. Ούτε λίγο ούτε πολύ έφερε και εφάρμοσε την ελευθερία, τη δημοκρατία και την αυτονομία στο ποδόσφαιρο, αποτελώντας προπομπό και πηγή έμπνευσης για τις ίδιες αξίες, ευρύτερα για όλους τους συμπατριώτες του, σε όλη τη χώρα, η οποία ζούσε κάτω από την απολυταρχικό και ολοκληρωτικό καθεστώς.

Σε μια εποχή λοιπόν που κυβερνούσε ένα σκληρό δικτατορικό και στρατοκρατικό καθεστώς αυτός ύψωσε δημοκρατική σημαία μέσα στον σύλλογο του, την Κορίνθιανς και με αυτό το ορμητήριο και την αφετηρία αγωνίστηκε για την εξάπλωση της δημοκρατίας σε όλη τη χώρα. Και ήταν τόσο μεγάλη η προσωπικότητα του Σώκρατες, αλλά και η θέληση και η αγωνιστικότητά του, που το καθεστώς δεν τόλμησε να τον εξοντώσει, παρά το μίσος και την δυσφορία, που είχε προς το πρόσωπό του.

Η δικτατορία με λύσσα έβλεπε την Κορίνθιανς, μια θεωρητικά αριστερή ομάδα, που ιστορικά και παραδοσιακά προερχόταν από τον κόσμο των εργατών και μεταναστών, να αγωνίζεται με τη φράση «Democracia Coritnhiana» στη πλάτη της φανέλας της, φράση που μάλιστα συνοδευόταν από εμφανή κόκκινα στίγματα, τα οποία παρέπεμπαν σε σταγόνες αίματος και συμβόλιζαν το αιματοβαμμένο απολυταρχικό καθεστώς.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Στις φανέλες των παικτών της Κορίνθιανς αναγράφηκε ακόμη και μήνυμα πρόσκληση σε όλους τους φιλάθλους της χώρας να πάνε να ψηφίσουν, εννοείται εναντίον του καθεστώτος, στις εκλογές της 15.11.1982.

Απέναντι σε όλα αυτά, η δικτατορία προτίμησε λοιπόν να περιοριστεί μόνο σε κλήσεις, πιέσεις, απειλές, επιθέσεις και λοιπές πιο έμμεσες κινήσεις, που στράφηκαν περισσότερο σε βάρος συνεργατών του Σώκρατες.

Όσο για την ίδια την «Democracia Corinthiana» τι να πει κανείς. Όταν ψηφίζουν όλοι, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο μέσα σε ένα σύλλογο, ανεξάρτητα από θέση και ιδιότητα, για τα πάντα (ακόμη και για το πότε θα αναρτάται το πρόγραμμα της προπόνησης στους πίνακες), καταλαβαίνετε.

Αυτό που έγινε σε μια τεράστια ομάδα όπως η Κορίνθιανς, η οποία στη Βραζιλία θεωρείται ο λαοφιλέστερος και μεγαλύτερος σύλλογο του Σάο Πάολο (και η δεύτερη λαοφιλέστερη ομάδα της χώρας μετά τη Φλαμέγκο) είχε τα χαρακτηριστικά της πιο απόλυτης άμεσης δημοκρατίας. Όλα αυτά τα πράγματα, με τα οποία καταπιάνονταν προνομιακά η φιλοσοφία και η πολιτική, αποδεικνύονταν και υλοποιούνταν στην πράξη, όχι σε αυτούς τους ανώτερους χώρους διανόησης, αλλά στον χώρο του ταπεινού... ποδοσφαίρου.

Το ποδόσφαιρο χάρις στον Σώκρατες και την Κορίνθιανς έβαζε τα γυαλιά σε όλους αυτούς που το έβλεπαν αφ’ υψηλού και το περιφρονούσαν. Γιατί μπορεί η κλίμακα υλοποίησης της δημοκρατίας της Κορίνθιανς να ήταν θεωρητικά μικρή, αλλά η κοινωνική επιρροή και ο αντίχτυπος της κίνησης είχαν πανεθνικό χαρακτήρα.

Όταν η Κορίνθιανς έπαιζε το σύνθημα που αναγραφόταν στα μπάνερ ήταν: «Δεν έχει σημασία το νικήσεις ή να χάσεις, αρκεί να γίνει αυτό δημοκρατικά».

Για τον Σώκρατες το ποδόσφαιρο και η νίκη δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά ένα μέσο για κοινωνική συμβολή. Όπως έχει δηλώσει: «οι πολιτικές νίκες είναι πολύ πιο σημαντικές από τις ποδοσφαιρικές. Ένα ματς κρατά ενενήντα λεπτά, η πολιτική κρατά μια ζωή και δεν τελειώνει ποτέ».

Ο ίδιος, άλλωστε, είχε αναρωτηθεί μάλλον ρητορικά: «τι θα συνέβαινε άραγε αν μια μέρα διοχετεύαμε και κατευθύναμε τον ενθουσιασμό και το πάθος που έχουμε για το ποδόσφαιρο σε άλλους σκοπούς θετικούς για την ανθρωπότητα;»

Γιατρός, πανεπιστημιακός διδάκτωρ φιλοσοφίας, μουσικός, αρθρογράφος στο εβδομαδιαίο προοδευτικό έντυπο Carta Capital (όπου είχε προτείνει, μεταξύ άλλων, τη μείωση του αριθμού των ποδοσφαιριστών από 11 σε 9, για βελτίωση του θεάματος), μα πάνω από όλα ακτιβιστής ο Σώκρατες καταλάβαινε ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν το παν στη ζωή.

Παιδεία, εκπαίδευση, υγεία, δημόσια διοίκηση, κοινωνική πρόνοια, κοινωνικές διακρίσεις και αδικίες κ.λπ. ήταν τα προσφιλή πεδία, όπου εστιάζονταν ο λόγος και οι προσπάθειές του.

Αγωνίστηκε αρχικά για τα επαγγελματικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα όχι μόνο των ποδοσφαιριστών ως αθλητών, αλλά και ως πολιτών. Πάλεψε για την κατάργηση της υποχρεωτικότητας της λεγόμενης «concentracao» των παικτών, πριν από κάθε αγώνα, ποδοσφαιρικό έθιμο που πίστευε ότι δεν ταίριαζε σε υπεύθυνα άτομα. Στη συνέχεια αγωνίστηκε για τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα όλων των συμπολιτών του και κυρίως των εκατομμυρίων ταπεινών, καταφρονεμένων και εξαθλιωμένων. Γνώρισε από κοντά τις κοινωνικές ανισότητες και ανέκαθεν μαχόταν εναντίον τους.

Ποτέ του δεν κυνήγησε τα χρήματα, ενώ θα μπορούσε να είχε βγάλει πολλά. Ο ίδιος δεν είχε ποτέ στη ζωή του δικό του μάνατζερ ή ατζέντη. Αρνήθηκε πρόταση να γίνει «επίσημος πρέσβης» ποδοσφαίρου ή αθλητισμού, απασχόληση πολύπλευρα και πολλαπλά επικερδή και συνηθισμένη σε αθλητές παγκόσμιου βεληνεκούς, αφού συνδυάζεται με προβολή, διαφήμιση, χορηγούς, επιχειρήσεις και παντοειδή οφέλη. Θεωρούσε το ως άνω αξίωμα, για το οποίο όλοι οι άλλοι μεγάλοι ποδοσφαιριστές τρελαινόντουσαν, ως μια υποκριτική πλην όμως καθαρή εκδήλωση εμπορευματοποίησης. Ακόμη και όταν η οικονομική του κατάσταση δεν ήταν ιδιαίτερα ανθηρή αρνήθηκε επικερδέστατες εξωτικές προτάσεις από Μέση Ανατολή και Ασία, που θα του γέμιζαν την τσέπη, αλλά θα του άδειαζαν την ψυχή.

Ακόμη και η χρονιά στην Ιταλία με την Φιορεντίνα είχε κάποιο αξιακό νόημα και όχι ένα στενό οικονομικό κίνητρο. Είχε προειδοποιήσει, μιλώντας σε ένα ακροατήριο μιας πλατείας του Σάο Πάολο, γεμάτης από 2.000.000 άτομα, ότι δεν θα έφευγε από την ομάδα και τη χώρα, παρά μόνο αν η βούληση του λαού στις εκλογές που θα επακολουθούσαν δεν ήταν αυτή που θα έπρεπε.

Όταν όμως αυτό που ήθελε τελικά δεν έγινε, αισθάνθηκε ότι έπρεπε να φύγει, έστω και με βαριά καρδιά, έστω και για λίγο, όχι γιατί θέλησε να τιμωρήσει τους συμπατριώτες του, αλλά γιατί έπρεπε έμμεσα να τηρήσει την υπόσχεσή του, να δείξει για το μέλλον ότι ο λόγος του έχει βαρύτητα και αξιοπιστία, αφού ήξερε ότι οι αγώνες δεν τελειώνουν εκεί, ούτε τελειώνουν ποτέ, αλλά θα συνεχίζονται και ως εκ τούτου η πρόσκαιρη αποχώρησή του θα αποτελούσε κάτι σαν ένα κομμάτι στο σταυρόλεξο της ακεραιότητας και της αξιοπρέπειάς του.

Άλλωστε και όταν ήταν στην Ιταλία και τον ρώτησαν το κλασικό και αιώνιο ερώτημα: ποιος από τους δύο ήταν καλύτερος ο Ριβέρα ή ο Ματσόλα, αυτός απάντησε: «Δεν γνωρίζω και δεν με ενδιαφέρει. Εγώ ήρθα στην Ιταλία για να μάθω να διαβάζω τον Γκράμσι στο πρωτότυπο ιταλικό κείμενο».

Για το πόσο σπουδαίος ποδοσφαιριστής υπήρξε δεν θα γράψω τίποτε. Μπορείτε να διαβάσετε και να δείτε στο διαδίκτυο. Το ίδιο ισχύει για τους αγώνες του, τα επιτεύγματα και τις διακρίσεις του, για τις συμμετοχές του στην εθνική, όπου διετέλεσε επί πολλά χρόνια αρχηγός, για τα παγκόσμια κύπελλα που έπαιξε, για την υψηλή τεχνική του κατάρτιση (futebol-arte), για τον τρόπο παιχνιδιού του, για τα περίφημα τακουνάκια του κ.λπ.

Εδώ θα θυμίσουμε άλλα πράγματα. Τις κορδέλες που φορούσε στα μαλλιά του, ιδίως σε αγώνες Παγκοσμίου Κυπέλλου, που παρακολουθούσαν εκατοντάδες εκατομμύρια θεατών σε όλη την υδρόγειο, τις οποίες κοσμούσαν μηνύματα με έννοιες όπως «αγάπη», «δικαιοσύνη», «όχι τρομοκρατία» κ.λπ.

Ως άνθρωπος δεν ήταν εκδηλωτικός, αλλά ήρεμος, γεγονός αξιοπερίεργο για μεγάλους αγωνιστές, που τους συνεπαίρνει η φλόγα του συναισθήματος. Ακόμη και στο ποδόσφαιρο, όταν έπαιζε στη Κορίνθιας, πανηγύριζε λιτά, σηκώνοντας σε σφιγμένη γροθιά το δεξί του χέρι και βάζοντας ταυτόχρονα το αριστερό του πίσω από την πλάτη του. Ο πανηγυρισμός αυτός ήταν κάπως επηρεασμένος από την στάση των Αμερικανών ολυμπιονικών των 200 μ. Σμιθ και Κάρλος στο βάθρο των νικητών των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968. Δεν του άρεσαν οι έξαλλοι πανηγυρισμοί, που για τον ίδιο είχαν ένα εγωκεντρικό και επιδεικτικό στοιχείο. Άλλωστε δεν θεωρούσε ότι έκανε και τίποτε το φοβερό. Γκολ έβαζε.

Μάλιστα η όλη συμπεριφορά του είχε προκαλέσει στην αρχή (1978) την παρέμβαση της διοίκησης της Κορίνθιανς, που του ζητούσε να πανηγυρίζει έξαλλα και γενικά να δείχνει περισσότερο πάθος, ώστε να ικανοποιούνται οι ιδιαίτερα φανατικοί οπαδοί της ομάδας. Είναι αλήθεια μάλιστα ότι χρειάστηκε να περάσει αρκετός χρόνος για να καταλάβουν και να αγαπήσουν οι οπαδοί τον Σώκρατες, τον οποίο είχαν για καιρό παρεξηγήσει.

Κατά τα άλλα, ήταν γνωστός για τις αδυναμίες του στη κατάχρηση αλκοόλ (κυρίως μπύρας), καπνίσματος και αγάπης προς στο γυναικείο φύλο. Παντρεύτηκε 4 φορές και απέκτησε 6 παιδιά.

Για όλα αυτά τα «αμαρτήματα», επικρίθηκε και κατηγορήθηκε επανειλημμένα και συστηματικά από όλους όσους δεν άντεχαν την ιδεολογία του. Μάλιστα οι εν λόγω αδυναμίες του χρησιμοποιήθηκαν για να δυσφημιστεί και απαξιωθεί γενικότερα. Η υστερόβουλη λογική και η σκοπιμότητα πίσω από αυτή την κριτική ήταν προφανείς.

«Μη δίνετε σημασία στα λόγια και τα έργα ενός μέθυσου και γυναικά, που δεν μπορεί να στεριώσει οικογένεια και είναι πρότυπο ασυνέπειας, αφού, αν και γιατρός, καπνίζει σαν φουγάρο», έλεγαν. Και εδώ που τα λέμε τα επιχειρήματα αυτά φαινόντουσαν βάσιμα σε πολύ κόσμο.

Στην πραγματικότητα όμως η αντιφατική, σε κάποια σημεία, στάση του οφειλόταν και πάλι σε αυτό που ανέκαθεν πίστευε, δηλαδή ότι δεν είχε σημασία ο ίδιος ο εαυτός του ως άτομο, αλλά μόνον οι πολλοί, το σύνολο.

Η κάθε άλλο παρά υποδειγματική συμπεριφορά του, η δέσμια των αδυναμιών και καταχρήσεών του, αποτελούσε γι’ αυτόν απλώς μια έκφραση και εκδήλωση των ελεύθερων αντιλήψεων και επιλογών του. Θεωρούσε ότι ήταν κάτι που αφορούσε τον ίδιο και όχι τους άλλους, τους πολλούς, για τους οποίους νοιαζόταν και αγωνιζόταν πάντα περισσότερο από τον εαυτό του. Είχε λοιπόν το δικαίωμα να αδιαφορήσει για τον εαυτό του, ακόμη και να του κάνει κακό. Δεν είχε όμως δικαίωμα να αδιαφορήσει για τους πολλούς. Γιατί πάντα έβαζε την κοινωνία πάνω από το άτομο, ακόμη και αν αυτό ήταν ο εαυτός του. Και αυτό το έκανε σε όλη του τη ζωή, εξαρχής μέχρι τέλους, χωρίς να αλλάξει ποτέ.

Στη στάση του αυτή, ο Σώκρατες μάλλον έκανε λάθος. Έπρεπε να προσέχει περισσότερο τον εαυτό του. Γιατί παραγνώρισε ότι λειτουργούσε ως μοναδικό παράδειγμα σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Έτσι έδωσε ο ίδιος αφορμή και λαβή για να δυσφημιστεί ως άτομο και προσωπικότητα, γεγονός, που η αντίπαλη προπαγάνδα το αξιοποίησε και το επέκτεινε και σε ιδεολογικό επίπεδο. Προβλήθηκαν λοιπόν κατάλληλα, έντεχνα, σκόπιμα και υποκριτικά οι συνήθειές του, δηλαδή «τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια», έτσι ώστε να υποβαθμιστούν τα λόγια και οι πράξεις του.

Οι αγώνες και οι προσπάθειές του, τα καλέσματα και οι προτροπές του εμφανιζόντουσαν να προέρχονται από ένα κάθε άλλο παρά σωστό και νοικοκυρεμένο άτομο, αλλά από ένα πρόσωπο με ένα σωρό ελαττώματα και αδυναμίες.

«Ας κοίταζε λοιπόν πρώτα να κόψει ο ίδιος το κάπνισμα με το οποίο έδινε κακό παράδειγμα ως γιατρός, ας σταματούσε πρώτα να κυνηγά τον ποδόγυρο, ας έκοβε πρώτα το ποτό, και μετά να ερχόταν να μιλήσει για δημοκρατικά δικαιώματα και κοινωνικές αδικίες». Αυτά υποστηρίζανε διαρκώς οι εχθροί του σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, που κάθε άλλο παρά λίγοι ήταν και κάθε άλλο παρά μικρή επιρροή ασκούσαν.

Ο Σώκρατες, λόγω χαρακτήρα, αρχών και αξιών, δεν ήθελε και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τα πάντα οφείλονταν σε εκείνον προσωπικά και ήταν συνδεδεμένα μαζί του και συνεπώς δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς αυτόν. Δεν ήθελε να αποτελεί ένα ατομικό υπόδειγμα. Δεν ήθελε προπαντός να δείχνει και προβάλλει ηγετικό χαρακτήρα, γιατί αυτό δεν ήταν δημοκρατικό. Όμως μπορεί όντως να μην ήταν δημοκρατικό, αλλά δεν έπαυε να είναι αληθινό. Αυτό αποδείχθηκε όταν το αξιοθαύμαστο δημοκρατικό πείραμα της Κορίνθιανς έσβησε αφότου έφυγε από την ομάδα. Αναπολώντας το, είπε μελαγχολικά: «καλές είναι ρίζες, αλλά τι να τις κάνεις όταν δεν μπορείς να τις πάρεις μαζί σου».

Για επίλογο, θα γράψω και λίγα πιο ποδοσφαιρικά πράγματα:

Ο Σώκρατες αγαπούσε, ως χαρακτήρα και παίκτη, τον Κρόιφ. Μολονότι συμπαθούσε πολύ περισσότερο ως άτομο τον Μαραντόνα από τον Πελέ, θεωρούσε τον Πελέ ως τον καλύτερο ποδοσφαιριστή του κόσμου όλων των εποχών και μάλιστα μακράν του δεύτερου.

Πέρα από το κοινό στοιχείο του Ολυμπιακού (ο ένας ως παίκτης, ο άλλος ως μέλος) υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία μεταξύ Σώκρατες και Τζιοβάνι. Ήταν και οι δύο Βραζιλιάνοι διεθνείς, που παίξανε σε Παγκόσμια Κύπελλα, στα οποία η Βραζιλία ατύχησε. Και οι δύο γεννήθηκαν στην ίδια πόλη στο Μπέλεμ και οι δύο τον ίδιο μήνα (Φεβρουάριο). Ήταν και οι δύο ψηλοί, περίπου στο ίδιο ύψος. Ήταν και οι δύο τεχνίτες και θιασώτες του παραδοσιακού βραζιλιάνικού, του λεγόμενου «όμορφου παιχνιδιού» (jogo bonito). Τέλος μεταξύ των ομάδων που έπαιξαν και οι δύο ήταν η Σάντος.

Θα μπορούσε ποτέ μια τέτοια προσωπικότητα να πάει να γίνει μέλος κάποιας άλλης ελληνικής ομάδας και όχι της ομάδας του λαού, του Ολυμπιακού; Όχι βέβαια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου