Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Παύλος Βασιλείου: Ο «βαζελοκτόνος»

Τη δεκαετία του 1960 και την εποχή της μεγάλης ομάδας του Μπούκοβι, ο Ολυμπιακός είχε τους δύο καλύτερους ακραίους επιθετικούς στην Ελλάδα. Στο δεξί άκρο τον Παύλο Βασιλείου και στο αριστερό άκρο τον Βασίλη Μποτίνο.












Του Θεολόγου Μιχαηλίδη

Αν γινόταν, όμως, σήμερα ένα γκάλοπ μεταξύ οπαδών του Ολυμπιακού, στοιχηματίζω ότι τον Μποτίνο θα τον ήξεραν πολύ περισσότεροι, ενώ τον Βασιλείου ελάχιστοι. Κι αυτό είναι φυσιολογικό, αφού έχουν ακούσει ή διαβάσει πολύ περισσότερα για τον Μποτίνο παρά για τον Βασιλείου.

Σε αυτό βέβαια ευθύνονται οι δημοσιογράφοι και τα μέσα ενημέρωσης κάθε είδους που έχουν ασχοληθεί πιο πολύ και έχουν γράψει πολύ περισσότερα για τον Μποτίνο, γιατί ο Μποτίνος, εκτός από τεράστιος παίκτης, ήταν και είναι ένας δυναμικός χαρακτήρας, με έντονη προσωπικότητα, που παρουσίαζε ιδιαίτερο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Επiπλέον και η διαδρομή του στο ποδόσφαιρο και ιδίως στον Ολυμπιακό υπήρξε από λίαν περιπετειώδης έως λίαν συναρπαστική. Ο Βασίλης ήταν και στη ζωή όπως και μέσα στο γήπεδο: θεαματικός και εντυπωσιακός.

Αντίθετα ο Βασιλείου ανέκαθεν ήταν αυτό που αποκαλούμε «low profile». Πάντα ολιγόλογος και μακριά από τα μέσα ενημέρωσης δεν επιζητούσε τη δημοσιότητα, ούτε τραβούσε τα φώτα του προσκηνίου πάνω του. Ήθελε να περνά απαρατήρητος. Πάντα κοιτούσε σε όλα μόνο την ουσία και το αποτέλεσμα.

Δεν παύει όμως η κατάσταση αυτή να αποτελεί μια ακόμη αδικία, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι ο Βασιλείου, κατά τη θητεία του στον Ολυμπιακό, και αρκετά περισσότερες συμμετοχές είχε, αλλά και περισσότερα γκολ πέτυχε, σε σύγκριση με τον θρυλικό Μποτίνο. Και όπως πιθανώς θα έχετε καταλάβει είμαι αρκετά ευαίσθητος απέναντι σε αδικίες.

Γι’ αυτό σήμερα θα γράψω για τον Παύλο (ή Παυλάκη όπως τον φώναζαν οι συμπατριώτες του) Βασιλείου, τον αποκαλούμενο τότε από τους οπαδούς μας και «Μακάριο», λόγω της κυπριακής καταγωγής του.

Ο Βασιλείου ήλθε από την Λάρνακα Κύπρου στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1963. Αγωνίστηκε στην ομάδα μέχρι το 1970. Με την ερυθρόλευκη αγωνίστηκε 193 φορές για το Πρωτάθλημα και σημείωσε 49 γκολ, που ασφαλώς δεν είναι λίγα. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και οι 26 συμμετοχές με 12 γκολ σε αγώνες Κυπέλλου, καθώς και 16 συμμετοχές με ένα γκολ σε αγώνες για Κύπελλα Ευρώπης. Ακόμη είχε 2 συμμετοχές στο Κύπελλο Ράππαν και 3 συμμετοχές σε αγώνες Βαλκανικού Κυπέλλου, με ένα γκολ.

Όπως δείχνουν λοιπόν κι οι αριθμοί μιλάμε για ένα παίκτη με μεγάλη προσφορά που κατατάσσεται, ακόμη και σήμερα, σε πολύ υψηλή θέση (στην πρώτη δεκαπεντάδα-εικοσάδα) στους πίνακες των εκατοντάδων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών που πέρασαν από τον Ολυμπιακό, όσον αφορά σε συμμετοχές και γκολ σε Πρωτάθλημα και Κύπελλο.

Από πλευράς τίτλων κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1965/66 και 1966/67) και δύο κύπελλα (1964/65 και 1967/68).

Μετά την αποχώρηση του από τον Ολυμπιακό, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη της Κύπρου, στη Λάρνακα και στην τοπική ΕΠΑ. Αργότερα επανήλθε στην Ελλάδα και δούλεψε στον Ολυμπιακό σε διάφορα πόστα και κυρίως στις ακαδημίες.

Ως ποδοσφαιριστής δεν είχε ελλείψεις. Είχε τα πάντα σε πολύ ικανοποιητικό και επαρκή βαθμό: τεχνική, ντρίμπλα, ταχύτητα, σέντρα και πάσα. Ήταν πάντα φιλότιμος, αγωνιστικός και ομαδικός και γι’ αυτό πολύ χρήσιμος και αρεστός σε όλους τους προπονητές. Απλώς δεν έβγαζε στο γήπεδο κάτι το πολύ δυναμικό και σκληρό όπως συνέβαινε για παράδειγμα με τον Σιδέρη ή τον Αγανιάν ή κάτι (ποδοσφαιρικά) χαρισματικό και ταυτόχρονα γοητευτικά νευρικό και ατίθασο, όπως συνέβαινε με τον Μποτίνο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, λόγω χαρακτήρα, ήταν από τους πολύ τελευταίους της μεγάλης ομάδας του Μπούκοβι, που αποχώρησαν από τον Ολυμπιακό στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ίσως ο μόνος που έφυγε από την ομάδα με σχετικά ομαλό τρόπο και χωρίς ιδιαίτερα παράπονα.

Το βασικό χαρακτηριστικό προσόν του ήταν το φοβερό του σουτ. Είχε ένα δεξί δυναμίτη, που εξαπέλυε ασύλληπτες βολίδες, πραγματικά «τούβλα».

Στον Ολυμπιακό είχε σκοράρει με κάθε τρόπο: με σουτ, με κεφαλιά, με πέναλτι, με φάουλ, ακόμη και με κόρνερ (!) και μάλιστα το τελευταίο σε αγώνα για το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης με τη σκωτσέζικη Ντανφέρμλιν το 1968.

Έχει μείνει στην ιστορία της ομάδας ως ένας από τους μεγαλύτερους εκτελεστές του ΠΑΟ, αφού έχει σκοράρει συνολικά 6 επίσημα γκολ σε βάρος των βάζελων, εξ ου και ονομάσθηκε στη συνέχεια «βαζελοκτόνος». Τα τέσσερα από τα γκολ αυτά ήταν για το πρωτάθλημα και τα άλλα δύο για το Κύπελλο. Το καλύτερο από όλα ήταν αυτό στον τελικό Κυπέλλου του 1968, γιατί με αυτό το γκολ νικήσαμε, πήραμε το κύπελλο και κάναμε τον γύρο του θριάμβου μέσα στη Λεωφόρο. Έχει επίσης σκοράρει κατά της ΑΕΚ δύο γκολ για το πρωτάθλημα και ένα για το κύπελλο, αλλά και κατά του ΠΑΟΚ.

Υπάρχουν κάποια αξιοσημείωτα πράγματα γύρω από τον Βασιλείου.

Ας αρχίσουμε από την κλήση και παρουσία του, ως παίκτη του Ολυμπιακού, στην Εθνική Ελλάδας, αν και ήταν Κύπριος. Αυτή έγινε το 1964, δηλαδή από τον πρώτο κιόλας χρόνο που εμφανίστηκε στο ελληνικό πρωτάθλημα, γεγονός που αποδεικνύει τη μεγάλη αξία του.

Η απόδοσή του ήταν τέτοια που η ΕΠΟ ανέλαβε άμεσα να βρει τον τρόπο να τον χρίσει διεθνή με την Εθνική Ελλάδας, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι δεν είχε προλάβει να αγωνιστεί στην Εθνική Κύπρου. Πράγματι ο Βασιλείου έγινε Έλληνας διεθνής και άρχισε να αγωνίζεται με την εθνική στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966. Συνολικά έπαιξε 7 φορές στην εθνική.

Αργότερα η υπόθεση ερευνήθηκε περισσότερο σε διεθνές επίπεδο, διαπιστώθηκαν ανωμαλίες, εμφανίστηκαν περιπλοκές, με αποτέλεσμα η θητεία του στην Εθνική Ελλάδας να τερματιστεί (ουσιαστικά να απαγορευτεί) οριστικά. Έτσι στη συνέχεια από το 1968 και έπειτα ο Βασιλείου αγωνίστηκε μόνο στην Εθνική Κύπρου (8 φορές) κάτι που μέχρι τότε ποτέ δεν είχε γίνει.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι το πρώτο γκολ που σημείωσε για το Πρωτάθλημα τελικά δεν μέτρησε ποτέ. Ήταν σε ένα αγώνα με τον ΠΑΟΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια την 27/11/1963. Ο αγώνας αυτός, κι ενώ το σκορ ήταν 1-0 με το δικό του γκολ, διεκόπη λόγω αποχώρησης του ΠΑΟΚ, ο οποίος τελικά μηδενίστηκε. Έτσι το γκολ αυτό που έβαλε πήγε χαμένο.

Λίγο αργότερα (29/12/1963) όμως ήλθε και το πρώτο του κανονικό γκολ. Και τι γκολ ήταν αυτό! Ήταν ένας πραγματικός κεραυνός, με τον οποίο ο Ολυμπιακός ισοφάρισε 1-1 τον ΠΑΟ στη Λεωφόρο. Ο Οικονομόπουλος είχε εκτιναχθεί σαν πουλί, αλλά μάταια. Το σουτ ήταν άπιαστο.

Ένα ακόμη αξιοσημείωτο γεγονός ήταν οι επιδόσεις του ως πλάγιου μπακ όταν συνέτρεχε περίπτωση ανάγκης. Επειδή εκείνη την εποχή δεν επιτρεπόντουσαν οι αλλαγές, ο Βασιλείου υποχρεώθηκε να παίξει κατά τη διάρκεια δύο αγώνων ως ακραίος μπακ, προκειμένου να καλύψει το κενό του μπακ Παυλίδη, επειδή ο τελευταίος έπρεπε να μετατραπεί σε τερματοφύλακα, στη θέση του κανονικού γκολκίπερ, που είχε τραυματιστεί και δεν μπορούσε να παίξει κάτω από τα δοκάρια.

Η πιο χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ήταν στις 2/1/1966 εναντίον του Αιγάλεω (1-1) στη Λεωφόρο, όπου η εν λόγω τράμπα χρειάστηκε να γίνει πολύ νωρίς, μόλις από το 2ο λεπτό του αγώνα, δηλαδή κατ’ ουσία για όλο το ματς, λόγω τραυματισμού του τερματοφύλακα Αυγητίδη. Στον αγώνα εκείνο, είχαν διακριθεί τόσο ο Παυλίδης ως τερματοφύλακας όσο και ο Βασιλείου ως ακραίος μπακ. Η άλλη φορά ήταν ολιγόλεπτη και είχε γίνει σε αγώνα με τον ΠΑΟ.

Υποδειγματική επίσης ήταν η συνέπεια και σταθερότητά του. Επί δύο συνεχόμενες αγωνιστικές περιόδους 1965/66 και 1966-67 δεν έχασε παιχνίδι. Αγωνίστηκε σε όλα τα ματς. Αλλά και τις δύο επόμενες περιόδους 1967/68 και 1968/69 έχασε συνολικά μόνο τρείς αγώνες. Δηλαδή επί τέσσερις συνεχόμενες χρονιές έπαιξε σε όλα τα ματς πρωταθλήματος εκτός από τρία. Ο όρος «rotation» βλέπετε δεν είχε εφευρεθεί ακόμη τότε.

Το τελευταίο αξιοσημείωτο γεγονός είναι το γκολ που πέτυχε, ως παίκτης της ΕΠΑ, κατά του Ολυμπιακού, στο Καραϊσκάκη την 24/1/1971 στον αγώνα Ολυμπιακού-ΕΠΑ Λάρνακας (3-1), που έγινε στην τελευταία και αποχαιρετιστήρια σεζόν του Βασιλείου στο πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής. Το γκολ που πέτυχε κατά της παλιάς και αγαπημένης του ομάδας σημειώθηκε με πέναλτι και χειροκροτήθηκε ακόμη και από οπαδούς του, Ολυμπιακού, τιμής ένεκεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου