Στη δεκαετία του 1950, αλλά και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 διεξαγόταν κάθε χρόνο, κατά την περίοδο των Χριστουγεννιάτικων γιορτών, τo πολύ δημοφιλές στον φίλαθλο κόσμο φιλικό «Κύπελλο Χριστουγέννων», που το συνδιοργάνωναν οι τρεις ομάδες του κέντρου (του λεγόμενου ΠΟΚ) Ολυμπιακός, ΠΑΟ και ΑΕΚ, οι οποίες αγωνιζόντουσαν μεταξύ τους. Το Κύπελλο αυτό είχε γίνει θεσμός, ο οποίος είχε τη δική του, κάθε άλλο παρά αμελητέα, σημασία και προσέλκυε το μεγάλο ενδιαφέρον των φιλάθλων του λεκανοπεδίου. Πολλές φορές, οι τρεις ομάδες του λεκανοπεδίου καλούσαν και κάποια καλή ξένη ομάδα, ώστε να δώσουν μεγαλύτερη αίγλη στον θεσμό και ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιτυχία των αγώνων.
Του Θεολόγου Μιχαηλίδη
Τον Δεκέμβριο του 1959 οι τρεις ομάδες κάλεσαν μια από τις καλύτερες ομάδες της κανονικής τότε Γιουγκοσλαβίας, τη Βοιβοντίνα. Θα γινόντουσαν συνολικά έξι αγώνες, αφού όλοι θα έπαιζαν με όλους.
Προτού συνεχίσουμε, για να καταλάβουν καλύτερα οι αναγνώστες, θα πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί η εικόνα του περιβάλλοντος της εποχής.
Κατ’ αρχάς μόλις είχε ξεκινήσει για πρώτη φορά το πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής κατηγορίας. Οι παίκτες του Ολυμπιακού, που είχαν κατορθώσει μέσα στη δεκαετία του 1950, με τις συνεχείς κατακτήσεις τίτλων, να κάνουν την ομάδα τους να αποκτήσει την παντοτινή ονομασία «Θρύλος» είχαν μεγαλώσει ηλικιακά. Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού για πρώτη φορά παρουσιάζονταν τόσο ενισχυμένοι. Ιδίως ο ΠΑΟ όχι μόνο διέθετε πολύ καλό έμψυχο υλικό, μετά από πολλές πετυχημένες μεταγραφές, αλλά είχε φροντίσει να οργανωθεί πολύπλευρα και σε όλα τα επίπεδα ομοσπονδία, διαιτησία, πολιτική κ.λπ.
Ήταν άλλωστε η εποχή που την κυριαρχία του ΠΑΟ την είχαν προετοιμάσει μεθοδικά δραστήριοι πράσινοι αθλητικοί παράγοντες όπως ο πρόεδρος της ΕΠΣΑ Βγενόπουλος, παππούς του γνωστού σε όλους Βγενόπουλου (των MIG & MARFIN ΒΑΝΚ), ενώ στο όργανο της διαιτησίας (που λεγόταν τότε ΣΕΔ) κουμάντο έκανε ο περίφημος καταπράσινος Ασπρογέρακας, του οποίου το όνομα ούτε καν ήθελαν να ακούν οι Ολυμπιακοί.
Το κυριότερο όμως ατού του ΠΑΟ ήταν ο διαβόητος Μαντζεβελάκης ή «Βαλιτσοφόρος» (κατά τον όρο του Μπαρμπή) ή «Μαντζεβαλιτσάκης» όπως τον αποκαλούσαν οι φίλαθλοι, λόγω της περίφημης μικρής βαλίτσας, που κουβαλούσε, μέσα στην οποία πολλοί πίστευαν (όπως λεγόταν τότε) ότι βρισκόντουσαν τα αμαρτωλά μετρητά, που προορίζονταν για διάφορους δόλιους σκοπούς. Οι Ολυμπιακοί του είχαν βγάλει μάλιστα και σχετικό τραγούδι: «κι ο Μπόμπεκ τότε δήλωσε στον Μαντζεβελάκη: πρωτάθλημα δεν παίρνουμε χωρίς το βαλιτσάκι».
Ο Μαντζεβελάκης ήταν ένας τρομερά ικανός και δραστήριος, δαιμόνιος θα λέγαμε, αρχιπαράγοντας του ΠΑΟ, που πρωταγωνίστησε στο ελληνικό ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. Αγωνίστηκε μια ζωή χρησιμοποιώντας θεμιτά, αλλά και (κυρίως) αθέμιτα μέσα για τα συμφέροντα του ΠΑΟ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δράση του ήταν εξαιρετικά πολυετής. Ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, αλλά συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ακόμη, αφού πρωταγωνίστησε στην αρπαγή του Δεληκάρη, στην περίφημη «υπόθεση των λουλουδιών» κ.λπ.
Πάνω από όλα ήταν ένας ορκισμένος αντιολυμπιακός, ο οποίος, όταν αποχώρησε από το ποδόσφαιρο, είχε ομολογήσει κυνικά ότι είχε κάνει τα πάντα και είχε μεταχειριστεί όλα τα μέσα, με αποκλειστικό γνώμονα όχι τόσο το καλό του ΠΑΟ, όσο, κυρίως, το κακό του Ολυμπιακού.
Οι βάζελοι είχαν, σωστά, διαισθανθεί ότι είχε φτάσει επιτέλους η αναπόφευκτη, η νομοτελειακή αγωνιστική παρακμή του Ολυμπιακού, λόγω της φθοράς του χρόνου, αλλά και του φυσιολογικού κορεσμού. Καταλάβαιναν ότι οι συγκυρίες ήταν ευνοϊκές γι’ αυτούς και δεν είχαν σκοπό να τις αφήσουν να πάνε χαμένες. Μεταξύ άλλων, θεώρησαν ότι έπρεπε να δείξουν, κατά τρόπο σαφή προς όλους, ότι τα πράγματα πλέον είχαν αλλάξει, ή θα άλλαζαν στο ελληνικό ποδόσφαιρο και ότι η κυριαρχία του Ολυμπιακού θα τελείωνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Τα δείγματα είχαν φανεί ήδη από την αρχή του πρωταθλήματος. Το τελευταίο παράδειγμα είχε συμβεί λίγες μόνο μέρες νωρίτερα, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1959, όταν ο αμυντικός παίκτης του ΠΑΟ Σ. Αγγελόπουλος διαμαρτυρόμενος, βιαιοπράγησε κατά του διαιτητή του αγώνα Δόξας Δράμας-ΠΑΟ, τραβώντας και σπρώχνοντας τον, με συνέπεια να του σκίσει ξεκάθαρα το μανίκι. Παρ’ όλα αυτά, ο διαιτητής Κουλούβαρδης δεν τόλμησε να τον αποβάλλει.
Σημειωτέον ότι όταν η υπόθεση τελικά, λόγω του θορύβου που προκλήθηκε, έφτασε στην Επιτροπή Κανονισμών για επιβολή ποινής, ο παίκτης του ΠΑΟ δεν τιμωρήθηκε με το σούπερ-απίθανο σκεπτικό ότι για να σκιστεί τόσο εύκολα το μανίκι θα έπρεπε να ήταν κακοραμμένο! Συνεπώς δεν ευθυνόταν ο παίκτης αλλά ο… ράφτης! Προσοχή: Δεν είναι ανέκδοτο, αλλά πραγματικότητα! Υπάρχουν μαρτυρίες και φωτογραφίες για τον συγκεκριμένο αγώνα τόσο στο ιστολόγιο www.prwtathlima.blogspot.com όσο και στο www.tanea.gr στην online στήλη «Για θυμήσου» της 27.11.1999 του Π. Γεραμάνη.
Ο ΠΑΟ με τον τρόπο αυτό ήθελε να περάσει το μήνυμα ότι μπορούσε να κάνει ό,τι γούσταρε, ακόμη και το άσπρο μαύρο και το αντίστροφο, χωρίς κυρώσεις. Ήθελε να γίνει φανερό σε όλους ότι θα πέρναγε πλέον το δικό του και ότι αυτός ήταν ο ισχυρός που θα έκανε κουμάντο, ιδίως από τη στιγμή που και οι αγωνιστικές αποστάσεις μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ δεν ήταν πλέον οι ίδιες. Συνεπώς τα πάντα έμοιαζαν ρόδινα για τον ΠΑΟ, αφού έσβηνε πλέον η πολυετής αγωνιστική υπεροχή του Ολυμπιακού, που θα ήταν ικανή να αντισταθμίσει την όποια εύνοια των ανταγωνιστών του, όπως συνήθως γινόταν μέχρι τότε.
Το πρώτο πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής αυτό της περιόδου (1959/60) σημαδεύτηκε από κραυγές για διαιτητικά όργια ή αβλεψίες, υπαρκτές καταγγελίες για απόπειρες δωροδοκιών παικτών, μεταξύ των οποίων ακόμη και παικτών του Ολυμπιακού (Λαιμού και Σιδέρη) φήμες και πληροφορίες για εξαγορές, συναλλαγές και συμπαιγνίες σε διάφορα παιχνίδια, αλλά και διαμαρτυρίες για ύποπτες «υποδοχές» και «φιλοξενίες» διαφόρων ξένων διαιτητών, που καλούνταν για να διευθύνουν τα κρίσιμα ματς όπως συνηθιζόταν τότε.
Το Κύπελλο Χριστουγέννων του 1959 θεωρήθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον φιλόδοξο πλέον ΠΑΟ να ανανεώσει και να συγκεκριμενοποιήσει το μήνυμα που ήθελε να περάσει στη φίλαθλη Ελλάδα, τονώνοντας ταυτόχρονα το γόητρο και την αυτοπεποίθηση της ομάδας του και ανεβάζοντας το ηθικό των οπαδών του. Έτσι έθεσε ως αξιόλογο στόχο να κατακτήσει ένα έπαθλο με κύρος όπως ήταν τότε το Κύπελλο Χριστουγέννων, ως επιβεβαίωση της αλλαγής των μέχρι τότε ποδοσφαιρικών δεδομένων και της δρομολογημένης αγωνιστικής κυριαρχίας του ΠΑΟ.
Στον πρώτο αγώνα που έγινε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1959, ο Ολυμπιακός νίκησε την Βοϊβοντίνα, μετά από πολύ καλή εμφάνιση με 3-0, με σκόρερ τους Σιδέρη, Πολυχρονίου και Γκαβέτσο.
Την επόμενη ημέρα (26.12.1959) παίξανε στην Λεωφόρο ο ΠΑΟ με τη Βοϊβοντίνα. Αν και αγώνας ήταν φιλικός το αποτέλεσμα του αποτέλεσε ένα απροσδόκητο τραυματικό σοκ για τον ΠΑΟ, αφού η Βοϊβοντίνα τον σύντριψε 8-3 (!).
Δομάζος, Πανάκης, Νεμπίδης και σια δεν ξέρανε πού να κρυφτούνε. Τέσσερα γκολ για την Βοϊβοντίνα είχε πετύχει εκείνη την ημέρα ο μετέπειτα προπονητής του Ολυμπιακού Τόζα Βεσελίνοβιτς, που υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής στα νιάτα του.
Το αποτέλεσμα προκάλεσε μεγάλο σάλο σε όλη την ποδοσφαιρόφιλη Ελλάδα.
Ελάτε τώρα στη θέση των ελλήνων φιλάθλων, που μοιραία συνέκριναν τα δύο αποτελέσματα. Στο μυαλό όλων υπήρχε μόνο ένα πράγμα: ότι ο ΠΑΟ έφαγε οκτώ τεμάχια από μια ομάδα, στην οποία την αμέσως προηγουμένη μέρα ο Ολυμπιακός είχε ρίξει άνετα τρία γκολ.
Η ντροπή για τον ΠΑΟ ήταν μεγάλη. Η καζούρα, φαινόμενο που ανθούσε ιδιαίτερα εκείνη την εποχή, έφτασε στο απόγειό της. Το πιο ανώδυνο ειρωνικό πείραγμα ήταν το περίφημο: «Οδός Βοϊβοντίνα: Αριθμός οκτώ».
Οι πανέξυπνοι διοικούντες τον ΠΑΟ κατάλαβαν ότι η συντριβή αυτή θα μπορούσε να έχει τραγικές επιπτώσεις στο ηθικό, στο κύρος και στην πρωταγωνιστική εδραίωση της ομάδας τους αν δεν αντιμετωπιζόταν αμέσως, ώστε να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις. Εκείνο που έπρεπε λοιπόν να γίνει άμεσα ήταν να νικήσει με κάθε τρόπο, πάση θυσία, ο ΠΑΟ τον Ολυμπιακό στον αγώνα του Κυπέλλου Χριστουγέννων, που θα γινόταν ανήμερα την πρωτοχρονιά του 1960 και να βρει τρόπο να κερδίσει το Κύπελλο Χριστουγέννων, ώστε να ανακτήσει η ομάδα το χαμένο γόητρο της.
Την 1.1.1960, ξεκίνησε στη Λεωφόρο ένα από τα σκληρότερα και πιο επεισοδιακά ματς ΠΑΟ-Ολυμπιακού. Όχι μόνο φιλικό δεν ήταν, αλλά έμοιαζε με τελικό ή αγώνα στο οποίο κρινόταν κάποιος σπουδαίος τίτλος.
Ο Ολυμπιακός προηγήθηκε νωρίς στο 16΄ με γκολ του Υφαντή μετά από «φρήκικ» και τότε άρχισαν τα όργανα και τα όργια. Στο 20΄ ο Νεμπίδης κλωτσούσε επί πολύ χρόνο τον πεσμένο κάτω Υφαντή, μπροστά στα μάτια του «γνωστού» διαιτητή Τζίτζη, αλλά το τελευταίος έκανε ότι έβλεπε αλλού, αντί να τον αποβάλλει. Η στάση του Τζίτζη ήταν τόσο προκλητική, που οι παίκτες του Ολυμπιακού θέλησαν να φύγουν από το γήπεδο, αλλά τους απέτρεψε ο πρόεδρος της ομάδας Ανδριανόπουλος.
Στο 23΄ όμως νέο κρούσμα σημειώθηκε από τους εκνευρισμένους λόγω σκορ βάζελους. Αυτή τη φορά ήταν χτύπημα του Θεοφάνη στον Ρωσίδη. Και πάλι καμία αποβολή, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των ερυθρολεύκων, ώσπου ο αγώνας έφτασε στο 27΄όταν σε σουτ που χτύπησε στο στήθος του Ρωσίδη ο διαιτητής έδωσε πέναλτι σε βάρος του Ολυμπιακού.
Στο σημείο αυτό, για να καταλάβετε τι σήμαινε Τζίτζης, θα παραθέσουμε τη μαρτυρία του παλιού μπακ του Απόλλωνα Αθηνών Κορωνάρχη, όπως δόθηκε σε συνέντευξη του, που αναρτήθηκε στην ηλεκτρονικά εφημερίδα-ιστοσελίδα του Πειραιά Κοινωνική την 9.6.2017: Λέει λοιπόν ο Κορωνάρχης: «Ο διαιτητής Τζίτζης όταν έβαζε γκολ Παναθηναικός πέταγε την σφυρίχτρα του ψηλά από την χαρά του» (!)
Οι παίκτες του Ολυμπιακού αντέδρασαν με οργή και αγανάκτηση μπροστά σε αυτά που γινόντουσαν. Άρχισαν επεισόδια και συμπλοκές μεταξύ των παικτών και τελικά ο Ολυμπιακός αποχώρησε από το γήπεδο, αρνούμενος να δεχτεί το σε βάρος του καταλογισθέν πέναλτι. Αυτή τη φορά ούτε ο Ανδριανόπουλος (προς μεγάλη του λύπη) μπόρεσε να κρατήσει τους παίκτες στο γήπεδο.
Για το πόσο προκλητικά και απροκάλυπτα άδικη σε βάρος του Ολυμπιακού ήταν η διαιτησία έχουν γράψει όχι αθλητικές, αλλά πολιτικές και εντελώς ουδέτερες εφημερίδες της εποχής, όπως και το έγκυρο www.onsports.gr (Ντ. Κουρέλου) την 17.2.2011.
Για την ιστορία, ενώ αρχικά προς κατευνασμό των θεατών, που είχαν πληρώσει εισιτήριο είχε ανακοινωθεί ότι ο διακοπείς αγώνας θα επαναλαμβανόταν, στη συνέχεια αυτός κατακυρώθηκε υπέρ του ΠΑΟ, ο οποίος κατάφερε μάλιστα, νικώντας την ΑΕΚ στο τελευταίο παιχνίδι, να πάρει και το Κύπελλο Χριστουγέννων, όπως ακριβώς ήθελε και είχε σχεδιάσει. Η κατάκτηση του Κυπέλλου αυτού παρουσιάστηκε μάλιστα επικοινωνιακά ως μεγάλη επιτυχία.
Η οκτάρα της Βοϊβοντίνα διατηρήθηκε στη μνήμη των Ολυμπιακών, κυρίως, για κάποια χρόνια και μετά έγινε delete. Άλλωστε στον επικοινωνιακό τομέα ανέκαθεν οι βάζελοι ήταν καλύτεροι από μας.
Όσο για το μήνυμα της επερχόμενης πράσινης κυριαρχίας με την έναρξη της Α΄ Εθνικής και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, αυτό είχε δοθεί καθαρά, δυνατά και χαρακτηριστικά.
Του Θεολόγου Μιχαηλίδη
Τον Δεκέμβριο του 1959 οι τρεις ομάδες κάλεσαν μια από τις καλύτερες ομάδες της κανονικής τότε Γιουγκοσλαβίας, τη Βοιβοντίνα. Θα γινόντουσαν συνολικά έξι αγώνες, αφού όλοι θα έπαιζαν με όλους.
Προτού συνεχίσουμε, για να καταλάβουν καλύτερα οι αναγνώστες, θα πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί η εικόνα του περιβάλλοντος της εποχής.
Κατ’ αρχάς μόλις είχε ξεκινήσει για πρώτη φορά το πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής κατηγορίας. Οι παίκτες του Ολυμπιακού, που είχαν κατορθώσει μέσα στη δεκαετία του 1950, με τις συνεχείς κατακτήσεις τίτλων, να κάνουν την ομάδα τους να αποκτήσει την παντοτινή ονομασία «Θρύλος» είχαν μεγαλώσει ηλικιακά. Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού για πρώτη φορά παρουσιάζονταν τόσο ενισχυμένοι. Ιδίως ο ΠΑΟ όχι μόνο διέθετε πολύ καλό έμψυχο υλικό, μετά από πολλές πετυχημένες μεταγραφές, αλλά είχε φροντίσει να οργανωθεί πολύπλευρα και σε όλα τα επίπεδα ομοσπονδία, διαιτησία, πολιτική κ.λπ.
Ήταν άλλωστε η εποχή που την κυριαρχία του ΠΑΟ την είχαν προετοιμάσει μεθοδικά δραστήριοι πράσινοι αθλητικοί παράγοντες όπως ο πρόεδρος της ΕΠΣΑ Βγενόπουλος, παππούς του γνωστού σε όλους Βγενόπουλου (των MIG & MARFIN ΒΑΝΚ), ενώ στο όργανο της διαιτησίας (που λεγόταν τότε ΣΕΔ) κουμάντο έκανε ο περίφημος καταπράσινος Ασπρογέρακας, του οποίου το όνομα ούτε καν ήθελαν να ακούν οι Ολυμπιακοί.
Το κυριότερο όμως ατού του ΠΑΟ ήταν ο διαβόητος Μαντζεβελάκης ή «Βαλιτσοφόρος» (κατά τον όρο του Μπαρμπή) ή «Μαντζεβαλιτσάκης» όπως τον αποκαλούσαν οι φίλαθλοι, λόγω της περίφημης μικρής βαλίτσας, που κουβαλούσε, μέσα στην οποία πολλοί πίστευαν (όπως λεγόταν τότε) ότι βρισκόντουσαν τα αμαρτωλά μετρητά, που προορίζονταν για διάφορους δόλιους σκοπούς. Οι Ολυμπιακοί του είχαν βγάλει μάλιστα και σχετικό τραγούδι: «κι ο Μπόμπεκ τότε δήλωσε στον Μαντζεβελάκη: πρωτάθλημα δεν παίρνουμε χωρίς το βαλιτσάκι».
Ο Μαντζεβελάκης ήταν ένας τρομερά ικανός και δραστήριος, δαιμόνιος θα λέγαμε, αρχιπαράγοντας του ΠΑΟ, που πρωταγωνίστησε στο ελληνικό ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. Αγωνίστηκε μια ζωή χρησιμοποιώντας θεμιτά, αλλά και (κυρίως) αθέμιτα μέσα για τα συμφέροντα του ΠΑΟ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δράση του ήταν εξαιρετικά πολυετής. Ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, αλλά συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ακόμη, αφού πρωταγωνίστησε στην αρπαγή του Δεληκάρη, στην περίφημη «υπόθεση των λουλουδιών» κ.λπ.
Πάνω από όλα ήταν ένας ορκισμένος αντιολυμπιακός, ο οποίος, όταν αποχώρησε από το ποδόσφαιρο, είχε ομολογήσει κυνικά ότι είχε κάνει τα πάντα και είχε μεταχειριστεί όλα τα μέσα, με αποκλειστικό γνώμονα όχι τόσο το καλό του ΠΑΟ, όσο, κυρίως, το κακό του Ολυμπιακού.
Οι βάζελοι είχαν, σωστά, διαισθανθεί ότι είχε φτάσει επιτέλους η αναπόφευκτη, η νομοτελειακή αγωνιστική παρακμή του Ολυμπιακού, λόγω της φθοράς του χρόνου, αλλά και του φυσιολογικού κορεσμού. Καταλάβαιναν ότι οι συγκυρίες ήταν ευνοϊκές γι’ αυτούς και δεν είχαν σκοπό να τις αφήσουν να πάνε χαμένες. Μεταξύ άλλων, θεώρησαν ότι έπρεπε να δείξουν, κατά τρόπο σαφή προς όλους, ότι τα πράγματα πλέον είχαν αλλάξει, ή θα άλλαζαν στο ελληνικό ποδόσφαιρο και ότι η κυριαρχία του Ολυμπιακού θα τελείωνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Τα δείγματα είχαν φανεί ήδη από την αρχή του πρωταθλήματος. Το τελευταίο παράδειγμα είχε συμβεί λίγες μόνο μέρες νωρίτερα, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1959, όταν ο αμυντικός παίκτης του ΠΑΟ Σ. Αγγελόπουλος διαμαρτυρόμενος, βιαιοπράγησε κατά του διαιτητή του αγώνα Δόξας Δράμας-ΠΑΟ, τραβώντας και σπρώχνοντας τον, με συνέπεια να του σκίσει ξεκάθαρα το μανίκι. Παρ’ όλα αυτά, ο διαιτητής Κουλούβαρδης δεν τόλμησε να τον αποβάλλει.
Σημειωτέον ότι όταν η υπόθεση τελικά, λόγω του θορύβου που προκλήθηκε, έφτασε στην Επιτροπή Κανονισμών για επιβολή ποινής, ο παίκτης του ΠΑΟ δεν τιμωρήθηκε με το σούπερ-απίθανο σκεπτικό ότι για να σκιστεί τόσο εύκολα το μανίκι θα έπρεπε να ήταν κακοραμμένο! Συνεπώς δεν ευθυνόταν ο παίκτης αλλά ο… ράφτης! Προσοχή: Δεν είναι ανέκδοτο, αλλά πραγματικότητα! Υπάρχουν μαρτυρίες και φωτογραφίες για τον συγκεκριμένο αγώνα τόσο στο ιστολόγιο www.prwtathlima.blogspot.com όσο και στο www.tanea.gr στην online στήλη «Για θυμήσου» της 27.11.1999 του Π. Γεραμάνη.
Ο ΠΑΟ με τον τρόπο αυτό ήθελε να περάσει το μήνυμα ότι μπορούσε να κάνει ό,τι γούσταρε, ακόμη και το άσπρο μαύρο και το αντίστροφο, χωρίς κυρώσεις. Ήθελε να γίνει φανερό σε όλους ότι θα πέρναγε πλέον το δικό του και ότι αυτός ήταν ο ισχυρός που θα έκανε κουμάντο, ιδίως από τη στιγμή που και οι αγωνιστικές αποστάσεις μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟ δεν ήταν πλέον οι ίδιες. Συνεπώς τα πάντα έμοιαζαν ρόδινα για τον ΠΑΟ, αφού έσβηνε πλέον η πολυετής αγωνιστική υπεροχή του Ολυμπιακού, που θα ήταν ικανή να αντισταθμίσει την όποια εύνοια των ανταγωνιστών του, όπως συνήθως γινόταν μέχρι τότε.
Το πρώτο πρωτάθλημα Α΄ Εθνικής αυτό της περιόδου (1959/60) σημαδεύτηκε από κραυγές για διαιτητικά όργια ή αβλεψίες, υπαρκτές καταγγελίες για απόπειρες δωροδοκιών παικτών, μεταξύ των οποίων ακόμη και παικτών του Ολυμπιακού (Λαιμού και Σιδέρη) φήμες και πληροφορίες για εξαγορές, συναλλαγές και συμπαιγνίες σε διάφορα παιχνίδια, αλλά και διαμαρτυρίες για ύποπτες «υποδοχές» και «φιλοξενίες» διαφόρων ξένων διαιτητών, που καλούνταν για να διευθύνουν τα κρίσιμα ματς όπως συνηθιζόταν τότε.
Το Κύπελλο Χριστουγέννων του 1959 θεωρήθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον φιλόδοξο πλέον ΠΑΟ να ανανεώσει και να συγκεκριμενοποιήσει το μήνυμα που ήθελε να περάσει στη φίλαθλη Ελλάδα, τονώνοντας ταυτόχρονα το γόητρο και την αυτοπεποίθηση της ομάδας του και ανεβάζοντας το ηθικό των οπαδών του. Έτσι έθεσε ως αξιόλογο στόχο να κατακτήσει ένα έπαθλο με κύρος όπως ήταν τότε το Κύπελλο Χριστουγέννων, ως επιβεβαίωση της αλλαγής των μέχρι τότε ποδοσφαιρικών δεδομένων και της δρομολογημένης αγωνιστικής κυριαρχίας του ΠΑΟ.
Στον πρώτο αγώνα που έγινε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1959, ο Ολυμπιακός νίκησε την Βοϊβοντίνα, μετά από πολύ καλή εμφάνιση με 3-0, με σκόρερ τους Σιδέρη, Πολυχρονίου και Γκαβέτσο.
Την επόμενη ημέρα (26.12.1959) παίξανε στην Λεωφόρο ο ΠΑΟ με τη Βοϊβοντίνα. Αν και αγώνας ήταν φιλικός το αποτέλεσμα του αποτέλεσε ένα απροσδόκητο τραυματικό σοκ για τον ΠΑΟ, αφού η Βοϊβοντίνα τον σύντριψε 8-3 (!).
Δομάζος, Πανάκης, Νεμπίδης και σια δεν ξέρανε πού να κρυφτούνε. Τέσσερα γκολ για την Βοϊβοντίνα είχε πετύχει εκείνη την ημέρα ο μετέπειτα προπονητής του Ολυμπιακού Τόζα Βεσελίνοβιτς, που υπήρξε σπουδαίος ποδοσφαιριστής στα νιάτα του.
Το αποτέλεσμα προκάλεσε μεγάλο σάλο σε όλη την ποδοσφαιρόφιλη Ελλάδα.
Ελάτε τώρα στη θέση των ελλήνων φιλάθλων, που μοιραία συνέκριναν τα δύο αποτελέσματα. Στο μυαλό όλων υπήρχε μόνο ένα πράγμα: ότι ο ΠΑΟ έφαγε οκτώ τεμάχια από μια ομάδα, στην οποία την αμέσως προηγουμένη μέρα ο Ολυμπιακός είχε ρίξει άνετα τρία γκολ.
Η ντροπή για τον ΠΑΟ ήταν μεγάλη. Η καζούρα, φαινόμενο που ανθούσε ιδιαίτερα εκείνη την εποχή, έφτασε στο απόγειό της. Το πιο ανώδυνο ειρωνικό πείραγμα ήταν το περίφημο: «Οδός Βοϊβοντίνα: Αριθμός οκτώ».
Οι πανέξυπνοι διοικούντες τον ΠΑΟ κατάλαβαν ότι η συντριβή αυτή θα μπορούσε να έχει τραγικές επιπτώσεις στο ηθικό, στο κύρος και στην πρωταγωνιστική εδραίωση της ομάδας τους αν δεν αντιμετωπιζόταν αμέσως, ώστε να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις. Εκείνο που έπρεπε λοιπόν να γίνει άμεσα ήταν να νικήσει με κάθε τρόπο, πάση θυσία, ο ΠΑΟ τον Ολυμπιακό στον αγώνα του Κυπέλλου Χριστουγέννων, που θα γινόταν ανήμερα την πρωτοχρονιά του 1960 και να βρει τρόπο να κερδίσει το Κύπελλο Χριστουγέννων, ώστε να ανακτήσει η ομάδα το χαμένο γόητρο της.
Την 1.1.1960, ξεκίνησε στη Λεωφόρο ένα από τα σκληρότερα και πιο επεισοδιακά ματς ΠΑΟ-Ολυμπιακού. Όχι μόνο φιλικό δεν ήταν, αλλά έμοιαζε με τελικό ή αγώνα στο οποίο κρινόταν κάποιος σπουδαίος τίτλος.
Ο Ολυμπιακός προηγήθηκε νωρίς στο 16΄ με γκολ του Υφαντή μετά από «φρήκικ» και τότε άρχισαν τα όργανα και τα όργια. Στο 20΄ ο Νεμπίδης κλωτσούσε επί πολύ χρόνο τον πεσμένο κάτω Υφαντή, μπροστά στα μάτια του «γνωστού» διαιτητή Τζίτζη, αλλά το τελευταίος έκανε ότι έβλεπε αλλού, αντί να τον αποβάλλει. Η στάση του Τζίτζη ήταν τόσο προκλητική, που οι παίκτες του Ολυμπιακού θέλησαν να φύγουν από το γήπεδο, αλλά τους απέτρεψε ο πρόεδρος της ομάδας Ανδριανόπουλος.
Στο 23΄ όμως νέο κρούσμα σημειώθηκε από τους εκνευρισμένους λόγω σκορ βάζελους. Αυτή τη φορά ήταν χτύπημα του Θεοφάνη στον Ρωσίδη. Και πάλι καμία αποβολή, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των ερυθρολεύκων, ώσπου ο αγώνας έφτασε στο 27΄όταν σε σουτ που χτύπησε στο στήθος του Ρωσίδη ο διαιτητής έδωσε πέναλτι σε βάρος του Ολυμπιακού.
Στο σημείο αυτό, για να καταλάβετε τι σήμαινε Τζίτζης, θα παραθέσουμε τη μαρτυρία του παλιού μπακ του Απόλλωνα Αθηνών Κορωνάρχη, όπως δόθηκε σε συνέντευξη του, που αναρτήθηκε στην ηλεκτρονικά εφημερίδα-ιστοσελίδα του Πειραιά Κοινωνική την 9.6.2017: Λέει λοιπόν ο Κορωνάρχης: «Ο διαιτητής Τζίτζης όταν έβαζε γκολ Παναθηναικός πέταγε την σφυρίχτρα του ψηλά από την χαρά του» (!)
Οι παίκτες του Ολυμπιακού αντέδρασαν με οργή και αγανάκτηση μπροστά σε αυτά που γινόντουσαν. Άρχισαν επεισόδια και συμπλοκές μεταξύ των παικτών και τελικά ο Ολυμπιακός αποχώρησε από το γήπεδο, αρνούμενος να δεχτεί το σε βάρος του καταλογισθέν πέναλτι. Αυτή τη φορά ούτε ο Ανδριανόπουλος (προς μεγάλη του λύπη) μπόρεσε να κρατήσει τους παίκτες στο γήπεδο.
Για το πόσο προκλητικά και απροκάλυπτα άδικη σε βάρος του Ολυμπιακού ήταν η διαιτησία έχουν γράψει όχι αθλητικές, αλλά πολιτικές και εντελώς ουδέτερες εφημερίδες της εποχής, όπως και το έγκυρο www.onsports.gr (Ντ. Κουρέλου) την 17.2.2011.
Η οκτάρα της Βοϊβοντίνα διατηρήθηκε στη μνήμη των Ολυμπιακών, κυρίως, για κάποια χρόνια και μετά έγινε delete. Άλλωστε στον επικοινωνιακό τομέα ανέκαθεν οι βάζελοι ήταν καλύτεροι από μας.
Όσο για το μήνυμα της επερχόμενης πράσινης κυριαρχίας με την έναρξη της Α΄ Εθνικής και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, αυτό είχε δοθεί καθαρά, δυνατά και χαρακτηριστικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου