Ας αρχίσουμε κάπως περίεργα. Ο μεγαλύτερος παίκτης του ΠΑΟ ήταν ο Δομάζος. Για μένα που έχω δει τόσους είναι απίθανο να βρεθεί ποτέ κάποιος να τον ξεπεράσει. Ο Δομάζος έμεινε στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ως «ο Στρατηγός». Ήταν αφάνταστα δύσκολο να βρεθεί παίκτης, που να μπορέσει να τον μαρκάρει διαρκώς μέσα στο παιχνίδι και να περιορίσει την δράση του μέσα στο γήπεδο. Όμως στον Ολυμπιακό της δεκαετίας του 1960 υπήρξε ο παίκτης που προσπάθησε και τα κατάφερε -- τουλάχιστον καλύτερα από κάθε άλλο. Ήταν ο Αγανιάν. Γι’ αυτό τον λόγο οι οπαδοί του Ολυμπιακού είχαν σκαρώσει ένα σχετικό δίστιχο που τραγουδούσαν εν χορώ: Ποιος είναι αυτός που έκανε τον Στρατηγό λοχία; Είναι ο Γρηγόρης Αγανιάν από την Αρμενία.
Του Θεολόγου Μιχαηλίδη
Ο Γρηγόρης (ή Κρικόρ όπως ήταν το αρμενικό όνομά του) Αγανιάν ήταν ένας πολύ σημαντικός ποδοσφαιριστής, η αξία και η προσφορά του οποίου δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, αφού τα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν ασχοληθεί μαζί του όσο και όπως θα του άρμοζε.
Γεννήθηκε στην παλιά Κοκκινιά του Πειραιά και προέρχεται από προσφυγική οικογένεια, που ήλθε στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, το γεγονός αυτό τον σημάδεψε και η οργή που φώλιασε μέσα του από αυτό το γεγονός παρέμεινε άσβηστη.
Πρώτη του ομάδα ήταν το τοπικό παράρτημα της Αρμενικής. Στη συνέχεια πήγε στον Εθνικό, μετά στην ΑΕ Νικαίας και αργότερα στον Παναιγιάλειο με τον οποίο ανέβηκε στην Α΄ Εθνική. Εκεί έκανε σπουδαίες εμφανίσεις, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 1964 να τον αποκτήσει ο Ολυμπιακός, ο οποίος μετά τις αποτυχίες των προηγούμενων ετών (με Κυπριανίδη, Σφαιρόπουλο, Ηλιάδη, Σ. Παπάζογλου) έψαχνε εναγωνίως για καλούς χαφ και μεσοεπιθετικούς.
Η μεταγραφή του Αγανιάν δεν ήταν μικρή. Ο Ολυμπιακός έδωσε το υψηλό για εκείνη την εποχή ποσό των 280.000 δραχμών και --το κυριότερο-- παραχώρησε στην ομάδα του Αιγίου 5 ποδοσφαιριστές, όλους μεγάλα και γνωστά ονόματα όπως οι Ψύχος, Γκαβέτσος, Τσανακτσής, Κώστας Παπάζογλου, Κοτρίδης, έστω και αν αυτοί δεν βρίσκονταν πλέον στην απόλυτη ακμή τους.
Η πρώτη χρονιά (1964/65) στον Ολυμπιακό ήταν δύσκολη. Το σερί της ανομβρίας πρωταθλημάτων συνεχίστηκε και διευρύνθηκε. Στον Ολυμπιακό το κλίμα δεν ήταν και το καλύτερο, τους έφταιγαν όλα. Στο τέλος της σεζόν, ο Αγανιάν δεν θεωρήθηκε απαραίτητος και ήταν έτοιμος να αποχωρήσει από την ομάδα και να επιστρέψει στο Αίγιο.
Τότε όμως ήλθε στην ομάδα ο Μπούκοβι, που τον είδε (όπως έκανε και με όλους εν γένει τους παίκτες) σε κάποιους φιλικούς αγώνες, του άρεσε πολύ και τον κράτησε. Ο Μπούκοβι τον καθιέρωσε ως ένα από τους βασικότερους παίκτες της ομάδας, γεγονός που ο Αγανιάν δεν ξεχνάει ποτέ, αφού ακόμη και τώρα «πίνει νερό στο όνομά του».
Ο Αγανιάν ήταν πάντα αυτό που λέμε «παιδί του λαού». Στην αρχή ήταν τορναδόρος και μετά έγινε χασάπης στο οικογενειακό κρεοπωλείο, όπου φωτογραφιζόταν περήφανα με τη χασάπικη ποδιά. Πάντα συντροφικός όταν ήταν μέσα στην ομάδα, αλλά μοναχικός και δύσκολος χαρακτήρας, χωρίς πολλές φιλίες, έξω από τα γήπεδα. Δύσπιστος στα μεγάλα λόγια, που ο ίδιος ποτέ δεν έλεγε. Άνθρωπος ευθύς και ειλικρινής, που δεν μασούσε τα λόγια του όταν πίστευε πως είχε δίκιο. Δεν του άρεσαν παιχνίδια πίσω από την πλάτη του. Δεν του άρεσαν, επίσης, χάρες και ρουσφέτια. Έτσι όταν του βρήκαν θέση στο δημόσιο, αρνήθηκε προτείνοντας στη θέση του να πάρουν κάποιον συγγενή του.
Συχνά τσακωνόταν με αντιπάλους στα γήπεδα την ώρα των αγώνων. Ξεχωρίζουν οι επανειλημμένες καβγατζίδικες και επεισοδιακές διενέξεις που είχε με τον Δομάζο, ιδίως όταν έπαιζε σωματοφύλακας του σε αγώνες με τον ΠΑΟ, αλλά και κάποιες με τον Βασιλείου της ΑΕΚ.
Αρκετές όμως ήταν και οι περιπετειώδεις και επεισοδιακές ιστορίες, στις οποίες πρωταγωνίστησε και εκτός αγώνων, χωρίς να υπάρχει η έξαψη της ποδοσφαιρικής αναμέτρησης.
Όταν ήταν μικρός, στον Εθνικό, αποχώρησε, γιατί δεν ανέχθηκε τον εξουσιαστικό τρόπο που επέβαλλε ο περίφημος Χέλμης στις ομάδες που έκανε κουμάντο. Θεωρούσε τον τρόπο αυτό --για τον οποίο, σημειωτέον, αποθεώθηκε σχεδόν καθολικά ο Χέλμης-- ως ανάρμοστο, αντιπαιδαγωγικό και δικτατορικό. Έτσι όταν ο Χέλμης σε μια διαφωνία τους χαστούκισε τον Αγανιάν, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει ο τελευταίος στον Εθνικό.
Αργότερα στον Ολυμπιακό, την 8.6.1968, παραμονή του τελευταίου αγώνα πρωταθλήματος με τον Πανελευσινιακό, ο Αγανιάν τσακώθηκε στο ξενοδοχείο με τον συμπαίκτη του Γιώργο Σιδέρη και, λόγο στον λόγο, όχι απλώς ήλθαν στα χέρια, αλλά πλακωθήκανε άγρια. Αποτέλεσμα της συμπλοκής να τραυματιστεί ο Σιδέρης στο κεφάλι από αντικείμενο, με το οποίο τον χτύπησε ο Αγανιάν και να εισαχθεί στο νοσοκομείο με θλαστικό τραύμα στο κεφάλι. Στο νοσοκομείο παρέμεινε για τρεις ημέρες και φυσικά δεν έπαιξε στο παιχνίδι με την Ελευσίνα. Ήταν όμως και οι δύο παίκτες τύποι ευθείς και ντόμπροι. Μετάνιωσαν και τα ξαναβρήκαν αμέσως. Ένα μήνα αργότερα, όταν η ομάδα κατακτούσε το Κύπελλο Ελλάδας 1968 μέσα στη Λεωφόρο, νικώντας τον ΠΑΟ, δεν υπήρχαν άλλοι παίκτες που να πανηγύρισαν τόσο πολύ μαζί και να αγκαλιάστηκαν περισσότερες φορές από αυτούς τους δύο.
Αλλά και με τον Λάκη Πετρόπουλο είχε τσακωθεί την εποχή που αυτός ήταν προπονητής της εθνικής ομάδας και ο Αγανιάν είχε κληθεί σε αυτήν. Ο λόγος ήταν τα παράπονα που ο Αγανιάν έκανε για άνιση μεταχείριση ορισμένων παικτών όσον αφορά τις παρουσίες τους στις προπονήσεις. Ο Πετρόπουλος το κράτησε μανιάτικο και, όταν ήλθε αργότερα στον Ολυμπιακό, ένα από τα πρώτα πράγματα που ζήτησε ήταν να φύγει οριστικά ο Αγανιάν.
Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους, που δεν έπαιξε παρά μόνο μια φορά στην εθνική. Άλλοι λόγοι γι αυτό ήταν ότι δεν ήταν συμπαθής στο χουντικό καθεστώς. Άλλωστε αυτός, μαζί με τον Σιδέρη, ήταν εκείνοι που τόλμησαν να πέσουν πάνω στον χουντικό συνταγματάρχη Παπαποστόλου όταν ο τελευταίος έβγαλε πιστόλι για να απειλήσει (ή και να πυροβολήσει;) τον Μποτίνο σε ένα από τους ομηρικούς μεταξύ τους καβγάδες μέσα στα αποδυτήρια. Υπήρχαν όμως και λόγοι περίπου ρατσιστικοί, που είχαν να κάνουν με την αρμένικη καταγωγή του, η οποία συχνά θεωρείτο όχι καθαρά ελληνική, αλλά περίπου ασιατική. Άλλωστε λόγω της καταγωγής του αυτής, αποτελούσε συχνά στόχο ειρωνικών σχολίων, συνθημάτων ή και βρισιών από αντιπάλους οπαδούς στα γήπεδα.
Ακόμη είχε πρωταγωνιστήσει κάποτε σε επεισόδιο σε κέντρο όπου τραγουδούσε η Βίκυ Μοσχολιού επειδή οι άνθρωποι του μαγαζιού του ζήτησαν να φύγει ως μη ευπρόσδεκτος, λόγω των γνωστών ποδοσφαιρικών επεισοδίων και διενέξεων με τον Δομάζο που ήταν σύζυγος της μεγάλης τραγουδίστριας. Μάλιστα λέγεται ότι ο Αγανιάν κατά το συγκεκριμένο περιστατικό, πάνω στα νεύρα του, είχε βγάλει το παπούτσι του και το είχε πετάξει στο πάλκο!
Στο γήπεδο πάντοτε και ιδίως ως παίκτης του Ολυμπιακού ήταν ένα λιοντάρι. Προσωποποίηση μαχητικότητας και αγωνιστικότητας. «Μάτωνε» τη φανέλα, τα έδινε όλα μέχρι τέλος, ακόμη και την ψυχή του. Δεν δίσταζε και δεν φοβόταν τίποτε.
Αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό από το 1964 ως το 1971. Όταν αναγκάστηκε να φύγει από τον Ολυμπιακό, πήγε στην γνωστή Ελβετική ομάδα Σω Ντε Φον. Έτσι έγινε ο δεύτερος μετά τον Σιδέρη Έλληνας παίκτης (και πάλι του Ολυμπιακού) που αγωνίστηκε σε ομάδα του εξωτερικού και δη της Ευρώπης.
Έπαιξε 127 φορές στον Ολυμπιακό για το Πρωτάθλημα και σημείωσε 25 γκολ, που δεν είναι και λίγα. Αγωνίστηκε επίσης σε 18 αγώνες Κυπέλλου, σημειώνοντας και εκεί πολλά (7) γκολ. Επίσης είχε 6 συμμετοχές σε αγώνες Κυπέλλων Ευρώπης. Κατέκτησε 2 πρωταθλήματα (1966, 1967) και δύο κύπελλα (1965, 1968) αν και στο ένα από αυτά δεν έπαιξε στον τελικό. Διατέλεσε επίσης τυπικά μέλος της ομάδας που πήρε το Κύπελλο του 1971.
Ο Αγανιάν ήταν παίκτης πολύτιμος όχι μόνο γιατί ήταν πολύ σταθερός, αλλά γιατί ήταν και εξαιρετικά πολυσύνθετος, Ξεκίνησε από επιθετικός χαφ, στη συνέχεια έγινε αμυντικός χαφ, αλλά έπαιξε πολλές φορές και σέντερ-μπακ, παντού με μεγάλη επιτυχία. Μέχρι και έξω δεξιά είχε αγωνιστεί λόγω προβλημάτων σύνθεσης της ομάδας και μάλιστα σε ντέρμπι με την ΑΕΚ.
Στην καριέρα του στον Ολυμπιακό υπήρξαν πολλές μεγάλες στιγμές. Για παράδειγμα έχει σκοράρει στην Τούμπα στο 4-0 επί του ΠΑΟΚ το 1964. Έχει σκοράρει εναντίον της ΑΕΚ στη νίκη της ομάδας στη Νέα Φιλαδέλφεια 2-0 το 1965 κ.α.
Όμως το μεγάλο του παιχνίδι, αυτό που έχει μείνει στην ιστορία δεν είναι κάποιο ματς που σκόραρε. Είναι ένας αγώνας, που δείχνει ξεκάθαρα την δύναμη του χαρακτήρα του ως ποδοσφαιριστή και ανθρώπου.
Πρόκειται για τον αγώνα Ηρακλή-Ολυμπιακού της 23.10.1966 στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος της περιόδου 1966/67. Ήταν ένα πολύ επεισοδιακό παιχνίδι όπου επικρατούσε μεγάλος φανατισμός, καθώς το Καυταντζόγλειο ήταν κατάμεστο όχι μόνο από οπαδούς του Ηρακλή αλλά και του ΠΑΟΚ, που είχαν έλθει να αποδοκιμάσουν τον Ολυμπιακό λόγω της τότε πρόσφατης υπόθεσης Κούδα.
Σε εκείνο τον αγώνα νωρίς στο πρώτο ημίχρονο, σε μια προσπάθεια για σουτ του Αγανιάν, που κτύπησε το δοκάρι, ο αμυντικός Λιάρος πάτησε άσχημα και με όλη του την δύναμη το δεξί πόδι του Αγανιάν, που ήταν και το καλό του. Ο παίκτης τραυματίστηκε σοβαρά και ουσιαστικά αχρηστεύθηκε, αφού πονούσε πολύ και δεν μπορούσε να παίξει. Οι άνθρωποι της ομάδας του ζήτησαν να αποχωρήσει από τον αγώνα, κάτι που θα σήμαινε ότι η ομάδα θα έπρεπε να μείνει με δέκα παίκτες, αφού τότε οι κανονισμοί δεν επέτρεπαν αλλαγές και αντικαταστάσεις παικτών.
Ο Αγανιάν αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ήθελε να μείνει στο γήπεδο έστω και κουτσός. Έτσι τον αφήσανε στο ένα άκρο του γηπέδου, απλώς να υπάρχει περίπου σαν σκιά απέναντι στους αντίπαλους, αφού κανένας συμπαίκτης του δεν τολμούσε να του δώσει την μπάλα και ακόμη και όταν αυτή έφτανε στον Αγανιάν το μόνο που έκανε ήταν να τη διώχνει όπως-όπως.
Σε μια φάση στο δεύτερο ημίχρονο η μπάλα ήρθε προς το μέρος του, χωρίς να υπάρχει αντίπαλος κοντά του και ενώ ήταν σχετικά κοντά στην περιοχή του Ηρακλή. Ο Αγανιάν το είδε ως ευκαιρία. Επιστράτευσε λοιπόν κάθε ικμάδα εσωτερικής δύναμης και άρχισε μια κούρσα, τρέχοντας και χωλαίνοντας ταυτόχρονα.
Μόλις οι αντίπαλοι είδαν τι πήγαινε να κάνει, έτρεξαν να προλάβουν τον αρχικά παραμελημένο Αγανιάν και φυσιολογικά δύο από αυτούς, ο ένας μετά τον άλλο, τον έφτασαν. Και όμως σαν από θαύμα, με μια προσπάθεια, που και ο ίδιος χαρακτήρισε «υπεράνθρωπη», ο Αγανιάν πέρασε τους αντιπάλους του και βρέθηκε κοντά στο τέρμα έτοιμος να σουτάρει.
Να τι έχει πει ο ίδιος :
Του Θεολόγου Μιχαηλίδη
Ο Γρηγόρης (ή Κρικόρ όπως ήταν το αρμενικό όνομά του) Αγανιάν ήταν ένας πολύ σημαντικός ποδοσφαιριστής, η αξία και η προσφορά του οποίου δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, αφού τα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν ασχοληθεί μαζί του όσο και όπως θα του άρμοζε.
Γεννήθηκε στην παλιά Κοκκινιά του Πειραιά και προέρχεται από προσφυγική οικογένεια, που ήλθε στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, το γεγονός αυτό τον σημάδεψε και η οργή που φώλιασε μέσα του από αυτό το γεγονός παρέμεινε άσβηστη.
Πρώτη του ομάδα ήταν το τοπικό παράρτημα της Αρμενικής. Στη συνέχεια πήγε στον Εθνικό, μετά στην ΑΕ Νικαίας και αργότερα στον Παναιγιάλειο με τον οποίο ανέβηκε στην Α΄ Εθνική. Εκεί έκανε σπουδαίες εμφανίσεις, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 1964 να τον αποκτήσει ο Ολυμπιακός, ο οποίος μετά τις αποτυχίες των προηγούμενων ετών (με Κυπριανίδη, Σφαιρόπουλο, Ηλιάδη, Σ. Παπάζογλου) έψαχνε εναγωνίως για καλούς χαφ και μεσοεπιθετικούς.
Η μεταγραφή του Αγανιάν δεν ήταν μικρή. Ο Ολυμπιακός έδωσε το υψηλό για εκείνη την εποχή ποσό των 280.000 δραχμών και --το κυριότερο-- παραχώρησε στην ομάδα του Αιγίου 5 ποδοσφαιριστές, όλους μεγάλα και γνωστά ονόματα όπως οι Ψύχος, Γκαβέτσος, Τσανακτσής, Κώστας Παπάζογλου, Κοτρίδης, έστω και αν αυτοί δεν βρίσκονταν πλέον στην απόλυτη ακμή τους.
Η πρώτη χρονιά (1964/65) στον Ολυμπιακό ήταν δύσκολη. Το σερί της ανομβρίας πρωταθλημάτων συνεχίστηκε και διευρύνθηκε. Στον Ολυμπιακό το κλίμα δεν ήταν και το καλύτερο, τους έφταιγαν όλα. Στο τέλος της σεζόν, ο Αγανιάν δεν θεωρήθηκε απαραίτητος και ήταν έτοιμος να αποχωρήσει από την ομάδα και να επιστρέψει στο Αίγιο.
Τότε όμως ήλθε στην ομάδα ο Μπούκοβι, που τον είδε (όπως έκανε και με όλους εν γένει τους παίκτες) σε κάποιους φιλικούς αγώνες, του άρεσε πολύ και τον κράτησε. Ο Μπούκοβι τον καθιέρωσε ως ένα από τους βασικότερους παίκτες της ομάδας, γεγονός που ο Αγανιάν δεν ξεχνάει ποτέ, αφού ακόμη και τώρα «πίνει νερό στο όνομά του».
Ο Αγανιάν ήταν πάντα αυτό που λέμε «παιδί του λαού». Στην αρχή ήταν τορναδόρος και μετά έγινε χασάπης στο οικογενειακό κρεοπωλείο, όπου φωτογραφιζόταν περήφανα με τη χασάπικη ποδιά. Πάντα συντροφικός όταν ήταν μέσα στην ομάδα, αλλά μοναχικός και δύσκολος χαρακτήρας, χωρίς πολλές φιλίες, έξω από τα γήπεδα. Δύσπιστος στα μεγάλα λόγια, που ο ίδιος ποτέ δεν έλεγε. Άνθρωπος ευθύς και ειλικρινής, που δεν μασούσε τα λόγια του όταν πίστευε πως είχε δίκιο. Δεν του άρεσαν παιχνίδια πίσω από την πλάτη του. Δεν του άρεσαν, επίσης, χάρες και ρουσφέτια. Έτσι όταν του βρήκαν θέση στο δημόσιο, αρνήθηκε προτείνοντας στη θέση του να πάρουν κάποιον συγγενή του.
Συχνά τσακωνόταν με αντιπάλους στα γήπεδα την ώρα των αγώνων. Ξεχωρίζουν οι επανειλημμένες καβγατζίδικες και επεισοδιακές διενέξεις που είχε με τον Δομάζο, ιδίως όταν έπαιζε σωματοφύλακας του σε αγώνες με τον ΠΑΟ, αλλά και κάποιες με τον Βασιλείου της ΑΕΚ.
Αρκετές όμως ήταν και οι περιπετειώδεις και επεισοδιακές ιστορίες, στις οποίες πρωταγωνίστησε και εκτός αγώνων, χωρίς να υπάρχει η έξαψη της ποδοσφαιρικής αναμέτρησης.
Όταν ήταν μικρός, στον Εθνικό, αποχώρησε, γιατί δεν ανέχθηκε τον εξουσιαστικό τρόπο που επέβαλλε ο περίφημος Χέλμης στις ομάδες που έκανε κουμάντο. Θεωρούσε τον τρόπο αυτό --για τον οποίο, σημειωτέον, αποθεώθηκε σχεδόν καθολικά ο Χέλμης-- ως ανάρμοστο, αντιπαιδαγωγικό και δικτατορικό. Έτσι όταν ο Χέλμης σε μια διαφωνία τους χαστούκισε τον Αγανιάν, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει ο τελευταίος στον Εθνικό.
Αργότερα στον Ολυμπιακό, την 8.6.1968, παραμονή του τελευταίου αγώνα πρωταθλήματος με τον Πανελευσινιακό, ο Αγανιάν τσακώθηκε στο ξενοδοχείο με τον συμπαίκτη του Γιώργο Σιδέρη και, λόγο στον λόγο, όχι απλώς ήλθαν στα χέρια, αλλά πλακωθήκανε άγρια. Αποτέλεσμα της συμπλοκής να τραυματιστεί ο Σιδέρης στο κεφάλι από αντικείμενο, με το οποίο τον χτύπησε ο Αγανιάν και να εισαχθεί στο νοσοκομείο με θλαστικό τραύμα στο κεφάλι. Στο νοσοκομείο παρέμεινε για τρεις ημέρες και φυσικά δεν έπαιξε στο παιχνίδι με την Ελευσίνα. Ήταν όμως και οι δύο παίκτες τύποι ευθείς και ντόμπροι. Μετάνιωσαν και τα ξαναβρήκαν αμέσως. Ένα μήνα αργότερα, όταν η ομάδα κατακτούσε το Κύπελλο Ελλάδας 1968 μέσα στη Λεωφόρο, νικώντας τον ΠΑΟ, δεν υπήρχαν άλλοι παίκτες που να πανηγύρισαν τόσο πολύ μαζί και να αγκαλιάστηκαν περισσότερες φορές από αυτούς τους δύο.
Αλλά και με τον Λάκη Πετρόπουλο είχε τσακωθεί την εποχή που αυτός ήταν προπονητής της εθνικής ομάδας και ο Αγανιάν είχε κληθεί σε αυτήν. Ο λόγος ήταν τα παράπονα που ο Αγανιάν έκανε για άνιση μεταχείριση ορισμένων παικτών όσον αφορά τις παρουσίες τους στις προπονήσεις. Ο Πετρόπουλος το κράτησε μανιάτικο και, όταν ήλθε αργότερα στον Ολυμπιακό, ένα από τα πρώτα πράγματα που ζήτησε ήταν να φύγει οριστικά ο Αγανιάν.
Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους, που δεν έπαιξε παρά μόνο μια φορά στην εθνική. Άλλοι λόγοι γι αυτό ήταν ότι δεν ήταν συμπαθής στο χουντικό καθεστώς. Άλλωστε αυτός, μαζί με τον Σιδέρη, ήταν εκείνοι που τόλμησαν να πέσουν πάνω στον χουντικό συνταγματάρχη Παπαποστόλου όταν ο τελευταίος έβγαλε πιστόλι για να απειλήσει (ή και να πυροβολήσει;) τον Μποτίνο σε ένα από τους ομηρικούς μεταξύ τους καβγάδες μέσα στα αποδυτήρια. Υπήρχαν όμως και λόγοι περίπου ρατσιστικοί, που είχαν να κάνουν με την αρμένικη καταγωγή του, η οποία συχνά θεωρείτο όχι καθαρά ελληνική, αλλά περίπου ασιατική. Άλλωστε λόγω της καταγωγής του αυτής, αποτελούσε συχνά στόχο ειρωνικών σχολίων, συνθημάτων ή και βρισιών από αντιπάλους οπαδούς στα γήπεδα.
Ακόμη είχε πρωταγωνιστήσει κάποτε σε επεισόδιο σε κέντρο όπου τραγουδούσε η Βίκυ Μοσχολιού επειδή οι άνθρωποι του μαγαζιού του ζήτησαν να φύγει ως μη ευπρόσδεκτος, λόγω των γνωστών ποδοσφαιρικών επεισοδίων και διενέξεων με τον Δομάζο που ήταν σύζυγος της μεγάλης τραγουδίστριας. Μάλιστα λέγεται ότι ο Αγανιάν κατά το συγκεκριμένο περιστατικό, πάνω στα νεύρα του, είχε βγάλει το παπούτσι του και το είχε πετάξει στο πάλκο!
Στο γήπεδο πάντοτε και ιδίως ως παίκτης του Ολυμπιακού ήταν ένα λιοντάρι. Προσωποποίηση μαχητικότητας και αγωνιστικότητας. «Μάτωνε» τη φανέλα, τα έδινε όλα μέχρι τέλος, ακόμη και την ψυχή του. Δεν δίσταζε και δεν φοβόταν τίποτε.
Αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό από το 1964 ως το 1971. Όταν αναγκάστηκε να φύγει από τον Ολυμπιακό, πήγε στην γνωστή Ελβετική ομάδα Σω Ντε Φον. Έτσι έγινε ο δεύτερος μετά τον Σιδέρη Έλληνας παίκτης (και πάλι του Ολυμπιακού) που αγωνίστηκε σε ομάδα του εξωτερικού και δη της Ευρώπης.
Έπαιξε 127 φορές στον Ολυμπιακό για το Πρωτάθλημα και σημείωσε 25 γκολ, που δεν είναι και λίγα. Αγωνίστηκε επίσης σε 18 αγώνες Κυπέλλου, σημειώνοντας και εκεί πολλά (7) γκολ. Επίσης είχε 6 συμμετοχές σε αγώνες Κυπέλλων Ευρώπης. Κατέκτησε 2 πρωταθλήματα (1966, 1967) και δύο κύπελλα (1965, 1968) αν και στο ένα από αυτά δεν έπαιξε στον τελικό. Διατέλεσε επίσης τυπικά μέλος της ομάδας που πήρε το Κύπελλο του 1971.
Ο Αγανιάν ήταν παίκτης πολύτιμος όχι μόνο γιατί ήταν πολύ σταθερός, αλλά γιατί ήταν και εξαιρετικά πολυσύνθετος, Ξεκίνησε από επιθετικός χαφ, στη συνέχεια έγινε αμυντικός χαφ, αλλά έπαιξε πολλές φορές και σέντερ-μπακ, παντού με μεγάλη επιτυχία. Μέχρι και έξω δεξιά είχε αγωνιστεί λόγω προβλημάτων σύνθεσης της ομάδας και μάλιστα σε ντέρμπι με την ΑΕΚ.
Στην καριέρα του στον Ολυμπιακό υπήρξαν πολλές μεγάλες στιγμές. Για παράδειγμα έχει σκοράρει στην Τούμπα στο 4-0 επί του ΠΑΟΚ το 1964. Έχει σκοράρει εναντίον της ΑΕΚ στη νίκη της ομάδας στη Νέα Φιλαδέλφεια 2-0 το 1965 κ.α.
Όμως το μεγάλο του παιχνίδι, αυτό που έχει μείνει στην ιστορία δεν είναι κάποιο ματς που σκόραρε. Είναι ένας αγώνας, που δείχνει ξεκάθαρα την δύναμη του χαρακτήρα του ως ποδοσφαιριστή και ανθρώπου.
Πρόκειται για τον αγώνα Ηρακλή-Ολυμπιακού της 23.10.1966 στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος της περιόδου 1966/67. Ήταν ένα πολύ επεισοδιακό παιχνίδι όπου επικρατούσε μεγάλος φανατισμός, καθώς το Καυταντζόγλειο ήταν κατάμεστο όχι μόνο από οπαδούς του Ηρακλή αλλά και του ΠΑΟΚ, που είχαν έλθει να αποδοκιμάσουν τον Ολυμπιακό λόγω της τότε πρόσφατης υπόθεσης Κούδα.
Σε εκείνο τον αγώνα νωρίς στο πρώτο ημίχρονο, σε μια προσπάθεια για σουτ του Αγανιάν, που κτύπησε το δοκάρι, ο αμυντικός Λιάρος πάτησε άσχημα και με όλη του την δύναμη το δεξί πόδι του Αγανιάν, που ήταν και το καλό του. Ο παίκτης τραυματίστηκε σοβαρά και ουσιαστικά αχρηστεύθηκε, αφού πονούσε πολύ και δεν μπορούσε να παίξει. Οι άνθρωποι της ομάδας του ζήτησαν να αποχωρήσει από τον αγώνα, κάτι που θα σήμαινε ότι η ομάδα θα έπρεπε να μείνει με δέκα παίκτες, αφού τότε οι κανονισμοί δεν επέτρεπαν αλλαγές και αντικαταστάσεις παικτών.
Ο Αγανιάν αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ήθελε να μείνει στο γήπεδο έστω και κουτσός. Έτσι τον αφήσανε στο ένα άκρο του γηπέδου, απλώς να υπάρχει περίπου σαν σκιά απέναντι στους αντίπαλους, αφού κανένας συμπαίκτης του δεν τολμούσε να του δώσει την μπάλα και ακόμη και όταν αυτή έφτανε στον Αγανιάν το μόνο που έκανε ήταν να τη διώχνει όπως-όπως.
Σε μια φάση στο δεύτερο ημίχρονο η μπάλα ήρθε προς το μέρος του, χωρίς να υπάρχει αντίπαλος κοντά του και ενώ ήταν σχετικά κοντά στην περιοχή του Ηρακλή. Ο Αγανιάν το είδε ως ευκαιρία. Επιστράτευσε λοιπόν κάθε ικμάδα εσωτερικής δύναμης και άρχισε μια κούρσα, τρέχοντας και χωλαίνοντας ταυτόχρονα.
Μόλις οι αντίπαλοι είδαν τι πήγαινε να κάνει, έτρεξαν να προλάβουν τον αρχικά παραμελημένο Αγανιάν και φυσιολογικά δύο από αυτούς, ο ένας μετά τον άλλο, τον έφτασαν. Και όμως σαν από θαύμα, με μια προσπάθεια, που και ο ίδιος χαρακτήρισε «υπεράνθρωπη», ο Αγανιάν πέρασε τους αντιπάλους του και βρέθηκε κοντά στο τέρμα έτοιμος να σουτάρει.
Να τι έχει πει ο ίδιος :
Δεν ξέρω πού βρήκα την δύναμη… Παρακαλούσα τον θεό να βρω τη δύναμη να σουτάρω. Πιάνω ένα σουτ με το αριστερό πόδι, γιατί το άλλο ήταν σακατεμένο. Η μπάλα αντί να καταλήξει προς την εστία πήγε παράλληλα μισό μέτρο από το έδαφος. Εκείνη τη στιγμή όμως ερχόταν με φόρα ο Σιδέρης και πιάνει μια κεφαλιά-ψαράκι και καρφώνει την μπάλα στα δίκτυα.
Με αυτό το γκολ ο Ολυμπιακός νίκησε 1-0. Η εφημερίδα Μακεδονία της Θεσσαλονίκης την επομένη τον χαρακτήρισε «ηρωική μορφή του αγώνα».
Ο Αγανιάν μετά το ματς πήγε νοσοκομείο, όπου νοσηλεύθηκε επί αρκετές μέρες ενώ για να επανέλθει στην ομάδα μετά από αυτόν τον τραυματισμό του πέρασαν περίπου τρεις μήνες.
Αυτός ήταν ο Αγανιάν. Τέτοιοι παίκτες λείπουν από τον Ολυμπιακό την σύγχρονη εποχή, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Γι' αυτό εγώ, που τα έχω ζήσει όλα, άλλοτε μελαγχολούσα και άλλοτε μειδιούσα όταν άκουγα ή διάβαζα για το λιοντάρι Ρομαό, που δέσποζε και δάγκωνε αντιπάλους και λοιπές σαχλαμάρες. Κατηγορηματικά δηλώνω ότι ούτε δέκα Ρομαό μαζί δεν έκαναν ένα Αγανιάν.
Ο Αγανιάν μετά το ματς πήγε νοσοκομείο, όπου νοσηλεύθηκε επί αρκετές μέρες ενώ για να επανέλθει στην ομάδα μετά από αυτόν τον τραυματισμό του πέρασαν περίπου τρεις μήνες.
Αυτός ήταν ο Αγανιάν. Τέτοιοι παίκτες λείπουν από τον Ολυμπιακό την σύγχρονη εποχή, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Γι' αυτό εγώ, που τα έχω ζήσει όλα, άλλοτε μελαγχολούσα και άλλοτε μειδιούσα όταν άκουγα ή διάβαζα για το λιοντάρι Ρομαό, που δέσποζε και δάγκωνε αντιπάλους και λοιπές σαχλαμάρες. Κατηγορηματικά δηλώνω ότι ούτε δέκα Ρομαό μαζί δεν έκαναν ένα Αγανιάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου