Το μεγαλείο του Ολυμπιακού είναι ο φίλαθλος κόσμος του. Αναγνωρίζει αξίες. Όσα χρόνια και αν περάσουν δεν ξεχνάει και ξέρει να εκτιμάει. Το χαρακτηριστικό αυτό σε τέτοιο υψηλό βαθμό δεν το έχει κανένας άλλος σύλλογος. Ξέρω την αγάπη και την εκτίμηση που μου έχει ο φίλαθλος κόσμος του Ολυμπιακού και τον ευχαριστώ. Δεν έχω ξεχάσει τα όσα ζήσαμε μαζί….. Δεν χάνω ματς του Ολυμπιακού στο μπάσκετ. Όλα τα βλέπω και χαίρομαι με τις επιτυχίες του.
Αυτά δήλωνε, μεταξύ άλλων, σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε την 15.10.2015 στο sport24.gr ο Γιάννης Ιωαννίδης. Λίγο η ημερομηνία της συνέντευξης, λίγο η πρόσφατη επιβεβαίωση της είδησης για την αναμενόμενη έκδοση της βιογραφίας του (σε δημοσιογραφική επιμέλεια Β. Σκουντή), λίγο η επίσης πρόσφατη έναρξη της νέας σεζόν του ελληνικού πρωταθλήματος, αλλά και των αγωνιστικών υποχρεώσεων στην Ευρώπη ξαναφέρνουν στη μνήμη αυτές τις ημέρες τον «ξανθό».
Το πρώτο ερώτημα, που μου βασανίζει το μυαλό είναι το εξής: Μέχρι ποίου βαθμού ισχύουν σήμερα όσα είπε πιο πάνω ο παλαίμαχος κόουτς;
Ένας άλλος Γιάννης Ιωαννίδης, ο παλιός συνεργάτης του συνονόματου κόουτς, ο γνωστός και ως «Ολλανδός», δεν συμμερίζεται ούτε επιβεβαιώνει τις απόψεις του, ιδίως όσον αφορά τον σύλλογο. Αντίθετα πιστεύει --και το 2017-- το έχει δηλώσει απερίφραστα ότι ο επίσημος Ολυμπιακός δεν έχει κάνει τίποτε απολύτως για να τιμήσει τον Γιάννη Ιωαννίδη με ένα τρόπο αντάξιο των επιτευγμάτων ενός τέτοιου προπονητή.
Αλλά και οι κόσμος Ολυμπιακού, όσο περνάει ο καιρός δεν δείχνει την ίδια προηγούμενη τεράστια εκτίμηση στο έργο του Ιωαννίδη. Οι παλιότεροι οπαδοί έχουν αρχίσει να ξεχνούν, ενώ οι νεότεροι, αυτοί που δεν έχουν ζήσει τον Ιωαννίδη, δεν δείχνουν ενδιαφέρον για την προσφορά του στην ομάδα, ούτε έχουν συναίσθηση αυτής της προσφοράς, η οποία μπορεί μεταφραζόμενη σε ευρωπαικούς τίτλους να μην είναι η πιο επιτυχημένη, αλλά για το τμήμα μπάσκετ του συλλόγου είναι ίσως η πιο καθοριστική.
Σήμερα ο λαός του Ολυμπιακού, τον μόνο κόουτς του οποίου την αξία, μετά βεβαιότητας, μοιάζει να αναγνωρίζει είναι του Ίβκοβιτς (αν και αυτός είχε αμφισβητηθεί έντονα παλιότερα, ιδίως μετά την απώλεια του τίτλου το 1999). Κατά τα άλλα εξακολουθεί να είναι διχασμένος όσον αφορά την αποτίμηση της αξίας και της προσφοράς των Ελλήνων, του Μπαρζώκα και του Σφαιρόπουλου. Παρ'
Δυστυχώς είναι αλήθεια ότι η αξία και προσφορά του Ιωαννίδη κάθε άλλο παρά έχουν αναγνωριστεί και τιμηθεί όπως θα έπρεπε από τον επίσημο Ολυμπιακό. Στον υπερθετικό βαθμό και έκταση που του αρμόζει.
Είπα λοιπόν να γράψω κάποια πράγματα γι αυτόν, αλλά όχι τα συνηθισμένα ή τετριμμένα. Δεν θα γράψω για επεισοδιακά γεγονότα και στιγμιότυπα που έχουν γραφτεί στην ιστορία, όπως π.χ. το σακάκι του, που έβγαλε και πρόσφερε διαμαρτυρόμενος στον διαιτητή Τσανίδη στον αγώνα με τον ΠΑΟΚ στο ΣΕΦ. Ούτε για το μπουκάλι που πέταξε στον Σιγάλα στον αγώνα με την Μπενετόν Τρεβίζο. Ούτε για την μπουνιά που έδωσε σε τάιμ-άουτ στον Δ. Παπανικολάου. Ούτε για τον χαρακτηρισμό ως «Πουαρό» του διαιτητή Στέλιου Συμεωνίδη (που ακόμη και σήμερα μας βασανίζει) για τις διαιτητικές του ανακαλύψεις. Δεν θα μιλήσω για τις ιδιοτροπίες του, τα γούρια του, τις διαμαρτυρίες του προς τους διαιτητές, αυτές για τις οποίες είχε παραδεχτεί και ο ίδιος ο Ρήγας: «το κακό είναι ότι όσες φορές ο Ιωαννίδης διαμαρτύρεται σχεδόν πάντα έχει δίκιο».
Θα αρχίσω με τον Ιωαννίδη ως παίκτη. Πόσοι αλήθεια έχουν δει τον Ιωαννίδη να παίζει μπάσκετ στον Άρη, όταν βρισκόταν στην αθλητική του ακμή; Ελαχιστότατοι. Γι αυτό και κανείς δεν γράφει τίποτε για τις επιδόσεις του ως μπασκετμπολίστα. Ο Ιωαννίδης ήταν στον Άρη από ηλικία 15 ετών. Αποτελεί ανακάλυψη του μέντορά του, προπονητή και πατριάρχη του μπασκετικού Άρη, Ανέστη Πεταλίδη. Όταν ο Ιωαννίδης, ως έφηβος, είχε δυστροπήσει στις συνήθεις αγγαρείες και καψόνια, που οι παλιοσειρές της ομάδας μπάσκετ (Γούσιος και σια) επέβαλλαν στους νεαρούς παίκτες ο Πεταλίδης, αντί να εκνευριστεί και να τον τιμωρήσει, όπως θα έκανε άλλος στη θέση του, είδε με καλό μάτι την αντίδραση του, γιατί διέγνωσε ότι είχε μπροστά του ένα θαρραλέο και ηγετικό χαρακτήρα. Από τότε τον περιέβαλλε με την απόλυτη εμπιστοσύνη του και δεν έπεσε έξω.
Ο Ιωαννίδης έγινε ηγέτης του Άρη στη δεκαετία του 1960. Ήταν ένας πανέξυπνος και εγκεφαλικός πλεϊμέικερ, από τον οποίο ξεκινούσαν τα πάντα. Μεγάλο του όπλο οι ασσίστ που έβγαζε σε παίκτες της ομάδας του κάτω από καλάθι, ιδίως μετά από μπασίματα, στα οποία είχε ιδιαίτερη έφεση. Είχε επίσης μεγάλη ικανότητα στην δημιουργία αιφνιδιασμών, με κύριο αποδέκτη στις έξυπνες, γρήγορες και ζυγισμένες πάσες του τον συμπαίκτη του Τσιτούρα.
Εκεί που έπασχε ήταν στο σουτ. Το πρόβλημα του δεν ήταν τόσο η ευστοχία όσο ο άσχημος και ανορθόδοξος τρόπος, με τον οποίο σούταρε. Χρησιμοποιούσε σχεδόν εξίσου τα δύο χέρια, έχοντας ένα αργό πιάσιμο της μπάλας και φυσικά αργή εκτέλεση, στοιχεία που του επέτρεπαν να σουτάρει μόνο στημένος και γειωμένος και κυρίως όταν ο αντίπαλος ήταν μακριά και φυσικά όταν δεν έπαιζε κάποια πιο πιεστική ατομική άμυνα. Γι' αυτό και ο Ιωαννίδης σούταρε από απόσταση, κυρίως όταν τον άφηναν αφύλακτο. Κάποιος δογματικός του αθλήματος θα μπορούσε να πει ακόμη και ότι ο Ιωαννίδης δεν ήξερε να σουτάρει! Για τον λόγο αυτό σπάνια έπαιρνε κάποιο κρίσιμο τελευταίο σουτ. Γι αυτή τη δουλειά υπήρχε συνήθως το βρωμόχερο της ομάδας, ο Κατριός. Παρ' όλα αυτά, ο Ιωαννίδης ήταν πάντα στους δύο-τρεις πρώτους σκόρερ της ομάδας και πολλές φορές πρώτος.
Πολύ γρήγορα ο Ιωαννίδης έγινε βασικός και καθοδηγούσε την ομάδα του, που τότε ήταν σε κορυφαίο επίπεδο στη χώρα. Ο Άρης βγήκε 2ος στο εθνικό πρωτάθλημα το 1965. Το ίδιο συνέβη και τον επόμενο χρόνο το 1966, όταν ο Άρης έκανε μόνο 3 ήττες. Ήταν η μόνη ομάδα που είχε νικήσει ακόμη και την πρωταθλήτρια ΑΕΚ, η οποία είχε μεγάλη ομάδα για τα δεδομένα της εποχής (με Αμερικάνο Τρόντζο, Ζούπα). Ο Άρης τότε ανταγωνίστηκε την ΑΕΚ, μέχρι τέλους αφήνοντας πίσω τον ΠΑΟ. Αλλά και τα δύο επόμενα χρόνια (1967 και 1968) τερμάτισε 3ος (πίσω από ΑΕΚ και ΠΑΟ) ενώ το 1969 και 1970 βγήκε 4ος. Το ότι ο Άρης αποτελούσε μια από τις καλύτερες ελληνικές ομάδες οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον Ιωαννίδη. Χάρις στην εξαιρετική του απόδοση του αγωνίστηκε αρκετές φορές (για τα δεδομένα της εποχής και ιδίως ομάδων της Θεσσαλονίκης) και στην Εθνική Ελλάδας. Αποχώρησε από την ενεργό δράση σε ηλικία 34 ετών.
Πάντως παρά τη σημαντική αξία του ως παίκτη, η προπονητική του αξία αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη, πράγμα που δεν είναι συνηθισμένο για πολύ καλούς παίκτες. Ο Πεταλίδης ήταν ο πρώτος που κατάλαβε την προπονητική του ικανότητα. Έτσι πολύ νέος, λίγο από τότε που εγκατέλειψε την αγωνιστική δράση έγινε προπονητής, με τα γνωστά αποτελέσματα. Δεν θα ασχοληθούμε βέβαια εδώ με το τι έκανε στον Άρη, τα ρεκόρ του ως του πιο πολυνίκη προπονητή και του ρέκορντμαν εθνικών τίτλων και τούτο γιατί πολλά από αυτά έχουν να κάνουν με τον Άρη.
Θα ασχοληθούμε με το τι έκανε στον Ολυμπιακό όταν ανέλαβε το 1991 (περίοδος 1991/92) επί Κόκκαλη. Πήρε λοιπόν μια εντελώς ανυπόληπτη ομάδα, που είχε τερματίσει στην 8η θέση στο προηγούμενο πρωτάθλημα και μέσα σε μια μόνο χρονιά την έκανε συνδιεκδικήτρια του τίτλου απέναντι στις «ομάδες-βουνά» της Θεσσαλονίκης Άρη και ΠΑΟΚ, που μονοπωλούσαν τότε το άθλημα, αναδεικνύοντας τον Ολυμπιακό δεύτερο.
Τις επόμενες τέσσερις χρονιές (1993-1996) έκανε την ομάδα πρωταθλήτρια και την μονιμοποίησε στην πρώτη θέση, μετά από δύο δεκαετίες. Την πήγε σε δύο τελικούς πρωταθλητριών Ευρώπης (1994, 1995) κερδίζοντας τον αιώνιο αντίπαλο και προσφέροντας αμέτρητη χαρά στους οπαδούς της ομάδας. Κατέκτησε και ένα Κύπελλο Ελλάδας το 1994.
Και δεν είναι μόνο οι θρίαμβοι επί των πρασίνων σε Τελ Αβιβ και Σαραγόσα. Είναι κυρίως αυτό το τρομερό και φοβερό 73-38 στο ΣΕΦ, που ουσιαστικά «ακύρωσε» και ξεφτίλισε, ολοκληρωτικά το πρωτάθλημα Ευρώπης, που είχε κατακτήσει --έτσι όπως το είχε κατακτήσει-- ο ΠΑΟ.
Ο Ιωαννίδης πήρε την ομάδα με 14 εισιτήρια διαρκείας από τους τσίγκους και τις λαμαρίνες του Παπαστράτειου και την πήγε στις σάλες της Ευρώπης. Και ας μην μπόρεσε να πάρει τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης, γεγονός που οδήγησε στην άσκηση υπερβολικής και άδικης κριτικής σε βάρος του, ακόμη και σε (μερική τουλάχιστον) απαξίωση του. Όπως ο ίδιος είπε μετά το Τελ Αβίβ το 1994: «Τι να μας πει και ο Ομπράντοβιτς. Κοιμήθηκε ο θεός και πήρε το Κύπελλο. Αυτά δεν γίνονται ούτε στο σινεμά. Όταν σκηνοθετεί όμως ο θεός, δεν μπορεί να αλλάξει το σενάριο».
http://redbasketzone.blogspot.com |
Πώς έγιναν όμως όλα αυτά τα επιτεύγματα του Ιωαννίδη μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα; Ξεκίνησαν και εξελίχθηκαν με μια φουρνιά δικών του άγνωστων, αδοκίμαστων και άπειρων ταλαντούχων βαλκάνιων, που χρίσθηκαν Έλληνες όπως οι Τάρλατς, Τόμιτς και Νάκιτς (τους οποίους μάλιστα ο ίδιος έκρυψε) και με ένα ελληνικό δυναμικό, που δεν γέμιζε κανενός το μάτι, αφού συγκροτήθηκε από κάποιους παλιότερους που είχαν κριθεί αποτυχημένοι όπως οι Αγγέλου, Παπαδάκος, Ελληνιάδης, από νεαρούς και άσημους όπως οι Σιγάλας, Παπαδάκης, Σταμάτης, Μωραΐτης, από κάποιους λίγο πιο έμπειρους, αλλά θεωρούμενους σχεδόν δευτεροκλασάτους παίκτες όπως ο Μπακατσιάς και Καρατζάς και τέλος από κάποιους ανερχόμενους και ταλαντούχους, πλην όμως άγνωστους νεαρούς όπως ο Δ. Παπανικολάου.
Ένας λόγος που ο Κόκκαλης λάτρευε αρχικά τον Ιωαννίδη ήταν ότι έπαιρνε τα πρωταθλήματα χωρίς να τον…. ξοδεύει. Αυτό άλλωστε είναι κάτι που και ο Ιωαννίδης έχει εμμέσως δηλώσει, επισημαίνοντας με νόημα ότι όσο αυτός ήταν στον Ολυμπιακό ο Κόκκαλης δεν είχε «μπει μέσα» από το τμήμα μπάσκετ.
Όπως είχε πει ο ίδιος είχε φροντίσει να μυήσει παιδιά από 18 ετών στο να νικούν και να παίρνουν πρωταθλήματα, να κολυμπούν από μικροί στα βαθιά και να τα καταφέρνουν». Είχε δε συστήσει σε όλους να «μην υποτιμούν ποτέ την καρδιά του πρωταθλητή», φράση που έμεινε στην ιστορία και επαναλαμβάνεται συνεχώς έκτοτε στον αθλητικό χώρο, έχοντας καταντήσει κλισέ.
Απέναντι στον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη βρέθηκε ένας αντίπαλος (ΠΑΟ) που υπό την ηγεσία των αδελφών Γιαννακόπουλου ξόδευε ασύγκριτα περισσότερα για την κατάκτηση των πρωτείων και αποκτούσε τεράστιους παίκτες με μυθικά ονόματα Γιαννάκη, Γκάλη, Γουίλκινς, Βράνκοβιτς, Πάσπαλιε κ.λπ. Όπως χαρακτηριστικά είχε πει κι ο ίδιος τον Νοέμβριο του 2011: «Ό, τι πηγαίναμε να πάρουμε το έπαιρνε ο Γιαννακόπουλος».
Παρ' όλα αυτά, εγώ ως οπαδός όταν είχα τον Ιωαννίδη στον πάγκο δεν φοβόμουν όποια πυρηνικά όπλα και αν διέθετε ο αντίπαλος. Πάντα πίστευα ακόμη και όταν όλα ήταν εναντίον μας ότι θα έβρισκε ένα τρόπο να κερδίσει το ματς. Κι όλα αυτά γιατί ήξερα ότι ήταν πολύ δύσκολο για τον Ιωαννίδη να υποστεί και να δεχτεί την ήττα. Ο ίδιος δεν φοβόταν κανένα, πίστευε στις δυνάμεις του, πίστευε στη νίκη και πότε δεν θεωρούσε ότι ο αντίπαλος ήταν καλύτερος, όσο και αν τα χαρτιά και η θεωρία άλλα έλεγαν. Με δυο λόγια μου μετέδιδε τη σιγουριά της νίκης. Κοιτούσες τα ονόματα των αντιπάλων ομάδων ιδίως στην Ευρώπη, αλλά και των αντιπάλων παικτών σε Ευρώπη και Ελλάδα και μολονότι ένιωθες ότι ήταν μεγαλύτερα από αυτά της ομάδας σου, παρόλα αυτά, δεν φοβόσουν ότι θα χάσεις. «Και τι έγινε», έλεγα από μέσα μου. Εμείς έχουμε τον Ιωαννίδη, κάτι θα κάνει και θα κερδίσουμε. Ο Ιωαννίδης ήταν αυτός που έκανε παίκτες και οπαδούς του Ολυμπιακού να πιστεύουν πάντα στη νίκη.
Ο κόουτς του Πανιωνίου Βλάντο Τζούροβιτς το είχε πει καλύτερα από όλους σε δηλώσεις του τον Φεβρουάριο του 1992, μετά από αγώνα Ολυμπιακού-Πανιωνίου 83-61: «Καλή η διοίκηση Κόκκαλη, καλά και τα λεφτά. Ωραίος και ο κόσμος του Ολυμπιακού, που ζηλεύω, αλλά μεγάλη ομάδα ο Ολυμπιακός έγινε από τον Ιωαννίδη. Απέδειξε ότι είναι πραγματικά μαέστρος και τώρα πια κανείς δεν μπορεί να του πει ότι στον Άρη κέρδιζε, γιατί είχε τον Γκάλη και τον Γιαννάκη».
Η σχέση αγάπης μεταξύ Ιωαννίδη και λαού του Ολυμπιακού ήταν ανεπανάληπτη. Ποιος άλλος προπονητής και μάλιστα μη γηγενής Ολυμπιακός θα μπορούσε να παίρνει το μικρόφωνο εν ώρα επεισοδίων στο ΣΕΦ, να ωρύεται και να βρίζει τους οπαδούς του Ολυμπιακού, για να τους κάνει να ησυχάσουν, και εκείνοι όχι μόνο να συμμορφώνονται, αλλά και να αποθεώνουν αυτόν που τους έριχνε μπινελίκια ; Ο Ιωαννίδης το έκανε και οι οπαδοί υπάκουαν, γιατί αισθανόντουσαν σαν μια οικογένεια στην οποία φωνάζει ο πατέρας, για το καλό όλων.
Ο κόσμος του Ολυμπιακού έδειξε δείγματα ευγνωμοσύνης στον Ιωαννίδη με την εκπληκτική υποδοχή, που του επιφύλαξε όταν μπήκε στο ΣΕΦ την 18.11.1996 ως προπονητής και μάλιστα της αντιπαθέστατης ΑΕΚ. Τον καταχειροκρότησε παρατεταμένα, κάνοντας τον Φασούλα να δηλώσει ότι «αισθάνεται αληθινά περήφανος για τον κόσμο της ομάδας, στην οποία αγωνίζεται». Ακόμη και το γούρικο μπλοκάκι με τις σημειώσεις, που είχαν αρπάξει και κρύψει κάποιοι οπαδοί του Ολυμπιακού ήταν περισσότερο ένα πείραγμα αγάπης, με το οποίο και ο ίδιος ο Ιωαννίδης χαμογέλασε. Το αναζήτησε βέβαια από τους φιλάθλους χωρίς να το πάρει πίσω ποτέ. Τι σόι προληπτικός θα ήταν αν δεν το έκανε.
Στη πράξη σε εκείνο το ματς ο κόσμος του Ολυμπιακού τήρησε απόλυτα αυτό που για χρόνια υποσχόταν τραγουδιστά σε κάθε αγώνα επί εποχής Ιωαννίδη: «Ποτέ μην (κι όταν θα) έρθει η στιγμή να αφήσεις το λιμάνι, θα σε αγαπάμε μια ζωή Ιωαννίδη Γιάννη».
Μετά το τέλος του αγώνα εκείνου που κέρδισε ο Ολυμπιακός (με καλύτερο παίκτη τον Ρίβερς με 23 πόντους) στην συνέντευξη τύπου ο Ιωαννίδης είχε πει:
Υπάρχουν κάποια πράγματα στη ζωή, που μετράνε πολύ περισσότερο από τα αποτελέσματα των παιχνιδιών. Αυτό το χειροκρότημα για μένα από τους φιλάθλους του Ολυμπιακού αποδεικνύει το πόσο σημαντικό είναι κυρίως να αγαπάς, αλλά και να αγαπιέσαι.
Ενώ αναφερόμενος στην ήττα της ομάδας του είπε:
Εγώ έφαγα τόσα χρόνια για να κάνω τον Ολυμπιακό ανίκητο στο ΣΕΦ και θα μπορούσα να έρθω να τον κερδίσω με μια ομάδα τριών μόνο μηνών;
Ο κόσμος της ομάδας του είχε συγχωρέσει ακόμη και την συμμετοχή του στην κλοπή του πρωταθλήματος του 1979, που κατέκτησε ο Άρης, με προπονητή τον νεότατο τότε Ιωαννίδη. Τότε που ο αγώνας είχε διακοπεί από τον Θεσσαλονικέα διαιτητή Προεστό το ματς στο Παπαστράτειο και είχε μηδενιστεί ο Ολυμπιακός.
Ο κόσμος του συγχώρησε επίσης και την συμβουλή-σύσταση προς στον Διαμαντίδη να προτιμήσει τον ΠΑΟ αντί του Ολυμπιακού, επειδή δεν έβλεπε τη δέουσα σοβαρότητα στον μπασκετικό Ολυμπιακό. Και είχε δίκιο, αν και θα ήταν καλύτερο να αποφύγει τέτοια σύσταση και να αφήσει εντελώς ανεπηρέαστο τον Διαμαντίδη να επιλέξει.
Ο Ιωαννίδης βέβαια ήταν πάνω από όλα Άρης. Αλλά όσο και αν αυτό φαινόταν παράξενο δεν ήταν μόνο Άρης, αλλά ήταν μαζί και Ολυμπιακός, όπως άλλωστε έχει παραδεχτεί και ο ίδιος. Είχε κι αυτός επηρεαστεί όπως όλοι οι φίλαθλοι του Άρη της εποχής εκείνης από τις πολύ φιλικές σχέσεις των δύο συλλόγων στο ποδόσφαιρο, φαινόμενο που είχε φτάσει σε μεγάλη άνθηση στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, κατά τις οποίες μεγάλωσε και διαμορφώθηκε αθλητικά ο Ιωαννίδης. Για το φαινόμενο αυτό θα μιλήσουμε διεξοδικότερα κάποια άλλη φορά. Για τον ίδιο λόγο και ο δήμαρχος της πόλης Μπουτάρης, που ανήκει στην ίδια γενιά, όσον αφορά την συλλογική του προτίμηση δηλώνει ακόμη και σήμερα ταυτόχρονα: «Είμαι Άρης και Ολυμπιακός».
Ο Ιωαννίδης αγάπησε τον Ολυμπιακό Όπως είπε και ο ίδιος μιλώντας για τις δύο αγάπες του:
Η μισή ζωή μου ήταν με τον Άρη. Πόνεσα όμως πολύ και τον Ολυμπιακό.
Την αγάπη του προς τον Ολυμπιακό την απέδειξε όταν αρνήθηκε τρεις φορές πρόταση των Γιαννακόπουλων να πάει στον ΠΑΟ. Μολονότι αυτοί θα του έδιναν απλόχερα τα πάντα. Όπως δήλωσε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2015:
Αφού ήμουν στον Ολυμπιακό δεν θα μπορούσα ποτέ να πάω στον Παναθηναικό. Όταν είσαι σε μια ομάδα σαν τον Ολυμπιακό δένεσαι με αυτήν. Δεν μπορεί να την προδώσεις. Δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση να πάω στον ΠΑΟ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1999 και τα δύο αδέλφια μαζί τον είχαν επισκεφτεί σπίτι του, για να κάμψουν τις αντιρρήσεις του. Μάταιος κόπος.
http://redbasketzone.blogspot.com |
Ένα ασυνήθιστο και σχεδόν μοναδικό για κόουτς προσόν του Ιωαννίδη ήταν ότι λειτουργούσε ταχύτατα και πολύ εύστροφα σε στιγμές μεγάλης πίεσης, έντασης και εκνευρισμού, είτε γενικότερου, είτε και δικού του προσωπικού. Συνεπώς μολονότι ήταν μόνιμα εκνευρισμένος δεν θόλωνε και δεν τα έχανε ποτέ. Τα νεύρα του τροφοδοτούσαν με ένα σωρό ιδέες το μυαλό του. Αυτό ήταν κάτι που θαύμαζε σε αυτόν και ο συνάδελφος του Μιχάλης Κυρίτσης. Στον Ολυμπιακό το προσόν αυτό φάνηκε ιδιαίτερα, σχεδόν σε κάθε αγώνα.
Αντίθετα με τους οπαδούς ο επίσημος Ολυμπιακός δεν του φέρθηκε με την επιβαλλόμενο σεβασμό. Το 1996 η διοίκηση Κόκκαλη έπρεπε να τον κρατήσει, αλλά δεν κατέβαλλε τις προσπάθειες που όφειλε. Ο Ιωαννίδης περίμενε, αλλά τίποτε το αξιόλογο δεν έγινε, παρά τον ασύλληπτο θρίαμβο του 73-38. Αυτό το αποτέλεσμα κανονικά θα αρκούσε από μόνο του για να μείνει πάση θυσία.
Από τότε το γυαλί ουσιαστικά ράγισε. Η επανασύνδεση και επιστροφή του στον Ολυμπιακό την περίοδο 1999-2000 έμοιαζε με ξαναζεσταμένο φαγητό και απέτυχε μολονότι ο Ολυμπιακός βγήκε πρώτος στην κανονική σεζόν, νικώντας πάλι τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ, αφού η ομάδα δεν κατάφερε να πάρει το πρωτάθλημα. Σημειωτέον ότι και τότε, κατά την προσφιλή της συνήθεια, η διοίκηση αξίωνε από τον Ιωαννίδη και πάλι πρωτάθλημα μολονότι η ομάδα είχε γεμίσει με φτηνούς Αμερικανούς αμφίβολης αξίας όπως οι Ρόμπινσον, Μόρρις και Έντουαρντς αλλά και μέτριους αλλοδαπούς όπως ο Μενσά. Εδώ όμως ευθύνη φέρει και ο ίδιος ο Ιωαννίδης, που τους δέχτηκε και πίστεψε ότι θα επιτύχει ακόμη και με αυτούς. Όταν όμως έφυγε ο Ιωαννίδης η ομάδα ενισχύθηκε μεταγραφικά με παίκτες μεγάλης αξίας όπως ο Ράτζα. Συνεπώς λεφτά υπήρχαν, αλλά για τον Ζούρο και όχι για τον Ιωαννίδη.
Η διοίκηση Κόκκαλη, επηρεασμένη από την απώλεια του τίτλου, μολονότι είχε συμφωνήσει με τον Ιωαννίδη τριετές κλειστό συμβόλαιο θέλησε να το σπάσει με το έτσι θέλω, χωρίς καμία συνέπεια, αξιώνοντας από τον Ιωαννίδη να φύγει χωρίς να πάρει ουσιαστικά τίποτε για τα υπόλοιπα δύο έτη. Ο Ιωαννίδης δεν δέχθηκε και προσέφυγε για να επακολουθήσει μια επιθετική ανακοίνωση της ΚΑΕ Ολυμπιακός, που κατηγορούσε τον Ιωαννίδη ότι έπαιρνε πάρα πολλά χρήματα σε μια περίοδο κρίσης για την οικονομία της χώρας και αυξημένης ανεργίας, την ώρα που άλλοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν και «ούτε στα όνειρα τους δεν έχουν δει να καταβάλλονται, και μάλιστα για μη δεδουλευμένα, τέτοια αστρονομικά ποσά» . Η ίδια ανακοίνωση υπενθύμιζε πόσες μικρότερες ήταν οι αποδοχές του Ιωαννίδη τα προηγούμενα χρόνια, πόσα λεφτά είχε πάρει συνολικά από τον Ολυμπιακό, αλλά και πόσες φορές ο Ιωαννίδης είχε δουλέψει δωρεάν ή χαρίσει λεφτά σε άλλες ομάδες, προτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έμμεσα τον Ιωαννίδη να κάνει πάλι το ίδιο και στον Ολυμπιακό.
Φυσικά όλες οι επιτροπές και τα όργανα, όπου προσέφυγε ο Ιωαννίδης τον δικαίωσαν παμψηφεί. Από την δική του πλευρά ο επίσημος Ολυμπιακός επιχείρησε μια συντονισμένη προσπάθεια, στα μέσα ενημέρωσης, για να παρουσιάσει τον Ιωαννίδη ως άπληστο και αχάριστο, ο οποίος ενώ είχε ευεργετηθεί από τον Ολυμπιακό είχε στραφεί εναντίον του, ζητώντας την δίωξη της ομάδας και επιζητώντας αφαίρεση βαθμών και κατάπτωση εγγυητικής επιστολής του Ολυμπιακού.
Ο ίδιος ο Ιωαννίδης, από την πλευρά του, έχει επανειλημμένα αρνηθεί κατηγορηματικά ότι είχε πρόθεση να μηδενιστεί ή να χάσει βαθμούς ο Ολυμπιακός. Κατ’ αυτόν η άδικη αντιμετώπισή του από την ομάδα οφειλόταν στο γεγονός ότι γνώριζαν άριστα στον Ολυμπιακό πως, λόγω χαρακτήρα δεν θα έκανε τελικά ποτέ τίποτε που θα έβλαπτε καθοριστικά τον Ολυμπιακό, αλλά ούτε και το δικό του όνομα και την υστεροφημία του. Είχε άλλωστε διακηρύξει ότι δεν έτρεχε πίσω από τα λεφτά και ότι δεν ήθελε αντιδικίες. Τόνισε πάντως ότι για διαδικαστικούς λόγους μη απώλειας των δικαιωμάτων του δεν είχε άλλη επιλογή από την προσφυγή, όπως κάθε άνθρωπος, πολίτης και εργαζόμενος.
Τελικά ο Ιωαννίδης παραιτήθηκε από τους πολύ μεγάλους τόκους και υποχώρησε ακόμη πιο πολύ στις αξιώσεις του, μολονότι είχε νομικά απόλυτο δίκιο, προκειμένου να διευκολύνει τον Ολυμπιακό. Εξοφλήθηκε το 2014, βάσει αυτών που συμβιβαστικά συμφωνήθηκαν το 2014 με τους Αγγελόπουλους. Την πληρωμή έκαναν οι Αγγελόπουλοι και όχι ο Κόκκαλης, ο οποίος του το κράτησε πάντα μανιάτικο.
Βέβαια δεν ήταν και δεν είναι όλα ιδανικά με τον Ιωαννίδη. Δεν θα κάνω εδώ την αγιογραφία του.
Κατ' αρχάς δεν ήξερε πολλά από Αμερικανικό μπάσκετ, με αποτέλεσμα να μην έχει την απαραίτητη γνώση, που χρειαζόταν για σωστές μεταγραφικές επιλογές. Αποτέλεσμα να υπάρξει αρκετές φορές καθυστέρηση και διστακτικότητα εκ μέρους στην λήψη των τελικών αποφάσεων, αλλά και διάφορα μεγάλα λάθη στις επιλογές παικτών, με χαρακτηριστικότερη τον Χίγκινς, για τον οποίο επανειλημμένα είχε ο ίδιος βάλει πλάτη.
Είχε επίσης κι αυτός ευθύνη για την απώλεια του Μποντιρόγκα, που προπονείτο τόσο καιρό με τον Ολυμπιακό.
Εν γένει δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Αμερικανούς, που τους έβρισκε μπασκετμπολίστες διαφορετικής αθλητικής κουλτούρας, απείθαρχους, απρόβλεπτους, χωρίς ομαδικό πνεύμα, ικανούς να διαταράξουν το κλίμα και την τάξη που επιθυμούσε να υπάρχουν στον Ολυμπιακό. Ένας λόγος που προτίμησε εξαρχής και μάλιστα ως μοναδικό ξένο παίκτη τον Γιουγκοσλάβο Πάσπαλιε ήταν κι αυτός, αφού μελετούσε και ξαναμελετούσε τον Ρόντ Στρίκλαντ και άκρη δεν έβγαζε. Βέβαια με υποδειγματικούς Αμερικανούς αθλητές όπως ο Έντυ Τζόνσον τα πήγε καλά.
Για όσους γνωρίζουν τον Ιωαννίδη είναι αξιοπερίεργο το πώς ξαναδέχτηκε για δεύτερη φορά πίσω τον Μπέρυ στον Ολυμπιακό το 1996, πράγμα που πρέπει να οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν ήξερε πολλά για άλλους υποψήφιους και δεν μπορούσε να κατασταλάξει. Έτσι προτίμησε τον Μπέρυ που γνώριζε ότι ήταν άξιος, αν και δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα ως χαρακτήρα.
Σημειωτέον ότι όταν χάλασε η συμφωνία για τον Σαμπόνις αισθάνθηκε μια χαρμολύπη, καθώς από τη μία τον θαύμαζε και τον ήθελε ως παίκτη και από την άλλη προβληματιζόταν για το πώς θα ταίριαζε ένα τέτοιο δυσθεώρητο μέγεθος μιας τεράστιας μπασκετικής πριμαντόνας σε μια πραγματική ομάδα, με όλη τη σημασία της λέξης, όπως αυτές, που έκτιζε ο ίδιος. Ο ίδιος ήθελε να επιβάλλεται και να ελέγχει απόλυτα την ομάδα. Καταλάβαινε λοιπόν ότι αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο σε περίπτωση που ερχόντουσαν στην ομάδα μεγάλες βεντέτες με τεράστια ονόματα, γιατί δεν θα ήξερε πώς να τους φερθεί και να τους χειριστεί. Συνεπώς και αυτά που ο ίδιος έχει πει για τον πιθανό ερχομό στον Ολυμπιακό του Πάτρικ Γιούιν είναι πολύ μεγαλοποιημένα.
Από προπονητικής πλευράς παρά την πολύ επιτυχημένη πορεία του κράτησε την ομάδα σε ένα περιοριστικό ρόλο, μέσα σε αυστηρά προκαθορισμένα πλαίσια. Ήξερε να παίρνει από την ομάδα και τον κάθε παίκτη το μάξιμουμ της απόδοσης που ο ίδιος ήθελε, αλλά ποτέ του δεν σκέφτηκε αν αυτό που ήθελε και έπαιρνε από την ομάδα και τον παίκτη ήταν και το μάξιμουμ που μπορούσε να δώσει η ομάδα και ο παίκτης αυτός αντίστοιχα.
Από πλευράς συμπεριφοράς προς τους παίκτες, ήταν συχνά απαράδεκτος. Αυταρχικός και απόλυτος συμπεριφερόταν όπως οι πατεράδες-δεσπότες της παλιάς εποχής, που θεωρούσαν ότι είχαν δικαίωμα να κάνουν ό, τι θέλουν στα παιδιά τους. Βέβαια αγαπούσε τους παίκτες του, αλλά με ένα αφόρητα πατριαρχικό τρόπο, που πολλές φορές δεν βοηθούσε και τους παίκτες στο να βγάλουν τον καλύτερο τους εαυτό. Στα πλαίσια αυτά η μεταχείριση του δεν ήταν πάντοτε ισότιμη, όπως ο ίδιος θα ήθελε. Κάποιοι (οι περισσότεροι και συνήθως οι ίδιοι και οι ίδιοι) τα άκουγαν συνέχεια και υφίσταντο πολλά. Ήταν αυτοί που ο ίδιος αγαπούσε πιο πολύ. Κάποιοι άλλοι άκουγαν λιγότερα. Άλλοι γιατί δεν ίδρωνε το αυτί τους, ήταν ξεροκέφαλοι και δεν του έδιναν πολλή σημασία (περίπτωση Ντράγκαν Τάρλατς). Κάποιοι γιατί με αυτούς και ο ίδιος αναγκαζόταν να μην τραβάει το σκοινί, όπως συνέβη για παράδειγμα με τον Τάρπλεϊ, με τον οποίο είχε μια εξαιρετική σχέση, επειδή ακριβώς τον άφηνε ελεύθερο και δεν τον πίεζε.
Για την ενασχόληση του με την πολιτική και την συντηρητική ιδεολογική του τοποθέτηση καλύτερα να μη μιλήσω, γιατί διαφωνώ πλήρως. Πιστεύω πάντως ότι έβλαψε αρκετά την εικόνα του. Κυρίως γιατί χαρακτηριστικά κομμάτια του χαρακτήρα του δεν συμβαδίζουν με τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές του. Μερικές φορές, σε ώρες δημόσιας αυτοκριτικής έχει φανεί να το καταλαβαίνει και να το συνειδητοποιεί και ο ίδιος.
Ο Ιωαννίδης θεωρεί καλύτερο Έλληνα προπονητή όλων των εποχών τον Φαίδωνα Ματθαίου, ενώ ως καλύτερο παίκτη του σύγχρονου Ολυμπιακού τον Πρίντεζη (τον οποίο θεωρεί «παίκτη-ευλογία» για κάθε προπονητή) και όχι τον Σπανούλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου