Αν υπάρχει μεγάλο ιστορικό έλλειμμα πληροφόρησης στο μπάσκετ, πού να δείτε τι συμβαίνει με το βόλεϊ. Δεν γίνεται όμως να μη γραφτεί κάτι και γι’ αυτό το εξαιρετικά επιτυχημένο και αξιόπιστο τμήμα του συλλόγου, το οποίο εκτός από το ότι κυριαρχεί στις αθλητικές διοργανώσεις της χώρας έχει, επίσης, φέρει ευρωπαϊκούς τίτλους στον Ολυμπιακό.
Έχω παρακολουθήσει, από τη γυμνασιακή ηλικία, πολλούς αγώνες βόλεϊ, κυρίως ντέρμπι με τον ΠΑΟ, ξεκινώντας ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 - αρχές δεκαετίας του 1970. Έχω δει ντέρμπι σε τελείως ακατάλληλα για βόλεϊ γήπεδα, όπως αυτό του Σπόρτινγκ, όπου ακόμη και οι θεατές κινδύνευαν, λόγω της ανύπαρκτης απόστασης των κερκίδων από τον αγωνιστικό χώρο.
Επίσης κοντά στην ομάδα του βόλεϊ βρέθηκα επειδή ο έφορος του αθλήματος στον Ολυμπιακό τη δεκαετία του 1970 Β. Σαραφίδης διατηρούσε μια μεγάλη καφετέρια, αξιόλογη για τα δεδομένα της εποχής, στην πλατεία Καραμανλάκη (ή Καλλιγά όπως ήταν αλλιώς γνωστή) στη περιοχή Λυσσιατρείο στα Πατήσια. Σε αυτήν συχνάζαμε και όλοι εμείς έφηβοι του γυμνασίου, έχοντας ένα επιπλέον κίνητρο το ότι βλέπαμε στο κατ’ εξοχήν ερυθρόλευκο αυτό στέκι και παίκτες του Ολυμπιακού από διάφορα αθλήματα, όπως τον μπασκετμπολίστα Κίμωνα Κοκκορόγιαννη, που ήταν από τους τακτικότερους θαμώνες.
Η πρώτη μου εμπειρία ως θεατή με το άθλημα θυμάμαι ότι μου γέννησε μια μεγάλη απορία. Ήξερα από τον Τύπο ότι το μεγάλο μας επιθετικό ατού ήταν ο περίπου θρυλικός Κυριάκος Παντελιάς. Όταν όμως είδα το ύψος του αναρωτήθηκα πως μπορούσε να «καρφώνει», πράγμα που όντως έκανε αρκετά αποτελεσματικά και θεαματικά, βοηθούμενος από το εξαιρετικό άλμα του. Παρ’ όλα αυτά η απορία μου αυτή ποτέ δεν απαντήθηκε πλήρως. Είχα παρατηρήσει άλλωστε ότι πολλά κτυπήματά του, που φέρνανε πόντους ή «αλλαγές» (τότε δεν είχαν καταργηθεί, με αποτέλεσμα οι αγώνες να μοιάζουν «αιώνιοι» σε διάρκεια) κατέληγαν επιτυχώς, αλλά με μπλοκ-άουτ, λόγω της δύναμης του «καρφιού». Παρ’ όλα αυτά, με τον Παντελιά ακόμη πρωταγωνιστή πήραμε τα πρώτα πανελλήνια πρωταθλήματα τότε.
Δεν το κρύβω πάντως ότι αισθάνθηκα καλύτερα όταν, αμέσως μετά, άρχισε να διαδέχεται τον Παντελιά σε ηγετικό ρόλο ο Τάσος Κουμπλής, ο οποίος, όντως ανταποκρινόταν περισσότερο στο πρότυπο του βολεϊμπολίστα, που είχα στο μυαλό μου. Ο Κουμπλής έμεινε στον Ολυμπιακό σχεδόν είκοσι χρόνια (!!), κατέκτησε 8 πρωταθλήματα και ένα κύπελλο και σφράγισε μια ολόκληρη εποχή. Συνδέθηκε τόσο πολύ με τον Ολυμπιακό, ώστε να μην του συγχωρεθεί το γεγονός ότι έκανε την αρχή σε μια σειρά μετακινήσεων ανθρώπων-σημαιών της ομάδας προς τον αιώνιο αντίπαλο, έστω και στη θέση του προπονητή. Μάλιστα το γεγονός ότι ο Κουμπλής οδήγησε τον ΠΑΟ σε πρωτάθλημα σε βάρος της ομάδας του θεωρήθηκε άκρως επιβαρυντικό στη συνείδηση των οπαδών εκείνη την εποχή. Γιατί ο Κουμπλής δεν ήταν για τον Ολυμπιακό ένας απλός παίκτης. Ήταν ό,τι ήταν για τον ΠΑΟ ο Μιχάλης Γεωργαντής, το καρφί του οποίου ήταν τόσο δυνατό, που είχε ξηλώσει μέχρι και σανίδια του παρκέ στο Σπόρτινγκ. Βέβαια αυτό που είχε κάνει τότε ο Κουμπλής ήταν πταίσμα μπροστά σε αυτά που συνέβησαν αργότερα.
Αν ήθελα να ξεχωρίσω στη μνήμη μου τους Έλληνες παίκτες της ομάδας μας, που έχω δει, με καθαρά ολυμπιακά κριτήρια, χωρίς να λάβω υπόψη μου άλλες παραμέτρους όπως τις διεθνείς συμμετοχές και επιδόσεις τους, την προσφορά τους σε άλλες ομάδες, την ατομική τεχνική κατάρτιση τους κ.λπ., νομίζω ότι δεν θα δυσκολευόμουν πολύ.
1) Στη θέση του πασαδόρου: Τρεις παίκτες ήταν οι καλύτεροι. Από την θέση αυτή πέρασαν πρώτα-πρώτα τα μαγικά δάχτυλα του Γιάννη Λάιου, που ήλθε από τον Έσπερο Καλλιθέας και άφησε εποχή στον Ολυμπιακό και στο ελληνικό βόλεϊ. Ο Λάιος έπαιξε στον Ολυμπιακό δώδεκα χρόνια (1973-1985) και κατέκτησε ως παίκτης 7 πρωταθλήματα και 2 κύπελλα με τον Ολυμπιακό, ενώ ως προπονητής της ομάδας επί επτά συνολικά χρόνια (1986-1992 και 1995-1996) κατέκτησε 5 πρωταθλήματα, 3 κύπελλα και ένα Ευρωπαϊκό. Μια τεράστια προσφορά, που δυστυχώς σκιάζεται από τη μικρή σχετικά θητεία του, ως παίκτη και προπονητή στον ΠΑΟ.
Στην ίδια θέση αγωνίστηκε με μεγάλη επιτυχία ο Θανάσης Μουστακίδης, από το Σουφλί, που μας ήλθε μεταγραφή από τον Άρη και έπαιξε κι αυτός πολλά χρόνια, συνολικά εννέα (1987-1996), στην ομάδα μας. Χρόνια γεμάτα επιτυχίες, αφού κατέκτησε με την ομάδα 7 πρωταθλήματα 5 κύπελλα και ένα Ευρωπαϊκό.
Κάτι ανάλογο κατόρθωσε και ο Βασίλης Κουρνέτας, που αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό 14 συνολικά χρονιές (1996-2009 και 2013-2014) κατακτώντας 6 πρωταθλήματα, 6 κύπελλα και 1 Ευρωπαικό. Η μετακίνηση του στον ΠΑΟΚ, αν και δεν ήταν πολύ προκλητική, συνδυάστηκε με δύο χαμένους τίτλους για τον Ολυμπιακό, γεγονός που άφησε πικρές αναμνήσεις.
2) Στη θέση του ακραίου: Και εδώ υπάρχουν σπουδαίοι παίκτες. Χρονολογικά αρχίζουμε πρώτα από τον Καρδιτσιώτη Στέφανο Πολύζο, που αγωνίστηκε στην ομάδα χρόνια (!) από το 1973 ως το 1988 και κατέκτησε 9 πρωταθλήματα και 2 κύπελλα. Η μόνη ομάδα που έπαιξε όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό ήταν ο Ιωνικός Νικαίας, πράγμα που σημαίνει ότι υπήρξε σούπερ-πιστός και αφοσιωμένος στον Ολυμπιακό.
Έπειτα έρχεται ο Μάριος Γκιούρδας, που για πολλούς πέρα από τη μεγάλη αξία του, συμβολίζει την αδάμαστη ολυμπιακή ψυχή. Αγωνίστηκε συνολικά 10 χρονιές στην ομάδα (1994-2003 και 2006-2007) κατακτώντας 5 πρωταθλήματα και 4 κύπελλα, καθώς και 1 Ευρωπαϊκό. Στα υπέρ του ότι ήταν από μικρός Ολυμπιακός, αν και καταγόταν από την Αλεξανδρούπολη. Στα αρνητικά του ότι ήταν πολύ παρορμητικός. Γι’ αυτό άλλωστε μετακόμισε στον τότε μεγάλο αντίπαλο του Ολυμπιακού Ηρακλή.
Την τριάδα των σπουδαίων συμπληρώνει ο Κώστας Χριστοφιδέλης, του οποίου η σχέση αγάπης με την ομάδα αποδεικνύεται παντοδύναμη, παρά τα διάφορα διαλείμματα που έχουν μεσολαβήσει. Έχει αγωνιστεί στον Ολυμπιακό 18 (!!) χρονιές, ένα φοβερό ρεκόρ και μάλιστα σε τρεις φάσεις: η πρώτη φάση κράτησε δεκατέσσερα χρόνια (1995-2009), η δεύτερη τρία χρόνια (2012-2015), η τρίτη ήταν πέρυσι (2017-2018), ενώ έπεται και συνέχεια. Έχει κατακτήσει 10 πρωταθλήματα και 6 κύπελλα και 2 Ευρωπαϊκά. Βέβαια έχει κάνει κι αυτός κάποιες «κουτσουκέλες», αλλά πάντοτε είχε τον τρόπο να μην προκαλεί, να δίνει σχετικά ικανοποιητικές εξηγήσεις, να αντιμετωπίζεται επιεικώς, και τελικά να συγχωρείται και να γίνεται αποδεκτός.
Πριν τελειώσω με τη θέση αυτή, θα αναφερθώ λίγο σε ένα άλλο ακραίο που αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό πολλά χρόνια, συγκεκριμένα δεκατέσσερα (1980-1994), κατακτώντας μάλιστα 10 πρωταθλήματα και 7 κύπελλα, αλλά όχι και Ευρωπαϊκό. Είναι ο Μιχάλης Τριανταφυλλίδης. Δεν θα μπορέσω να τον περιλάβω στους κατά την άποψη μου καλύτερους, αφού υπήρξε ο χειρότερος, σε λόγια και πράξεις, από όσους εγκατέλειψαν τον Ολυμπιακό και αλλαξοπίστησαν, θέλοντας να ενσωματωθούν στον ΠΑΟ. Η περίπτωση του ήταν ακόμη πιο απογοητευτική και ασυγχώρητη, καθώς προέρχεται από τη Δραπετσώνα και δήλωνε από νεαρός ορκισμένος Ολυμπιακός
3) Στη θέση του διαγωνίου: Η υπεροχή του Κοζανίτη Γιώργου Ντράγκοβιτς είναι τόσο ξεκάθαρη, που δεν θα μπω στον πειρασμό να αναφέρω τους παλαιοτέρους ή από τους νεότερους τον Δημήτρη Τζούριτς ( με πενταετή θητεία ήτοι 2006-2011, με 3 πρωταθλήματα και δύο κύπελλα, που τώρα θα μας κοντράρει με τον ΠΑΟΚ)
Και τι δεν έχει κάνει ο Ντράγκοβιτς. Αγωνίστηκε 15 χρονιές στην ομάδα (1987-2001 και 2004-2005) κατακτώντας τους περισσότερους τίτλους: 11 πρωταθλήματα, 8 κύπελλα και 2 Ευρωπαϊκά. Επιπλέον, κάθε φορά που για οποιονδήποτε λόγο δεν είχε θέση στην ομάδα και έπρεπε να αγωνιστεί αλλού, ποτέ δεν πήγαινε σε ανταγωνιστική του Ολυμπιακού ομάδα. Προτιμούσε να μείνει στη γειτονιά και συγκεκριμένα στη ΑΕ Νικαίας (το δρομολόγιο Πειραιάς-Νίκαια έγινε επανειλημμένα).
4) Στη θέση του κεντρικού: Εδώ υπάρχουν τέσσερις πολύ σημαντικές παρουσίες Αρχίζω πάλι χρονολογικά με τον Κωνσταντινουπολίτη Ηρακλή Δωριάδη ο οποίος, παρά το μικρό του ύψος (που δεν ξεπερνούσε το 1.95μ.) ήταν ένας πολύ καλός κεντρικός μπλοκέρ. Έπαιξε στην ομάδα εννιά χρόνια (1977-1986) και πήρε 5 πρωταθλήματα και δύο κύπελλα. Συνεχίζω με τον Θεσσαλονικιό Σωτήρη Αμαριανάκη, που αγωνίστηκε οκτώ χρόνια (1988-1996) κατακτώντας 7 πρωταθλήματα και 4 κύπελλα. Έπειτα με τον Δραμινό Ανδρέα Θεοδωρίδη, που έπαιξε συνολικά δεκατρείς χρονιές (1987-1992 και 1993-2001) κατακτώντας 10 πρωταθλήματα και 7 κύπελλα και 1 Ευρωπαϊκό και τέλος τον Αντώνη Τσακιρόπουλο από την Ορεστιάδα, που αγωνίστηκε δώδεκα χρόνια (1995-2007) κατακτώντας 5 πρωταθλήματα, 4 κύπελλα και 2 Ευρωπαϊκά.
5) Στη θέση του λίμπερο: Μπορείτε να βάλετε τον Στεφάνου ή όποιον θέλετε. Άλλωστε η θέση αποτελεί σχετικά πρόσφατη εξέλιξη, που δεν υπήρχε την παλιά εποχή.
Δεν θα ασχοληθώ με ξένους παίκτες. Πάντως αν και έχω δει τον περίφημο Σουηδό Γκούσταφσον (της εποχής Κοσκωτά), τον Γκόμεζ, τον Μίλκοβιτς, τους Κουβανούς κ.λπ. εκείνο που δεν μπορώ ποτέ να ξεχάσω είναι αυτό που είχε γίνει στον τελικό με τους Ολλανδούς το 2005, με το ΣΕΦ να παραληρεί και να σείεται από τραγούδι: «Μιλίνκοβιτς πορόμ πομπ πομπ, πορόμπ πορόμπ πέρο περό», όταν ο απίθανος αυτός Αργεντινός με ένα τρομερό σερί αλλεπάλληλων άπιαστων άσων είχε κυριολεκτικά εγκατασταθεί στη θέση του σέρβις, από την οποία δεν έλεγε να φύγει με τίποτε. Ούτε και με τους προπονητές της ομάδας θα ασχοληθώ, αν και η χημεία του κόσμου και της ομάδας με τον Ιταλό Τζιανπάολο Μοντάλι ήταν όντως ανεπανάληπτη.
Ποιος άραγε να είναι ο καλύτερος του Ολυμπιακού σε κάθε θέση; Ανέφερα μερικά ονόματα υποψηφίων και αφήνω την όποια κρίση σε σας. Μπορεί για άλλους να υπάρχουν και άλλα ονόματα. Το δέχομαι, με την υποσημείωση όμως ότι μάλλον θα πρέπει κανείς να τους έχει δει όλους, προκειμένου να εκφέρει άποψη με ασφάλεια. Για μένα πάντως ο τοπ όλων των Ελλήνων παικτών που έχω δει ήταν και είναι ο Γιώργος Ντράγκοβιτς. Όχι μόνο γιατί πήρε τα πιο πολλά έπαθλα, αλλά και γιατί είχε τον αέρα, την δύναμη και την θέληση του νικητή και του τροπαιούχου. Ήταν κομμένος και ραμμένος για τον Ολυμπιακό.
Θα κλείσω με τη φράση του ομοσπονδιακού προπονητή Στέλιου Προυσαλίκα, ο οποίος είχε περάσει ως προπονητής βόλεϊ από Ολυμπιακό, ΠΑΟ και ΑΕΚ. Όταν λοιπόν του ζήτησαν να κάνει μια σύντομη σύγκριση μεταξύ του χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος που συνάντησε στις τρεις αυτές ομάδες είπε: «Στον Ολυμπιακό το κυρίαρχο στοιχείο είναι η δύναμη. Τα πάντα λεγόντουσαν και γινόντουσαν πιο δυνατά από τις άλλες δυο ομάδες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου