Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Όσο με πληγώνεις τόσο με πωρώνεις;

Δεν πρόκειται να γράψω για την αγωνιστική εικόνα της ομάδας, για την ατομική απόδοση των παιχτών, για προσωπικά λάθη, για το τι θα γινόταν αν. Ούτε για τον Γκαρσία, τη διάταξη, το σχέδιο, τις αλλαγές και τα τοιαύτα. Ούτε για τη διαιτησία, για λάθη και αδικίες, και άλλες ομορφιές του ποδοσφαίρου. Δεν πρόκειται να βρείτε σ’ αυτό το μικρό κειμενάκι σχόλια για τη διοίκηση, για πολέμους και καταδιώξεις, για παρασκήνια και παρακράτη και επεισόδια και μπάτσους. Όλα αυτά γράφονται παντού αυτές τις μέρες και θα γραφτούν και εδώ με τη δική μας ματιά. Ένα πράγμα μόνο γυρνάει στο μυαλό μου απ’ την ώρα που τέλειωσε το προχθεσινό ματς: πώς είναι δυνατόν να χάνεις δύο φορές με τον ίδιο τρόπο από αυτούς; Από αυτούς!

Του RοD

Κι όσο περισσότερο προσπαθώ να απαντήσω αυτό το ερώτημα, τόσο το μυαλό μου γυρνάει σε μία και μόνη απάντηση: παίζεις στο Καραϊσκάκη, προηγείσαι και έχεις δέκα λεπτά (άντε, δεκαπέντε με τις καθυστερήσεις) να κρατήσεις το σκορ. Έχεις ένα γήπεδο στο πόδι, μια κανονική έδρα στο β΄ ημίχρονο που σπρώχνει την ομάδα, που, σε μία απ’ τις σπάνιες φορές τα τελευταία χρόνια, καταλαβαίνει ότι το ματς θα το πάρει ο κόσμος. Που στηρίζει, παίζει, αγωνίζεται περισσότερο κι απ’ τους παίχτες. Και παίρνει φωτιά μετά το γκολ, ξέρει ότι τώρα όλα γίνονται, ότι εδώ δεν χάνεται αυτό το ματς, και παλεύει μαζί με την ομάδα.

Ε, λοιπόν, δεν νοείται, δεν γίνεται, δεν δικαιολογείται όχι να χάνεις, ούτε να ισοφαρίζεσαι. Γιατί σ’ αυτό το σκάρτο τέταρτο, την μπάλα την τρως, την αντεπίθεση την κόβεις με τάκλιν στην καρωτίδα --και παίρνεις κόκκινη, ναι, για να κρατήσεις το αποτέλεσμα--, τα δίνεις όλα για να μην περάσουν οι άλλοι ούτε το κέντρο, τα δίνεις όλα για να βάλεις κι άλλο γκολ, όταν είναι οι άλλοι κάτω, να το τελειώσεις το ματς. Δεν παίζεις με την Μπαρτσελόνα, δεν έχεις απειληθεί στα σοβαρά σε όλον τον αγώνα, δεν μπορεί να καταρρέεις στο τέλος λες και παίζεις μες στο Καμπ Νου.

Όχι, ρε, στο Καραϊσκάκη παίζεις και παίζει μαζί σου και η εξέδρα. Δεν με νοιάζει αν δεν έχεις τρεξίματα -- αυτές τις στιγμές δεν χρειάζεσαι τρεξίματα, καρδιά χρειάζεσαι. Δεν με νοιάζει αν δεν έχεις δυνάμεις. Την τελευταία σου ανάσα πρέπει να φτύσεις, ρε, στο χορτάρι, τα κόκαλά σου ν’ αφήσεις στο γήπεδο. Κι όχι μόνο γιατί «σε βλέπουν οι νεκροί σου», τέτοια μέρα, αλλά γιατί αυτό ήταν, είναι και θα είναι ο Ολυμπιακός. Να σε δω, ρε, να πεθαίνεις μες στο γήπεδο, κι ας χάσεις. Όχι να κλαίγεσαι εκ των υστέρων κι αφού έχεις φάει την ανατροπή με κάτω τα χέρια.

Για να μη μακρηγορώ, η απάντηση, στα δικά μου (ερυθρόλευκα) μάτια, είναι μία: δεν έχεις παίχτες με την καρδιά όχι του πρωταθλητή (αυτά είναι για τις εφημερίδες), αλλά του Θρύλου. Δεν έχεις ηγέτες πραγματικούς (όχι μιντιακούς), που θα βγουν μπροστά, θα ξεσηκώσουν και τους υπόλοιπους, θα δείξουν τον δρόμο. Δεν έχεις κορμό δηλαδή παιχτών που θα ταυτίζουν την καριέρα τους με την ομάδα, το παρόν και το μέλλον της. Όταν φέτος την πιο στενή σύνδεση με την εξέδρα την έχει ο (τίμιος κι αγαπημένος πλέον) Προτό, τότε δεν πας πουθενά!

Είναι η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που στον ηλεκτρικό, στην επιστροφή, στο ασφυκτικά γεμάτο βαγόνι, επικρατούσε μια περίεργη σιωπή, που έσπαγε πού και πού από μερικές ανόρεχτες κουβέντες. Καμία σχέση δηλαδή με άλλες κακές ήττες, όπου άκουγες τα πάντα, τις αναλύσεις των προπονητών της εξέδρας, την οργή, την απογοήτευση, τις υπερβολές και τις καγκουριές, τα πάντα όλα. Αυτή τη φορά, μια περισυλλογή είχε πέσει πάνω σ’ όλους μας. Σαν να καταλαβαίναμε ότι κάτι μοιάζει διαφορετικό, κάτι έχει αλλάξει, κάτι φαίνεται να πηγαίνει στραβά (και δεν αναφέρομαι σε παρασκήνια και άλλα πράγματα, εκτός της ομάδας). Ελπίζω μόνο να θυμηθούν κάποιοι εκεί στου Ρέντη όλες τις φορές (που μερικές δεν είναι και τόσο μακρινές) που ο Θρύλος σηκώθηκε, όταν όλοι τον νόμιζαν τελειωμένο. Γιατί αύριο έχει και Κύπελλο μ’ αυτούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου