Στο τρελό καλοκαίρι, που ζήσαμε με τον Θρύλο, είδαμε μέχρι στιγμής τους παίχτες που μας κούνησαν μαντήλι. Σήμερα θα ασχοληθούμε με άλλη μια ιστορία τρέλας και παράνοιας, που έχει να κάνει με την ηλεκτρική καρέκλα του προπονητή του Ολυμπιακού.
Του Dr. Jekyll
Είναι δεδομένο πως τα τελευταία είκοσι χρόνια σπάνια η διοίκηση τοποθετείται επίσημα για κάποια από τα πλέον σοβαρά ζητήματα που αφορούν στην ομάδα. Συνήθως όσα μαθαίνουμε είναι με τη μορφή φημών που διαρρέουν από ανθρώπους που γνωρίζουν «από μέσα» τι έχει συμβεί. Έτσι και για την αποχώρηση του Σίλβα, η όποια ενημέρωση για το τι πραγματικά συνέβη δεν είναι επίσημη, αλλά στηρίζεται στα λόγια δημοσιογράφων. Ένα από τα, φαινομενικά, πιο εμπεριστατωμένα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι περιγράφει την αλήθεια, είναι το άρθρο του Μιχάλη Τσόχου.
Είναι δεδομένο πως τα τελευταία είκοσι χρόνια σπάνια η διοίκηση τοποθετείται επίσημα για κάποια από τα πλέον σοβαρά ζητήματα που αφορούν στην ομάδα. Συνήθως όσα μαθαίνουμε είναι με τη μορφή φημών που διαρρέουν από ανθρώπους που γνωρίζουν «από μέσα» τι έχει συμβεί. Έτσι και για την αποχώρηση του Σίλβα, η όποια ενημέρωση για το τι πραγματικά συνέβη δεν είναι επίσημη, αλλά στηρίζεται στα λόγια δημοσιογράφων. Ένα από τα, φαινομενικά, πιο εμπεριστατωμένα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι περιγράφει την αλήθεια, είναι το άρθρο του Μιχάλη Τσόχου.
Χωρίς να γνωρίζω αν είναι η απόλυτη αλήθεια, σίγουρα έχει κάποια κομμάτια αλήθειας: η πιθανότερη αιτία ενός τόσο ξαφνικού χωρισμού, και όταν δεν παρεμβαίνει άλλη ομάδα στη μέση, είναι οι μεταγραφές. Τώρα (και για όσους βαριούνται να διαβάσουν το άρθρο) το κατά πόσο είναι αλήθεια ότι ο Σίλβα ζήτησε την παραμονή του Φουστέρ και όχι αυτή του Τσόρι (και του Καμπιάσο), ότι υπήρξε μουρμούρα από τη διοίκηση για τη μεταγραφή του Μάρτινς, ότι ο Σίλβα θεώρησε πως η διοίκηση δεν θα πραγματοποιούσε τις μεταγραφές που ήθελε και ότι η αποχώρηση του Γεωργάτου ήταν ένας από τους σημαντικότερους λόγους του διαζυγίου, δεν το ξέρουμε επίσημα και μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Αυτό που αποδεδειγμένα ισχύει είναι ότι, ως τώρα, η διοίκηση Μαρινάκη στηρίζει, στο μέτρο του εφικτού, τους προπονητές και δεν δείχνει συμπτώματα προπονητοφαγίας (γκούχου γκουχ, που λένε και στα κόμικ). Ο Βαλβέρδε, ο Μίτσελ και ο Σίλβα, σε ένα πλαίσιο που πάντα καθορίζεται από τη διοίκηση, είχαν μια σχετικά μεγάλη ελευθερία κινήσεων -- έστω μεγαλύτερη από αυτή που απολάμβαναν οι προπονητές στα χρόνια του Κόκκαλη (το είπα, δεν άντεξα). Ο προπονητής ζητά και η διοίκηση πραγματοποιεί ή προσπαθεί να πραγματοποιήσει τις εφικτές επιθυμίες. Όλοι γνωρίζουμε πως ο προπονητής πρέπει να είναι ο απόλυτος άρχοντας σε μια ομάδα, αλλά, από την άλλη, η διοίκηση οφείλει να φροντίζει και για τη συνέχεια της ομάδας (αφήνω έξω το αμιγώς οικονομικό κομμάτι). Ή για να το θέσω πιο απλά: με το πορτογαλικό μοντέλο Σίλβα και Μπέντο, στο ρόστερ της ομάδας υπάρχουν ήδη οι Σεμπά, Ντα Κόστα, Μάρτινς, Βιανα, Πιασένσια και Φιγκέιρας. Όλοι αυτοί οι Πορτογαλοβραζιλιάνοι, με εξαίρεση τον Πιασένσια, έχουν συμβόλαια, το οποία ο Ολυμπιακός θα κληθεί να τηρήσει, ανεξάρτητα από το αν αυτοί οι παίκτες θα ταιριάζουν στη φιλοσοφία και τα χνώτα ενός επόμενου (φτου κακά) μη Πορτογάλου/Βραζιλιάνου προπονητή.
Στο αγωνιστικό κομμάτι, με τον Σίλβα στον πάγκο, η ομάδα κάνει περίπατο στο πρωτάθλημα 2016, κατακτώντας το, ουσιαστικά, από τον Νοέμβριο. Περνά αέρα από τη δύσκολη (;) έδρα της Τούμπας, καθαρίζει εντός έδρας με ευκολία τους παοαεκπαοκ, και μοναδικό μελανό σημείο, στο πρωτάθλημα, έχει την ήττα από την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ (η οποία ήρθε με την ομάδα να αγωνίζεται από νωρίς με δέκα παίχτες), με την οποία χάνει και τη δυνατότητα να κυνηγήσει το αήττητο. Στα θετικά της χρονιάς και ότι η ομάδα δεν κάνει τη συνηθισμένη, στα παλιότερα χρόνια, κοιλιά από τον Φεβρουάριο και μετά. Στην Ευρώπη, ο Ολυμπιακός μαζεύει εννιά βαθμούς στο Champions League, με σημείο αναφοράς τη νίκη επί της Άρσεναλ στο Λονδίνο, τη δεύτερη αγωνιστική των ομίλων, και τερματίζει τρίτος στον όμιλο. Με λίγα λόγια, ούτε κρύο, ούτε ζέστη, αφού η δυναμική των ομάδων (από άποψη ιστορίας, ονόματος, μπάτζετ και γκρουπ δυναμικότητας) κάνει de facto τη δεύτερη θέση στον όμιλο επιτυχία, την τέταρτη αποτυχία, και την τρίτη το απολύτως αναμενόμενο. Στη συνέχεια αποκλείεται, με μέτριες, επιεικώς, εμφανίσεις, στη φάση των 32 του Europa από την Άντερλεχτ, χάνοντας οριστικά την ευκαιρία για την ευρωπαϊκή υπέρβαση. Στο Κύπελλο, αποκλείει μεν με άνεση τον ΠΑΟΚ, αλλά, σε έναν τελικό-παρωδία, ένεκα των αλλοπρόσαλλων αποφάσεων του Κοντονή, χάνει το τρόπαιο από τους «ερχόμαστε» της ΑΕΚ.
Αν, λοιπόν, στο αγωνιστικό κομμάτι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα αποτελέσματα της ομάδας με τον Μάρκο Σίλβα στο τιμόνι ήταν ενθαρρυντικά (με αρκετά, πάντως, περιθώρια βελτίωσης) θεωρώ ότι δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί το ίδιο στα μεταγραφικά ζητήματα και στην διαχείριση του υλικού. Εφόσον δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά ειπώθηκε για Τσόρι και Φουστέρ αυτό το καλοκαίρι, ας μείνουμε σε αυτό που ξέρουμε: ο Σίλβα ποτέ δεν εκτίμησε τον Καμπιάσο, παρότι ο Αργεντινός ξεχώριζε με την ποιότητά του σε όλα, σχεδόν, τα παιχνίδια που αγωνίστηκε. Η δε προτίμηση στον Ζντιέλαρ, αντί του Καμπιάσο, σε σημαντικούς αγώνες (όταν η ομάδα είχε πλήθος αγώνων στο πρωτάθλημα για να ψηθεί ένας νέος παίχτης, καθώς από τον Γενάρη απλά περίμενε τη στέψη της), έφτανε στα όρια της εμπάθειας. Επίσης, η επιμονή στον έρμο τον Ιντέγε (αδυνατώ να γνωρίζω πόσο αυτή οφειλόταν στο ποσό που δαπανήθηκε για την απόκτησή του ή στη μεγάλη ρήτρα του Φινμπόγκασον), και οι μηδαμινές ευκαιρίες στον Ισλανδό, ουσιαστικά στέρησαν από τον Ολυμπιακό τη δυνατότητα να έχει έναν αξιόλογο (βάσει βιογραφικού) επιθετικό, όταν ο Νιγηριανός βρέθηκε εκτός φόρμας (ή, εξίσου πιθανό, τα έφτυσε). Αλλά και από τις περσινές μεταγραφικές του επιλογές, Πάρντο, Ντα Κόστα, Σεμπά, Ερνάνι και (ίσως λιγότερο) Ιντέγε, μόνο ο Πάρντο και ο Νιγηριανός έδειξαν κάτι ξεχωριστό (αν και τον Ιντέγε, στο σύνολο της περυσινής περιόδου, θες λόγω κόπωσης, θες λόγω κακής τροφοδότησης, θες λόγω συστήματος, παίχτη killer δεν τον έλεγες).
Αυτά, λοιπόν, για τον Σίλβα και καλά να είναι ο άνθρωπος, αφού ούτε ο Ολυμπιακός, αλλά ούτε και αυτός, βγήκαν ζημιωμένοι από τη συνεργασία τους. Κάτι που δεν ισχύει για τον αντικαταστάτη του, τον Βίκτορ Σάντσεθ. Αντί προλόγου, αξίζει να σταθεί κανείς στις φήμες που ήθελαν τον Σάντσεθ να είναι ο πραγματικός προπονητής στην πρώτη ολόκληρη σεζόν του Μίτσελ (αγωνιστική περίοδο 2013/14) και ότι η αποχώρησή του το καλοκαίρι του 2014 ήταν η αιτία του αγωνιστικού χάους της επόμενης περιόδου (με τις φήμες, μάλιστα, να γίνονται πιο συγκεκριμένες, και να αναφέρουν ότι η διαφωνία που οδήγησε στην αποπομπή του Σάντσεθ ήταν η επιλογή του Μίτσελ στην τακτική --αποτυχημένη εκ του αποτελέσματος-- για τον επαναληπτικό αγώνα με την Μάντσεστερ). Ίσως εξαιτίας αυτών των φημών (και όχι τόσο για το, αμφιλεγόμενο, προπονητικό του πέρασμα από τη Ντεπορτίβο Λα Κορούνια), καθώς και για την ταχύτητα της ανακοίνωσής του, και οι πρώτες αντιδράσεις των οπαδών να ήταν θετικές.
Ξεκαθαρίζω κάτι: ο Σάντσεθ, και παρά τη ροπή που έχω να κρατώ για καιρό αποστάσεις από οποιονδήποτε έχει αγωνιστεί με την αλογοτροφή στο στήθος (εκτός και αν έχει φύγει από εκεί όπως ο Ράτζα), μου είναι συμπαθής. Επίσης, ο Σάντσεθ μπορεί να είναι ένας καλός προπονητής. Ακόμα, ο Σάντσεθ πιστεύω πως καιγόταν να πετύχει στον Ολυμπιακό, πως γούσταρε, βρε παιδάκι μου. Τέλος, αφού μιλάμε για μοντέλα (αναγνωρίζοντας πόσο αδόκιμο είναι αυτό), προτιμώ χίλιες φορές το ισπανικό επιθετικογενές μοντέλο, όπως αυτό εκφράστηκε με Βαλβέρδε και, σε ένα μέρος, τουλάχιστον, με Μίτσελ, παρά το πορτογαλικό αμυντικογενές, όπως αυτό εκφράστηκε, κυρίως, επί Ζαρντίμ και, λιγότερο, επί Σίλβα στο Λιμάνι, ή με Μουρίνιο (βλαχομαγκιά) και Σάντος (βλαχοκακομοιριά) στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο (δεν σχολιάζω καν το πέρασμα του Περέιρα από την ομάδα μας).
Το βέβαιο είναι ότι με τον Σάντσεθ στον πάγκο, ο Ολυμπιακός πραγματοποίησε μερικές από τις χειρότερες εμφανίσεις των τελευταίων τριάντα ετών, τόσο στα φιλικά όσο και στα επίσημα παιχνίδια. Σύμφωνοι: τα φιλικά γίνονται για τους προπονητές και το αποτέλεσμά τους ποσώς πρέπει να μας ενδιαφέρει. Από την άλλη, κάτι βλέπεις και σε αυτά τα ρημάδια. Αν μπορούν, ας πούμε, οι παίχτες να αλλάξουν δύο μπαλιές, αν μπορεί η άμυνα να μη βρίσκεται σε τρικυμία όταν οι αντίπαλοι περνούν τη σέντρα, αν η ομάδα έχει ένα σύστημα (της βγαίνει, δεν της βγαίνει), αν μπορεί, εντέλει, να στείλει την μπάλα στο πλεχτό. Οι καμπάνες όλης της πλάσης βαρούσαν, ενόψει των προκριματικών με τη Μπερ Σεβά, ότι έτσι προκοπή δεν γίνεται, αλλά ο Σάντσεθ ή δεν τις άκουγε ή δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να το αλλάξει.
Είναι πολύ πιθανό το πλάνο της ομάδας (από τα ψηλότερα κλιμάκια έως τον Σάντσεθ) να έμεινε το ίδιο με τα τελευταία χρόνια, αγνοώντας τη δυσκολία και τη σημασία των προκριματικών του Ιουλίου: οι μεταγραφές θα γίνουν την τελευταία στιγμή (παίζει να είναι και γούρι) και η προετοιμασία θα είναι σκληρή ώστε η ομάδα να είναι φορμαρισμένη το διάστημα Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου για το ΤσουΛου. Όσο για τους προκριματικούς; Σιγά, μωρέ, αυτούς εύκολα ή δύσκολα θα τους περάσουμε. Αμ δε! Το «καφενείο» της Μπερ Σεβά (η οποία την πρώτη αγωνιστική του Europa νίκησε 0-2 την Ίντερ) αποδείχθηκε αξεπέραστο εμπόδιο. Το 0-0 στο Καραϊσκάκη για τον πρώτο αγώνα, σε ένα παιχνίδι που ο Ολυμπιακός κακοποίησε το ποδόσφαιρο, ακολούθησε αρχικά η οργή των φιλάθλων (θα αναφερθώ και σε αυτό), στη συνέχεια η δήλωση του Μαρινάκη «Αν δεν περάσετε θα σας διώξω όλους», και στο τέλος ο αποκλεισμός με ήττα 1-0 στο Ισραήλ.
Και, αφού, εκ των πραγμάτων, είναι ευκολότερο, αντί να διώχνεις δύο ντουζίνες παίχτες, να ξαποστέλνεις μισή ντουζίνα τεχνικό τημ, ο Βίκτορ Σάντσεθ αποτέλεσε παρελθόν για τον Ολυμπιακό. Να υπενθυμίσω εδώ πως στο ποδόσφαιρο υπάρχει και το αποτέλεσμα της ήττας ή της ισοπαλίας. Δυστυχώς, όμως, για τον Ολυμπιακό και τον Βίκτορ, βγαίνοντας από τον Ναό στο 0-0, και με όλους τους γαύρους γύρω μας να κράζουν τον έναν παίχτη, τον άλλον παίχτη ή τον Μαρινάκη που έφερε --ή δεν έφερε-- και τον έναν και τον άλλον παίχτη, αυτό που εμείς σχολιάζαμε είναι πως είδαμε μια ομάδα χωρίς σχέδιο και ταυτότητα: δεν είναι ότι ο Ολυμπιακός προσπάθησε να πιέσει ψηλά και δεν του βγήκε ή ότι θέλησε να εξασφαλίσει τα μετόπισθεν, δεν είναι ότι προσπάθησε να αναπτυχθεί από τα πλάγια ή από το κέντρο. Είναι που ο Ολυμπιακός ήταν έντεκα ποδοσφαιριστές, με θλιβερή φυσική κατάσταση (ελπίζω λόγω σκληρής, και όχι λόγω ανύπαρκτης, προετοιμασίας), οι οποίοι απλά πελαγοδρομούσαν στον αγωνιστικό χώρο, όπως πελαγοδρομούσε και στους δύο αγώνες με την Χάποελ Μπερ Σεβά στον πάγκο ο συμπαθής, κατά τ' αλλά, Βίκτορ Σάντσεθ.
Και αφού γλιτώσαμε το deja vu της νεκρανάστασης προπονητή, όπως το ζήσαμε με τον Μπιγκόν, με τον Λεονάρντο (εντάξει, υπερβάλω και λίγο) ή το άναμμα πυρσού μέσα σε πυριτιδαποθήκη με την πρόσληψη του Ουζουνίδη, καταλήξαμε ξανά στο πορτογαλικό μοντέλο με την πρόσληψη του Πάουλο Μπέντο. Το αν είναι σωστή ή όχι επιλογή, όπως λέει και ο σοφός λαός, «θα το δείξει ο καιρός». Στα θετικά, ότι με τόσους ομιλούντες την πορτογαλική ή την, κάπως κοντινή, ισπανική γλώσσα, ένας Πορτογάλος θα χρειαστεί μικρότερη προσαρμογή. Επίσης, με δεδομένο ότι οι Πορτογάλοι αναγνωρίζουν τη σημασία της σωστής αμυντικής λειτουργίας (το θέτω όμορφα και κομψά), είναι λογικό βήμα να πας από τον έναν στον άλλον. Επίσης, αν και πρωτάθλημα με τη Σπόρτιγκ δεν είδε, έχει εμπειρία πρωταθλητισμού, στο ιστορικό του αναγνωρίζεται η ανάδειξη πιτσιρικάδων, ενώ έχει και εμπειρία από τη διαχείριση βεντετών (και, μάλιστα, της απόλυτης βεντέτας, του ανθρώπου με το αστραφτερό μαλλί --χωρίς πιτυρίδα-- και των αστραφτερών αυτοκινήτων, Κριστιάνο Ρονάλντο, τον οποίον προπόνησε, κερδίζοντας μάλιστα και τα εύσημά του, στην εθνική ομάδα της Πορτογαλίας). Στα αρνητικά του 47χρονού τεχνικού, ο μέσος όρος τερμάτων στα 172 παιχνίδια (97 νίκες, 41 ισοπαλίες, 34 ήττες) που κάθισε στον πάγκο της Σπόρτιγκ. Η ομάδα του σκόραρε κατά μέσο όρο 1,55 γκολ ανά αγώνα (παθητικό, πάντως, είχε κατά μέσο όρο 0,87 γκολ). Επίσης, κάποιος θα μπορούσε να αναφερθεί και στο σύντομο, και αποτυχημένο, πέρασμά του από την βραζιλιάνικη Κρουζέιρο, αλλά εκεί είναι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ενώ εδώ είναι Βαλκάνια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου