Το ταραγμένο καλοκαίρι του 1965 είναι η εποχή που ο Μάρτον Μπούκοβι και ο Μιχάι Λάντος πιάνουν λιμάνι. Τα «Ιουλιανά», η δολοφονία Πέτρουλα, ο κοινωνικός αναβρασμός, οι φήμες πως οι συνταγματάρχες ετοιμάζουν πραξικόπημα συνθέτουν το υπόβαθρο της άφιξης του Μπούκοβι στον Ολυμπιακό. Από τις πρώτες μέρες του στην ομάδα, ο κόσμος άρχισε να τον λατρεύει. Μια λατρεία η οποία θα λάμβανε μεταφυσικές διαστάσεις το επόμενο διάστημα. Ο λόγος; Η ομάδα έπαιζε ένα ποδόσφαιρο που για την εποχή ήταν κάτι παραπάνω από πρωτοποριακό. Ο Μπούκοβι μετονομάστηκε πολύ γρήγορα σε «δάσκαλο» και αργότερα σε «πατέρα» γιατί έτσι τον έβλεπαν οι Ολυμπιακοί της εποχής. Ήταν το αποκούμπι τους μετά από ταραγμένες μέρες και νύχτες.
Το βασικό πλάνο της ποδοσφαιρικής νοοτροπίας που πέρασε ο «δάσκαλος» ήταν η υποτιθέμενη υποχώρηση ώστε να παρασυρθούν οι αντίπαλοι αμυντικοί και να ανέβουν ψηλά για να πιέσουν τον Ολυμπιακό. Τότε ξεκινούσαν τα ταχύτητα εξτρεμ της ομάδας, συγκλίνοντας προς τα μέσα και βοηθώντας έτσι τους κεντρικούς κυνηγούς. Το σύστημα, για να λειτουργήσει, χρειαζόταν ολοκληρωμένους ποδοσφαιριστές που συνδύαζαν τη φυσική κατάσταση και την τεχνική. Οι ποδοσφαιριστές κινούνταν μόνιμα στον άδειο χώρο και δεν έμεναν ποτέ στατικοί. Ο Σέμπες ονόμασε αυτό το ποδόσφαιρο «παρτιζάνικο» και απέδωσε στον Μπούκοβι την πατρότητα αυτής της μεταβολής του κλασικού συστήματος W.M., σε ένα σύγχρονο (για την εποχή) ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο. Η Ουγγρική Σχολή και οι κυριότεροι εκφραστές της --Μπούκοβι-Τσάκνατι-- στο βιβλίο τους γράφουν χαρακτηριστικά:
Στο σύστημα W.M. με τρείς αμυντικούς, οι φορ και τα αμυντικά χαφ έχουν να καλύψουν σχεδόν όλο το μήκος του γηπέδου και τα 3/4 του πλάτους του. Η δουλειά των είναι να κινούνται διαρκώς και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για επίθεση, κυνηγώντας την μπάλα ακόμη και μέχρι τη δική τους περιοχή. Όταν ο φορ δεχτεί την μπάλα, χωρίς καθυστέρηση τη μεταβιβάζει σε συμπαίχτη του που θα βρίσκεται σε καλύτερη θέση και εφορμά ο ίδιος στην επίθεση μπροστά από το τέρμα του αντιπάλου.
Ενώ συνεχίζει:
Ο χώρος δράσης των επιθετικών χαφ είναι μεγαλύτερος από εκείνον των ακραίων κυνηγών, αλλά μικρότερος των φορ και των κεντρικών οπισθοφυλάκων, και αυτό γιατί οι επιθετικοί πρέπει να υποχωρούν όταν χρειάζεται για να παρασύρουν στην παγίδα της αντεπίθεσης τους αντιπάλους. Ακόμη οι επιθετικοί χαφ συνεργάζονται αλλάζοντας θέσεις με τους ακραίους κυνηγούς.
Τα παραπάνω είναι γραμμένα το 1956 (!!!) και εξηγούν σε απόλυτο βαθμό το προσωνύμιο «δάσκαλος» που ακολούθησε τον μεγάλο Μπούκοβι κατά την παραμονή του στον Θρύλο. Εξηγούν επίσης τη λατρεία του κόσμου του Ολυμπιακού καθώς και τον καθολικό σεβασμό των αντιπάλων. Αυτό που ξεκινάει όμως σαν όνειρο εξελίσσεται πολύ γρήγορα σε εφιάλτη. Η καταγωγή του, σε συνάρτηση με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον καθιστούν αυτόματα στόχο της χούντας. Δεν γινόταν να ανεχθούν την υπέρμετρη αγάπη που του έδειχνε ο κόσμος του Ολυμπιακού.
Μιλάμε για μια εποχή που το Καραϊσκάκη ήταν μόνιμα γεμάτο. Κόσμος συγκεντρώνονταν ακόμη και στις προπονήσεις για να δει του «Μπούκοβι την ομαδάρα» -- ακόμη και οι βραδινές προπονήσεις είχαν κόσμο που περίμενε καρτερικά μέσα στο κρύο για να του σφίξει το χέρι. Ήταν οι νύχτες πριν τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι.
Γιούτσος, Σιδέρης πρωτοστατούν στην ομαδάρα του Μπούκοβι, που προσφέρει χορταστικό θέαμα. Το καθολικό 4-0 με τον βάζελο στο Καραϊσκάκη ήταν η βραδιά που ο «δάσκαλος» θεοποιήθηκε. Ο Περπινιάδης γράφει το ομώνυμο άσμα: «Του Μπούκοβι την Ομαδάρα, τη λένε Ολυμπιακάρα».
Ο δάσκαλος εκτός από κορυφαίος προπονητής, είχε και μια εξαιρετική αντίληψη για την κοινωνία και τον αθλητισμό. Ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε τις λεγόμενες «λαϊκές προπονήσεις»: εκεί μπορούσε να πάει στην ομάδα του Ολυμπιακού ο οποιοσδήποτε και να δοκιμαστεί. Κάτι τέτοιο δεν άρεσε στους μάνατζερ της εποχής, καθώς με το τρόπο αυτό κόβονταν μαχαίρι οι δαπανηρές μεταγραφές (πάντα τηρουμένων των αναλογιών της εποχής).
Ο ίδιος ο Μπούκοβι σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Θ. Σγουραίο το 1976:
- Κύριε Μπoύκοβι, τι έχετε να πείτε για τον κόσμο του Ολυμπιακού;
- Είμαι ο ίδιος που ξέρουν και γνωρίζω πως και αυτοί έχουν μείνει όπως τους ήξερα. Η ειλικρινής αγάπη που είχαμε μας έκανε να προχωρήσουμε προς τους στόχους μας.
- Αν είχατε μείνει…
- Δεν γινόταν. Πέρα από όλα τα άλλα, δεν μπορούσα να βλέπω να χάνει αδικαιολόγητα και με βαριά σκορ η ομάδα. Κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω. (Ο Ολυμπιακός χάνει με εχθρικές διαιτησίες και αδιαφορία κάποιων «παραγόντων μια σειρά τεσσάρων αγώνων).
- Υπήρχαν παράγοντες που δεν σας συγχωρούσαν ότι πήρατε πρωτάθλημα χωρίς αυτούς;
- Παντού υπάρχουν κακοί παράγοντες. Οι περισσότεροι κολλούν σαν βδέλλες πάνω μας, στις επιτυχίες. Στις αποτυχίες μένουμε μόνοι, όπως εκείνο το βράδυ στο Σταθμό Λαρίσης (ήταν η νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι).
Ο Γιώργος Σιδέρης είχε δηλώσει: «Τι φταίει ο γέρος; Τον έφαγαν». Οι δυο τους είχαν κοντραριστεί αρκετές φορές ωστόσο υπήρχε ένας αμοιβαίος σεβασμός. Ο Μπούκοβι ετοίμαζε μια λαϊκή ακαδημία ποδοσφαίρου στον Ολυμπιακό. Μια ομάδα που θα προπονούνταν παράλληλα με την επίσημη και αποτελούνταν από ταλέντα των γειτονιών του Πειραιά. Το σχέδιο αυτό δεν πρόλαβε ποτέ να το υλοποιήσει.
Ήταν 13 Δεκεμβρίου 1967 όταν υπέβαλε την παραίτησή του. Δέκα νύχτες μετά, στις 23 Δεκεμβρίου επιβιβάζεται στο τρένο από τον Σταθμό Λαρίσης για την επιστροφή στην πατρίδα του. Πολλοί οπαδοί και απλός κόσμος του Ολυμπιακού θέλει να βρεθεί στον Σταθμό Λαρίσης σπάζοντας έτσι την απαγόρευση που είχε επιβάλει η χούντα για συνάθροιση άνω των τριών ατόμων κατά τις βραδινές ώρες. Οι ψυχραιμότεροι τους συγκρατούν.
Ήρθε και έφυγε νύχτα ο «δάσκαλος» -- το έχουν αυτό μερικοί άνθρωποι. Είναι τόσο διακριτικοί που μοιάζουν αόρατοι και είναι τόσο μεγάλες οι πράξεις τους που αφήνουν ένα αποτύπωμα που αλλάζει μια ολόκληρη χρονική στιγμή.
Μερικές νύχτες κρατάνε μια ολόκληρη ζωή:
Ήταν όλοι εκεί.
Οι αγαπημένοι από παλιά. Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα. Τον Άγιο Δημήτρη, τα Ταμπούρια και την Υπαπαντή.
Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια.
Από την λέσχη του Σταύρου ήρθε ο έβδομος αδερφός του, ο Λουκάς, που αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι, ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας, το δεξί μπακ της ΠΟΑΔ, ο κουρέας ο Λοΐζος που ‘παιζε τερματοφύλακας, ο Φιρλίγκος, ο Πιεράκος, ο Γκέλος που πέρναγε παραμάνες στα μάγουλα του χωρίς να ματώνει, τ’ αδέρφια οι Αράπηδες, ένας απ’ τους Κριελάκους, ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλφαραίων βρέθηκαν εκεί.
Απ’ το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς, ο Θοδωρής που κυνηγάει τους πούστηδες, ο Στέλιος ο Υγρασίας, οι Γαργαλάκοι, ο Καραβάς, το σέντερ φορ της ΠΟΑΔ, ο Τσούτας, ο Δρακούλης ο αστυφύλακας χωρίς τη στολή, ο Μονέδας, ένας απ’ τους Μαριόληδες, ο Πηλάλης, ο Μπαμπάτσικος, ο Κατσίκας η Αλήτρα κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων ήταν εκεί.
Απ’ το «Κυνηγών» ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός του ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, ο Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων ήταν εκεί.
Ήρθανε απ’ του Τσέχα, του Μπαθρέλου και του Τσαπατσάρη... Ο Βαρίτης, οι Μελάδες, ο Πέτρος ο Κεφάλας, ο Γιάννης που τον κλάψανε όλα τα Μανιάτικα. Ήρθανε οι δύο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ’ την Αμφιάλη που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.
Την άλλη μέρα έγραψε και το ΦΩΣ τι έγινε εκεί:
Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ’ το ξενοδοχείο της Καστέλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ, ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά, κι οι πιο μικροί με δάκρυα στα μάτια φωνάζανε:
- Πατέρα! Μη-φεύγεις!
Πως, όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, να τους ησυχάσει, με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός κι έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται:
- Πατέρα! Μη-φεύγεις!... Πατέρα-μη!... Μη φεύ-γεις!...
Έγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά.
Τους τσαμπουκάδες που γίνανε, το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους. Τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο...
Έγραφε μερικά το ΦΩΣ.
Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε!
Πηγές:
Θανάσης Σκουρμπέλος, Του Μπούκοβι Την Ομαδάρα, εκδόσεις Τόπος.
Διονύσης Χαριτόπουλος, Η νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Διαβάστε επίσης:
Θ. Μιχαηλίδης, Μπούκοβι: η αρχή του τέλους
Θ. Μιχαηλίδης, Ο Μπούκοβι, οι τερματοφύλακες και η χούντα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου