Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2004, ένα πιτσιρικάς που τελειώνει το δημοτικό έχει βαλθεί να πείσει τον πατέρα του να κατέβουν στον Πειραιά και να παρακολουθήσουν ένα παιχνίδι του Ολυμπιακού στο γήπεδο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο πιτσιρικάς θέλει να δει από κοντά το ίνδαλμά του, που δεν είναι άλλο από τον «μάγο», τον τεράστιο Ζιοβάνι Σίλβα Ντε Ολιβέιρα.
Του red1925white
Ο Γιαννάκης ζει σε μια κωμόπολη της Κεντρικής Μακεδονίας. Ενώ τα υπόλοιπα παιδάκια στην τάξη μιλάνε κάπως περίεργα, με πολλά λάμδα και σίγμα, και υποστηρίζουν κάποιες παράξενες ομάδες που έχουν για σήμα κάτι μεταλλαγμένα κοτόπουλα με δυο κεφάλια ή ένα φυτό που βλέπει να καλλιεργούν στις μεγάλες φυτείες έξω από την πόλη, εκείνος είναι αποφασισμένος φέτος τα Χριστούγεννα να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο. Να πείσει τον μπαμπά του, που σκοτώνεται στη δουλειά στα χωράφια, να τον κατεβάσει στον Πειραιά για να δει από κοντά τον Ζιοβάνι. Ο μικρός Γιαννάκης έχει μεγάλο κόλλημα με τον Ολυμπιακό και με τον Ζιο: αγοράζει κάθε χρόνο τη φανέλα του και μετά το μάθημα τρέχει στην αλάνα που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι του για να παίξει ποδόσφαιρο με τ’' άλλα παιδιά. Εκείνα προσπαθούν να τον πειράξουν, όμως τα πειράγματά τους τον πεισμώνουν περισσότερο και έτσι, με τη φανέλα του αγαπημένου του παίχτη, παίζει όλο και καλύτερα και φορτώνει τα αντίπαλα δίχτυα με πολλά γκολ. Φυσικά αυτό είναι ποιητική αδεία, καθώς κανένα γήπεδο αλάνας στον πλανήτη δεν είχε ποτέ δίχτυα. Όταν το παιχνίδι τελειώνει, ο μικρός επιστρέφει στο ερυθρόλευκο δωμάτιό του. Αφίσες, κασκόλ, λάβαρα, σημαίες, τετράδια, μολύβια, σάκα, όλα έχουν για σήμα τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο.
Ο κύριος Τάσος είναι ο μπαμπάς του μικρού ήρωα της ιστορίας μας. Πενηντάρης, παλιός Πειραιώτης και φυσικά άρρωστος με τον Ολυμπιακό. Έγινε εσωτερικός ερωτικός μετανάστης και βρέθηκε για χατίρι της γυναίκας του να μένει χιλιόμετρα μακριά από τον Πειραιά. Ένας άνθρωπος δουλευταράς που ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης για να μπορέσει να βιοποριστεί και να ζήσει την οικογένειά του που τόσο λάτρευε. Ο κύριος Τάσος, έχοντας υπάρξει στα νιάτα του τρελός και παλαβός με την ομάδα του Ολυμπιακού, μπορούσε να αφουγκραστεί την ανυπομονησία του μικρού να δει για πρώτη φορά την αγαπημένη του ομάδα από κοντά και μάλιστα τώρα που σε αυτήν έπαιζε ο «μάγος». Είχε δει πολλούς παιχταράδες να παίζουν με την ερυθρόλευκη ο κύριος Τάσος, αλλά τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναδεί. Ο Ζιοβάνι λατρευόταν κυριολεκτικά από όλους τους Ολυμπιακούς. Ήταν αυτό που ήθελαν να βλέπουν στο γήπεδο. Ένας παίχτης που μπορούσε να ντριμπλάρει μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο, με αντίληψη του γηπέδου, ποδοσφαιρική φαντασία και ολυμπιακό τσαμπουκά. Εδώ είχαν χάσει τα μυαλά τους οι μεγαλύτεροι μαζί του, δεν θα τα έχανε ο Γιαννάκης;
Μια εβδομάδα πριν τα σχολεία κλείσουν για τις διακοπές των Χριστουγέννων, η μητέρα του Γιαννάκη αποφασίζει να στολίσει το χριστουγεννιάτικο καραβάκι του σπιτιού. Πατέρας Πειραιώτης γαρ. Ενώ εκείνος διαβάζει στο ερυθρόλευκο δωμάτιό του, εκείνη ανοίγει διακριτικά την πόρτα και τον προτρέπει να σταματήσει για λίγο το διάβασμα και να γράψει το καθιερωμένο γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Ο Γιαννάκης μέσα του ξέρει πως Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, είναι κι αυτό άλλωστε ένα από τα κακά του να μεγαλώνεις, ωστόσο αποφασίζει πως τον βολεύει να γράψει την κάρτα διότι θα τη δουν οι γονείς του και μπορεί να του κάνουν το χατίρι. Παίρνει λοιπόν το μολύβι του και ρίχνεται αμέσως στο συγγραφικό του έργο.
Του red1925white
Ο Γιαννάκης ζει σε μια κωμόπολη της Κεντρικής Μακεδονίας. Ενώ τα υπόλοιπα παιδάκια στην τάξη μιλάνε κάπως περίεργα, με πολλά λάμδα και σίγμα, και υποστηρίζουν κάποιες παράξενες ομάδες που έχουν για σήμα κάτι μεταλλαγμένα κοτόπουλα με δυο κεφάλια ή ένα φυτό που βλέπει να καλλιεργούν στις μεγάλες φυτείες έξω από την πόλη, εκείνος είναι αποφασισμένος φέτος τα Χριστούγεννα να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο. Να πείσει τον μπαμπά του, που σκοτώνεται στη δουλειά στα χωράφια, να τον κατεβάσει στον Πειραιά για να δει από κοντά τον Ζιοβάνι. Ο μικρός Γιαννάκης έχει μεγάλο κόλλημα με τον Ολυμπιακό και με τον Ζιο: αγοράζει κάθε χρόνο τη φανέλα του και μετά το μάθημα τρέχει στην αλάνα που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι του για να παίξει ποδόσφαιρο με τ’' άλλα παιδιά. Εκείνα προσπαθούν να τον πειράξουν, όμως τα πειράγματά τους τον πεισμώνουν περισσότερο και έτσι, με τη φανέλα του αγαπημένου του παίχτη, παίζει όλο και καλύτερα και φορτώνει τα αντίπαλα δίχτυα με πολλά γκολ. Φυσικά αυτό είναι ποιητική αδεία, καθώς κανένα γήπεδο αλάνας στον πλανήτη δεν είχε ποτέ δίχτυα. Όταν το παιχνίδι τελειώνει, ο μικρός επιστρέφει στο ερυθρόλευκο δωμάτιό του. Αφίσες, κασκόλ, λάβαρα, σημαίες, τετράδια, μολύβια, σάκα, όλα έχουν για σήμα τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο.
Ο κύριος Τάσος είναι ο μπαμπάς του μικρού ήρωα της ιστορίας μας. Πενηντάρης, παλιός Πειραιώτης και φυσικά άρρωστος με τον Ολυμπιακό. Έγινε εσωτερικός ερωτικός μετανάστης και βρέθηκε για χατίρι της γυναίκας του να μένει χιλιόμετρα μακριά από τον Πειραιά. Ένας άνθρωπος δουλευταράς που ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης για να μπορέσει να βιοποριστεί και να ζήσει την οικογένειά του που τόσο λάτρευε. Ο κύριος Τάσος, έχοντας υπάρξει στα νιάτα του τρελός και παλαβός με την ομάδα του Ολυμπιακού, μπορούσε να αφουγκραστεί την ανυπομονησία του μικρού να δει για πρώτη φορά την αγαπημένη του ομάδα από κοντά και μάλιστα τώρα που σε αυτήν έπαιζε ο «μάγος». Είχε δει πολλούς παιχταράδες να παίζουν με την ερυθρόλευκη ο κύριος Τάσος, αλλά τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναδεί. Ο Ζιοβάνι λατρευόταν κυριολεκτικά από όλους τους Ολυμπιακούς. Ήταν αυτό που ήθελαν να βλέπουν στο γήπεδο. Ένας παίχτης που μπορούσε να ντριμπλάρει μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο, με αντίληψη του γηπέδου, ποδοσφαιρική φαντασία και ολυμπιακό τσαμπουκά. Εδώ είχαν χάσει τα μυαλά τους οι μεγαλύτεροι μαζί του, δεν θα τα έχανε ο Γιαννάκης;
Μια εβδομάδα πριν τα σχολεία κλείσουν για τις διακοπές των Χριστουγέννων, η μητέρα του Γιαννάκη αποφασίζει να στολίσει το χριστουγεννιάτικο καραβάκι του σπιτιού. Πατέρας Πειραιώτης γαρ. Ενώ εκείνος διαβάζει στο ερυθρόλευκο δωμάτιό του, εκείνη ανοίγει διακριτικά την πόρτα και τον προτρέπει να σταματήσει για λίγο το διάβασμα και να γράψει το καθιερωμένο γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Ο Γιαννάκης μέσα του ξέρει πως Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, είναι κι αυτό άλλωστε ένα από τα κακά του να μεγαλώνεις, ωστόσο αποφασίζει πως τον βολεύει να γράψει την κάρτα διότι θα τη δουν οι γονείς του και μπορεί να του κάνουν το χατίρι. Παίρνει λοιπόν το μολύβι του και ρίχνεται αμέσως στο συγγραφικό του έργο.
Άγιε μου Βασίλη, δεν ξέρω τι εννοείς με το «αν ήσουν καλό παιδί, θα πάρεις το δώρο σου». Για εμένα όλα τα παιδιά του κόσμου είναι καλά. Ακόμη και αυτά που υποστηρίζουν άλλες ομάδες. Ακόμη και εκείνα που βλέπω στην τηλεόραση να είναι πολύ λεπτά ή εκείνα που πεθαίνουν από τον πόλεμο, στο δικό μου μυαλό είναι καλά. Έτσι κι εγώ φέτος έκανα και καλά και κακά πράγματα. Διάβασα, έπαιξα, ίδρωσα, χτύπησα, αρρώστησα, είδα πολλές φορές τον Ολυμπιακό και θέλω να σου ζητήσω μια μεγάλη χάρη. Πείσε, σε παρακαλώ, τον μπαμπά μου να με κατεβάσει στο γήπεδο να δω από κοντά τον Ολυμπιακό και τον αγαπημένο μου παίχτη. Δεν μπορεί, κι εσύ ερυθρόλευκα φοράς, θα με καταλάβεις. Παρακολουθώ κάθε του παιχνίδι και προσπαθώ να μιμηθώ όσα κάνει όταν παίζω με τους φίλους μου ποδόσφαιρο. Στο σχολείο, στους αγώνες, όταν βάζω γκολ, γονατίζω και δείχνω τον ουρανό όπως κάνει εκείνος. Θέλω να αφήσω και τα μαλλιά μου μακριά, αλλά νομίζω πως αυτό δεν θα αρέσει πολύ στη μαμά μου. Άγιε μου Βασίλη, λένε πως ο ουρανός τις ημέρες των Χριστουγέννων είναι ανοιχτός για να ακούγονται οι ευχές των ανθρώπων. Η δική μου ευχή είναι να δω από κοντά τον Ολυμπιακό και τον Ζιοβάνι.Όταν ο μικρός τελείωσε με την κάρτα του, την τοποθέτησε ευλαβικά κάτω από το χριστουγεννιάτικο καραβάκι. Η μητέρα του, που είδε τη σκηνή, αποφάσισε να μη μιλήσει και συνέχισε να φτιάχνει μελομακάρονα στην κουζίνα. Αργά το βράδυ, επιστρέφει από τη δουλειά ο κύριος Τάσος. Εκείνη τον περιμένει στη πόρτα με ένα ζεστό χαμόγελο και με μια ακόμη πιο ζεστή αγκαλιά. Μια αγκαλιά που κρύβει μέσα τις πολλά χρόνια κοινής ζωής. Μαζί στα όμορφα, στα γλέντια, στις χαρές, αλλά και στις δυσκολίες, στα βάσανα και στα άγχη, που όσο τα χρόνια περνούσαν, εκείνα μεγάλωναν. «Ο Γιαννάκης άφησε την κάρτα για τον Άγιο Βασίλη κάτω από το καραβάκι», του ψιθυρίζει γλυκά καθώς τον προτρέπει με το χέρι της να δοκιμάσει τα γλυκά που έφτιαξε. Εκείνος γεμίζει ένα πιάτο με τις λιχουδιές της αγαπημένης του γυναίκας και πηγαίνει στην πολυθρόνα που βρίσκεται δίπλα από το καραβάκι.
Δεν ήταν μια εύκολη ημέρα για εκείνον. Η κακοκαιρία απειλούσε σοβαρά τη σοδειά. Και ο κύριος Τάσος ήξερε καλά ότι δεν μπορούσε να περιμένει βοήθεια από πουθενά – οι πολιτικοί μόνο έταζαν, το κράτος μόνο ζήταγε. Ένιωθε ένας βάρος στο στήθος του τον τελευταίο καιρό. Δεν είχε αναφέρει τίποτα στη σύζυγό του για να μην την αγχώσει. Εκείνη είχε καταλάβει. Τον έβλεπε πιεσμένο. Τα βράδια στο κρεβάτι, η ανάσα του γινόταν όλο και πιο βαριά, ενώ πολλές φορές τον έπιανε να ξαγρυπνά. Όταν έκατσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα, αποφάσισε, πριν ανοίξει την κάρτα, να πραγματοποιήσει την επιθυμία του Γιαννάκη όποια κι αν ήταν. Τον αγαπούσε πολύ τον πιτσιρικά. Του θύμιζε τον εαυτό του, τα παιδικά του χρόνια. Πριν ανοίξει την κάρτα, δοκίμασε από όλα τα γλυκά της γυναίκας του. Είχε μεγάλη ανάγκη να γλυκαθεί από κάτι. Το άγχος του άφηνε εκείνη την απαίσια γεύση στον ουρανίσκο που όλοι έχουμε κάποια στιγμή νιώσει.
Όταν άνοιξε την κάρτα και διάβασε τις πρώτες λέξεις, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Ένα ποτάμι συγκίνησης ξεχύθηκε μέσα απ’ το γράμμα του γιου του. Ήταν σαν αυτά που έγραφε ο Γιαννάκης να είχαν λύσει έναν κόμπο που τον είχε δέσει καιρό και δεν τον άφηνε να ανασάνει. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον πήγε ο δικός του πατέρας στο γήπεδο. Ήταν μια Κυριακή που ο ήλιος, αν και ήταν χειμώνας, στεκόταν προκλητικός πάνω απ’ τον Πειραιά. Θυμόταν κάθε σημείο της διαδρομής απ’ το Χατζηκυριάκειο μέχρι το Νέο Φάληρο. Εκείνο τον μεγάλο ερυθρόλευκο περίπατο στα στενά του Φαλήρου, τη βόλτα απ’ τον Κεράνη να ξεπροβάλει μπροστά του το επιβλητικό Καραϊσκάκη – ο γέρος το έλεγε ακόμα «ποδηλατοδρόμιο». «Εδώ θα είναι το σπίτι σου, μικρέ», του είχε πει ο γέρος του, μεταξύ σοβαρού και αστείου. «Σ’ αυτήν εδώ τη διαδρομή, θα μάθεις όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για τη ζωή», θυμόταν να του λέει. «Θα κάνεις αλητείες, θα δεις μπάλα, θα ερωτευτείς, θα μπλέξεις, θα χτυπήσεις, θα προσπαθήσεις, θα αποτύχεις και μετά θα προσπαθήσεις ξανά. Αυτό είναι ο Ολυμπιακός».
Τώρα πια δεν μπορούσε να συγκρατήσει με τίποτα τα δάκρυα του. Είχε συγκινηθεί, είχε γυρίσει χρόνια πίσω. Ο γέρος του είχε φύγει απ’ τη ζωή. Εκείνος ήταν πια πατέρας και είχε έναν υπέροχο γιο και μια γυναίκα που λάτρευε και ήταν η σειρά του να πει στον Γιαννάκη τι σημαίνει ο Ολυμπιακός. Καθώς η σκέψη του έτρεχε στα παλιά, το βλέμμα του έπεσε πάνω στο καραβάκι που είχαν στολίσει με ερυθρόλευκα φωτάκια, όπως στολίζουν οι ναυτικοί τις βάρκες τους στον όρμο της Αφροδίτης στην Πειραϊκή, και μια φευγαλέα φράση πέρασε από το μυαλό του. «Το καράβι που παίρνει την ομάδα για τον Πειραιά ξεκινάει το πρωί σαν σκάει ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά και δεν ξέρεις τι είναι πιο κόκκινο, η φανέλα που φοράει κατάσαρκα ο Νίκος, που οι λευκές λωρίδες της κοκκίνισαν απ’ το αίμα, ή ο ήλιος;» Στη διαδρομή, θα του μιλούσε για τον Νίκο Γόδα. Αν ο Ολυμπιακός ήταν πρόσωπο, σίγουρα αυτό θα ήταν ο Νικόλας.
Η γυναικά του παρακολουθούσε σιωπηλά τη σκηνή να εξελίσσεται. Περπάτησε στις μύτες μέχρι το δωμάτιο του Γιαννάκη. Σιγουρεύτηκε πως το αγγελούδι της κοιμόταν και μετά κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Ο Τάσος προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυά του.
«Μην το κάνεις», του είπε. «Καταλαβαίνω γιατί συγκινήθηκες. Τόσο καιρό τώρα τα βράδια ακούω την ανάσα σου. Ξέρω πως έχεις πιεστεί».
«Άκουσέ με, Γιάννα», πήρε το λόγο εκείνος. «Προσπαθώ πολύ για να μη λείψει τίποτα από την οικογένειά μας, όμως οι καιροί έχουν δυσκολέψει. Αν κάνω αυτό το ταξίδι με τον μικρό, δεν θα μπορέσω να σου πάρω τίποτα για τις γιορτές».
«Βρε Τάσο, τόσα χρόνια είμαστε μαζί και ακόμη δεν με έχεις μάθει; Όλα όσα θέλω, βρίσκονται σε αυτό και το διπλανό δωμάτιο. Ξέρω πόσο σημαντικό είναι για σένα και το παιδί μας να μοιραστείτε κάτι τέτοιο. Θέλω να πάτε και να μοιραστείτε όλα εκείνα τα ασήμαντα που κάνουν μια τέτοια σχέση σημαντική».
Εκείνα ήταν και τα τελευταία λόγια που χρειάστηκε να ακουστούν δίπλα από το καραβάκι. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκαν μαζί και έκαναν έρωτα. Η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη όχι από το άγχος, αλλά από τον έρωτα που δεν χωρούσε στους τέσσερις τοίχους του δωματίου ούτε και στα σκεπάσματα που είχαν πια μπερδευτεί.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν ήσυχα. Ο κύριος Τάσος προετοίμαζε το ταξίδι προς τον Πειραιά. Ο μικρός Γιαννάκης κοιτούσε κάτω από το καραβάκι για να δει αν είχε ανοιχτεί η κάρτα του και η Γιάννα έκανε την ανήξερη. Όλα είχαν τακτοποιηθεί, ένα όμως βασικό ζήτημα δεν είχε διευθετηθεί. Ο κύριος Τάσος, όσο και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να βρει κάποιο εισιτήριο. Η αλήθεια είναι πως ο κόσμος του Ολυμπιακού είχε ενθουσιαστεί με το καινούργιο γήπεδο και καθώς το παιχνίδι γινόταν μια τόσο εορταστική μέρα, ο κόσμος θα συνέρεε για να δει την αγαπημένη του ομάδα. Δεν μπορούσε όμως να ακυρώσει το όνειρο και τις προσδοκίες του παιδιού του. Έτσι, τα ξημερώματα της παραμονής των Χριστουγέννων, μπαίνει στο ερυθρόλευκο δωμάτιο του Γιαννάκη. «Σήκω, αγόρι μου», του λέει, ενώ κρατά την ερυθρόλευκη φόρμα και το μπουφάν με τον έφηβο στο χέρι. «Μα γιατί, μπαμπά; Δεν έχω σχολείο σήμερα», αναρωτιέται ο αγουροξυπνημένος πιτσιρικάς. «Σήμερα, αγόρι μου, θα μάθεις όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για τη ζωή. Η ιστορία επαναλαμβανόταν σαράντα χρόνια μετά...
Όταν ο μικρός συνειδητοποίησε για το τι πρόκειται να συμβεί, πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κρεβάτι του, ντύθηκε τόσο γρήγορα όσο είχε «κρεμάσει» ο Ζιοβάνι τον Κόβιτς. Πριν φύγουν, ο Τάσος κοντοστάθηκε στην πόρτα. «Σε ευχαριστώ για όλα», ψέλλισε στη Γιάννα. Εκείνη τον πήρε μια στοργική αγκαλιά και φώναξε προς τον Γιαννάκη που ήδη είχε πάρει θέση στο αυτοκίνητο: «και με τη νίκη». Νωρίς το πρωί, το ερυθρόλευκο οικογενειακό καραβάνι βρισκόταν στην εθνική οδό και κατηφόριζε προς το «μεγάλο ερυθρόλευκο σπίτι». Στη διαδρομή, ο μικρός δεν σταματούσε να ρωτά τον πατέρα του για τον Ολυμπιακό, τον Ντέταρι, τον Μουράτη, και δεν χόρταινε να ακούει για τον ήρωα Νίκο Γόδα που ζήτησε να εκτελεστεί με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ο Ολυμπιακός γινόταν θρύλος στα μάτια ενός νεαρού αγοριού. Τα παλιά ρεμπέτικα έδιναν και έπαιρναν στο CD του αμαξιού. Ήταν μια επιστροφή στα νιάτα για τον πατέρα και τα «βαφτίσια» για τον πιτσιρικά.
Μετά από έξι ώρες, το αυτοκίνητο φτάνει στα στενά του Φαλήρου. Ένας δέος καταλαμβάνει τον Γιαννάκη, καθώς στρίβει από την Πειραιώς και βλέπει το επιβλητικό γήπεδο μπροστά του. Ο κύριος Τάσος αποφασίζει να κάνει μια ξενάγηση στον μικρό περιμετρικά του γηπέδου. Πρώτη στάση η πλατεία «Θυμάτων της Θύρας 7». «Γιαννάκη, στις 8 Φεβρουαρίου του 1981, εδώ...» Καθώς ο πατέρας εξηγεί στον πιτσιρικά την τραγική ιστορία των παιδιών που έδωσαν την ίδια τους τη ζωή για τον Ολυμπιακό, ένας νεαρός με μακριά μαλλιά και μούσια στέκεται σε απόσταση αναπνοής από τον κύριο Τάσο. Τελειώνοντας την εξιστόρηση, ο Γιαννάκης έχει βουρκώσει. Επόμενη στάση, το τουρνικέ της παλιάς Θύρας 7 για να αφήσει ο μικρός ένα λουλούδι. Καθ’ όλη τη διαδρομή, οι καντίνες με τα βρώμικα, οι κασκολάδες, ο κόσμος, δίνουν ένα γιορτινό πνεύμα, ωστόσο το μαγικό χαρτάκι ακόμη δεν έχει βρεθεί.
Ένα τέταρτο πριν το παιχνίδι ξεκινήσει, ο κύριος Τάσος αποφασίζει να μιλήσει σε κάποιον από τους σεκιούριτι του γηπέδου. «Σε παρακαλώ, κάναμε 500 χιλιόμετρα για να δει ο μικρός την ομάδα. Δεν έχω καταφέρει να βρω εισιτήριο πουθενά. Βάλε έστω το παιδί εδώ μαζί σου να δει το παιχνίδι». Ο σεκιουριτάς παραμένει ψυχρός. «Δεν μπορώ, κύριε, θα χάσω τη δουλειά μου». Τότε εμφανίζεται ξαφνικά ο μαυροφορεμένος νεαρός με τα μακριά μαλλιά και τα μούσια. Έχει δεμένο στο χέρι του ένα κασκόλ. «Πάρτε, κύριε, το εισιτήριό μου και μπείτε. Ο μικρός δεν χρειάζεται καν εισιτήριο». Ο Γιαννάκης τότε αλλάζει άποψη. Ο Άγιος Βασίλης υπάρχει. Φοράει μαύρα έχει μακριά μαλλιά, μούσια, βαριά φωνή και ερυθρόλευκο κασκόλ.
Καθώς ανοίγει το περιστρεφόμενο τουρνικέ, ένας νέος μαγικός κόσμος εμφανίζεται στα μάτια του νεαρού αγοριού. Το γρασίδι με τις λευκές γραμμές, οι εκτυφλωτικοί προβολείς, οι καπνοί από τα καπνογόνα και τα δυνατά συνθήματα από τη Θύρα 7 τον κάνουν να μαγευτεί κυριολεκτικά. Ο πατέρας δίπλα του αναλογίζεται, καθώς του κρατάει το χέρι, πόσα άλλαξαν και πόσα μένουν ίδια στο πέρασμα των χρόνων.
Ο εκφωνητής παρουσιάζει την ενδεκάδα. Και με το νούμερο δέκα ο Ζιοβάνι Σίλβα Ντε Ολιβέιρα...
Από τότε μέχρι και σήμερα, οι ερυθρόλευκοι ουρανοί είναι ανοιχτοί τις μέρες των Χριστουγέννων και περιμένουν τις δικές μας ευχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου