Ας ξεκινήσουμε με το καθολικά αποδεκτό δεδομένο πως Γενάρη μήνα δεν κάνεις ομάδα, αλλά μπορείς να διορθώσεις (κάποια από) τα λάθη του καλοκαιρινού προγραμματισμού και να καλύψεις χτυπητές αδυναμίες του ροστέρ.
Ο Ολυμπιακός, όμως, με τον τρόπο που κινείται τα τελευταία χρόνια στο μεταγραφικό παζάρι, μπαίνει σε μια λούπα που στοιχίζει
αγωνιστικά και δημιουργεί γκρίνια. Κάθε χρόνο, παίχτες, που
καλούνται να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ομάδα, αποκτούνται τις
τελευταίες ημέρες της καλοκαιρινής μεταγραφικής περιόδου, με αποτέλεσμα
να μην παίρνουν μέρος στην προετοιμασία (το ουσιαστικό
χτίσιμο της ομάδας), και να μην έχουν βρει καλά καλά τα πατήματά τους
(ή, πιο σωστά, να μην είμαστε βέβαιοι για τις ικανότητές τους) μέχρι τη
χειμερινή μεταγραφική περίοδο.
Του Dr. Jekyll
Νομίζω ότι όλοι, πάνω κάτω, θα συμφωνούσαμε στις βασικές ελλείψεις του φετινού ρόστερ. Ο Ολυμπιακός χρειαζόταν ένα αριστερό μπακ για αλλαγή (κατά την άποψή μου, βασικό) του Ντε λα Μπέγια. Ένα κεντρικό στόπερ που να διαθέτει (πρωτίστως, με δεδομένη την ύπαρξη των μικρών) εμπειρία και ταχύτητα (ή, έστω, ένα από τα δύο). Ένα εξτρέμ
το οποίο να έχει το ένας προς έναν και να κινείται στη γραμμή (ο
--ανεβασμένος-- Σεμπά το έχει σε μικρό βαθμό, ο Ελγιονούσι σε ακόμα
μικρότερο, ο Μανθάτης θέλει χρόνο και δουλειά για να γίνει
αποτελεσματικός, ενώ ο Μάριν, που το έχει, τείνει πάντα να συγκλίνει
προς το κέντρο). Έναν τρίτο επιθετικό που να καλύψει τη
θέση του Πιασένσια και, ενδεχομένως, να αναλάβει το ρόλο του δεύτερου
(στην «ιεραρχία», αλλά και σε σύστημα με δύο επιθετικούς), ειδικά αφού η
απόδοση του Καρντόσο δεν καλύπτει τις προσδοκίες . Και last but not
least (που λένε στο χωριό μου) να καλύψεις τις όποιες αποχωρήσεις, στη περίπτωση που το υπάρχων ρόστερ δεν διαθέτει ικανούς αντικαταστάτες.
Λίγα λόγια για τη μεταγραφική πολιτική του Ολυμπιακού
Στη
συνείδησή μας ο Ολυμπιακός είναι ο κορυφαίος σύλλογος του Πλανήτη
(αλλά, και ρεαλιστικά , αν δούμε τη συμμετοχή των ομάδων και των αθλητών
μας σε όλα τα αθλήματα, ο Ολυμπιακός είναι από τους κορυφαίους
συλλόγους της Ευρώπης). Παρόλα αυτά, στο ποδόσφαιρο, το βασιλιά των
σπορ, το μέγεθός μας πανευρωπαϊκά είναι αυτό μιας αντίστοιχης Ξάνθης
στην Ελλάδα: κάποιες χρονιές θα είναι καλές, κάποιες μέτριες, αλλά η
επιβίωση θα βασίζεται πάντα (μιλάμε για το άκρως καπιταλιστικό σύγχρονο
ποδόσφαιρο / modern football, όπως αυτό αναπτύχθηκε μετά την απόφαση
Μπόσμαν, το μάρκετιγκ και το Financial Fair Play της UEFA στην Ευρώπη,
αλλά και την οικονομική κρίση -- παγκόσμια και ελληνική) στην ικανότητα
τού συλλόγου να εντοπίζει νέα ταλέντα ή παίκτες σε νεαρή ηλικία που η
πορεία τους έχει πάρει την κατιούσα, να τους αναδεικνύει, να τους
πουλάει (ποτέ «ξεπουλάει») σε πλουσιότερες ομάδες καλύτερων
πρωταθλημάτων, και να προσθέτει πινελιές ποιότητας με βετεράνους και στη
δύση της καριέρας τους σπουδαίους ποδοσφαιριστές.
Το
συγκεκριμένο μοντέλο ακολουθεί, έως τώρα, ευλαβικά η διοίκηση Μαρινάκη.
Προσωπικά, και μέχρι να δω κάτι διαφορετικό, θεωρώ πως αυτό το μοντέλο
έχει πετύχει. Ο Ολυμπιακός έχει πάρει όλα τα πρωταθλήματα (το γεγονός
ότι δεν έχει αντίπαλο εντός συνόρων, θεωρώ πως περισσότερο επιβεβαιώνει
την άποψη ότι στο σύγχρονο ποδόσφαιρο οι ελληνικές ομάδες δεν
προσφέρονται για επενδύσεις και μοντέλα διαχείρισης περασμένων εποχών,
παρά την μειώνει), έχει μια σταθερά αξιοπρεπή πορεία στις ευρωπαϊκές
διοργανώσεις (απόδειξη είναι η θέση του στον πίνακα της UEFA) και
οικονομικά δεν διατρέχει κίνδυνο καταστροφής.
Είναι όλα καλώς
καμωμένα; Όχι. Χωρίς να είμαι λογιστής και να γνωρίζω τα έξοδα που έχει ο
ποδοσφαιρικός Ολυμπιακός (από αμοιβές προσωπικού, μέχρι συντήρηση
εγκαταστάσεων και ακαδημιών), δεν μπορώ να καταλάβω πώς κάθε χρόνο η
κατάσταση του συλλόγου απαιτεί από τον πρόεδρο να βάζει χρήματα από τη
τσέπη του. Επαναλαμβάνω: αγνοώ το συνολικό κόστος μιας μεγάλης ΠΑΕ, όμως
θεωρώ πως τα έσοδα από μεταγραφές και ευρωπαϊκές πορείες, δεν συνάδουν
με τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Και με αυτό,
δεν εννοώ πως ο πρόεδρος βγάζει χρήματα από τον Ολυμπιακό (για το «παντελόνιασμα», εκτός των άλλων, μια ΠΑΕ, ειδικά του μεγέθους του
Ολυμπιακού, δεν είναι ακριβώς ξέφραγο αμπέλι για να μπορεί ο
ιδιοκτήτης/μεγαλομέτοχος να βγάζει χρήμα χωρίς να φαίνεται πουθενά).
Και
μια αναγκαία διευκρίνηση: δεν είμαι τόσο αθώος ώστε να θεωρώ πως οι
ιδιοκτήτες των μεγάλων ομάδων εμπλέκονται στον επαγγελματικό αθλητισμό
μόνο από την αγνή τους αγάπη για το άθλημα και την ομάδα. Εδώ και χρόνια
ποτέ δεν φωνάζω το όνομα προέδρου. Είμαι Ολυμπιακός, αναγνωρίζω τη
προσφορά (ή τη ζημιά που κάνουν) στο σύλλογο οι πρόεδροι / μεγαλομέτοχοι
/ διαχειριστές, αλλά ζούμε σε διαφορετικούς κόσμους και ο Ολυμπιακός
δεν αρκεί για να μας ενώσει.
Όμως: δεν είμαι λογιστής, συνεπώς
ελάχιστα με ενδιαφέρει ακόμα και αν ο Μαρινάκης βγάζει (άμεσο) κέρδος
από την ομάδα, αρκεί να βλέπω τον Ολυμπιακό, αν όχι όπως τον
ονειρεύομαι, τουλάχιστον να κινείται με λογική και να πετυχαίνει τους
στόχους του. Σε αυτό το κομμάτι, θεωρώ τη τωρινή διοίκηση από αρκετά έως
πολύ επιτυχημένη. Ο --εκάστοτε-- προπονητής στηρίζεται
αρκετά από τη διοίκηση, το όνομα τού συλλόγου έχει μεγαλώσει τόσο από
τις ευρωπαϊκές παρουσίες, όσο και από τις μεταγραφικές ή εξωαγωνιστικές
κινήσεις -- πχ Unicef, ενώ το έβδομο συνεχόμενο πρωτάθλημα είναι προ των
πυλών.
Φέρει η διοίκηση ευθύνη που εδώ και ΕΠΤΑ μεταγραφικές
περιόδους δεν έχουμε αποκτήσει ένα στόπερ της προκοπής; Φυσικά! Όμως
όλοι όσοι ήρθαν αποτελούσαν επιλογές --σε μια δεδομένη σφιχτή οικονομική
πολιτική-- των προπονητών. Έχει ο Ολυμπιακός κανονικούς προπονητές; Ναι.
Με εξαίρεση τον Μίτσελ και --κυρίως-- τον Σάντσεθ, κανείς δεν ήρθε για να
μάθει προπονητική στον Ολυμπιακό (και αυτό το λέω βάσει του βιογραφικού
τους, και όχι της απόδοσης της ομάδας επί των ημερών τους) . Φταίει η
διοίκηση που όλοι μας οι καλοί νεαροί παίκτες πωλούνται και σχεδόν κάθε
χρόνο θέλουμε νέους παίκτες; Κατά την άποψή μου, όχι. Θεωρώ πως, σχεδόν,
όλοι όσοι έφυγαν ήθελαν να φύγουν (και οι υπόλοιποι ήταν στην κατηγορία
ούτε κρύο, ούτε ζέστη, λόγω του ονόματος της ομάδας στην οποία πήραν
μεταγραφή). Πόσες οι πιθανότητες να μην ήθελε μεταγραφή ο Σάμαρης στη
Μπενφίκα ή ο Μανωλάς στη Ρόμα; Πόσες οι πιθανότητες να μην βλέπει τον
Ολυμπιακό ως ένα σκαλοπάτι ο Ομάρ ή ο Μαζουακού; Ήθελαν ο Ρομπέρτο και ο
Βαλβέρδε να επιστρέψουν στην Ισπανία; Χαλάστηκε ο Μήτρογλου και --τώρα-- ο
Μιλιβόγεβιτς από τη μεταγραφή τους (με πολύ υψηλότερες απολαβές) στην
Αγγλία; Στο --αναθεματισμένο-- σύγχρονο ποδόσφαιρο, δεν μπορείς να
κρατήσεις παίκτη που θέλει να φύγει. Το μόνο που μπορείς να κάνεις για
να μην ζημιώνεται η ομάδα, είναι να πουλάς και να μην ξεπουλάς.
Ας πάμε και σε λίγα ερωτήματα ακόμα: φταίει η διοίκηση για το ότι ο Ολυμπιακός φαίνεται να έχει μετατραπεί σε είναι παζάρι μάνατζερ;
Ναι. Τα πάρε δώσε που έχει ανοίξει με μερικούς από τους κορυφαίους
μάνατζερ του ποδοσφαίρου, έχουν φέρει στον Ολυμπιακό κάμποσα διαμάντια
-- τα οποία, φυσικά, αν αποδώσουν, σύντομα κουνούν μαντίλι για τον επόμενο
προορισμό. Φέρει ευθύνη η διοίκηση που κάθε χρόνο παίρνουμε τόσους
παίκτες, που οι μισοί καταλήγουν δανεικοί εδώ κι εκεί; Ναι. Φαντάζει πιο
σωστό να αποκτούνται λιγότεροι παίκτες, με περισσότερες πιθανότητες να
μπορούν να βοηθήσουν άμεσα την ομάδα. Από την άλλη, όταν η εμπειρία
δείχνει ότι ακόμα και μεγάλα ονόματα έχουν αρκετές πιθανότητες να μην
παίξουν μπάλα, το ποσοστό «αστοχίας» αυξάνεται κατακόρυφα όταν έχεις να
κάνεις με ανερχόμενους ποδοσφαιριστές (συνεπώς, ο μεγάλος αριθμός
αφίξεων εξασφαλίζει, κατά κάποιο τρόπο, πως κάποιοι θα σου βγουν).
Ακόμα: έχει σωστή επικοινωνιακή τακτική η διοίκηση; Όχι!
Όταν δημιουργείς προσδοκίες για νέους Ζιοβάνι και Ζάχοβιτς, και στο
τέλος αποκτάς παίκτες όπως ο Ντοσεβί και ο Ντουρμάζ (και δεν αναφέρομαι
στην αγωνιστική τους αξία, όπως αυτή θα αποδειχθεί στο γήπεδο, αλλά στο
όνομα, που ο οπαδός περιμένει) είναι λογικό να υπάρχει γκρίνια από τον
κόσμο. Η διοίκηση οφείλει, κάποια στιγμή, να ξεκαθαρίσει στον κόσμο τον
δρόμο που ακολουθεί. Μόνο έτσι άλλωστε, θα φανεί αν το όραμα της
διοίκησης είναι το ίδιο με του κόσμου. Από τη μία, ευτυχώς ή δυστυχώς, η
επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης, και σιγά σιγά όλο και
περισσότεροι οπαδοί κρατούν μικρό καλάθι για τις μεταγραφές. Από την
άλλη, η διοίκηση πρέπει να ξεκαθαρίσει το πλάνο της και να εξηγήσει τους
λόγους που επιλέγει αυτή τη τακτική. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Και
το σημαντικότερο ερώτημα: Έχει η ομάδα, με αυτή τη πολιτική, χαμηλό
ταβάνι; Δυστυχώς, ναι. Ρεαλιστικά, δεν βλέπω άλλον δρόμο (γι' αυτό και
θεωρώ τη διοίκηση, ως τώρα, επιτυχημένη), αλλά, επίσης, ρεαλιστικά, δεν
βλέπω πως αυτός ο δρόμος μπορεί να μας οδηγήσει στον Ολυμπιακό που
ονειρευόμαστε. Η απευθείας συμμετοχή στους ομίλους του Champions League,
εκτός από σημαντικά έσοδα από market pool, χορηγούς, εισιτήρια κτλ,
αποτελούσε πόλο έλξης για αρκετούς ποδοσφαιριστές. Ακόμα και στις
πωλήσεις, η απόδειξη της αξίας των παικτών στην σημαντικότερη συλλογική
διοργάνωση, ανέβαζε τη τιμή. Αμφιβάλω αν ο Ολυμπιακός θα βρεθεί ξανά
τόσο απροετοίμαστος σε προκριματικά Ιουλίου. Αμφιβάλω, επίσης, στο αν η
ανάγκη να βρεθεί σε φόρμα τον Ιούλιο, δεν θα επηρεάσει την ομάδα την
υπόλοιπη χρονιά (ο Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια, φρόντιζε να βρίσκεται
σε φόρμα το διάστημα μέσα Σεπτέμβρη-Δεκέμβρη, έκανε --παραδοσιακά--
κοιλιά Ιανουάριο-Φεβρουάριο, είχε αναλαμπές Μάρτη με αρχές Απρίλη, και
κάπου εκεί, περίμενε τη στέψη και τις καλοκαιρινές διακοπές).
Με λιγότερα λόγια: η διοίκηση οφείλει να ξεκαθαρίσει το δρόμο που ακολουθεί.
Ο Ολυμπιακός θα προσπαθεί να ισορροπεί σε έσοδα και έξοδα, με ό,τι αυτό
συνεπάγεται (στο μαραζωμένο οικονομικά ελληνικό ποδόσφαιρο) ή θα
προσπαθεί για την υπέρβαση και την καταξίωση της ομάδας σε ευρωπαϊκό
επίπεδο (επίσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα οικονομικά της ομάδας);
Ανεξάρτητα από την άποψη του καθενός για το πόσο πετυχημένο, απαραίτητο,
ρεαλιστικό, αδιέξοδο, αποτυχημένο, καταστροφικό, είναι το πλάνο που
ακολουθεί η διοίκηση, η ελάχιστη απαίτηση (πρέπει να) είναι να γίνει
αυτό ξεκάθαρο.
Μεταγραφές Ιανουαρίου
Ας ξεκινήσουμε με αυτούς που έφυγαν. Ο --πρώην-- αρχηγός Γιάννης Μανιάτης
έλυσε το συμβόλαιό του και έκλεισε με τον προδιαγεγραμμένο, εδώ και
κάμποσους μήνες τρόπο, τον κύκλο του στην ομάδα. Όπως είχαμε γράψει,
περιμένοντας την αποχώρησή του από το καλοκαίρι: «Ναι, δεν ξέρει μπάλα,
ναι, αλλιώς ονειρευόμαστε τον Ολυμπιακό, ναι, είναι λίγο τραγί, αλλά από
την άλλη θέλεις και κάποιους Ολυμπιακούς στην ομάδα (αυτά για τον
Μανιάτη και καλή του τύχη)».
Ας πάμε και στους δανεικούς -- και πιθανότατα αγύριστους. Αρχικά, ο γεννημένος το 1988 και παίκτης μας από το 2012, Δημήτρης Σιόβας,
ο οποίος παραχωρήθηκε δανεικός στην ισπανική Λεγανές (δεύτερη
κατηγορία). Σίγουρα δεν ήταν ο καλύτερος αμυντικός του κόσμου. Σχεδόν
σίγουρα, πάντως, ήταν τουλάχιστον ισάξιος, στα αμυντικά του καθήκοντα,
με τον Ντα Κόστα, ενώ ήταν και ο μόνος κεντρικός αμυντικός στο ρόστερ
μας ικανός να αντεπεξέλθει με σχετική επιτυχία στο παράδοξο σύστημα
ανάπτυξης με μακρινές μπαλιές από τα στόπερ. Με τις φήμες να θέλουν την
απομάκρυνσή του να σχετίζεται περισσότερο με εξωαγωνιστικά κριτήρια και
όντας παροπλισμένος από το ξεκίνημα της χρονιάς, η απουσία του
αγωνιστικά θα περάσει απαρατήρητη, όμως ένα «τι στο διάολο συνέβη και με
τον Σιόβα;» θα παραμείνει ως ερώτημα.
Δανεικός, στη γαλλική Ναντ, πήγε ο Κολομβιανός εξτρέμ Φελίπε Πάρντο.
Τα μειονεκτήματά του γνωστά: κάπως γεματούλης για να είναι αέρινος,
αρκετές φορές ατομιστής, και λιγότερο πρόθυμος να προσαρμοστεί στη
τακτική που επιθυμεί ο προπονητής, δηλαδή να βοηθήσει στα μαρκαρίσματα.
Τα πλεονεκτήματά του, επίσης γνωστά: το εξτρέμ με τη μεγαλύτερη ευχέρεια
στο σκοράρισμα, στο ρόστερ μας, και παίκτης με αξιόλογη τεχνική
κατάρτιση. Λίγο το πλάνο στήριξης των μικρών, λίγο που δεν κόλλησε ποτέ
με τον Μπέντο, ο 26χρονός Πάρντο, όπως οι Μανιάτης, Σιόβας, Ομάρ,
Ζντιέλαρ και Τσιμίκας, δεν θα αφήσει κενό, με βάση τη φετινή του
προσφορά. Παραμένει, όμως, γεγονός, πως με τη παραχώρησή του, η ομάδα
χάνει έναν παίκτη, ο οποίος μπορούσε να προσφέρει γκολ, στη φετινή,
αναιμική, επιθετική λειτουργία.
Το δρόμο του δανεισμού πήρε και ο Ομάρ Ελαμπτνελαουί.
Ο 25χρονός δεξιός αμυντικός, μετά από δύο καλές χρονιές στο Λιμάνι, θα
αγωνίζεται με τη φανέλα της Χαλ στη Πρέμιερ Λιγκ. Στη φετινή χρονιά ο
Νορβηγός ήταν σχεδόν εξαφανισμένος, αφού λίγο η ταλαιπωρία των
τραυματισμών (αρχικά), λίγο η καλή απόδοση του Φιγκέιρας (στη συνέχεια)
και λίγο η αναμονή της μεταγραφής (στο τέλος), τον κράτησαν εκτός
ενδεκάδας. Αυτό, πάντως, δεν αλλάζει ότι για δύο χρόνια ήταν από τους
πιο ποιοτικούς παίκτες που είχαμε, ενώ, σίγουρα, ήταν πολύ καλύτερος,
στα αμυντικά του, τουλάχιστον, καθήκοντα από τον αντικαταστάτη του,
Ντιόγκο Φιγκέιρας.
Δανεικός και ο Κώστας Τσιμίκας,
ένας από τους νεαρούς που είχαν πάρει (έστω και λίγες) συμμετοχές τη
περυσινή χρονιά. Το γεγονός ότι παρά την απουσία του Ντε λα Μπέγια, ο
Μπέντο έδωσε περισσότερες ευκαιρίες στον Ρέτσο και τον Βιάνα (με πολύ
κακές επιδόσεις και οι δύο σε μια θέση που ούτε γνωρίζουν, ούτε τους
βοηθά το ανάποδο πόδι), έκανε το δανεισμό του εικοσάχρονού αριστερού
μπακ μονόδρομο, αφού ήταν φανερά εκτός πλάνων του Πορτογάλου τεχνικού.
Σάσα Σντιέλαρ.
Ο 21χρονός αμυντικός χαφ που πέρυσι προτιμήθηκε σε κάμποσα (σημαντικά)
παιχνίδια στη θέση του Καμπιάσο. Ο παίκτης που έκανε αρκετούς οπαδούς
(και εμένα) να δυσανασχετήσουν με τις επιλογές του Σίλβα. Ο παίκτης που
φέτος, αντί να εξαργυρώσει τις περυσινές του συμμετοχές με τη πρώτη
ομάδα, είτε για αγωνιστικούς λόγους, είτε λόγω συμβολαίου (οι κακές
φήμες αναφέρουν ότι δεν θέλει να ανανεώσει με τους όρους της ομάδας),
αγωνίζεται πλέον ως δανεικός στη δεύτερη κατηγορία της Ισπανίας, με τη
φανέλα της Μαγιόρκα.
Και αν για όλους τους προαναφερθέντες, οι
φετινές τους συμμετοχές ήταν μετρημένες στα δάχτυλα και η ομάδα χάνει
αγωνιστικά μόνο στη θεωρία, από τις παραχωρήσεις τους, η πώληση του Λούκα Μιλιβόγεβιτς
στη Κρύσταλ Πάλας για ένα ποσό που πλησιάζει τα 15 εκατομμύρια είναι
βέβαιο ότι θα στοιχίσει. Ο Σέρβος μέσος του Ολυμπιακού, 23 ετών,
πραγματοποίησε φέτος τις καλύτερες του εμφανίσεις με τη φανέλα, και το
περιβραχιόνιο του αρχηγού, της ομάδας (6 γκολ, 2 ασίστ, και σημαντική
βοήθεια στην ανάπτυξη και την άμυνα). Η μεταγραφή του Μίλι σε καλύτερο
πρωτάθλημα ήταν θέμα χρόνου: την περιμέναμε το καλοκαίρι, έγινε τώρα
και, αν δεν γινόταν τώρα θα γινόταν το καλοκαίρι που έρχεται. Το
ερώτημα, όμως, είναι ποιος θα μπορέσει να τον αντικαταστήσει.
Και μια μικρή πρόταση/αναφορά στο φετινό «ήρθε-και-δεν-ακούμπησε» Πιασένσια. Υγιής να είναι, και να βρει το δρόμο του.
Και ας πάμε και στους παίκτες που ήρθαν:
Καρίμ Ανσαριφάρντ (3/4/1990, 1,86μ)
Ο
Καρίμ ήρθε για να καλύψει τη θέση του τρίτου επιθετικού (κάτι που,
άλλωστε, έκανε άκομψα ξεκάθαρα --όπως και ότι ήταν επιλογή της διοίκησης--
ο Πάολο Μπέντο). Από το Ιράν, πέρασε στην Ευρώπη για την Οσασούνα τον
Αύγουστο 2014. Έναν χρόνο και δεκαεπτά συμμετοχές αργότερα, ήρθε στην
Ελλάδα για τον Πανιώνιο. Οι επιδόσεις του με τους Νεοσμυρνιώτες (σε 51
συμμετοχές σκόραρε 15 φορές και έδωσε 5 ασίστ) τον έβαλαν στα υπόψιν και
του Ολυμπιακού και των συνεταίρων (Παοκ, Αεκ, Παο), με τον παίκτη να
καταλήγει --που αλλού;-- στον Πειραιά. Ο Καρίμ έχει αίσθηση του γκολ,
είναι κινητικός και διαθέτει αυτό που λείπει από τους άλλους δύο μας
επιθετικούς, εκρηκτικότητα και σπριντ. Η μεταγραφή του κρίνεται
τουλάχιστον λογική, ειδικά από τη στιγμή που αποκτήθηκε στη θέση του
Πιασένσια: έχει χαρακτηριστικά που έλειπαν στη γραμμή κρούσης μας,
εμπειρία στο ελληνικό πρωτάθλημα και ήρθε από φουλ αγωνιστικούς ρυθμούς.
Χουάν Κάρλος Παρέδες (8/7/1987, 1,78μ)
Ο
γεννημένος στο Εκουαδόρ δεξιός αμυντικός, έρχεται δανεικός --με
δυνατότητα αγοράς-- για να καλύψει το κενό που άφησε ο δανεισμός του
Ομάρ. Αν πιστέψουμε το προπονητή του Εκουαδόρ, πρόκειται για έναν ταχύ
παίκτη, συνεπή και αποτελεσματικό στα αμυντικά του καθήκοντα, ο οποίος
διαθέτει καλή σέντρα. Ο βασικός προβληματισμός είναι πως έρχεται πλήρως
παροπλισμένος, καθώς τη φετινή χρονιά με τη φανέλα της αγγλικής
Γουότφωρντ έχει μόλις μία συμμετοχή, και αυτή σε αυγουστιάτικο αγώνα του
Λιγκ Καπ. Με τη Γουότφωρντ, πάντως, στην οποία αγωνίστηκε για πρώτη
φορά στα Ευρωπαϊκά γήπεδα, από το καλοκαίρι του 2014 μέχρι τον
Ιανουάριο, μέτρησε συνολικά 61 συμμετοχές και 5 ασίστ (17 συμμετοχές και
μία ασίστ στη Πρέμιερ Λιγκ).
Αλί Σισοκό (15/9/1987, 1,81μ)
Και
αν οι δύο προαναφερθέντες, δεν έχουν παραστάσεις από μεγάλες ομάδες, το
βιογραφικό του δανεικού --με δυνατότητα αγοράς-- αριστέρου μπακ,
περιλαμβάνει ομάδες όπως η Πόρτο, η Λυών, η Βαλένθια και η Λιβέρπουλ. Η
αλήθεια είναι πως αν ο Γάλλος (γεννημένος από Σενεγαλέζους γονείς) μπακ
είχε την εξέλιξη που πολλοί προέβλεπαν, η Ελλάδα θα ήταν προορισμός του
μόνο για διακοπές. Η καριέρα του, όμως, έχει πάρει τη κατιούσα, η Άστον
Βίλα δεν είχε πρόβλημα να τον παραχωρήσει (τη φετινή χρονιά, είχε 12
συμμετοχές με μία ασίστ στο πρωτάθλημα της δεύτερης κατηγορίας, με
τελευταία, πάντως, στα μέσα Οκτώβρη). Έχει λογική η προσθήκη του; Ναι.
Αν δεν αντιμετωπίσει προβλήματα τραυματισμών, έχει τη ποιότητα όχι μόνο
να είναι μια αξιόπιστη λύση, αλλά να πάρει φανέλα βασικού στο σπίτι του
(και αυτό άσχετα με τις πρώτες --μέτριες-- εμφανίσεις).
Η σούμα
Ξεκίνησα
το κείμενο αναφέροντας το δεδομένο ότι δεν χτίζεις ομάδα τον Γενάρη.
Μπορείς, όμως, να κάνεις προσθήκες που, αν όχι θα ανεβάσουν, τουλάχιστον
θα βοηθήσουν την ομάδα. Ο Ολυμπιακός απέκτησε τρεις παίκτες και παραχώρησε (με όλους τους τρόπους) οκτώ.
Από αυτούς που έφυγαν μόνο ο Μιλιβιγόβιτς ήταν κομμάτι (και, μάλιστα,
από τα σημαντικότερα) της φετινής ενδεκάδας. Από αυτούς που ήρθαν μόνο ο
Καρίμ ήταν σε φουλ αγωνιστικούς ρυθμούς -- ανεξάρτητα από την οπτική του
Μπέντο. Αν ο Σισοκό και Παρέδες χρειαστούν δύο μήνες για να βρουν
αγωνιστικό ρυθμό, η χρονιά --και οι στόχοι-- θα έχουν πετάξει.
Η ζυγαριά ποιότητας, όμως, είναι στο μείον.
Οι λόγοι που οδήγησαν στις αποχωρήσεις ποικίλουν και δεν είναι μόνο
αγωνιστικοί ή οικονομικοί. Όμως, ο παροπλισμός του 28χρονου Σιόβα, του
26χρονου Πάρντο (όπως και των περσινών ταλέντων Ζντιέλαρ και Τσιμίκα),
καθώς και οι πωλήσεις Ομάρ και Μίλι, αφήνουν την ομάδα με λιγότερη
ποιότητα (όπως και ο παροπλισμός του Τσόρυ και του Καμπιάσο).
Η ομάδα σταδιακά χάνει ποιοτικούς παίκτες και τις ηγετικές της
φυσιογνωμίες, δηλαδή τους ποδοσφαιριστές που λόγω εγωισμού, πάθους,
εμπειρίας και ικανότητας, αρνούνταν να χάσουν και τραβούσαν προς τα πάνω
όλη την ομάδα. Είναι συγκινητικό που για πρώτη φορά φόρεσε ένας παίκτης
18 χρονών, από τις ακαδημίες, το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Είναι
ανησυχητικό ότι τον ρόλο του αρχηγού (με ή χωρίς περιβραχιόνιο) είχαν
παίκτες του διαμετρήματος του Τζόλε, του Γεωργάτου, του Καραπιάλη, του
Μέλμπεργκ, του Νικοπολίδη και του Ρομπέρτο (αλήθεια, πώς ο τρακαρισμένος
Ρέτσος θα μπορέσει να εμπνεύσει την ομάδα; ).
Για τον Μπέντο τα έχουμε ξαναπεί: έχει επιλέξει να
ακολουθήσει έναν παράξενο (και σίγουρα όχι τον εύκολο) δρόμο: από την
(αναποτελεσματική, στα μάτια μου) ανάπτυξη του παιχνιδιού, μέχρι τη «μαζική» προώθηση των μικρών και το παροπλισμό μεγάλων ονομάτων (Μαρίν,
Τσόρυ, Καμπιάσο), ο Πορτογάλος ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί. Η
χρησιμοποίηση των μικρών (πάγια --και ακατανόητη, για εμένα-- επιθυμία του
κόσμου), καθώς και τα αποτελέσματα στα ντέρμπυ του πρώτου γύρου, έχουν
δώσει πίστωση χρόνου στο Μπέντο. Όμως: οι ευρωπαϊκοί αγώνες και τα
ντέρμπυ εκτός έδρας, που ακολουθούν στις επόμενες εβδομάδες, είναι οι πραγματικές εξετάσεις.
Στα δικά μου μάτια, πολλές από τις επιλογές του Μπέντο είναι αντίθετες με τη ποδοσφαιρική λογική
(ανάπτυξη με γιόμες, χρησιμοποίηση πολλών πιτσιρικάδων μαζί, συνεχείς
αλλαγές σε σύστηματα και πρόσωπα πριν από σημαντικούς αγώνες, αμυντική
τακτική που οι υπάρχοντες παίκτες αδυνατούν να εφαρμόσουν με επιτυχία,
συχνή χρησιμοποίηση παικτών σε άλλες θέσεις από αυτές που κανονικά
αγωνίζονται, παροπλισμός ποδοσφαιριστών που, αποδεδειγμένα, με τη
ποιότητα και εμπειρία τους μπορούν να βοηθήσουν την ομάδα).
Αναγνωρίζω δυσκολίες στο
έργο του: παρέλαβε αυγουστιάτικα μια ομάδα σε κακή αγωνιστική και ακόμα
χειρότερη ψυχολογική κατάσταση, με ένα γιγάντιο ρόστερ, χωρίς να έχει
κάνει αυτός την προετοιμασία και την επιλογή των παικτών. Αντιλαμβάνομαι
ότι το έργο ενός προπονητή μπορεί να κριθεί δικαιότερα τον
δεύτερο χρόνο και αφού, τουλάχιστον, έχει κάνει μια καλοκαιρινή
προετοιμασία με την ομάδα. Όμως: έχουν περάσει επτά μήνες από τότε που
βρίσκεται στο τιμόνι και η ομάδα δεν δείχνει σοβαρά σημάδια βελτίωσης,
με επαναλαμβανόμενα αμυντικά λάθη και (σοβαρές) δυσκολίες στην ανάπτυξη και την επίτευξη τερμάτων.
Η αποχώρηση του
Μπέντο μέχρι το καλοκαίρι δεν τίθεται --ελπίζω-- ως ζήτημα. Ο Πορτογάλος
δικαιούται να ολοκληρώσει τη χρονιά και να αποδείξει ότι αυτά που σε
εμένα (και αρκετούς ακόμα οπαδούς) φαντάζουν παράλογα, είναι σωστά και
αποτελεσματικά (άλλωστε στο ποδόσφαιρο, ευτυχώς ή δυστυχώς, όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος).
Σε περίπτωση αποτυχίας του πλάνου, η κριτική του κόσμου τόσο προς τον
Μπέντο, όσο και προς τη διοίκηση, θα είναι αυστηρή. Αφενός γιατί ο
Πορτογάλος είναι επιλογή της διοίκησης και αφετέρου επειδή, αν η χρονιά
δεν κλείσει καλά, για την έλλειψη ποιότητας στο ρόστερ θα κατηγορηθεί κυρίως η διοίκηση και όχι ο Μπέντο, κι ας έχει παροπλισμένους παίκτες όπως οι Τσόρυ, Καμπιάσο, Ρομαό και Μάριν, και σε κακό φεγγάρι τον Καρντόσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου